Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Ο Ανδρόνικος Α' ο Γίδος ή Γίδων και η απόκρουση της επίθεσης των Σελτζούκων του Αλαεντίν Κεϊκομπάτ

Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α' ο Γίδος ή Γίδων (1222-1235) αντιμετώπισε με επιτυχία τον κίνδυνο που διέτρεξε η Τραπεζούντα από τον περίφημο σουλτάνο του Ικονίου Αλαεντίν Κε­ϊκομπάτ το 1223.
Ο σουλτάνος, ξεκινώντας α­πό τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) και περνώ­ντας από την Κελτζηνή (Ερζιγκιάν) και την Παϊπούρτη (Πάιπερτ), έφτασε στις Πύλες του Πόντου, δηλαδή το σημερινό Κολάτ ή Κολαμπάτ-μπογαζί.
Στρατοπέδευσε πάνω από το Στενό, δηλαδή την κλεισούρα του Καράκαπαν, κοντά στο χωριό Χορτοκόπι.
Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας έστει­λε τον πολέμαρχο Θεόδωρο στο Καράκαπαν, με μερικούς γενναίους άντρες για να κατο­πτεύσει τις κινήσεις των αντιπάλων. Ο Θεό­δωρος, ταυτόχρονα με την αποστολή του, που την εκτέλεσε πιστά, προξένησε και πολλές α­πώλειες στους Σελτζούκους Τούρκους.
Κατόπιν ο ίδιος ο αυτοκράτορας, παίρνοντας μαζί του 500 τολμηρούς καβαλάρηδες ανέβηκε στο Δικαίσιμον (Τζεβιζλίκ), όπου ο Θεόδωρος του α­νήγγειλε ότι ένα σύνταγμα Τούρκων είχε φτά­σει ήδη στη Δουβερά (Λιβερά). Ο αυτοκράτο­ρας ξεκίνησε με τους άντρες του, πέρασε το γεφύρι πάνω από τη Δουβερά και συγκρού­στηκε με 2.000 άντρες του Αλαεντίν. Οι Τούρκοι έπαθαν πανωλεθρία, τράπηκαν σε φυγή και μερικοί έπεσαν στο ποτάμι, όπου πνίγη­καν. Ο Ανδρόνικος γύρισε στην Τραπεζούντα ικανοποιημένος.
Ο Σουλτάνος, μετά την ήττα του τάγματος αυτού, εξόρμησε προς την πρωτεύουσα του Πόντου με όλο το στρατό του και την έκλεισε  από τη στεριά. Ο λαός, στο μεταξύ, είχε συ­γκεντρωθεί από τα προάστια μέσα στο φρού­ριο και, μαζί με το στρατό, ετοιμαζόταν για την άμυνα της πόλης. Ο αυτοκράτορας πάλι, ε­νώ την ημέρα πολεμούσε στις επάλξεις του φρουρίου, τα βράδια, κατεβαίνοντας από τα τείχη του Μέσου Φρουρίου, έμπαινε στην εκ­κλησία της Παναγίας Χρυσοκέφαλης και ανέπεμπε ολονύχτιες δεήσεις για τη σωτηρία της πόλης.
Μετά από λίγες ημέρες, ο σουλτάνος των Σελτζούκων στρατοπέδευσε στο πεδινό μέρος, κοντά στην Πύλη του Αιγιαλού, που ήταν το μόνο ευάλωτο σημείο της πρωτεύουσας. Εκεί κατασκήνωσαν οι στρατιώτες του, πιάνοντας μια έκταση από τον Μώλο και την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου ως το δυτικό ποταμό και την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας.
Μια μέρα, ο Ανδρόνικος, οι «στρατάρχες» του και οι έφεδροι καβαλάρηδες, βλέποντας τους αντιπάλους τους κοντά στις πύλες της Αγίας Δυνάμεως να αδρανούν, άνοιξαν τις πόρ­τες και όρμησαν έξω από τα τείχη! Οι Σελ­τζούκοι αιφνιδιασμένοι και μην μπορώντας να αντιμετωπίσουν την έφοδο των Τραπεζούντιων, το έβαλαν στα πόδια... Ο στρατός του Ανδρό­νικου τους κυνήγησε μέχρι τις σκηνές τους, σκότωσε πολλούς και άρπαξε πολλά λάφυρα.
Ο σουλτάνος του Ικονίου και οι πασάδες του φοβήθηκαν πολύ, αλλά συνήλθαν γρήγορα. Ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους και έδωσαν μια σφοδρή μάχη με το στρατό του Κομνηνού. Η σύγκρουση ήταν πολύνεκρη με μεγάλες απώ­λειες και για τα δύο μέρη. Από την πλευρά των Σελτζούκων ηγετών σκοτώθηκαν ο Ιατατίνης (Γκαγιάς-Εντίν), ο ξάδελφος του Σουλτάνου Ετούμης Ραΐσης, διοικητής της κατεχόμενης Σινώπης, και άλλοι άρχοντες, όπως της Κελτζηνής (Ερζιγκιάν) και της Σεβάστειας, ενώ από τους Έλληνες ο Γεώργιος Τορνίκης, ένας «στρατάρχης» τολμηρός, ο Ακριβιτζιώτης Θε­όδωρος, ο Νικόλαος Καλόθετος, ο Νικήτας Θαλαβίτης και ο Ιωάννης ο Ζαγξής.
Μετά τη μάχη, ο βασιλιάς Ανδρόνικος, παίρνοντας το στράτευμά του ήσυχα ήσυχα, το πέρασε μέσα από το ποταμάκι του Αγίου Γε­ωργίου και το χώρο των Τριών Καρυών και το έμπασε στην πόλη χωρίς να συναντήσει κανέναν κίνδυνο.
Ο Σουλτάνος, μετά την αποτυχία του στεναχωρέθηκε και οργίστηκε. Για να ξεσπάσει,  όρμησε κατά πάνω στην εκκλησία του πολιούχου Αγίου Ευγενίου και διέταξε τους στρατιώτες του να γκρεμίσουν τα ανώτερα μέλη της. Κατόπιν πρόσταξε να ανασκάψουν το δάπεδο της και να το αφανίσουν. Ταυτόχρονα, το μεγάλο πλήθος του τουρκικού στρατεύματος, με διαταγή του, χύθηκε εναντίον της πόλης με δυνατές κραυγές, ελπίζοντας μέχρι την άλλη μέ­ρα να καταλάβει το απόρθητο φρούριο της. Η άγρια επίθεση, που συνοδευόταν από κρότους τυμπάνων και ντεφιών, ξεκίνησε από το ορει­νό μέρος της πόλης, δηλαδή από τον τράχηλο της Ακρόπολης (Κουλέ-μπουγιού), και ξέσπα­σε μπροστά στις πύλες των τειχών της Τραπε­ζούντας.
Με μια φωνή, όλοι μαζί, αλάλαξαν, όπως γράφει ο μητροπολίτης Ιωσήφ Λαζαρόπουλος, «ώστε κατασεισθείναι δόξαι την γην και τόν ουρανόν κατασπάσθαι και δέους γε­νέσθαι πάντα μεστά» (ώστε φάνηκε σαν να έ­γινε σεισμός στη γη και να γκρεμίστηκε ο ου­ρανός, και σαν να γέμισαν τα πάντα από φό­ρο). Οι επιτιθέμενοι Τούρκοι έριχναν βέλη σαν βροχή, και χτυπούσαν τους αντιπάλους τους μέσα στην πόλη με κοντάρια και με πέτρες σφενδονισμένες και με άλλα πολεμικά όπλα.
 Οι Τραπεζούντιοι πάλι αντιστέκονταν και α­παντούσαν με σθένος στα χτυπήματα των επι­δρομέων. Αμύνονταν αδιάκοπα, ώσπου οι ε­χθροί να ελαττώσουν τις βολές τους εναντίον της πόλης και να λιγοστέψουν τα βέλη τους. Παίρνοντας, στη συνέχεια, περισσότερο θάρ­ρος οι Έλληνες, όρμησαν αιφνιδιαστικά προς τα έξω. Στη μάχη που ακολούθησε, οι πεζοί, χτυπώντας τους αντιπάλους τους με πυκνότερα βέλη και, οι καβαλάρηδες, κάνοντας επέλαση εναντίον του εχθρικού στρατεύματος, σκότω­σαν πολλούς και αιχμαλώτισαν άλλους τόσους.

Ο αυτοκράτορας όμως, βλέποντας την α­γριότητα, την ωμότητα και τη θηριωδία του σουλτάνου, καθώς και τις ασταμάτητες επιθέ­σεις του που δεν άφηναν σε ανάπαυλα τους πο­λεμιστές του, άρχισε να στεναχωριέται πολύ. Εξάλλου, η πόλη δεν προσφερόταν για άνετη άμυνα, γιατί το πλήθος του λαού είχε γεμίσει το κάστρο και υπήρχε στενότητα χώρου.
Επί­σης δεν είχε χτιστεί ακόμα το εξωτερικό φρούριο (το Κάτω Φρούριο), που θα έφτανε από την παλιά, μεγάλη πύλη, μέχρι τη θάλασσα. Ενώ, αντίθετα, για τους εχθρούς, ο τόπος ήταν προσιτός, ακόμα και η παραλία. Ανήσυχος ο Ανδρόνικος, επισκέφτηκε την εκκλησία του Αγίου Ευγενίου και παρακάλεσε τον πολιούχο με δάκρυα στα μάτια να βοηθήσει την πο­λιορκημένη Τραπεζούντα.
 Κατόπιν οργάνωσε λιτανείες στους δρόμους της πόλης και στις ε­πάλξεις των τειχών. Στις λιτανείες τούτες προ­πορευόταν ο μητροπολίτης φορώντας την αρ­χιερατική στολή του και κουβαλώντας στους ώμους του την εικόνα της Παναγίας Χρυσοκέφαλης. Ακολουθούσε ο ηγούμενος του μονα­στηριού κρατώντας την κάρα του πολιούχου Αγίου Ευγενίου και πίσω τους έρχονταν όλοι οι αξιωματούχοι του κλήρου και του λαού.
Μόλις χάραξε η μέρα, οι Τούρκοι, τέλεια ε­ξοπλισμένοι, έκαναν επίθεση από το ορεινότε­ρο μέρος της Τραπεζούντας, δηλαδή το με­σημβρινό, εναντίον του ακρογωνιαίου πύργου της Ακρόπολης, της «μεγάλης κόρτης», όπως λεγόταν. Πλησιάζοντας μάλιστα άρχισαν να κά­νουν εφόδους, ενώ ο σουλτάνος διακήρυχνε στην πόλη: «Μην ξεγελιέστε, Τραπεζούντιοι, α­πό το θεό σας και από τον άγιό σας το λεγόμε­νο Ευγένιο, γιατί αύριο και τον οίκο του, που ε­σείς τιμάτε, θα κατακάψω και εσάς θα σας ξε­κάνω! Ξέρω την έλλειψη των αναγκαίων που έ­χετε και τη λειψυδρία και τα άλλα βάσανά σας».
 Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος, ακούγοντας αυτές τις βλαστήμιες αγανάκτησε. Και για να αντιδράσει σοφίστηκε ένα σχέδιο που θα πλη­ροφορούσε το σουλτάνο ότι ούτε έλλειψη σε τροφές υπήρχε, ούτε λειψυδρία, απεναντίας το φρόνημα του λαού και του στρατού ήταν ακ­μαίο.
Ζήτησε λοιπόν να έρθουν μερικοί εχθροί στην πόλη, τάχα για να συνάψει ειρήνη. Ήρθαν οι πρέσβεις από την πλευρά του σουλ­τάνου, αλλά απαιτούσαν συνθήκες με όρους α­λαζονικούς και υπεροπτικούς. Ο Ανδρόνικος, ωστόσο, τους φέρθηκε με ευγένεια και τους δε­ξιώθηκε προσφέροντάς τους πλούσιο τραπέζι. Μετά το φαγητό, οι ξένοι καβάλησαν τα άλογά τους και περνώντας μέσα από την πόλη βάλ­θηκαν να κατασκοπεύουν.
Έτσι, είδαν ότι ο τόπος ήταν γεμάτος με στρατεύματα, οι μάντρες γεμάτες με ζώα, τα μαγαζιά γεμάτα με κρέατα, τα μαγειρεία γε­μάτα με φαγητά, οι αποθήκες γεμάτες με στά­ρι, τα κρασοπωλεία γεμάτα με κρασιά, αλλά και τα ρυάκια και οι βρύσες γεμάτες με νερό που έτρεχε και διοχετευόταν άφθονο από την Μεγάλη πύλη στο γιαλό.
Ύστερα από την επιθεώρηση τούτη, ο Έλληνας βασιλιάς έστειλε τους πρέσβεις πίσω, στο σουλτάνο. Εκείνοι, μόλις γύρισαν, διηγή­θηκαν στον αφέντη τους αυτά που είδαν, ά­κουσαν και έμαθαν, κάνοντάς τον να στεναχωρηθεί.
Στο μεταξύ, οι Χάλδοι ή Χαλδαίοι και αυ­τοί που ζούσαν κοντά στη Ματσούκα, όταν έ­μαθαν για την αντίσταση των Τραπεζούντιων εναντίον των Τούρκων, πήραν θάρρος και άρ­χισαν να ενεργούν νυχτερινές επιδρομές στο στρατόπεδο των εχθρών. Με τις επιδρομές αυ­τές, άλλοτε άρπαζαν τα εφόδιά τους, άλλοτε έ­πιαναν αιχμαλώτους και άλλοτε καταδίωκαν τους στρατιώτες. Ο σουλτάνος στεναχωρήθηκε και γι' αυτό και ξεσηκώθηκε εναντίον του ναού του Αγίου Ευγενίου. Μπήκε λοιπόν μέσα με πολλή αυθάδεια και ξάπλωσε κοντά στο σκήνωμα του αγίου. Δίπλα του ξάπλωσαν και άλλοι αξιωματούχοι και κατόπιν οδηγήθηκαν μέσα στο ναό μερικά άσεμνα γύναια που άρ­χισαν να χορεύουν σαν Βάκχες.
Την ίδια ώρα ο Ανδρόνικος, μπαίνοντας στον περιώνυμο ναό της Χρυσοκέφαλης, προ­σευχόταν στο θεό, δάκρυζε και ζητούσε βοή­θεια από την Παναγία. Όταν κοιμήθηκε, είδε όνειρο, στο οποίο η Παναγία του προέλεγε ότι θα νικήσει και τον προέτρεπε να ετοιμάσει  το στρατό για τη μάχη. Την ίδια νύχτα και ο σουλτάνος είδε όραμα:
καθώς κοιμόταν δίπλα στη σορό του μάρτυρα Ευγενίου, του παρουσιάστηκαν τέσσερις φοβεροί άντρες που τον  πρόσταξαν να βγει από την εκκλησία. Ο Αλαεντίν βγήκε έξω και αμέσως ανέβηκε στην κορφή του βουνού. Εκεί πάλι είδε έναν εύσωμο άντρα να κρατάει τα κλειδιά της Τραπεζούντας  και να του λέει: «Είμαι Δήμαρχος αυτής της  πόλης και ονομάζομαι Ευγένιος. Λοιπόν, στάλθηκα από τους πολίτες και τους στρατιώτες και όλο το λαό για να σε καλέσω να έρθεις το ταχύτερο και να παραλάβεις την πόλη και όλους  που σε περιμένουν».
Ο σουλτάνος, λέει η παράδοση, μαγεύτηκε  από τα λόγια τούτα και ασπάστηκε τον εύσωμο άντρα. Κατόπιν μάζεψε τα στρατεύματά  του και τον ακολούθησε. Αλλά, ξαφνικά, ενώ ήταν νύχτα, άστραψε φως δυνατό σαν φωτιά από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ταυτόχρονα άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή και χαλάζι, να ηχούν ομαδικές βροντές και αστραπές, και να πλημμυρίζει ο τόπος νερά. Μετά το  θαύμα τούτο, κατά την παράδοση πάλι, που  μας την περιγράφει ο μητροπολίτης Ιωσήφ Λαζαρόπουλος, όπως και όλα τα σχετικά με την πολιορκία, οι Τούρκοι επιδρομείς έμειναν εμβρόντητοι, σκόρπισαν εδώ κι εκεί και άλλοι περιπλανήθηκαν στις χαράδρες του βουνού, σκοντά­φτοντας και πέφτοντας μέσα, άλλοι όρμησαν προς τους γκρεμούς καβά­λα πάνω στα άλογά τους, νομίζοντας τον γκρεμό για πεδιάδα, άλλοι, που βρίσκονταν στους πρόποδες των βου­νών, πέταξαν τις πανοπλίες τους κι άλλοι πέθαναν από το κρύο.
0 βασιλιάς Ανδρόνικος Γίδος και ο λαός της Τραπεζούντας, μας λέει ο μητροπολίτης, συνεχίζοντας την πε­ριγραφή του, βλέποντας μέσα στη νύχτα το «άρρητο» εκείνο φως και την καται­γίδα που ακολούθησε, καθώς και την καταστροφή των Τούρκων, δόξασαν τον θεό και α­νέπεμψαν ευχαριστίες στον Άγιο Ευγένιο. Κι όταν, μετά την τελετή, πήγαν στις σκηνές των εχθρών, τις είδαν άδειες από άντρες και γεμά­τες από πράγματα και χρήματα.
Στο μεταξύ, καθώς έφευγε ο σουλτάνος με την πρώτη φάλαγγά του προς την Ματσούκα, τον συνέλαβαν αιχμάλωτο «άνδρες εύζωνοι  Ματσουκαίται και δέσμιον ήγαγον αύτόν τω Βασιλεί Άνδρονίκω». Ο αυτοκράτορας, από φι­λανθρωπία, δεν επέτρεψε να τον σέρνουν δε­μένο, έναν άνθρωπο που «πρίν μεν σουλτα­νική εξουσία περιωνύμως τιμώμενος, νύν δέ παλινστρόφω μοίρα δορύκτητος γενόμενος». Διέταξε, λοιπόν, να γυροφέρουν το σουλτάνο στην πόλη «εις προπομπήν», με ησυχία και η­ρεμία, και όχι με φωνές και εξευτελισμούς σε βάρος του. Στην πομπή τούτη πρόσταξε να τον βοηθάνε δυο επίσημοι άντρες, κρατώντας τον και στηρίζοντάς τον. Πρόσταξε ακόμα να α­νέβει ο σουλτάνος στο άλογο και, ακολουθού­μενος από το λαό, να κάνει την περιήγησή του στο χώρο του γιαλού. Κατόπιν, περνώντας από την Μεγάλη πύλη (του «Αιγιαλού»), να παρου­σιαστεί στα ανάκτορα.
Μπαίνοντας, λοιπόν, ο σουλτάνος στην πό­λη και φτάνοντας μπροστά στο μεγάλο ναό της Παναγίας Χρυσοκέφαλης, λένε ότι αναστένα­ξε από τα βάθη της καρδιάς του και χτύπησε το κεφάλι του, γιατί ακολουθώντας το φάντα­σμα του ξένου Αγίου Ευγενίου, τώρα περνού­σε την κεντρική λεωφόρο της πόλης άδοξα. Στο παλάτι ο βασιλιάς Ανδρόνικος Γίδος τον υπο­δέχτηκε φιλικά και τον κάθισε στο κοντινό κά­θισμα. Κατόπιν τον παρηγόρησε και τον εν­θάρρυνε.
Μετά από όλα αυτά, ο βασιλιάς διέταξε να ηχήσει δυνατά η σάλπιγγα και να βροντήξουν τα άλλα όργανα για να μαζευτούν όλοι στο ναό της Χρυσοκέφαλης. Όταν μαζεύτηκαν εκεί οι Τραπεζούντιοι, έψαλαν τα ευχαριστήρια στο θεό και τη θεομήτορα, και έπειτα παίρνοντας στους ώμους την κάρα του αγίου Ευγενίου και τα άλλα ιερά, ξεκίνησαν. Με πομπή, με ύμνους και θρησκευτικά τραγούδια, με λαμπάδες που σκορπούσαν άπειρο φως και με θυμιάματα που ευώδιαζαν, πήγαν στο μοναστήρι του «καλλι­νίκου, και τροπαιούχου μάρτυρος Ευγενίου». Φτάνοντας εκεί, ανέπεμψαν τον ευχαριστήριο ύμνο «τω μάρτυρι, τω ρύστη (σωτήρα), τω πρυτάνει».
Στο μεταξύ ο σουλτάνος, βλέποντάς τα αυ­τά και θαυμάζοντας το πλήθος του λαού, ζή­τησε να γίνει σιωπή. Όταν έγινε αυτή, στάθη­κε στη μέση του ναού και δείχνοντας με το δά­χτυλο του την εικόνα του αγίου, είπε ότι αυτός ήταν ο άντρας που είχε εμφανιστεί τη νύχτα στον ύπνο του. Και διηγήθηκε το θαύμα και την καταστροφή.
Ύστερα από λίγες μέρες, όσοι Τούρκοι εί­χαν φύγει πανικόβλητοι προς τα Σούρμενα και όσοι αιχμαλωτίστηκαν, μόλις έμαθαν τη φιλι­κή συμπεριφορά του βασιλιά Ανδρόνικου προς τον σουλτάνο τους, ξεθάρρεψαν και παραδό­θηκαν στον αυτοκράτορα.
Ο Ανδρόνικος συζήτησε με τους ακολούθους του τι να κάνει τον αιχμάλωτο σουλτάνο. Εκείνοι, με ομόφωνη γνώμη, τον συμβούλε­ψαν, «με την ελεύθερη θέλησή του», να αφήσει τον ηγέτη των Σελτζούκων Τούρκων του Ικο­νίου Αλαεντίν Κεϊκομπάτ να γυρίσει στην πατρίδα του. Ο βασι­λιάς δέχτηκε τη συμ­βουλή τους και, έτσι, έ­γιναν αμέσως ειρηνικές συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες οι Τραπεζού­ντιοι δε θα έστελναν στο εξής, όπως παλαιό­τερα, στρατιωτικές δυνάμεις στο σουλτάνο του Ικονίου, δηλαδή πoλεμιστές, ούτε βέβαια και χρήματα και δώρα.
 Ύστερα από την σύναψη αυτής της συμφωνίας, ο σουλτάνος, με τιμές και με συνοδούς  «δορυφόρους», ξαναγύρισε στην πατρίδα του.  Ο Αλαεντίν Κεϊκομπάτ, που ο χρονικογράφος της Τραπεζούντας Πανάρετος τον ονομάζει Μελίκ Σουλτάν, ήταν ο πιο σπουδαίος ηγέτης των Σελτζούκων Τούρκων. Γι' αυτό και η ήττα του και η καταστροφή όλου του στρατού του μπροστά στην πρωτεύουσα του ποντιακού κράτους ήταν αποφασιστικό γεγονός που συντέλεσε στην παρακμή του κράτους των Σελτζούκων του Ικονίου.
Τέλος, η συντριπτική νίκη του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ανδρόνικου Α' του Γίδου  ή Γίδωνα στα 1223 θεωρείται από τον ιστορικό Φαλμεράιερ κοσμοϊστορικό γεγονός, γιατί  ανέβαλε για πολύ καιρό την ανασυγκρότηση  των τουρκικών δυνάμεων και ανέκοψε κατά ένα αιώνα, τουλάχιστον , την κατάλυση του ποντιακού κράτους και του βυζαντινού πολιτισμού.

Χρήστος Σαμουηλίδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah