Ανηφορίζοντας μερικά χιλιόμετρα από την Αλεξανδρούπολη φτάνεις σε ένα μικρό χωριουδάκι που λέγεται Πεύκα. Εκεί έχουν εγκατασταθεί γύρω στις 50 οικογένειες από τη Σάντα του ανατολικού Πόντου.
Τ' όνομα Σάντα δεν λέγει τίποτα στον Έλληνα της παλιάς Ελλάδας, γιατί η ιστορία του Πόντου έμεινε άγνωστη στο πλατύτερο κοινό.
Αλλά δεν υπάρχει Πόντιος που να μη βουρκώνει από συγκίνηση και περηφάνια καθώς ακούει τ' όνομα που ανασταίνει στις αναμνήσεις του την θρυλική επτάκωμη βουνίσια πολιτεία, τα παλικάρια της οποίας κράτησαν το τουφέκι χρόνια ολόκληρα ενάντια στον Τούρκο, πολεμώντας στις αετοράχες, τα πυκνά ελατόδασα και τα κακοτράχαλα φαράγγια.
Το μεγάλο έπος της αντίστασης των Ποντίων γράφτηκε στα δυτικά του Πόντου. Ένα έπος πολύ μεγαλύτερο απ' των Μακεδονομάχων και ισάξιο μόνο με τον Εθνικό ξεσηκωμό του 1821.
Στ' ανατολικά γραφόταν το ίδιο έπος απ' τα περήφανα παλικάρια της Σάντας που δεν μπόρεσε να λυγίσει ούτε ο στρατός του Κεμάλ. Έτσι συνεχιζόταν και μετά την Μικρασιατική καταστροφή ο ίδιος αγώνας και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Απ' τους οπλαρχηγούς των πολεμιστών της Σάντας έμεινε θρυλικό το όνομα του καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη, που έφτασε στην Ελλάδα παρά τους πολύχρονους επικούς αγώνες του στα βουνά με κάμποσους αντάρτες συμπολεμιστές του.
Πέθανε το 1936 (σ.σ. Στη Νέα Σάντα του Κιλκίς) πικραμένος και απογοητευμένος, αγνοούμενος απ' την Ελληνική Πολιτεία.
Κανένα μνημείο δεν υπάρχει του καπετάν Ευκλείδη* και των άλλων καπεταναίων και πολεμιστών του υπεράνθρωπου εκείνου αγώνα, για την ανεξαρτησία του Πόντου του αγώνα που ανέβασε κατά εκατοντάδες τους αγωνιστές του στις κρεμάλες των δικαστηρίων Αμάσειας και έστειλε κατά χιλιάδες άλλους στη σφαγή.
Η Ποντιακή μούσα όμως ανάστησε τον καπετάν Ευκλείδη στο μοιρολόγι της. Και σήμερα ακόμα, μόλις συρθεί το δοξάρι στις χορδές, της λύρας "κεμεντζέ" κι ακούγεται ο λυράρης, ανεβαίνει στο μάτι το δάκρυ.
Μεταγλωττίζω απ' τα ποντιακά μερικούς στίχους:
1ον Ευκλείδη τα παλικάρια σου
παντού σ' αναζητάνε
Όπου πάνε βρίσκονται
μοιρολογούν και κλαίνε
Καημένε Καπετάνιε
2ον Ο Ευκλείδης δεν φοβότανε
σπαθιά και ούτε μαχαίρια
Πώς μπόρεσε και έπεσε
στου χάροντα τα χέρια;
Καημένε Καπετάνιε
3ον Ευκλείδη μου σ' αναζητά
ολόκληρη η Σάντα
Πρωτοπαλίκαρο έχασε
Και θα σε κλαίει πάντα
Καημένε Καπετάνιε
Σε κάθε δύο στροφές του τραγουδιού υψώνεται η φωνή του λυράρη μ' ένα λυγμό "Ν' αϊλί στη μάνα που σ' έχασε, ν' αϊλί και βάϊσ' εμάς...".
Στο μικρό χωριουδάκι λοιπόν, όπου ζουν μερικές απ' τις οικογένειες των Σανταίων, φτάσαμε την Κυριακή το πρωί τέσσερα αυτοκίνητα με Πόντιους της Αλεξανδρούπολης κι έγινε μεγάλη χαρά, γιατί, όπως μας είπαν, είχαν σαράντα χρόνια να δουν ...τέτοια τιμή. Γριούλες χαροκαμένες, γέροι λιγοστοί, νέοι ψηλόκορμοι και παιδάκια μας κύκλωσαν κι ύστερα μας φιλοξένησαν στο μοναδικό καφενεδάκι του χωριού τους με φαγητά της πατρίδας τους και ούζο.
Ρώτησα αν υπάρχει στο χωριό κανένας απ' τους παλιούς αντάρτες, κι επάνω στην ώρα μπήκε ένας συμπαθητικός γεροντάκος με χαρακτηριστικά λεπτά κι πρόσωπο καλοσυνάτο, ο Αλέκος Εφραιμίδης πολεμιστής. Ήταν από τα παλικάρια του καπετάν Ευκλείδη.
Αυτός και ένας ακόμα, ο Θεοφ. Νικολαΐδης απόμειναν στο χωριό. Μας χαιρέτησε ο παλιός αντάρτης και πήρε θέση ανάμεσα μας στο τραπέζι. Είχαμε φέρει μαζί μας και τον λυράρη, του είπα λοιπόν, να παίξει το τραγούδι του καπετάν Ευκλείδη. Έσυρε το δοξάρι του ο λυράρης στις χορδές του κεμεντσέ, αλλά καθώς ακούστηκαν οι πρώτοι στίχοι, αναταράχτηκε ο γέρος, βούρκωσε και πνίγοντας ένα λυγμό, σηκώθηκε και βγήκε απ' το καφενείο αμίλητος.
Δεν γύρισε παρά όταν τελείωσε το τραγούδι, φέρνοντας μαζί του ένα κατοστάρικο για το λυράρη. Θα πρέπει να ξέρει κανείς πόση φτώχεια υπάρχει στο χωριό για να καταλάβει τι αξία είχε κείνο το κατοστάρικο. Ύστερα ήλθε και ο άλλος πολεμιστής κι άρχισαν να μου ιστορούνε τα παλιά τους, ενώ οι άλλοι χόρευαν γύρω-τριγύρω στον λυράρη.
Δεν μου ζήτησαν τίποτα οι Σανταίοι στο ταπεινό τους συνοριακό χωριουδάκι. Ίσως γιατί ότι και αν έχουν ζητήσει, δεν ακούστηκαν ποτέ από κανένα. Μου είπαν μονάχα ότι υποφέρουν από νερό και η μοναδική τους βρύση την κλείνουν αρκετές ώρες το καλοκαίρι. Έτσι παίρνουν νερό ορισμένες ώρες, γιατί δεν τους φτάνει. Κάνω έκκληση στον φίλο υπουργό των Δημοσίων Έργων κ. Πίπα να τους φτιάξει ένα μικρό έργο που χρειάζεται, για να αποκτήσουν το νεράκι του Θεού.
Ας το κάνει σαν ένα μικρό φόρο τιμής προς τους ανθρώπους αυτούς που έχασαν τα πάντα και κράτησαν μόνο την τιμή τους και την Εθνική αξιοπρέπεια τους.
· Σ.Σ. Στη Νέα Σάντα του Κιλκίς έχει στηθεί μνημείο για τον Καπετάν Ευκλείδη και για τα παλληκάρια της Σάντας.
Santeos
Τ' όνομα Σάντα δεν λέγει τίποτα στον Έλληνα της παλιάς Ελλάδας, γιατί η ιστορία του Πόντου έμεινε άγνωστη στο πλατύτερο κοινό.
Αλλά δεν υπάρχει Πόντιος που να μη βουρκώνει από συγκίνηση και περηφάνια καθώς ακούει τ' όνομα που ανασταίνει στις αναμνήσεις του την θρυλική επτάκωμη βουνίσια πολιτεία, τα παλικάρια της οποίας κράτησαν το τουφέκι χρόνια ολόκληρα ενάντια στον Τούρκο, πολεμώντας στις αετοράχες, τα πυκνά ελατόδασα και τα κακοτράχαλα φαράγγια.
Το μεγάλο έπος της αντίστασης των Ποντίων γράφτηκε στα δυτικά του Πόντου. Ένα έπος πολύ μεγαλύτερο απ' των Μακεδονομάχων και ισάξιο μόνο με τον Εθνικό ξεσηκωμό του 1821.
Στ' ανατολικά γραφόταν το ίδιο έπος απ' τα περήφανα παλικάρια της Σάντας που δεν μπόρεσε να λυγίσει ούτε ο στρατός του Κεμάλ. Έτσι συνεχιζόταν και μετά την Μικρασιατική καταστροφή ο ίδιος αγώνας και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Απ' τους οπλαρχηγούς των πολεμιστών της Σάντας έμεινε θρυλικό το όνομα του καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη, που έφτασε στην Ελλάδα παρά τους πολύχρονους επικούς αγώνες του στα βουνά με κάμποσους αντάρτες συμπολεμιστές του.
Πέθανε το 1936 (σ.σ. Στη Νέα Σάντα του Κιλκίς) πικραμένος και απογοητευμένος, αγνοούμενος απ' την Ελληνική Πολιτεία.
Κανένα μνημείο δεν υπάρχει του καπετάν Ευκλείδη* και των άλλων καπεταναίων και πολεμιστών του υπεράνθρωπου εκείνου αγώνα, για την ανεξαρτησία του Πόντου του αγώνα που ανέβασε κατά εκατοντάδες τους αγωνιστές του στις κρεμάλες των δικαστηρίων Αμάσειας και έστειλε κατά χιλιάδες άλλους στη σφαγή.
Η Ποντιακή μούσα όμως ανάστησε τον καπετάν Ευκλείδη στο μοιρολόγι της. Και σήμερα ακόμα, μόλις συρθεί το δοξάρι στις χορδές, της λύρας "κεμεντζέ" κι ακούγεται ο λυράρης, ανεβαίνει στο μάτι το δάκρυ.
Μεταγλωττίζω απ' τα ποντιακά μερικούς στίχους:
1ον Ευκλείδη τα παλικάρια σου
παντού σ' αναζητάνε
Όπου πάνε βρίσκονται
μοιρολογούν και κλαίνε
Καημένε Καπετάνιε
2ον Ο Ευκλείδης δεν φοβότανε
σπαθιά και ούτε μαχαίρια
Πώς μπόρεσε και έπεσε
στου χάροντα τα χέρια;
Καημένε Καπετάνιε
3ον Ευκλείδη μου σ' αναζητά
ολόκληρη η Σάντα
Πρωτοπαλίκαρο έχασε
Και θα σε κλαίει πάντα
Καημένε Καπετάνιε
Σε κάθε δύο στροφές του τραγουδιού υψώνεται η φωνή του λυράρη μ' ένα λυγμό "Ν' αϊλί στη μάνα που σ' έχασε, ν' αϊλί και βάϊσ' εμάς...".
Στο μικρό χωριουδάκι λοιπόν, όπου ζουν μερικές απ' τις οικογένειες των Σανταίων, φτάσαμε την Κυριακή το πρωί τέσσερα αυτοκίνητα με Πόντιους της Αλεξανδρούπολης κι έγινε μεγάλη χαρά, γιατί, όπως μας είπαν, είχαν σαράντα χρόνια να δουν ...τέτοια τιμή. Γριούλες χαροκαμένες, γέροι λιγοστοί, νέοι ψηλόκορμοι και παιδάκια μας κύκλωσαν κι ύστερα μας φιλοξένησαν στο μοναδικό καφενεδάκι του χωριού τους με φαγητά της πατρίδας τους και ούζο.
Ρώτησα αν υπάρχει στο χωριό κανένας απ' τους παλιούς αντάρτες, κι επάνω στην ώρα μπήκε ένας συμπαθητικός γεροντάκος με χαρακτηριστικά λεπτά κι πρόσωπο καλοσυνάτο, ο Αλέκος Εφραιμίδης πολεμιστής. Ήταν από τα παλικάρια του καπετάν Ευκλείδη.
Αυτός και ένας ακόμα, ο Θεοφ. Νικολαΐδης απόμειναν στο χωριό. Μας χαιρέτησε ο παλιός αντάρτης και πήρε θέση ανάμεσα μας στο τραπέζι. Είχαμε φέρει μαζί μας και τον λυράρη, του είπα λοιπόν, να παίξει το τραγούδι του καπετάν Ευκλείδη. Έσυρε το δοξάρι του ο λυράρης στις χορδές του κεμεντσέ, αλλά καθώς ακούστηκαν οι πρώτοι στίχοι, αναταράχτηκε ο γέρος, βούρκωσε και πνίγοντας ένα λυγμό, σηκώθηκε και βγήκε απ' το καφενείο αμίλητος.
Δεν γύρισε παρά όταν τελείωσε το τραγούδι, φέρνοντας μαζί του ένα κατοστάρικο για το λυράρη. Θα πρέπει να ξέρει κανείς πόση φτώχεια υπάρχει στο χωριό για να καταλάβει τι αξία είχε κείνο το κατοστάρικο. Ύστερα ήλθε και ο άλλος πολεμιστής κι άρχισαν να μου ιστορούνε τα παλιά τους, ενώ οι άλλοι χόρευαν γύρω-τριγύρω στον λυράρη.
Δεν μου ζήτησαν τίποτα οι Σανταίοι στο ταπεινό τους συνοριακό χωριουδάκι. Ίσως γιατί ότι και αν έχουν ζητήσει, δεν ακούστηκαν ποτέ από κανένα. Μου είπαν μονάχα ότι υποφέρουν από νερό και η μοναδική τους βρύση την κλείνουν αρκετές ώρες το καλοκαίρι. Έτσι παίρνουν νερό ορισμένες ώρες, γιατί δεν τους φτάνει. Κάνω έκκληση στον φίλο υπουργό των Δημοσίων Έργων κ. Πίπα να τους φτιάξει ένα μικρό έργο που χρειάζεται, για να αποκτήσουν το νεράκι του Θεού.
Ας το κάνει σαν ένα μικρό φόρο τιμής προς τους ανθρώπους αυτούς που έχασαν τα πάντα και κράτησαν μόνο την τιμή τους και την Εθνική αξιοπρέπεια τους.
· Σ.Σ. Στη Νέα Σάντα του Κιλκίς έχει στηθεί μνημείο για τον Καπετάν Ευκλείδη και για τα παλληκάρια της Σάντας.
Santeos