Η θρυλική Δαφνοστεφανωμένη Σαντά με τους διαρκείς αγώνες της, από την σύσταση της, ζούσε σαν μία "Ελεύθερη Πολιτεία" στα ελατοδασώδη βουνά της με τους "Ελεύθερους σκοπευτές" τους ηρωικούς κατοίκους της, που δεν επέτρεψαν ποτέ στους βρωμερούς ληστές να βεβηλώσουν τα όσια και τα ιερά ως την τελευταία στιγμή του ολοκαυτώματος.
Αυτή η ηρωική Σαντά το "Σούλι του Πόντου" έμεινε ένα όραμα χαμένο στην ομίχλη του χρόνου.
Στη μνήμη των αφανών ηρώων της πατρίδας μας Σαντάς εμείς, οι επιζήσαντες συμπατριώτες στήσαμε στα υψώματα της Καστανιάς, στην Παναγία Σουμελά, στο περίβολο του σπιτιού της Σαντάς, το περικαλλές Καλλιμάρμαρο "Μνημείο των Σανταίων"
Εδώ μαζεύονται κάθε χρόνο απ' όλα τα διαμερίσματα της χώρας μας το μήνα Σεπτέμβρη, ως μήνα της εξορίας τους, οι Σανταίοι, για να ανάψουν ένα κεράκι και να προσφέρουν λιβάνι για να γονατίσουν μπροστά στο "Μνημείο" των πατέρων, αδελφών, παιδιών και συμπατριωτών τους και να αποτίσουν ύστατο φόρο τιμής στα θύματα της θηριωδίας του Κεμάλ.
Αιωνία τους η μνήμη.
Τα αποκαλυπτήρια του "Μνημείου" έγιναν με επίσημη τελετή στις 29 Σεπτεμβρίου 1971 μετά από το Τρισάγιο που έγινε από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Βέροιας - Νάουσας κ. Παύλο.
Παραβρέθηκαν ο στρατηγός διοικητής του Β' Σώματος Στρατού, ο Νομάρχης Ημαθίας, ο αντιπρόσωπος του Γ Σώματος Στρατού, ο πρόεδρος και ο γενικός γραμματέας του Σωματείου "Παναγίας Σουμελά", πρόεδροι Κοινοτήτων Σανταίων, πρόεδροι Ποντιακών Σωματείων, εκπρόσωπος του Υπουργείου Βόρειας Ελλάδας και πλήθος κόσμου ιδίως Σανταίων, από όλη την Μακεδονία - Θράκη, μεταξύ των οποίων και μερικοί από τους λίγους που επέζησαν μετά από το ολοκαύτωμα, και πληροφορήθηκαν με εύλογη συγκίνηση το γεγονός.
Μετά το Τρισάγιο μίλησε ο νομικός Ιωάννης Αγγελίδης.
Παραθέτουμε τον λόγο του:
"Με πίστη προς το Θεό και ευλαβείς προσκυνητές της Παναγίας Σουμελά, του συμβόλου του Πόντιου Ελληνισμού, συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ, κοντά στο θρόνο της, για να αποτίσουμε φόρο τιμής προς τους ηρωικούς νεκρούς της χαμένης πατρίδας, της πατρίδας των πατέρων μας, της αλησμόνητης Σάντας.
Πενήντα χρόνια πέρασαν από την αποφράδα εκείνη ημέρα του Σεπτέμβρη του 1921, όταν δόθηκε η διαταγή της ολοκληρωτικής καταστροφής της Σάντας από τους Τούρκους.
Κι αυτό γιατί οι κάτοικοι της κράτησαν απάτητη και αμόλυντη την περιοχή τους για δεκαετηρίδες γιατί διατήρησαν την Ορθόδοξη Χριστιανική τους πίστη με τις εκκλησίες τους και τη λατρεία τους προς το Θεό, γιατί συνέχιζαν τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα της Ελληνικής φυλής, γιατί μοχθούσαν για την πατρίδα, την πρόοδο του τόπου μας χτίζοντας σχολεία από το υστέρημα τους, για να καλλιεργήσουν τα γράμματα και να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο, γιατί οι σταυραετοί της Σάντας ήταν γνωστοί για την αντρεία και τον ηρωισμό τους, γιατί τέλος ήταν Έλληνες με αδούλωτη ψυχή.
Για τους λόγους αυτούς έπρεπε η Σάντα να ισοπεδωθεί. Για τον αφανισμό της ξεκίνησε συγκροτημένο τμήμα τακτικού στρατού, ενισχυμένο από οπλισμένους κατοίκους των γειτονικών Τουρκικών χωριών.
Η Σάντα δεν άντεξε στη βία· αφού λεηλατήθηκε παραδόθηκε στις φλόγες, για να μη μείνει πέτρα για πέτρα και να θυμίζει ότι εκεί σ' ένα κομμάτι του ορεινού Πόντου υπήρξε ένα ατίθασο και αλαζονικό Ελληνικό στοιχείο, το οποίο κυριαρχούσε, σ' όλη την περιοχή με την πρόοδο και τον πολιτισμό του, αλλά και με την ανδρεία και τον ηρωισμό του.
Μετά την καταστροφή, οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν στην εξορία στα βάθη του Κουρδιστάν. Στον μαρτυρικό δρόμο προς την εξορία, που κράτησε ολόκληρες βδομάδες, άφησαν την τελευταία τους πνοή από την πείνα και τις κακουχίες πολλές αθώες υπάρξεις.
Αλλά και στους τόπους της εξορίας, όπου το θερμόμετρο κατά τον χειμώνα έδειχνε σταθερά πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν, από τη μια μεριά οι στερήσεις και οι κακουχίες, από την άλλη ο εξανθηματικός τύφος, θέρισαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και μόνο το ένα τρίτο κατόρθωσε να επιζήσει και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών να καταφύγει στη μητέρα πατρίδα.
Οι Σανταίοι λοιπόν που σώθηκαν από την τραγωδία αυτή, θεώρησαν ύψιστο καθήκον τους να αναγείρουν το "Μνημείο" αυτό στη μνήμη των τραγικών εκείνων θυμάτων, που άφησαν τα κόκαλα τους και την τελευταία τους πνοή στα δάση και στα μονοπάτια της χαμένης πατρίδας, πιστοί μέχρι την τελευταία στιγμή στην Εθνική Ιδέα.
Πενήντα χρόνια πέρασαν από την καταστροφή της μα στις ψυχές μας η Σάντα ζει, για να θυμίζει και σε μας τους νεώτερους πως μέσα στη μακραίωνη νύχτα της Τουρκικής σκλαβιάς η γη των πατέρων μας αποτελούσε ένα φωτεινό αστέρι του τρισχιλιετούς Ελληνικού Πολιτισμού.
Κι αυτό γιατί, τριγυρισμένη από τους αλλόθρησκους, κράτησε ψηλά τον σταυρό της θρησκείας μας με την βαθιά θρησκευτική πίστη των 7.000 κατοίκων της.
Με τις 7 μεγάλες εκκλησίες στους 7 συνοικισμούς της, με τα σχολεία της, στα οποία φοιτούσαν και οι φτωχότεροι με χρήματα από το κοινό ταμείο, με την Φιλόπτωχη Αδελφότητα της, την Δημογεροντία της, που αποτελούνταν από εκπροσώπους των 7 συνοικισμών και επέλυε όλες τις διαφορές της κοινότητας, ώστε οι κάτοικοι της να μην καταφεύγουν στα Τουρκικά δικαστήρια, με τους επιστήμονες και εκπαιδευτικούς της που σπούδαζαν στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και στο εξωτερικό και με την προσήλωση των κατοίκων της στα ιδεώδη της Μεγάλης Ελλάδας κατάλαβε δικαιωματικά την θέση και την τιμή που της άξιζε στην Ελληνική Ιστορία.
Αξίζει ιδιαίτερα να τονισθεί η αντρεία των παλικαριών της και τα ηρωικά τους κατορθώματα, γεγονός που επισήμανε και ο αείμνηστος Υπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος στο αξιόλογο και ογκώδες έργο του "Περιήγηση ανά τον Πόντο" αποκαλύπτοντας στο σύγγραμμα τους την Σάντα ως "Το Σούλι του Πόντου".
Τον τιμητικό αυτό τίτλο τον δικαίωσε η Σάντα μες την υπέρτατη θυσία της, γινόμενη ολοκαύτωμα για την Εθνική Ιδέα.
Το απέριττο αυτό Μνημείο στήθηκε όχι μόνο στη μνήμη των μαρτύρων της Σάντας που δεν αξιώθηκαν ούτε ευχής ούτε ταφής, αλλά και για να υπενθυμίζει κείνη του Πόντου με πολλούς αγώνες και πολλές θυσίες κράτησαν ψηλά την Εθνική μας σημαία γράφοντας μια ιστορία αντάξια της ηρωικής ιστορίας της φυλής μας, έτσι και αυτοί οφείλουν να υπερηφανεύονται γιατί κατάγονται από τέτοιους προγόνους".
Αλλά και σήμερα αγαπημένοι και αδελφωμένοι όλοι οι Έλληνες, αν χρειαστεί θα θυσιάσουμε και την ζωή μας ακόμα για την δόξα και το μεγαλείο της φίλτατής μας πατρίδας.
Ο επισκέπτης πρέπει να σταθεί με δέος και συγκέντρωση μπροστά στο "Μνημείο" της ανείπωτης συμφοράς της Σάντας, πριν καν υψώσει το βλέμμα προς το σύντομο επίγραμμα
"ΣΤΑΣΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗ ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΚΙ ΕΥΛΑΒΙΚΑ ΣΤΟΧΑΣΟΥ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΕΦΤΑΚΩΜΗΣ ΣΑΝΤΑΣ ΣΤΑ 1921".
Πηγη: Από το βιβλιο του Σανταίου Ματθαίου Σερ. Λαζαρίδη
Αυτή η ηρωική Σαντά το "Σούλι του Πόντου" έμεινε ένα όραμα χαμένο στην ομίχλη του χρόνου.
Στη μνήμη των αφανών ηρώων της πατρίδας μας Σαντάς εμείς, οι επιζήσαντες συμπατριώτες στήσαμε στα υψώματα της Καστανιάς, στην Παναγία Σουμελά, στο περίβολο του σπιτιού της Σαντάς, το περικαλλές Καλλιμάρμαρο "Μνημείο των Σανταίων"
Εδώ μαζεύονται κάθε χρόνο απ' όλα τα διαμερίσματα της χώρας μας το μήνα Σεπτέμβρη, ως μήνα της εξορίας τους, οι Σανταίοι, για να ανάψουν ένα κεράκι και να προσφέρουν λιβάνι για να γονατίσουν μπροστά στο "Μνημείο" των πατέρων, αδελφών, παιδιών και συμπατριωτών τους και να αποτίσουν ύστατο φόρο τιμής στα θύματα της θηριωδίας του Κεμάλ.
Αιωνία τους η μνήμη.
Τα αποκαλυπτήρια του "Μνημείου" έγιναν με επίσημη τελετή στις 29 Σεπτεμβρίου 1971 μετά από το Τρισάγιο που έγινε από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Βέροιας - Νάουσας κ. Παύλο.
Παραβρέθηκαν ο στρατηγός διοικητής του Β' Σώματος Στρατού, ο Νομάρχης Ημαθίας, ο αντιπρόσωπος του Γ Σώματος Στρατού, ο πρόεδρος και ο γενικός γραμματέας του Σωματείου "Παναγίας Σουμελά", πρόεδροι Κοινοτήτων Σανταίων, πρόεδροι Ποντιακών Σωματείων, εκπρόσωπος του Υπουργείου Βόρειας Ελλάδας και πλήθος κόσμου ιδίως Σανταίων, από όλη την Μακεδονία - Θράκη, μεταξύ των οποίων και μερικοί από τους λίγους που επέζησαν μετά από το ολοκαύτωμα, και πληροφορήθηκαν με εύλογη συγκίνηση το γεγονός.
Μετά το Τρισάγιο μίλησε ο νομικός Ιωάννης Αγγελίδης.
Παραθέτουμε τον λόγο του:
"Με πίστη προς το Θεό και ευλαβείς προσκυνητές της Παναγίας Σουμελά, του συμβόλου του Πόντιου Ελληνισμού, συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ, κοντά στο θρόνο της, για να αποτίσουμε φόρο τιμής προς τους ηρωικούς νεκρούς της χαμένης πατρίδας, της πατρίδας των πατέρων μας, της αλησμόνητης Σάντας.
Πενήντα χρόνια πέρασαν από την αποφράδα εκείνη ημέρα του Σεπτέμβρη του 1921, όταν δόθηκε η διαταγή της ολοκληρωτικής καταστροφής της Σάντας από τους Τούρκους.
Κι αυτό γιατί οι κάτοικοι της κράτησαν απάτητη και αμόλυντη την περιοχή τους για δεκαετηρίδες γιατί διατήρησαν την Ορθόδοξη Χριστιανική τους πίστη με τις εκκλησίες τους και τη λατρεία τους προς το Θεό, γιατί συνέχιζαν τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα της Ελληνικής φυλής, γιατί μοχθούσαν για την πατρίδα, την πρόοδο του τόπου μας χτίζοντας σχολεία από το υστέρημα τους, για να καλλιεργήσουν τα γράμματα και να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο, γιατί οι σταυραετοί της Σάντας ήταν γνωστοί για την αντρεία και τον ηρωισμό τους, γιατί τέλος ήταν Έλληνες με αδούλωτη ψυχή.
Για τους λόγους αυτούς έπρεπε η Σάντα να ισοπεδωθεί. Για τον αφανισμό της ξεκίνησε συγκροτημένο τμήμα τακτικού στρατού, ενισχυμένο από οπλισμένους κατοίκους των γειτονικών Τουρκικών χωριών.
Η Σάντα δεν άντεξε στη βία· αφού λεηλατήθηκε παραδόθηκε στις φλόγες, για να μη μείνει πέτρα για πέτρα και να θυμίζει ότι εκεί σ' ένα κομμάτι του ορεινού Πόντου υπήρξε ένα ατίθασο και αλαζονικό Ελληνικό στοιχείο, το οποίο κυριαρχούσε, σ' όλη την περιοχή με την πρόοδο και τον πολιτισμό του, αλλά και με την ανδρεία και τον ηρωισμό του.
Μετά την καταστροφή, οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν στην εξορία στα βάθη του Κουρδιστάν. Στον μαρτυρικό δρόμο προς την εξορία, που κράτησε ολόκληρες βδομάδες, άφησαν την τελευταία τους πνοή από την πείνα και τις κακουχίες πολλές αθώες υπάρξεις.
Αλλά και στους τόπους της εξορίας, όπου το θερμόμετρο κατά τον χειμώνα έδειχνε σταθερά πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν, από τη μια μεριά οι στερήσεις και οι κακουχίες, από την άλλη ο εξανθηματικός τύφος, θέρισαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και μόνο το ένα τρίτο κατόρθωσε να επιζήσει και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών να καταφύγει στη μητέρα πατρίδα.
Οι Σανταίοι λοιπόν που σώθηκαν από την τραγωδία αυτή, θεώρησαν ύψιστο καθήκον τους να αναγείρουν το "Μνημείο" αυτό στη μνήμη των τραγικών εκείνων θυμάτων, που άφησαν τα κόκαλα τους και την τελευταία τους πνοή στα δάση και στα μονοπάτια της χαμένης πατρίδας, πιστοί μέχρι την τελευταία στιγμή στην Εθνική Ιδέα.
Πενήντα χρόνια πέρασαν από την καταστροφή της μα στις ψυχές μας η Σάντα ζει, για να θυμίζει και σε μας τους νεώτερους πως μέσα στη μακραίωνη νύχτα της Τουρκικής σκλαβιάς η γη των πατέρων μας αποτελούσε ένα φωτεινό αστέρι του τρισχιλιετούς Ελληνικού Πολιτισμού.
Κι αυτό γιατί, τριγυρισμένη από τους αλλόθρησκους, κράτησε ψηλά τον σταυρό της θρησκείας μας με την βαθιά θρησκευτική πίστη των 7.000 κατοίκων της.
Με τις 7 μεγάλες εκκλησίες στους 7 συνοικισμούς της, με τα σχολεία της, στα οποία φοιτούσαν και οι φτωχότεροι με χρήματα από το κοινό ταμείο, με την Φιλόπτωχη Αδελφότητα της, την Δημογεροντία της, που αποτελούνταν από εκπροσώπους των 7 συνοικισμών και επέλυε όλες τις διαφορές της κοινότητας, ώστε οι κάτοικοι της να μην καταφεύγουν στα Τουρκικά δικαστήρια, με τους επιστήμονες και εκπαιδευτικούς της που σπούδαζαν στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και στο εξωτερικό και με την προσήλωση των κατοίκων της στα ιδεώδη της Μεγάλης Ελλάδας κατάλαβε δικαιωματικά την θέση και την τιμή που της άξιζε στην Ελληνική Ιστορία.
Αξίζει ιδιαίτερα να τονισθεί η αντρεία των παλικαριών της και τα ηρωικά τους κατορθώματα, γεγονός που επισήμανε και ο αείμνηστος Υπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος στο αξιόλογο και ογκώδες έργο του "Περιήγηση ανά τον Πόντο" αποκαλύπτοντας στο σύγγραμμα τους την Σάντα ως "Το Σούλι του Πόντου".
Τον τιμητικό αυτό τίτλο τον δικαίωσε η Σάντα μες την υπέρτατη θυσία της, γινόμενη ολοκαύτωμα για την Εθνική Ιδέα.
Το απέριττο αυτό Μνημείο στήθηκε όχι μόνο στη μνήμη των μαρτύρων της Σάντας που δεν αξιώθηκαν ούτε ευχής ούτε ταφής, αλλά και για να υπενθυμίζει κείνη του Πόντου με πολλούς αγώνες και πολλές θυσίες κράτησαν ψηλά την Εθνική μας σημαία γράφοντας μια ιστορία αντάξια της ηρωικής ιστορίας της φυλής μας, έτσι και αυτοί οφείλουν να υπερηφανεύονται γιατί κατάγονται από τέτοιους προγόνους".
Αλλά και σήμερα αγαπημένοι και αδελφωμένοι όλοι οι Έλληνες, αν χρειαστεί θα θυσιάσουμε και την ζωή μας ακόμα για την δόξα και το μεγαλείο της φίλτατής μας πατρίδας.
Ο επισκέπτης πρέπει να σταθεί με δέος και συγκέντρωση μπροστά στο "Μνημείο" της ανείπωτης συμφοράς της Σάντας, πριν καν υψώσει το βλέμμα προς το σύντομο επίγραμμα
«Το Μνημείο των Σανταίων» |
"ΣΤΑΣΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗ ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΚΙ ΕΥΛΑΒΙΚΑ ΣΤΟΧΑΣΟΥ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΕΦΤΑΚΩΜΗΣ ΣΑΝΤΑΣ ΣΤΑ 1921".
Πηγη: Από το βιβλιο του Σανταίου Ματθαίου Σερ. Λαζαρίδη