Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Πως αποκτούσαν περιουσίες μερικά μοναστήρια στον Πόντο.

Τον Σεπτέμβρη του 2008, πήρε μεγάλες διαστάσεις και επακόλουθη δημοσιότητα το θέμα της αρπαγής χιλιάδων στρεμμάτων στην περιοχή της Βιστωνίδας, στην Ξάνθη, από τους μονάχους της μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Πολλές από τις εκτάσεις αυτές είναι υδροβιότοποι και άλλες είναι καλλιεργήσιμες. Τις άρπαξαν από τους αγρότες της περιοχής, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν αρκετές φορές, τα τελευταία  χρόνια, αλλά ποιος να τους ακούσει, αφού αυτοί, τη μοναδική δύναμη που έχουν είναι η ψήφος τους στις εκλογές ...
Μονη Βατοπεδίου (1929)
Οι «άγιοι πατέρες» του Βατοπεδίου έρχονται δεύτεροι!
Οι «άγιοι πατέρες» της μονής Βατοπεδίου (οι ίδιοι το γράφουν Βατοπαίδι, που σημαίνει «παιδί του βάτου», ενώ το ορθό είναι «Βατοπέδι», που σημαίνει τοποθεσία με βάτα) δεν σκέφθηκαν, όπως αποδεικνύεται, καθόλου τις χιλιάδες των συνανθρώπων, που ζούσαν από τη γη αυτή, η οποία, όπως ισχυρίζονται οι μοναχοί, τους ανήκει, γιατί τους παραχωρήθηκε με σιγίλια και αυτοκρατορικό χρυσόβουλα! Φαίνεται, ντρέπονται να πουν ότι τα άρπαξαν επί τουρκοκρατίας ή αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θράκης από τους Τούρκους και τα χαρτιά που θα μπορούσαν να έχουν θα ήταν ψεύτικα ταπιά. Δεν έχουν, δηλαδή, το θάρρος ούτε των τσιφλικάδων, οι οποίοι, όταν κατά τη δεκαετία του 1960 αντιμετώπισαν την οργή των ακτημόνων στον νομό Κιλκίς, έδειξαν κάτι βρομόχαρτα, για τα οποία έλεγαν ότι ήταν τούρκικα ταπιά — παραχωρητήρια.
Όλα όσα συμβαίνουν σήμερα δεν σημαίνει ότι ήταν άγνωστα χθες. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, άλλοτε δραματικά, άλλοτε κωμικοτραγικά και άλλοτε με ελάχιστες επιμέρους διαφορές. Τα ίδια, δηλαδή, συνέβαιναν με τα περισσότερα μοναστήρια στον Πόντο και αλλού. Παντού το μοναδικό θύμα εκμετάλλευσης ήταν ο απλός πολίτης. Οι μοναχοί, και άλλοι άνθρωποι της Εκκλησίας, είχαν πάντα δίκιο, που τους το αναγνώριζαν οι τουρκικές αρχές. Γιατί; Διότι ο ραγιάς, όσο άθλιος είναι τόσο πιο εύκολος δούλος γίνεται. Ο εκκλησιαστικός παράγοντας μπορεί να έρθει σε συνεννόηση με τον δυνάστη, του ραγιά η ψυχή βράζει μέσα του.

Αναδημοσίευση κειμένων με λίγα σχόλια
Αναδημοσιεύονται εδώ σε περίληψη ή ολοκληρωμένα, δυο κείμενα, που δημοσιεύτηκαν το 2008 και αφορούν τις μονές της Παναγίας της Γαράσαρης (Νικόπολης) και του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, στην περιοχή Ματσούκας. Οι συγγραφείς των δύο κειμένων κάθε άλλο παρά θα είχαν την πρόθεση να χτυπήσουν τα κακώς κείμενα στον Πόντο. Εντελώς αντίθετη ήταν η πρόθεσή τους.
Στον Πόντο, λοιπόν, εκτός από τους εράνους (ζητείες), που έκαναν με φορτικό τρόπο, πολλές φορές, μοναχοί ή άλλοι εκκλησιαστικοί παράγοντες, σε διάφορες περιοχές του Πόντου και ανάμεσα στους απόδημους Ελληνοπόντιους - κυρίως στη Ρωσία και Γεωργία - για τους οποίους εράνους κάποιοι κατηγορήθηκαν ως κλέφτες, τα μοναστήρια αποκτούσαν μεγάλες περιουσίες, χρησιμοποιώντας και άλλα μέσα και μεθόδους.

Έναν από αυτούς αναφέρει γνωστός Πόντιος συγγραφέας σε δημοσιευμένο άρθρο του σε περιοδικό. Η αναφορά γίνεται για το μοναστήρι της Νικόπολης, την Παναγία της Γαράσαρης ή Παναγία του Καγιά Τιπί, από το όνομα του χωριού, κοντά στο οποίο ήταν χτισμένο, δέκα, περίπου, χιλιόμετρα μακριά από τη Νικόπολη. (Γαράσαρη είναι παλαιότερο όνομα της Νικόπολης και Καγιά Τιπί σημαίνει βάθος βράχου). Το μοναστήρι ήταν σταυροπηγιακό, δήλαδή ανήκε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι του τοπικού επισκόπου ή μητροπολίτη.

Παναγία της Γαράσαρης, σκαρφαλωμένη στους βράχους σαν περιστερώνας
Η μονή της Παναγίας της Γαράσαρης
Η Παναγία της Γαράσαρης, που ήταν από τα αξιολογότερα μοναστήρια του Πόντου, χτίστηκε στη σπηλιά ενός βράχου, ύψους 800 μέτρων περίπου, από τον Νικοπολίτη Ιωάννη Ησύχιο, όταν αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μαρκιανός, δηλαδή τον 5ο αιώνα. {Την πληροφορία δίνει ο ιστορικός και περιηγητής Βιτάλ Κινέ (Vitale Quinet)}
Από τον εξώστη του μοναστηριού, ο επισκέπτης χαιρόταν την περίφημη θέα προς τις κατάφυτες βουνοπλαγιές, τον ποταμό Λύκο και την κοιλάδα του καθώς και την Ακρόπολη της Νικόπολης στο βάθος, με το ιστορικό της φρούριο.
Μετά από τις πρώτες δυσκολίες στη συντήρηση του μοναστηριού, τις δαπάνες τις αντιμετώπισαν οι μοναχοί από τα όχι ευκαταφρόνητα έσοδα που απέφεραν τα πέντε χιλιάδες στρέμματα, που δώρισαν οι θεοσεβείς κάτοικοι του Καγιά Τιπί. Απαράβατος όρος αυτής της δωρεάς ήταν να εισπράττει το μοναστήρι τα μισθώματα από τους καλλιεργητές ή χρήστες βοσκήσιμης γης, χωρίς οι ηγούμενοι να έχουν δικαίωμα επικαρπίας στα κτήματα.

Ο Ιωαννίκιος αυξάνει την περιουσία με τουρκικά μέσα
Ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά που γίνεται στον τρόπο πολλαπλασιασμού της μοναστηριακής περιουσίας επί ηγουμενίας Ιωάννη ή Ιωαννίκιου, που συνδεόταν φιλικά με τον τοπικό Τούρκο τσιφλικά Πεκτές μπέη, που ήταν ευνοούμενος του σουλτάνου.
 Το 1814, ο τσιφλικάς, στην Κωνσταντινούπολη, ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου την έγκυο σύζυγο διάσημου Τούρκου. Μόλις ο σουλτάνος πληροφορήθηκε το έγκλημα, διέταξε να συλληφθεί και να τουφεκιστεί ο δράστης, χωρίς να ξέρει ότι ήταν ο ευνοούμενός του Πεκτές μπέης. 
Τρομοκρατημένος ο τσιφλικάς, ζήτησε να συναντηθεί με τον Ιωαννίκιο, που βρισκόταν στο Πατριαρχείο για υποθέσεις του μοναστηριού και τον παρακάλεσε να ζητήσει τη μεσολάβηση του Πατριάρχη Ιωακείμ στον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ. Μετά τη μεσολάβηση, ο σουλτάνος χορήγησε αμνηστία και σώθηκε ο δολοφόνος τσιφλικάς, ο οποίος, από ευγνωμοσύνη, χάρισε στο μοναστήρι άλλα πέντε χιλιάδες στρέμματα από τα καταπατημένα από τον ίδιο κτήματα. Έτσι, η κτηματική περιουσία του μοναστηριού έφτασε τα δέκα χιλιάδες στρέμματα και εκτεινόταν από το Καγιά Τιπί μέχρι τον ποταμό Λύκο.

Οι κάτοικοι των γύρων χωριών, των οποίων οι γονείς είχαν δωρίσει στο μοναστήρι μόνον την επικαρπία των μισθωμάτων από τους καλλιεργητές ή χρήστες βοσκήσιμης γης, χωρίς οι ηγούμενοι να έχουν δικαίωμα επικαρπίας στα κτήματα και είχαν κρατήσει για τους εαυτούς τους την ψιλή κυριότητα, ξεσηκώθηκαν όταν ηγούμενος ήταν ο Ηλίας Παπαδόπουλος, από το χωριό Αλισάρ της Νικόπολης (ήταν ο τελευταίος ηγούμενος, στις αρχές του 20ού αιώνα). Παρά τη θέλησή του, ο ηγούμενος είχε εμπλακεί σε δικαστικούς αγώνες με τους κληρονόμους των δωρητών, γιατί αρνούνταν να πληρώσουν μισθώματα των καλλιεργημένων αγρών, αφού ανήκαν σε αυτούς. Τελικά, η τουρκική κυβέρνηση άρπαξε τα κτήματα των χωρικών και τα χάρισε στο μοναστήρι τελεσίδικα.

Η μονή του Περιστερεώτα (1905) που πρόσφερε πολλά στο σκλαβωμένο στους Τούρκους ελληνικό γένος, είχε μεταξύ των μοναχών του και άτομα που είχαν ξεχάσει την αποστολή τους
Αντιδικία του Περιστερεώτα με τους κατοίκους
Στην περίπτωση της μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, που κάηκε από πυρκαγιά το 1904, το Πατριαρχείο μερίμνησε για την πλήρωση των αναγκών της μονής και ανέθεσε στον μητροπολίτη Ροδόπολης Γερβάσιο να προτείνει και να συστήσει τετραμελή επιτροπή, η οποία θα φρόντιζε να αποκαταστήσει τις υλικές ζημιές στη μονή. Η οικονομική δυσχέρεια στην οποία περιήλθε η μονή φαίνεται και σε μια αντιδικία που είχε σχετικά με ένα μετόχι της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Κολίαχα, το οποίο διεκδικούσαν και οι κάτοικοι της Μανδρανόης. Στην υπόθεση αυτή επενέβη η μοναστηριακή επιτροπή του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, η οποία και επεδίκασε το 1907 το παρεκκλήσι υπέρ της μονής του Περιστερεώτα. Στην απόφαση αναφέρεται, εκτός του ότι ανέκαθεν το παρεκκλήσι ήταν κτήμα της μονής, ότι η μονή μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1904 χρείαν έχει απόλυτον και των ελαχίστων αυτής προσόδων. Οι αποφάσεις αυτές είχαν πάντοτε την έγκριση των τουρκικών αρχών.

Οι οικονομικές αυτές δυσκολίες δεν ξεπεράστηκαν ούτε μετά από μια οκταετία. Έτσι το 1912 το Πατριαρχείο, κατανοώντας τη δύσκολη οικονομική θέση της μονής, της χάρισε το οφειλόμενο ποσό των 80 λιρών, το οποίο ένα χρόνο νωρίτερα είχε συμφωνήσει, μετά από μεσολάβηση του Ροδοπόλεως Κυρίλλου, να το στέλνει η μονή προς το Πατριαρχείο σταδιακά.

Αγιος Γεώργιος Περιστερεώτα
φωτο  Θ. Στυλιανίδης
Και πάλι «ζητείες» και πάλι χρυσές λίρες
Η δυσχερής αυτή οικονομική κατάσταση στη μονή είχε ως συνέπεια να αυξηθούν τα ταξίδια των μοναχών της για συλλογή προαιρετικών συνδρομών (ζητείες). Συγκεκριμένα ο Γεράσιμος Περσίδης ταξίδεψε το 1907 στην περιοχή του Πόντου, ενώ το έτος 1909 ο διάκονος Γρηγόριος με τον ιερομόναχο Ιερεμία επισκέφτηκαν την Αμάσεια, την Κάβζα, τη Μερζιφούντα, το Μεταλλείο Σιμ, το Τσορούμ, την Ιοσγάτη και το Μεταλλείο Ακ Νταγ. Η περιοδεία τους αυτή κράτησε πέντε μήνες και επιστρέφοντας στις 24 Απριλίου 1909 στη μονή, κατέθεσαν στο ταμείο της 45 οθωμανικές λίρες, προκειμένου να ανακατασκευαστούν οι ζημιές, που προκλήθηκαν στη μονή από την καταστροφική πυρκαγιά του 1904. 
Το ίδιο έτος, ο Γρηγόριος μετέβη στην Κριμαία και στον Καύκασο για να συλλέξει εισφορές υπέρ της μονής. Το ποσό των συνδρομών που συγκέντρωσε ήταν 3.500 χρυσά φράγκα, που απεστάλησαν στη μονή μέσω της ρωσικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη και του ρωσικού προξενείου στην Τραπεζούντα.
Παρόλα αυτά η μονή δεν μπόρεσε να ανακτήσει ξανά την παλιά μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα των κτισμάτων, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του ηγουμένου της Γρηγορίου Παντελίδη και τη βοήθεια των πατέρων της μονής Ιλαρίωνα και Θεοδοσίου, οι οποίοι πραγματοποίησαν ταξίδια για να ανακουφίσουν οικονομικά τη μονή.

Πανίκας Δερματόπουλος
Δημοσιογράφος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah