Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

Απο το Παρτίν στα εξώτειχα

 (Διηγείται η γιαγιά της συγγραφέως η Λίτα) 
Το χωριό Παρτίν ήταν μακριά από τον δύσκολο δρόμο, που έβγαζε στην πρωτεύουσα, μετά τα ψηλά βουνά και τα αρχάρια του Αεσερί, μετά το Σταυρίν, κάμποσο χαμηλά από το Κουλάτ Μπουγάζ. Εκεί ήταν το πατρικό του πατέρα μας, τα βουνά, όμως , έρχονται στο νου μου και οι πολλές δουλείες που γίνονταν έξω από το σπίτι.
Η μάνα μας, που ήταν από άλλο χωριό, μας μιλούσε για τον δρόμο που περνούσε πάνω από το ποτάμι, τον Ντεϊρμέντερε στα τουρκικά , ο δικός μας Δαφνοπόταμος, για το γερο ξύλινο γεφύρι που περνούσαν, για το νερό που άκουγαν να τρέχει με δύναμη από κάτω, πολύ κοντά στο σταυροδρόμι της Παναγίας Σουμελά. Το χωριό ήταν χτισμένο κοντά στον Χρυσοπόταμο, τον Πυξίτη , μας έλεγε, τον Αλτούν ντερέ στα τούρκικα, μικρό όμορφο χωριό, κοντά στη Λιβερά. Ο Χρυσοπόταμος δεν ήταν μεγάλο ποτάμι. Παρακάτω συναντιόταν με τον Δαφνοπόταμο, είχε όμως, πάντα πολλά νερά.
Πυξίτης ποταμός

Οι πρώτοι που έφυγαν από τα χωριά μας για την Τραπεζούντα, κανένας τους δεν ζούσε να μας πει ποτέ έγινε αυτό. Προπαππούδες μας θα ήταν και πιο παλιά. Έφευγαν αναγκαστικά από τον φόβο των Τούρκων. Αυτοί, όπως φαίνεται, έπιασαν την περιοχή, στην κάτω μεριά της πόλης, ψηλά, κάτω από την Ακρόπολη των Κομνηνών, με τα παλάτια τους κοντά στα τείχη. Κοντά σε αυτούς, σιγά -σιγά μαζευτήκαμε κι άλλοι, έγινε η συνοικία μας, τα Εξώτειχα, που τα λέγαμε Ξώτεικα. Πίσω, μακριά, ήταν ο πύργος της αυτοκράτειρας Ειρήνης, έλεγαν, και το βουνό Μπόζ Τεπέ , ανατολικά. Μπροστά βλέπαμε ένα μέρος της Τραπεζούντας, με τη θάλασσα στο βάθος.
Τα σπίτια θυμάμαι, ήταν το ένα κοντά στο άλλο, με στενόμακρη αυλή μπροστά τους. Από τον δρόμο, μας χώριζε και μας έκρυβε ψηλό ντουβάρι, με τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του. Έξω από το σπίτι, ο δρόμος κατηφόριζε δίπλα στο ποτάμι, ανάμεσα στους λαχανόκηπους, συνέχιζε, περνούσε από τα βυζαντινά υδραγωγεία και δυτικά, οδηγούσε στη μεγάλη πλατειά, την Ορτά Χισάς. Από την μια μεριά ήταν το ιμαρέτ τζαμί, με τον ψηλό μιναρέ του, από την άλλη η Παναγιά η Χρυσοκέφαλη, η εκκλησία των Κομνηνών, εδώ, όπου στεφανώνονταν και βαπτίζονταν οι βασιλιάδες, όπως έλεγαν οι γεροντότεροι.
Από την άλλη μεριά των υδραγωγείων, λίγο χαμηλά, ήταν το όμορφο μοναστήρι του Άγιου Ευγενίου, προστάτη και πολιούχου της Τραπεζούντας, με πολλά χτίσματα μέσα στο πράσινο. Και αυτό το έκαναν οι Τούρκοι τζαμί κι εμείς, στις μέρες μας, περνούσαμε μόνον από έξω, το βλέπαμε και δακρύζαμε.
Μετά ο δρόμος φάρδαινε και έμπαινε στην κάτω πόλη, με τους μεγάλους δρόμους και τα πολλά τα μαγαζιά. Στη μια σειρά οι σιδεράδες, στην άλλη οι χαλκωματάδες, αλλού τα εμπορικά, αλλού τα μπακάλικα, τα μαγειρεία. Κάθε δουλειά είχε τη μεριά , τη γειτονιά της.
Οι γυναίκες, σπάνια κατεβαίναμε στην αγορά, οι άντρες, μετά την δουλεία τους έφερναν στο σπίτι ότι ήταν χρειαζούμενο. Κάποιες λίγες ήταν οι φορές που κατεβαίναμε όλοι μέχρι την μεγάλη πλατεία, στο μεγάλο μεϊντάνι, πάνω από το λιμάνι.
Θυμάμαι μια εκδήλωση στην πλατεία, κόσμος πολύς και οι μουσικάντες της Τραπεζούντας, η Φιλαρμονική, όπως έλεγαν , να παίζουν και να χτυπούν τα όργανα. Τι ωραίες στολές είχαν! Σκούρο κοστούμι, με χρυσά κουμπιά, άσπρη φαρδιά κορδέλα από τον ώμο μέχρι την μέση, πηλήκιο άσπρο, με σκούρο σιρίτι κάτω, και άσπρα γάντια. Όλος ο κόσμος χαιρόταν που τους έβλεπε, που τους άκουγε. Τα όργανα λαμποκοπούσαν, έβγαζαν ήχους ωραίους, δυνατούς, σαν το χειροκρότημα που ακολουθούσε. Μου έμεινε η εικόνα, σαν να τους βλέπω τώρα!


Ελισάβετ Ακριτίδου Κύρπαλη
Μαθηματικός .

Το δημοσίευμα προέρχεται από το βιβλίο της «Το παρακάθ'¨

Σέρρες 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah