Η μονή Αχταλά και οι πρώτες ελληνικές κοινότητες της Αρμενίας
Οι Έλληνες άρχισαν να κατοικούν σε ορισμένες περιοχές της Υπερκαυκασίας στις αρχές του 15ου αιώνα, μετά την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Αυτή την εποχή σε μεγάλες ή ολιγάριθμες ομάδες εγκαθίστανται στην Ατζαρία, τη Μιγκρελία και άλλα σημεία της Γεωργίας. Μια μικρή ομάδα εγκαταστάθηκε στα Βορειοανατολικά εδάφη της Αρμενίας στην περιοχή της μονής Αχταλά, όπου είχαν και δικό τους επίσκοπο. Εδώ βρισκόταν ένας μικρός οικισμός Ελλήνων μεταλλωρύχων, ο οποίος ονομαζόταν Μισχανά. Είναι δύσκολο να μιλήσουμε για το πότε ακριβώς ιδρύθηκε αυτός ο οικισμός. Ωστόσο για την ύπαρξη Ελλήνων σ' αυτήν την περιοχή κάνουν λόγο οι αρμένιοι ιστορικοί του 15ου και 16ου αιώνα στα έργα τους.
Εν συνεχεία η μονή Αχταλά έγινε μάρτυρας ευχάριστων, αλλά και τραγικών σελίδων της ιστορίας του ελληνικού πληθυσμού των παρακείμενων περιοχών.
Σε μυστικά δωμάτια του μοναστηριού κρύβονταν οι δυστυχείς κάτοικοι του Αχταλά κατά την επιδρομή του Ομάρ-Χαν το φθινόπωρο του 1775. Αλλά οι κραυγές ενός βρέφους που βρισκόταν μαζί τους, αποκάλυψαν το καταφύγιό τους στους εχθρούς και όλοι τους έγιναν θύματα της μανίας εκείνων. Το μοναστήρι και οι ιερουργοί του διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην πνευματική ζωή του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και στη σταθεροποίηση των πολιτικών συνθηκών στην περιοχή, συνδέοντας κάτι τέτοιο με την υπαγωγή της Γεωργίας και της Αρμενίας υπό την προστασία της Ρωσίας. Και μέχρι πρόσφατα, οι Έλληνες που διαβιούσαν σε χωριά γύρω από τη μονή, δύο φορές το χρόνο -στη Γέννηση και την Κοίμηση της Θεοτόκου- έρχονταν εδώ να πραγματοποιήσουν τη Θεία λειτουργία.
Εν συνεχεία η μονή Αχταλά έγινε μάρτυρας ευχάριστων, αλλά και τραγικών σελίδων της ιστορίας του ελληνικού πληθυσμού των παρακείμενων περιοχών.
Σε μυστικά δωμάτια του μοναστηριού κρύβονταν οι δυστυχείς κάτοικοι του Αχταλά κατά την επιδρομή του Ομάρ-Χαν το φθινόπωρο του 1775. Αλλά οι κραυγές ενός βρέφους που βρισκόταν μαζί τους, αποκάλυψαν το καταφύγιό τους στους εχθρούς και όλοι τους έγιναν θύματα της μανίας εκείνων. Το μοναστήρι και οι ιερουργοί του διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην πνευματική ζωή του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και στη σταθεροποίηση των πολιτικών συνθηκών στην περιοχή, συνδέοντας κάτι τέτοιο με την υπαγωγή της Γεωργίας και της Αρμενίας υπό την προστασία της Ρωσίας. Και μέχρι πρόσφατα, οι Έλληνες που διαβιούσαν σε χωριά γύρω από τη μονή, δύο φορές το χρόνο -στη Γέννηση και την Κοίμηση της Θεοτόκου- έρχονταν εδώ να πραγματοποιήσουν τη Θεία λειτουργία.
Έλληνες μεταλλωρύχοι
Το 1764 με τη βοήθεια των ελλήνων μεταλλωρύχων οι τοπικοί βασιλιάδες οργάνωσαν τις εργασίες στο Αχταλά και σε άλλα μέρη όπου υπήρχαν κοιτάσματα χρυσού, αργυρού, χαλκού και σιδηρού. Αυτοί οι Έλληνες είχαν προσκληθεί από την περιοχή της Αργυρούπολης (Γκιουμουσχανέ).
Το 1770, εκτός το χωριό Μισχανά, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων απ' αυτό, κοντά σε ένα μεγάλο χυτήριο δημιουργήθηκαν από Έλληνες οι οικισμοί Σαμλούγκ, Μπιαντίκ και Μαντάν. Στα τέλη του 18ου αιώνα ο αριθμός των Ελλήνων στα εργοστάσια αυτά έφθανε τα 1.000 άτομα.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η βασιλική κυβέρνηση δεν κατέβαλε στους μεταλλωρύχους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν ήδη δυσχέρειες, το συμφωνημένο ποσό για το χαλκό που παρέδιδαν. Οι εργαζόμενοι αναγκάσθηκαν να εκγαταλείψουν τα ορυχεία και ασχολήθηκαν με τη γεωργία. Έτσι σε απόσταση 20-30 χλμ. από τα ορυχεία της Αχταλά δημιουργήθηκαν τα χωριά Κογκές και Γιαγντάν.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι Έλληνες χτίζουν δύο εργοστάσια στις περιοχές Ιτζεβάν και Ντιλιτζάν. Στη συνέχεια περνούν στην επαρχία Ζανκεζούρ, όπου μια εταιρεία ελλήνων μεταλλουργών, ίδρυσε στη δεκαετία 1840, δύο εργοστάσια τα οποία στα τέλη του 19ου αιώνα εξελίχθηκαν σε μεγάλες μεταλλουργικές επιχειρήσεις.
Το 1770, εκτός το χωριό Μισχανά, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων απ' αυτό, κοντά σε ένα μεγάλο χυτήριο δημιουργήθηκαν από Έλληνες οι οικισμοί Σαμλούγκ, Μπιαντίκ και Μαντάν. Στα τέλη του 18ου αιώνα ο αριθμός των Ελλήνων στα εργοστάσια αυτά έφθανε τα 1.000 άτομα.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η βασιλική κυβέρνηση δεν κατέβαλε στους μεταλλωρύχους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν ήδη δυσχέρειες, το συμφωνημένο ποσό για το χαλκό που παρέδιδαν. Οι εργαζόμενοι αναγκάσθηκαν να εκγαταλείψουν τα ορυχεία και ασχολήθηκαν με τη γεωργία. Έτσι σε απόσταση 20-30 χλμ. από τα ορυχεία της Αχταλά δημιουργήθηκαν τα χωριά Κογκές και Γιαγντάν.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι Έλληνες χτίζουν δύο εργοστάσια στις περιοχές Ιτζεβάν και Ντιλιτζάν. Στη συνέχεια περνούν στην επαρχία Ζανκεζούρ, όπου μια εταιρεία ελλήνων μεταλλουργών, ίδρυσε στη δεκαετία 1840, δύο εργοστάσια τα οποία στα τέλη του 19ου αιώνα εξελίχθηκαν σε μεγάλες μεταλλουργικές επιχειρήσεις.
Στην ίδια επαρχία, τη δεκαετία 1850, κτίστηκε ένα μεγάλο χυτήριο χαλκού που ανήκε στον Έλληνα Χαραλάμπη Κουντούροβ. Στη περίοδο αυτή σαν αποτέλεσμα της εσωτερικής μετανάστευσης που οφειλόταν στις έρευνες για τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων μετάλλων, οδήγησε στο σχηματισμό του οικισμού Νοβομιχάιλοβκα (σημερινό Ανκαβάν, επαρχία Ραζντάν). Στην επαρχία Αλεξαντραπόλ, έλληνες μεταλλουργοί οργάνωσαν το ορυχείο Σαγκαλί-Εϊλάρ μαζί με τον οικισμό Σισιμαντάν.
Πόλη Αλεξαντραπόλ
Η μεγάλη εισροή Ελλήνων στην Αρμενία άρχισε μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1827-1829 όταν μετοίκησε εκεί μεγάλος αριθμός Ελλήνων, προερχομένων από τις περιοχές του Ερζερούμ, του Καρς και του Μπαγιαζέτ. Αυτοί εγκαταστάθηκαν ως επί το πλείστον στην επαρχία της Αλεξαντραπόλ. Στην περιοχή Αλεξαντραπόλ (σημερινό Γκιουμρί) εμφανίστηκαν οι εξής ελληνικοί και αρμενοελληνικοί οικισμοί: Σαριμπάς, Μπαίταρ (Αλά-Κιλίσα), Μπαγιαντούρ. Διαμορφώθηκε μάλιστα και ελληνικός συνοικισμός μέσα στην ίδια την Αλεξαντραπόλ.
Το 1830, 150 ελληνικές οικογένειες εγκαθίστανται στην πόλη Αλεξαντραπόλ, σχηματίζοντας το δικό τους συνοικισμό που έφερε την ονομασία «Ουρμόντς» ή «Ουϊνερί μαϊλά». Το 1839 στην πόλη καταφθάνει μια μεγάλη ομάδα προσφύγων που αριθμούσε περισσότερους από 100 τεχνίτες και βιοτέχνες. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλοί έλληνες ράφτες, καπελάδες, σιδεράδες, πετράδες, χτίστες, πελεκητές πέτρας, κ.ά.. Το 1850 οι Έλληνες χτίζουν δική τους εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, ενώ η κοινότητά τους περιλαμβάνει ήδη 250 άτομα.
Η Αλεξαντραπόλ την εποχή αυτή γίνεται το σημαντικότερο πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο της Ανατολικής Αρμενίας. Οι μάστορες ελληνικής καταγωγής έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία και εξέλιξη παλαιότερων τεχνικών, αλλά και στην εισαγωγή νέων. Ένα από τα κυριότερα τεχνικά επαγγέλματα που ασκούσαν Έλληνες ήταν αυτό του κτίστη. Οι έλληνες κτίστες κατασκεύαζαν υπέροχες εκκλησίες, μύλους, κατοικίες.
Ραγδαία ανάπτυξη παρατηρείται και στο εμπόριο. Μόνον τα καταστήματα που ανήκαν στην ελληνική κοινότητα έφταναν τα 60. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1897, στην Αρμενία υπήρχαν πάνω από 4.000 Έλληνες. Οι περισσότεροι από αυτούς ζούσαν στη Λορή. Άλλη περιοχή με συμπαγές ελληνικό πληθυσμό ήταν η επαρχία της Αλεξαντραπόλ (σημερινή π. Γκιουμρί) και ακολουθούσαν η περιφέρεια Νορ Μπαγιαζέτ (περιοχή Ραζντάν) και Ζανκεζούρ.
Το 1830, 150 ελληνικές οικογένειες εγκαθίστανται στην πόλη Αλεξαντραπόλ, σχηματίζοντας το δικό τους συνοικισμό που έφερε την ονομασία «Ουρμόντς» ή «Ουϊνερί μαϊλά». Το 1839 στην πόλη καταφθάνει μια μεγάλη ομάδα προσφύγων που αριθμούσε περισσότερους από 100 τεχνίτες και βιοτέχνες. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλοί έλληνες ράφτες, καπελάδες, σιδεράδες, πετράδες, χτίστες, πελεκητές πέτρας, κ.ά.. Το 1850 οι Έλληνες χτίζουν δική τους εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, ενώ η κοινότητά τους περιλαμβάνει ήδη 250 άτομα.
Η Αλεξαντραπόλ την εποχή αυτή γίνεται το σημαντικότερο πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο της Ανατολικής Αρμενίας. Οι μάστορες ελληνικής καταγωγής έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία και εξέλιξη παλαιότερων τεχνικών, αλλά και στην εισαγωγή νέων. Ένα από τα κυριότερα τεχνικά επαγγέλματα που ασκούσαν Έλληνες ήταν αυτό του κτίστη. Οι έλληνες κτίστες κατασκεύαζαν υπέροχες εκκλησίες, μύλους, κατοικίες.
Ραγδαία ανάπτυξη παρατηρείται και στο εμπόριο. Μόνον τα καταστήματα που ανήκαν στην ελληνική κοινότητα έφταναν τα 60. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1897, στην Αρμενία υπήρχαν πάνω από 4.000 Έλληνες. Οι περισσότεροι από αυτούς ζούσαν στη Λορή. Άλλη περιοχή με συμπαγές ελληνικό πληθυσμό ήταν η επαρχία της Αλεξαντραπόλ (σημερινή π. Γκιουμρί) και ακολουθούσαν η περιφέρεια Νορ Μπαγιαζέτ (περιοχή Ραζντάν) και Ζανκεζούρ.
20ός αιώνας
Στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ο αριθμός των Ελλήνων της Αρμενίας μειώνεται, και ένα τμήμα του μεταναστεύει στην Ελλάδα. Η απογραφή του πληθυσμού της ήδη Σοβιετικής Αρμενίας το 1926, μας δείχνει, ότι ο αριθμός των Ελλήνων ανερχόταν στα 2.980 άτομα. Το 1970, σύμφωνα με επιστημονικές πηγές, στην Αρμενία ζούσαν 5.690 Έλληνες. Στις αρχές του 1990, ο αριθμός αυτός μειώνεται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 1989, στην Αρμενία είχαμε 4.650 Έλληνες. Αυτό συνδέεται με τη μετανάστευση των Ελλήνων στη Ρωσία, η οποία όμως δεν παρουσιάζει μαζικό χαρακτήρα. Ο κυριότερος λόγος αυτής της μετανάστευσης ήταν η περεστρόικα, λόγω της οποίας είχαν χειροτερεύσει οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Άλλοι λόγοι ήταν ο πόλεμος στο Καραμπάχ και ο πλήρης αποκλεισμός της Αρμενίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 1989, στην Αρμενία είχαμε 4.650 Έλληνες. Αυτό συνδέεται με τη μετανάστευση των Ελλήνων στη Ρωσία, η οποία όμως δεν παρουσιάζει μαζικό χαρακτήρα. Ο κυριότερος λόγος αυτής της μετανάστευσης ήταν η περεστρόικα, λόγω της οποίας είχαν χειροτερεύσει οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Άλλοι λόγοι ήταν ο πόλεμος στο Καραμπάχ και ο πλήρης αποκλεισμός της Αρμενίας.
Και τέλος ο ισχυρός σεισμός που σημειώθηκε το 1988 κατέστρεψε παντελώς τις συνθήκες ζωής και ανάγκασε τον ελληνικό πληθυσμό να πάρει το δρόμο προς την Ελλάδα. Η μεγαλύτερη εισροή των Ελλήνων στην Ελλάδα επισημάνθηκε το 1992-1995. Στην περίοδο αυτή στο χωριό Γιαγντάν, είχαν απομείνει 20 μεικτές, ελληνοαρμενικές και αρμενοελληνικές οικογένειες, από τους 280 που υπήρχαν πριν. Την ίδια περίοδο, στην πόλη Σαμλούχ απέμειναν 100 Έλληνες από τους 600.
Στην πόλη Αχταλά 50 άτομα από 400. Στο χωριό Ανκαβάν από 560 άτομα, μόνο 22. Από μεγάλες πόλεις Γιουμπί-Ερεβάν έφυγε το 88% του ελληνικού πληθυσμού. Η πλειοψηφία των ελλήνων μεταναστών από την Αρμενία εγκαταστάθηκαν στις βόρειες περιοχές του Έβρου (Αλεξανδρούπολη, Κομοτηνή) και ένα μεγάλο μέρος στη Θεσσαλονίκη. Για τον ελληνικό πληθυσμό της Αρμενίας με τα σημερινά δεδομένα, είναι δύσκολο να γίνει λόγος εφόσον δεν έχει γίνει απογραφή στα τελευταία 10 χρόνια.
Ελευθέριος Χαρατσίδης
Πηγη:Περιοδικο "ΑΡΜΕΝΙΚΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου