Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Σοφια Χρυσοχόου απο την Βαρενού

Από μια πληροφορία που μας έδωσαν, οδηγηθήκαμε στην οδό Δούμπαση της θεσσαλονίκης, όπου διέμενε, μαζί με την οικογένεια του γιου της Δημήτρη, η αιωνόβια, πρόσφυγας της πρώτης γενιάς, Σοφία Χρυσοχόου. Η εγγονή της την καλεί να έρθει κοντά μας και εκείνη πλησιάζει στηριγμένη με κόπο στην περπατούρα της.

Η διήγηση για τον μεγάλο δρόμο που περπάτησε στη ζωή της παρουσιάζει πότε πότε κενά, πράγμα που το καταλαβαίνει. Προσπαθεί να αναφέρει τους λόγους λέγοντας ότι από τον καιρό που δεν μπορεί να περπατήσει, δεν ακούει καλά και δεν βλέπει τόσο καλά. «Ήξερα αρκετά πράγματα», λέει, «διάβαζα πάρα πολύ και έχω ακόμη τα βιβλία μου. Τώρα πια, δεν μπορώ να διαβάσω και μάλλον δεν θα μπορέσω να κρατήσω στη σκέψη μου όσα θα ήθελα να σας πω. θα σας πω ό,τι θυμηθώ».

Εγώ από τη Βαρενού και ο άνδρας μου από το Λιβάδι
Πρόθυμα η Σοφία Χρυσοχόου απαντά στις ερωτήσεις μας για όσα αφορούν τη γέννηση της, τα παιδικά της χρόνια, που τα πέρασε όταν οι Πόντιοι ανέβαιναν ήδη τον Γολγοθά τους. «Όταν παντρεύτηκα», αναφέρει, «ήμουν δεκαέξι ετών και ο άνδρας μου είκοσι δύο. Εγώ ήμουν από τη Βαρενού και ο άνδρας μου από το Λιβάδι της Ίμερας. Το χωριό Λιβάδι είχε περίπου ογδόντα οικογένειες. Ζούσαν μόνον από την κτηνοτροφία, γιατί δεν είχαν χωράφια. Γιαυτό, οι περισσότεροι άνδρες ήταν εργάτες στα μεταλλεία. Όταν η απόδοση των μεταλλείων δεν ήταν πια ικανοποιητική, πολλοί έφυγαν στη Ρωσία, από όπου έστελναν όσα ρούβλια μπορούσαν».

Η ζωή στη γενέτειρα Βαρενού και στο Λιβάδι
Στη Βαρενού, όπως και στο Παρτίν, είχαν λίγα χωράφια και μπαξέδες. Για τον χειμώνα, που ήταν πάντα βαρύς, ετοιμάζαμε την απαραίτητη τροφή για την οικογένεια και για τα ζώα. Κάναμε καβουρμάδες, ξερά λαχανικά, τουρσιά, το καλόν το βούτωρον και άλλα. Από τα λιγοστά οπωροφόρα δέντρα κάναμε τα τσιρία για τις χειμωνιάτικες κομπόστες. Όταν η παραγωγή ήταν καλή έφτιαχναν και παστίλιες, δηλαδή στεγνά πολτοποιημένα φρούτα, που τα στέγνωναν επάνω σε υφάσματα Κάποια χρονιά, σημειώθηκαν καταστροφικές πλημμύρες και το χωριό Λιβάδι χωρίστηκε από τα νερά του ποταμό Γιαγλίντερε (λιπαρός, παχύς ποταμός) σε τρεις μαχαλάδες Κάθε μαχαλάς έμεινε με πέντε έξι οικογένειες. Ανάμεσα τους και οι οικογένειες Σιαμανάντων, του Αγαθάγγελο Φωστηρόπουλου, των Σιδηροπουλαίων, οι Λαζαριδαίοι, ο Φώτης Στολτίδης και ο ιερέας, κατόπιν, του Πανοράματα Παύλος Παπαδόπουλος, πατέρας του οδοντίατρου τη Τριανδρίας Χαράλαμπου Παπαδόπουλου.

Στο σχολείο της Ίμερας όλα τα παιδιά της περιοχής
Στο Λιβάδι υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Τη εικόνα του αγίου την έφεραν οι πρόσφυγες στο Πανόραμα, όπου χτίστηκε ναός στη μνήμη του. Άλλες εικόνες διασκορπίστηκαν μαζί με τους πρόσφυγες στους τόπους εγκατάστασης τους.
Στο Λιβάδι λειτουργούσε δημοτικό σχολείο με 20 - 30 μαθητές. Αλλά το σχολείο της Ίμερας, όπου πήγαιναν τι περισσότερα παιδιά, ήταν μεγάλο, όπως και η Ίμερα, που τα σπίτια της ήταν χτισμένα το ένα επάνω στο άλλο. Στην τελευταία τάξη έκαναν και γαλλικά. Όσοι τελείωναν το σχολείο πήγαινα στην Τραπεζούντα, για να σπουδάσουν στο Φροντιστήριο.

Οι «κλωστοί» του οικισμού των θωμάντων και οι άλλοι
Απέναντι από την Ιμερα ήταν ο οικισμός των Θωμάντων που οι κάτοικοι του ήταν «κλωστοί», δηλαδή χριστιανοί που έγιναν μουσουλμάνοι και μιλούσαν τουρκικά. Αυτοί, συνήθως εργάζονταν στις δουλειές των Ιμεραιων, όπως ήταν η φύλαξη των ζώων.
Στα χωριά όλα ζούσαν μόνον Έλληνες, που μιλούσαν ποντιακά Από τέλη Σεπτεμβρίου έως και τον Απρίλιο χιόνιζε με το χιόνι να φτάνει, μερικές φορές, μέχρι και τα δύο μέτρα. Αρκετές φορές, από τον λόφο της Αρεμενίτσας κατέβαιναν χιονοστιβάδες που έκαναν πολλές ζημιές. Πολλές οικογένειες, μην υποφέροντας τον βαρύ χειμώνα, ζούσαν στην Τραπεζούντα. Όσοι έμεναν στα χωριά της Ίμερας, κατά τις γιορτές του Δωδεκαήμερου έκανα τους Μωμμόγερους.

Η πείνα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου
Το 1916 και ενώ διαρκούσε ο α' παγκόσμιος πόλεμος, στην περιοχή της Ίμερας πείνασαν. Σώθηκαν με το γάλα των ζώων. Η κατάσταση έγινε καλύτερη, όταν, την ίδια χρονιά, κατέλαβαν την περιοχή της Τραπεζούντας οι Ρώσοι. Έφεραν την ευλογία στον Πόντο. Δεν κράτησε, όμως, αυτό για πολύ. Με την επανάσταση στη Ρωσία, οι Ρώσοι στρατιώτες έφυγαν. Οι Έλληνες που ζούσαν στη Ρωσία καταστράφηκαν. Ανάμεσα και ο πατέρας της Σοφίας Χρυσοχόου και συγγενείς τους.
«Ο πατέρας μου εργαζόταν στο Νοβοροσίσκι, όπου είχε και σπίτι. Όταν οι Ρώσοι βρισκόταν στον Πόντο, ήρθε και μας είδε. Όλοι οι γνωστοί του έδωσαν ρούβλια να τα φέρει στις οικογένειες τους. Στη διαδρομή τον λήστεφαν και έφτασε στο χωριό μόνον με την καμπαρντίνα του. Επειδή ήταν πολύ ευσυνείδητος δεν ησύχαζε. Πήρε δανεικά από τον Σωκράτη Φωστηρόπουλο, πούλησε το σπίτι στο Νοβοροσίσκι και έδωσε τα χρήματα σε όλους. Γιαυτό έλεγαν για τον πατέρα μου 'τη Θεού ο Πάνον'. Έμεινε χωρίς λεφτά. Ευτυχώς έπιασε δουλειά ο αδελφός μου στην τράπεζα και του έδινε χαρτζιλίκι».

«Με τον άνδρα μου ζήσαμε μαζί τις πρώτες δέκα ημέρες»
Μόνο τις πρώτες δέκα ημέρες, μετά το γάμο της η Σοφία Χρυσοχόου έζησε με τον άνδρα της, γιατί τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και, μαζί με πολλούς άλλους, τον έστειλαν στο Ερζερούμ, στην Αρμενία, και κατόπιν στο Καρς, όπου καθάριζαν τους δρόμους από το χιόνι, δουλειά που έκαναν πριν άξεστοι Τούρκοι χωρικοί. Όλοι υποσιτίζονταν, γιαυτό τρυπούσαν με τα φτυάρια τους τα τσουβάλια, που μετάφεραν τα τρένα, και έβγαζαν από εκεί κριθάρι. Δεν σώθηκαν, όμως, όλοι και με αυτό. Πολλοί πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες. Ο Τούρκος αξιωματικός, που είχε γεννηθεί σε ελληνικό νησί και γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα, λυπήθηκε τον άνδρα της Θεοφύλακτο Κοϊμτζίδη (το επίθετο Χρυσοχόου το χρησιμοποίησε για να διαφύγει με πλαστά χαρτιά από την Τουρκία και του έμεινε), που τον είδε τόσο εξαντλημένο και του είπε να ξυριστεί και να πάει την άλλη ημέρα στο σπίτι του. Εκεί, στο σπίτι του Τούρκου, πέρασε πολύ καλά, περίπου για ένα χρόνο.
Η φιλοξενία Έλληνα από Τούρκο απαγορευόταν, γιαυτό, αφού έστειλε γράμμα στους δικούς του στην Τραπεζούντα και πήρε κρυφά χρήματα, επικοινώνησε, πάντοτε κρυφά, με τον Πόντιο παράγοντα Πάντζο Χατζηπαναγιωτίδη, που περνούσε ο λόγος του στους Τούρκους, γιατί τους πλήρωνε, και φυγαδεύτηκε στην Ελλάδα. Ο Παναγιώτης Χατζηπαναγιωτίδης, που τον φώναζαν όλοι «Πάντζο» και τον αγαπούσαν όλοι οι Έλληνες για την καλή του καρδιά, ήταν Κρωμναίος και ήταν πολύ σπουδαίος άνθρωπος. Είχε χρήματα, γιατί ήταν έμπορος, και με αυτά έσωσε πολύ κόσμο, όπως έλεγαν. Πλήρωνε τους επικεφαλής των Τούρκων, που δέχονταν πάντοτε το μπαξίσι, το «φιλοδώρημα» από τους Έλληνες, που είχαν την ανάγκη τους.Ταλαιπωρήθηκε πολύ ο άνδρας μου μέχρι να φτάσει στην Ελλάδα, αλλά και η ταλαιπωρία του εδώ ήταν μεγάλη
. Η Σοφια Χρυσοχοου εμεινε εγκυος στην Τραπεζουντα..Λόγω της προχωρημένης εγκυμοσύνης της, έπρεπε να πάει στη Βαρενού, στην πατρική της οικογένεια. Η μετακίνηση αυτή ήταν μεγάλη ταλαιπωρία, ιδίως για μια γυναίκα που περίμενε να γεννήσει. Το ταξί­δι, που γινόταν με άλογα ή μουλάρια, κράτησε δύο ημέρες. Αγωγιάτες ήταν ο Μποσταντζής και ο Τσιλιγκάρτς. Στο δρόμο, το άλογο, στο οποίο ήταν ανε­βασμένη, πάτησε σε μια λακκούβα και η έγκυος Σοφία βρέθηκε στο έδαφος, χωρίς, ευτυχώς, να πάθει κάτι.
Για να φτάσουν στη Βαρενού, έπρεπε να ανεβούν και να κατεβούν το βουνό Γουλάτ, που έχει υψόμε­τρο χίλια πεντακόσια μέτρα. Ήταν υποχρεωμένοι να διανυχτερεύσουν σε ένα χάνι στη Μάτσκα και το άλλο πρωί να πάνε για τη Βαρενού. Εκεί γέννησε το παιδί της, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο κατέβηκε στην Τραπεζούντα για να φύγουν για την Ελλάδα.

Μέσα στο κρύο και τη βροχή περίμεναν το καράβι
Δυο ημέρες περίμεναν στην ακτή, μέσα στο κρύο και τη βροχή, μέχρι να έρθει το καράβι. Πώς να άντεχε μέσα στις συνθήκες αυτές το μωρό; Ο κόσμος που περίμενε να καταφύγει στην Ελλάδα και να σωθεί ήταν πολύς. Έτσι, με πολλή δυσκολία κατάφεραν να βρουν θέση στο κατάστρωμα. Από τις κακουχίες του ταξιδιού, το μωρό της δεν άντεξε και πέθανε πάνω στο καράβι, δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα. Κατά τη διαδρομή, το καράβι έπιανε σε διάφορα λιμάνια για να πάρει κι άλλο κόσμο.
Επειδή δεν χωρούσαν οι καινούργιοι, γίνονταν φα­σαρίες. Τελικά έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Στη μέση ο Βόσπορος και δεξιά ήταν τα μεγάλα κτίρια. Εκεί ήταν το Σελιμιέ, παλιό στρατόπεδο, όπου μας κρά­τησαν εννιά μήνες πεινασμένους. Για να βρούμε τροφή, πουλούσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και έτσι ζή­σαμε. Στο Σελιμιέ πέθαναν πολλοί. Μετά μας πήγαν στον Άγιο Στέφανο, αρκετά ψηλά. Ήταν ένας απέρα­ντος χώρος. Και εδώ, όπου μείναμε δύο μήνες, είχε πολύ κόσμο. Το κλίμα ήταν πολύ καλό, είχε και νερό και πλενόμασταν. Τότε, κάποιοι έπαιζαν κεμεντζέ και χόρευαν. «Ανθρώπινο είναι, άλλοι να γελάνε και άλλοι να κλαίνε για αυτούς που έχασαν».
Σοφία Χρυσοχόου με την κόρη της Αλίκη

Στο καράβι και πάλι για την Καλαμαριά
Από τον Άγιο Στέφανο, τους έβαλαν πάλι σε καράβι με πολύ κόσμο και τους έφεραν στην Καλαμαριά, μέσα σε μια νύχτα. Το απόγευμα μπήκαν στο καράβι και το πρωί ήταν στην Καλαμαριά. Εκεί, τους έβγαλαν στην ακτή με βάρκες. Δεν τους πέρασαν από τα απολυμαντήρια, γιατί θεωρήθηκαν καθαροί. «Η τύχη μας βοήθησε και βρεθήκαμε γρήγορα με τον άντρα μου. Όταν ήρθε, πριν από έναν χρόνο, περίπου, βρήκε στο Πανόραμα τους συγγενείς μας, την οικογένεια του Λάζαρου Παναγιωτίδη, που η γυναίκα του είναι αδελφή της μάνας μου. Ο άντρας μου έκανε, στην αρχή, θελήματα και κουβαλούσε και πουρνάρια, που ήταν για όλες τις χρήσεις, όπως για το σπίτι και τους φούρνους. Εγώ ντράπηκα που δεν δούλευε τόσον και­ρό και έκανε θελήματα στου θείου μας. Του είπα και κατεβήκαμε αμέσως στη Θεσσαλονίκη για δουλειά. Γράμματα ήξερε. Έδωσε γραπτές εξετάσεις για να διοριστεί σε υπηρεσία».

Οι ενισχύσεις στους πρόσφυγες
Την εποχή εκείνη έρχονταν μπουλούκια οι πρό­σφυγες, που τους διοχέτευαν στην επαρχία. Την οι­κογένεια του Θεοφύλακτου Χρυσοχόου την έστειλαν στην περιοχή της Δράμας, στα χωριά των Πομάκων, ως υπαλλήλους της Πρόνοιας. «Εγκατασταθήκαμε στο χωριό Οσένιτσα (Σιδηρόνερο), όπου βρήκα­με πολλούς πατριώτες μας από την Κρώμνη και το Παρτίν. Αυτοί όλοι είχαν ανάγκες και η Πρόνοια έδινε ορισμένη βοήθεια, ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων της οικογένειας.
Έδιναν βόδια ή άλογα για τις γεωργικές δουλειές και τη μεταφορά άμμου και πέτρας, για το χτίσιμο των σπιτιών. Έδιναν και λίγα χρήματα για υλικά. Τη δουλειά αυτή την έκανε ο άντρας μου, που ερχόταν πάντα κουρασμένος, γιατί δεν ήθελε να αδικήσει κανέναν. Όλοι ζούσαν πολύ φτωχικά. Κάποτε ήρθε ένας και μου ζήτησε στίπα (τουρσί), που ξέραμε να το φτιάχνουμε από την πα­τρίδα. Όταν του έδωσα τουρσί, μου είπε: «Άρ' ατώρα ας αποθάνω!»

Στο Σιδηρόνερο και στο Περιθώρι
Στο Σιδηρόνερο έμειναν ενάμισι χρόνο. Μετά απόσπασαν τον Θεοφύλακτο Χρυσοχόου σε άλλο χωριό, στη Στάρτιστα (Περιθώρι Νευροκοπίου), όπου ο κόσμος είχε, επίσης, πολλές ανάγκες. Έτυ­χαν να πάνε την προεκλογική περίοδο και γίνονταν εκεί πολλές φασαρίες ανάμεσα στους βασιλόφρονες και τους βενιζελικούς. «Εδώ βρήκαμε πατριώτες και συγγενείς από τη Βαρενού και την Ίμερα. Τότε γέν­νησα το παιδί μου και επειδή ήμασταν δημοκρατι­κοί, το ονομάσαμε Δημοκράτη - Θανάση».
Στη Στάρτιστα έμειναν περίπου έναν χρόνο, πέ­ρασαν, όμως, πολύ δύσκολα και στο τέλος έχασε τη δου­λειά του ο Θεοφύλακτος Χρυσοχόου. Κατέβηκαν στη Δράμα, όπου έκανε εργατικές δουλειές. Μετά συνεργάστηκε με τον Ευθυβούλη. Τότε ήρθε στη Δράμα μητροπολί­της ο Λαυρέντιος, που ενήργησε να χτίσουν τον οικι­σμό Νέας Κρώμνης. Έχτιζαν μικρά χαμηλά σπίτια, δύο δωμάτια και δύο χωλ. Ένας υψηλός άνθρωπος, για να μπει, ακουμπούσε στο ταβάνι. Όλα τα σπίτια είχαν μικρές αυλές. Στη Δράμα, η Σοφία Χρυσοχόου γέννησε δύο παιδιά. Έμεναν στη Νέα Κρώμνη έως τον πόλεμο του 1940.«Φύγαμε και πήγαμε στην Αθήνα για τρεις μήνες. Ο άντρας μου ενήργησε για δουλειά. Τον έστειλαν στη Βέροια. Εγώ πήγα με τα παιδιά στους συγγενείς μας, την οικογένεια Σιαμανίδη. Και εγώ, από τον πατέρα μου Δημήτρη, είμαι Σιαμανίδου. Μετά νοικιάσαμε σπίτι στη Βέροια, στην οικογένεια του Παναγιώτη Χαραλαμπίδη, γαμπρού του Ισαάκ Μιχαηλίδη».

Ήρθαν και οι καλύτερες ημέρες
Μετά τον πόλεμο, απέσπασαν τον Θεοφύλακτο Χρυσοχόου στον Λαγκαδά. Εκεί έμειναν σε ένα ερει­πωμένο σπίτι, μαζί με μια άλλη οικογένεια τεσσάρων ατόμων. Σύνολο εννιά άτομα, κάτω από άσχημες συνθήκες. Μετά ένδεκα χρόνια, εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. «Κακία δεν κρατώ. Εύχομαι να μην ξαναδούν οι άνθρωποι πόλεμο. Είμαι ευτυχισμένη με τα τρία παιδιά μου, τα έξι εγγόνια και τα πέντε δισέγ­γονα».



Νίκος Τελίδης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah