Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Από την Σαντά του Πόντου στο Δασωτό Δράμας

Τα ασημένια και επιχρυσωμένα εξώφυλλα και η ράχη του Ευαγγελίου  της Αγίας Κυριακής
Το θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον του Ιερού Ναού της Αγίας Κυριακής Ισχανάντων Σάντας του Πόντου, με ασημένια και επι­χρυσωμένα εξώ­φυλλα, τυπώθη­κε το 1889 στη Βενετία και στο ελληνικό τυπο­γραφείο «ο Φοίνιξ».
Λέγεται ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1890 το εκόμισε στην Εκκλησιαστική Επιτροπή της Αγίας Κυριακής ο Παντελής Λαμπριανίδης, Σανταίος κτηματίας που κατοικοδιέμενε στην Τραπεζούντα. Ίσως να το εδώρισε και ο ίδιος στο Ναό.
Η Επτάκωμος Σάντα στον Πόντο ήταν ορεινή και απρόσιτη περιοχή και απείχε 50 χιλ. περίπου Ν.Α. από την Τραπεζού­ντα και 15 χιλ. Β. από το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Είχε επτά οικισμούς (επτά κώμες - ενορίες, θρησκευτικές κοι­νότητες) με αμιγή ελληνικό πληθυσμό, που εκκλησιαστικά ανήκαν στην Εξαρχία της Παναγίας Σουμελά και αργότερα, μετά από την κατάργησή της, στην Ιερά Μη­τρόπολη Ροδοπόλεως με έδρα τη Λιβερά.
Το θρησκευτικό συναίσθημα των Σανταίων ήταν έντονο και γι’ αυτό η αγάπη και ο σεβασμός τους προς την Παναγία Σουμελά υπέρμετρος. Ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης στην «Ιστορία της Μονής Σουμελά» και στη σελ. 72 γράφει: «Οι Σανταίοι, αγαπώσι δε καθ’ υπερβολήν και σέβονται την Ιεράν Μονήν του Σουμελά, υπέρ ης πά­ντοτε είναι πρόθυμοι να χύσωσι και το αί­μα των, ως πλειστάκις απέδειξαν καθ’ όλας τας γενομένας απόπειρας προς κατάργησιν της Εξαρχίας της Μονής»
Η Σάντα, το Σεπτέμβριο του 1921, καταστράφηκε από τον τακτικό Τουρκικό στρατό και τα γυναικόπαιδά της εξορί­σθηκαν στο Ερζερούμ και το Χουνούζ. Μία ή δύο ημέρες πριν από τη δήωση και πυρπόλησή της από τους τσέτες, στις 11 ή 12 Σεπτεμβρίου, το Ιερό Ευαγγέλιο δια­σώθηκε από τους ηρωικούς αντάρτες της. Μία ομάδα με αρχηγό της το Χαράλαμπο Λαζαρίδη, το «Χορόζ’» (1886-1958) εισέ­δυσε νύχτα στον I. Ναό και το πήρε. Σε όλη τη διάρκεια του μετέπειτα ένοπλου αγώνα τους εναντίον των Τούρκων στα Βουνά της Σάντας, από το Σεπτέμβριο του 1921 μέχρι το Μάρτιο του 1924 οι Σανταίοι αντάρτες το διαφύλαξαν «ως κόρη οφθαλ­μού» και το προστάτευσαν με ευλάβεια και σεβασμό, αποκρύπτοντάς το, άλλοτε σε ασφαλή σπήλαια και σχισμές βράχων και άλλοτε παίρνοντάς το μαζί τους ανά­λογα με τις εκάστοτε περιστάσεις.
Από το Ιανουάριο του 1923, και μετά από τη Σύμβαση της Λοζάννης για την  υποxρεωτική  ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, οι Έλληνες του Πόντου υποχρεωτικά εγκατέλειψαν το γενέθλιο τόπο τους και μετανάστευσαν, ως ανταλλάξιμοι (!), με πλοία από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας για την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1923 η ανταλ­λαγή ήταν στην κορύφωσή της και ο ελ­ληνισμός στον Πόντο έπνεε τα λοίσθια !
Αγία Κυριακή Ισχανάντων
Ο Πόντος κάθε μέρα όλο και περισ­σότερο άδειαζε από το ελληνικό στοιχείο και οι αντάρτες της ηρωικής Σάντας επικηρυγμένοι ήδη από την τουρκική Κυ­βέρνηση «ως εγκληματίες» μόνοι και αβοή­θητοι ψηλά στα λημέρια τους, ήταν αδύ­νατο να ανταλλαγούν με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προέβλεπαν οι σχε­τικές συμφωνίες.

Στις δύσκολες και επικίνδυνες για τη ζωή τους εκείνες στιγμές αποφάσισαν με­τά από διαβουλεύσεις, να περισώσουν τουλάχιστον το I. Ευαγγέλιο.
Ο Νικόλαος (Νικολάκης) Τοπαλίδης (1890-1987) από την ενορία Κοσλαράντων, στις αρχές Οκτωβρίου του 1923, ανηφόρησε από την Τραπεζούντα προς την ερει­πωμένη Σάντα, για να δει για τελευταία φορά το πατρικό του σπίτι και να αποχαιρετήσει το γενέθλιο τόπο του. Εκεί, σε κά­ποιο λημέρι, συνάντησε τους αντάρτες με τον πρωτοκαπετάνιο τους Καπετάν Ευ­κλείδη Κουρτίδη (1887-1937) και έμεινε μαζί τους δύο ημέρες. Οι επικηρυγμένοι και μη ανταλλάξιμοι αντάρτες, του εμπι­στεύτηκαν το Ευαγγέλιο και τον παρακάλεσαν να το παραδώσει, όταν και όποτε φθάσει με το καλό στην Ελλάδα, σε εκεί­νη την Κοινότητα ή τον οικισμό, όπου θα εγκαθίσταντο οι περισσότεροι Ισχανανταίοι πρόσφυγες.
Ο Νικολάκης Τοπαλίδης, άνθρωπος ηθικός, έντιμος και απολύτου εμπιστοσύ­νης, ανέλαβε ευχαρίστως την υποχρέω­ση να φέρει σε πέρας τη θεάρεστη αυτή πράξη. Την επομένη και μετά από 12 ώρες πορεία με το Ιερό Ευαγγέλιο στις χειραποσκευές του, έφθασε στην Τραπεζού­ντα.
Στην Τραπεζούντα, τις θλιβερές εκεί­νες ημέρες του τελευταίου Οκτωβρίου των Ελλήνων στον Πόντο, είχαν συρρεύσει και περίμεναν για να επιβιβασθούν στο ατμόπλοιο «Ωκεανός» όλα τα πλήθη των ανταλλαξίμων, τα τελευταία που απέμειναν στην περιοχή, τα περισσότερα από το εσωτερικό του Πόντου. Από το Ερζερούμ και το Χουνούζ, όπου είχαν εξοριστεί τα γυναικόπαιδα της Σάντας έφθασαν και αυ­τά μετά από πολυήμερες πορείες και τα­λαιπωρίες και, μαζί με όλους τους άλλους, περίμεναν στην παραλία της Δαφνούντας, την ώρα της Μεγάλης Εξόδου. Μαζί τους και ο Νικολάκης Τοπαλίδης.
Ανάμεσα στο πλήθος αυτό ήταν και η 26χρονη μητέρα μου Ουρανία Σοφιανού με την 5χρονη κόρη της Δωροθέα, (χωρίς το σύζυγό της που υπηρετούσε στα αμελέ ταμπουρού) και την 29χρονη αδελφή της Κυριακή με τον άνδρα της Κωνστα­ντίνο Γραμματικόπουλο (Γιαζιντζή) και την 5χρονη κόρη τους Ολυμπία, που όλοι μαζί έφτασαν στην Τραπεζούντα μετά από πορεία δέκα ημερών.
Τα όσα θα παραθέσω για το ιερό ευαγγέλιο των Ισχανάντων και για το πως και πότε έφτασε και βρέθηκε στον Ιερό ναό  Κοιμήσεως της Θεοτόκου Δασωτού Κάτω Νευροκοπίου, είναι από την δική της αφήγηση και από ιστόρηση στο γράφοντα του Ιωάννη Κουρτίδη (Κυρτογλη) στο σπίτι του οποίου διέμενα (νοίκιαζα) όταν φοιτούσα στο Γυμνάσιο Αρρένων Δράμας , το 1948.
Φάρος στο λιμάνι
της Τραπεζούντας
Ο I. Κουρτίδης (1882-1969), πρωτοξάδελφος του οπλαρχηγού της Σάντας Καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη και επικηρυγμένος αντάρτης, επιβιβάστηκε στο ατμό­πλοιο «Ωκεανός» κρυφά, με ένα απλό και επικίνδυνο τόλμημα που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραίο. Έφθασε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Δράμα, στο συνοικισμό Νέα Κρώμνη.
«Για πολλές ημέρες το μεγάλο καρά­βι φόρτωνε ασταμάτητα τους ανταλλάξι­μους από την αποβάθρα όπου γινότανε η καταμέτρηση και ο τελικός έλεγχος. Εννέα χιλιάδες (9.000) ξεριζωμένες ψυχές ανε­βήκαμε στο «Ωκεανός» και φθάσαμε στη Θεσσαλονίκη (Καλαμαριά) στις 23 Οκτω­βρίου 1923, μετά από έξι ημέρες.
Στο λιμάνι της Τραπεζούντας ζήσαμε δύσκολες στιγμές μέχρι να ανεβούμε στο πλοίο. Οι Τούρκοι τσανταρμάδες, οι ναυ­τικοί υπάλληλοι και οι τελωνιακοί με άγριο βλέμμα και βλοσυρό πρόσωπο μας πα­ρακολουθούσαν συνεχώς και μας οδη­γούσαν στα σημεία ελέγχου, πάντοτε όμως (και ευτυχώς) κάτω από τη συνεχή επί­βλεψη και παρουσία της Διεθνούς Επι­τροπής Ανταλλαγής των Προσφύγων, για τη σωστή εφαρμογή και την τήρηση των όρων της «υποχρεωτικής ανταλλαγής».
Εμείς οι Σανταίοι, από την παραλία της Δαφνούντας, όπου μέναμε, σχηματίσαμε μικρές οικογενειακές και συγγενικές ομά­δες, με τις αποσκευές στα χέρια και την πλάτη μας και προχωρούσαμε αργά-αργά, σαν αργοκίνητο φίδι, προς την απο­βάθρα για την καταμέτρηση, τον τελικό έλεγχο και την επιβίβασή μας στα ψαρο­κάικα που θα μας μετέφεραν στο «Ωκεα­νός» που, αγκυροβολημένο στα ανοιχτά, μας περίμενε».
Από σεβασμό προς τη μνήμη της μη­τέρας μου, η οποία πάντοτε μου μιλούσε στην ποντιακή διάλεκτο (αν και τα νεοελ­ληνικά της ήταν θαυμάσια), αλλά και προς τη μνήμη όλων των Ποντίων της 1ης γε­νιάς, μερικά, από όσα στη συνέχεια θα πα­ραθέσω, θα τα γράψω στην ποντιακή διά­λεκτο, έτσι όπως παραστατικά μου τα αφηγήθηκε η ίδια, με την εκφραστική ομορ­φιά της ποντιακής διαλέκτου, με την ομορ­φιά της ψυχής της.
"Με την αδελφή μ’ την Κερέκην, τον άντραν ατ’ς τον Κώστην τον Γιαζιντζήν (Γραμματικόπουλο) και τα δύο κορτσόπα 'μουν, εσέβαμε 'ς ση σειράν και φορτωμέν' τα πράμματα 'μουν πορπατούμε και στέρια σουμώνουμε 'ς σο καΐκ ντο θα παίρ' μας και πάει σ' σο τρανόν το παπόρ".
(Με την αδελφή μου την Κυριακή, τον άντρα της τον Κώστα Γιαζιτζή (Γραμματικόπουλο)   και τα δύο κοριτσάκια μας, μπή­καμε στη γραμμή και, φορτωμένοι στις πλάτες μας τις αποσκευές μας, περπα­τούμε σιγά-σιγά και πλησιάζουμε στο καΐκι που θα μας μεταφέρει στο μεγάλο βαπόρ').
«Από τα δεξιά και τα αριστερά του πα­ραλιακού δρόμου και σε μήκος πάνω από 500 μέτρα, περίεργοι Τούρκοι πολίτες και λιμενεργάτες, αλλά και τελωνειακοί υπάλ­ληλοι και τσανταρμάδες μας έβλεπαν σιω­πηλά και χαιρέκακα. Οι τσανταρμάδες μας έριχναν άγριες ερευνητικές ματιές και ο φόβος μας, όσο πλησιάζαμε προς την απο­βάθρα μεγάλωνε.
Εγώ η μάρ’σα μαναχέσα, με τη Δωρίτσα μ’ ς’ σο γιάν’-ιμ’ (ο άντρας -ιμ’ έξ’ (6) χρόνια σ’ εργατικά τάγματα, σ’ εξορίεας και ς’ ση χαμονήν, νιά γράμμαν,   νιά χαπάρ’ ντο ε’έντον, ζει ’κι ζει, κανείς ’κι εξέρ’...), κρατώ ατεν ας σο χερόπον ατ’ς και φορτωμέντσα έναν πάω και έναν στέκω. Η αδελφή μ’ με το κορτσόπον’ ατ’ς και με τον άντραν ατ’ς φορτωμέν’ πορπατούν έμπρια μ’. Κι άλλ’ έμπρια ’τουν ο Νικολάκης ο Τοπαλίδης φορτωμένος, με τοι Κοσλαρέτας εντάμαν. 
Σίτια εστάθα έναν ξάι ν’ αλλάζω το φορτίο μ’ ας σ’ έναν τ’ ωμίν σ’ άλλο , ’μώ τη μάννας! Τη δουλείαν ντο θ’ επαθάνα. Καν δέκα (10) μέτρα ως να σουμώνω με το μωρό μ’ ς’ ση καϊκί το γιάν’ και ά θα έβγαινα απάν’, είνας άγουρος, ψηλός, τελικανλής, εσούμωσέ ’με, έσυρεν αλήγορα και αναχάπαρα τη Δωρίτσα μ’ ας σα χέρια μ’, έσκωσεν κι εθέκεν ατεν απάν’ σ’ ωμία τ’, τ’ έναν το ποδαρόπον ατ’ς σα δεξιά και τ’ άλλο σ’ αριστερά, και με το φυστανόπον ατ’ς αμάν ετσίλιαξεν το κατσίν ατ’, να μη φαίνεται και εγνωρίεται.
 Εστάθεν σο γιάν’-ιμ’ και άγρια είπε ’με: «Ξάι μη καλατσεύ’ς, πορπάτ’ σο γιάν-ιμ’». Εχπαρά’α όντας εγροίξα ποίος έτον’!
Γάννεεε!... είπα κι εκόπεν η λαλία μ’. Έτον ο Κύρτογλης ο Γιάννες! Ο επικηρυγμένον αντάρτες τη Σαντάς, ο πρωτοξάδελφον τη Καπετάν Ευκλείδη Κουρτί­δη! Ναϊλοί εμέν’, είπα απέσ’-ιμ’, ντό θα ’ίνουμαι αν νοΐζ’ν’ ατον οι Τουρκάντ’, θα σπάζ’νε το μωρό μ’. Παναία! Είπα, κι άλ­λο λαλίαν ας σο φόβο μ’ κι εξέγκα.
 «Πορ­πάτ’ σο γιάν-ιμ’» είπεν μίαν κι άλλο. Σ’ σο γιαν’ ατ’ επορπάτεσα και ως να έβγαιναμε απάν’ ς’ σό παπόρ’, εθαρρώ η ψή μ’ δέ­κα φοράς εξέβεν»
[Εγώ η καημένη μόνη μου, με τη Δω­ρίτσα στο πλάι μου (ο άντρας μου έξι χρό­νια στα εργατικά τάγματα, στις εξορίες και στο άγνωστο, ούτε γράμμα, ούτε εί­δηση για το που είναι, ζει, δεν ζει, κανείς δεν ξέρει...) την κρατώ από το χέρι και φορτωμένη, μια προχωρώ και μια σταμα­τώ. Η αδελφή μου με την κόρη και τον άντρα της , φορτωμένοι περπατούν και προχωρούν μπροστά μου. Και πιο μπροστά τους ο Νιολάκης Τοπαλίδης φορτωωμένος , μαζί με τους Κοσλαρέτες. 
Καθώς στάθηκα λίγο για να αλλάξω το φορτίο μου από τον ένα ώμο μου στον άλλο, μάννα μου!!!...τι ζημιά που θα πάθαινα!!!
Δέκα περίπου μέτρα πριν πλησιάσω στο καΐκι στο οποίο θα ανέβαινα με το παιδί μου, ένας άντρας ψηλός, δυνατός, με πλησίασε ξαφνικά και γρήγορα, πήρε τη Δωρίτσα από τα χέρια μου, τη σήκωσε ψηλά και την έβαλε στους ώμους του με το ένα ποδαράκι να κρέμεται στα δεξιά και το άλλο στα αριστερά και με το φου­στανάκι της κάλυψε αμέσως το μέτωπο και το πρόσωπό του για να μη φαίνεται και γίνει αντιληπτός (από τους Τούρκους). 
Στάθηκε στο πλάι μου και άγρια μου είπε: «Μη μιλάς καθόλου, βάδισε στο πλάι μου». Τρόμαξα όταν κατάλαβα ποιος ήταν! Γιάννη ! είπα και κόπηκε η λαλιά μου. Ήταν ο Κουρτίδης ο Γιάννης ! Ο επικηρυγμένος αντάρτης της Σάντας, ο πρώτος εξάδελφος του καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη! Αλί­μονο μου είπα από μέσα μου, τι θα γίνω αν τον αντιληφθούν οι Τούρκοι, θα σφά­ξουν το παιδί μου! Παναγία ! είπα και λα­λιά άλλη από το φόβο μου δεν έβγαλα. «Βάδισε δίπλα μου» μου είπε ακόμη μία φορά. Στο πλάι του περπάτησα και μέχρι να επιβιβασθούμε στο πλοίο νομίζω πως η ψυχή μου βγήκε δέκα φορές.]
«Οι Τούρκοι ευτυχώς δεν κατάλαβαν τίποτε. Νόμισαν πως ήταν ο άνδρας μου».
Όταν επιβιβασθήκαμε στο «Ωκεανός» και ηρέμησα λίγο, του είπα: «Γιάννε ατό πώς εποίκες στο, θα έσπαζανε μας οι Τουρκάντ’!» (Γιάννη, αυτό πως το έκανες, θα μας έσφαζαν οι Τούρκοι!)
Το Λεοντόκαστρο και ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου στην Τραπεζούντα.



Οι δύο καϊκτσήδες (πατέρας και γιος) ήσαν Έλληνες (κλωστοί) μουσουλμάνοι, φίλοι από παλιά με το Γιάννη Κουρτίδη (ίσως να ήσαν και προσυννενοημένοι). Με τον καϊκτσή (πατέρα) ο Γιάννης Κουρτί­δης το 1907 μετανάστευσε στην Αμερική και φαίνεται πως η φιλία των δύο ανδρών στάθηκε σωτήρια για τον δεύτερο.
Ο Γιάννης Κουρτίδης (Ισχανανταίος) έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και αποδοχής στη Σάντα για τη σωφροσύνη και νοικο­κυροσύνη του. Ήταν τολμηρός, λιγομίλητος και αποφασιστικός.
Επάνω στο «Ωκεανός» όταν τον είδαν και τον αναγνώρισαν οι συμπατριώτες του Σανταίοι, έμειναν έκπληκτοι, δεν μπορού­σαν να πιστέψουν πως αυτός ο επικηρυγμένος αντάρτης της Σάντας, ο καταζητούμενος από την Τουρκική κυβέρνηση Κύρτογλης κατόρθωσε να διαφύγει της προσοχής των τούρκων και να επιβιβαστεί ασφαλής στο τελευταίο πλοίο με τους τε­λευταίους ανταλλάξιμους Έλληνες από το λιμάνι της Τραπεζούντας !
Το «Ωκεανός» επί ημέρες πολλές φόρ­τωνε ασταμάτητα τους πρόσφυγες, που με τη ράχη διπλωμένη στα δύο μετέφε­ραν ότι πολυτιμότερο είχανε και ότι τους ήταν δυνατό να πάρουν μαζί τους. Κυρίως όμως φόρτωσαν και πήραν μέσα στην ψυ­χή τους την τρισχιλιόχρονη ζώσα ιοτορία των Ελλήνων του Πόντου, τη μυθολογία του Φρίξου και της Έλλης, του Ιάσονα και των Αργοναυτών, του Προμηθέα και των Αμαζόνων,  του Ορέστη και του Ηρακλή, αλλά και όλων των άλλων ηρώ­ων και ημίθεων του Ελληνισμού. 
Το πλοίο με τις 9.000 ψυχές των τελευταίων Ελλή­νων του Πόντου, κιβωτός πολιτισμού 3.000 χρόνων, θα ακολουθήσει πορεία αντίθε­τη από την «Αργώ» του Ιάσονα και θα κλεί­σει τον ιστορικό κύκλο της Αργοναυτικής εκστρατείας με τα μαύρα πανιά στα ιστία του και την οδύνη ζωγραφισμένη στα πρό­σωπα όλων! Θα αποπλεύσει στις 17 Οκτω­βρίου του 1923 και θα καταπλεύσει στη Θεσσαλονίκη, στη θάλασσα της Καλαμα­ριάς, στις 23 του ίδιου μήνα.
Τη 2η ημέρα του απόπλου και στα ανοι­χτά της Μαύρης Θάλασσας επάνω στο κατάστρωμα του πλοίου, οι Σανταίοι από την ενορία Ισχανάντων με ομηρικούς καυ­γάδες ζητούσαν και αξίωναν από το Νικολάκη Τοπαλίδη να τους δώσει το Ευαγ­γέλιο της ενορίας τους. Ο Τοπαλίδης δεν το έδινε. Ήθελε να τηρήσει την υπόσχε­ση που έδωσε στους αντάρτες επάνω στα βουνά της Σάντας και αρνιόταν πεισματι­κά.

 Ήταν όρκος γι αυτόν η υπόσχεση !
Η φιλονικία θα έπαιρνε απρόβλεπτες διαστάσεις και θα κατέληγε σίγουρα σε συμπλοκή αν δεν παρέμβαινε έγκαιρα και αποτελεσματικά ο Ιωάννης Κουρτίδης ο οποίος με τη σωφροσύνη που τον διέκρινε και την αποδοχή που είχε, αφού τους ηρέμησε, πρότεινε και συμφώνησαν όλοι να το δώσουν στον Ισχανανταίο Κωνστα­ντίνο Γραμματικόπουλο (Γιαζιντζή) με την εντολή «αυτός να το παραδώσει σε κοι­νότητα ή οικισμό Ισχανανταίων στην Ελλάδα».
Ο Κωνσταντίνος Γραμματικόπουλος (1882-1949), με τη γυναίκα του Κυριακή (1894-1980), την κόρη του Ολυμπία (1918- 1938) και τη γυναικαδελφή του και μητέ­ρα μου Ουρανία (1897-1975) με την κό­ρη της Δωροθέα (1918, ζει και διαμένει στη Θεσσαλονίκη), αποβιβάστηκαν στην Καλαμαριά στις 23 Οκτωβρίου του 1923 όπου, μετά από χωρισμό 5 και πλέον χρό­νων, συνάντησαν τον πατέρα μου Θεό­φιλο Σοφιανό (1894-1963), που από την Βηρυτό της Συρίας (τότε) κατόρθωσε, με γαλλικό καράβι και μέσω Πειραιά, να έρ­θει στη Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο του ίδιου έτους αναζητώντας τη γυναίκα του και το παιδί του.
Οι δύο σύγαμβροι με τις οικογένειές τους εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Οχυρό Κάτω Νευροκοπίου, επειδή στο Επαρχείο Ζυρνόβου (τότε) υπηρετούσε ως Έπαρ­χος ο Δαμιανός Σωτηρόπουλος, Σανταίος και θείος της μητέρας μου. Στο Οχυ­ρό οι Ισχανανταίοι πρόσφυγες δεν ξεπερνούσαν τις 4-5 οικογένειες.
Το 1925-1926 ο μικρός οικισμός Δα­σωτού, σε απόσταση 7 χλμ. ΒΔ από το Οχυρό, εποικίστηκε κατά 80% από Σανταίους (Ισχανανταίους), που μετεγκαταστάθηκαν εκεί (λόγω του ορεινού και υγι­εινού κλίματος και της ευφορίας της γης) από τα Κύργια Δράμας.

Στις 15 Αυγούστου 1927 οι δύο Ισχανανταίοι σύγαμβροι από το Οχυρό, με τις οικογένειές τους και το Ιερό Ευαγγέ­λιο, πήγαν στο Δασωτό (Κουμανίτς τότε) για τη θρησκευτική εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και, αφού συγκάλεσαν μία άτυπη μικρή γενική συνέλευση, στην οποία, αφού αφηγήθηκαν τα σχετικά με τη διά­σωση και διαφύλαξη του από τους αντάρ­τες στα βουνά της Σάντας, την παράδο­ση του στον Νικολάκη Τοπαλίδη και την έντονη φιλονικία των Ισχανανταίων μαζί του επάνω στο καράβι, το παρέδωσαν χω­ρίς πρωτόκολλο και άλλες τυπικές διαδι­κασίες στους συμπατριώτες τους:
1. Λιανίδη Μιχαήλ του Χριστοφόρου
2.  Μελίδη Ιωάννη του Κωνσταντίνου
3.  Σοφιανίδη Ιωάννη του Αντωνίου
4.  Σπυριδόπουλο Στέφανο του Ιωάννη
Από τότε και μέχρι σήμερα (Μάιος 2005) το Ιερόν και Θείον Ευαγγέλιον της Αγίας Κυριακής Ισχανάντων Σάντας του Πό­ντου φυλάσσεται, ως ιερό κειμήλιο (δεν πολυχρησιμοποιείται ως λειτουργικό βι­βλίο στη Θεία Λειτουργία) στον ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Δασωτό Κά­τω Νευροκοπίου Δράμας.
Οι Ισχανανταίοι της 2ης γενιάς στο Δα­σωτό το προσέχουν και το διαφυλάσσουν με ευλάβεια και πατριωτικό ενδιαφέρον, αλλά μέχρι πότε! Με το πέρασμα των ετών, σίγουρα θα αμβλυνθεί το ενδιαφέ­ρον, ίσως και η ευαισθησία των επομένων γενεών, με κίνδυνο κάποτε να απολεσθεί! 
Οι επιτήδειοι ιερόσυλοι, δυστυχώς πά­ντοτε υπάρχουν και πάντοτε καραδο­κούν!....

Θεσσαλονίκη  29 Μαΐου 2005
Για τους Ισχανανταίους
 Παντελής Θ. Σοφιανός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah