Η Σαντά βρίσκεται νοτιοανατολικά της Τραπεζούντας και απέχει απ' αυτήν 52 χλμ. (12 ώρες με τα πόδια). Σήμερα ονομάζεται Ντουμανλή, λόγω της πυκνής ομίχλης που σκεπάζει την περιοχή, όλες τις εποχές του χρόνου.
Ο μοναδικός ποταμός Γιάμπολης την χωρίζει σε δύο μέρη: Ανατολικά βρίσκεται το χωριό Ζουρνατσάντων και Δυτικά τα υπόλοιπα έξι χωριά.
Διοικητικά υπαγόταν στην Τραπεζούντα, ενώ Εκκλησιαστικά στην Μητρόπολη Αργυρούπολης (Γκιουμουσχανέ), αργότερα στην Εξαρχία της Παναγίας Σουμελά και τελευταία στην Μητρόπολη Ροδοπόλεως - Λιβερά.
Κατά τους ιστορικούς η Σαντά, ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά την πτώση της Τραπεζούντας, που έγινε το 1461. Κάτοικοι από τα περίχωρα της Τραπεζούντας, από Πλάτανα, Τόνια, Μούζαινα, θέλοντας ν' αποφύγουν τις αφόρητες καταπιέσεις των Τούρκων για εξισλαμισμό, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και ν' ανηφορίσουν προς τα απρόσιτα και απροσπέλαστα βουνά της Σαντάς.
Με τον καιρό διαδόθηκε ότι στα ορεινά εκείνα μέρη κατοικούν Χριστιανοί κι έτσι οι κατατρεγμένοι από διάφορα άλλα χωριά κατέφευγαν εκεί για να αποφύγουν την τούρκικη μανία. Οι πρώτοι κάτοικοι δέχονταν με αγάπη και στοργή, τους κατατρεγμένους Χριστιανούς αδελφούς και όταν αργότερα οι κάτοικοι έγιναν πολλοί, χωρίστηκαν σε επτά μαχαλάδες, σε επτά χωριά. Έτσι δημιουργήθηκε η «Επτάκωμος Σάντα". Τα εφτά χωριά της Σαντάς, χτισμένα σε υψόμετρο 1500-1800 ήσαν τα εξής:
Το Πιστοφάντων με 400 οικογένειες και τον Άγιο Χριστόφορο (Ενοριακή Εκκλησία).
Το Ισχανάντων με 300 οικογένειες και την Αγία Κυριακή (Ενοριακή Εκκλησία).
Το Τερζάντων με 200 οικογένειες και τον Άγιο Θεόδωρο (Ενοριακή Εκκλησία).
Το Ζουρνατσάντων με 175 οικογένειες και τον Άγιο Κωνσταντίνο (Ενοριακή Εκκλησία).
Το Πινατάντων με 150 οικογένειες και τον Προφήτη Ηλία (Ενοριακή Εκκλησία).
Το Κοσλαράντων με 60 οικογένειες και των Αγίων Πέτρου και Παύλου (Ενοριακή Εκκλησία).
Το Τσακαλάντων με 60 οικογένειες και την Ζωοδόχο Πηγή (Ενοριακή Εκκλησία).
Εκτός από τα εφτά αυτά χωριά υπήρχαν και οι οικισμοί (τα Φτελένια): Το Τρανόν Φτελέν, τα Δώδεκα Αλάτια, το Κοπαλάντων, το Χαρατσάντων και Αλιάντων.
Το 1902 η Σάντα αριθμούσε 6.000 κατοίκους, είχε αμιγή Ελληνικό πληθυσμό. Γ' αυτό και οι Σανταίοι τραγουδούσαν με καμάρι:
"Η Σαντά έν' κωμόπολη με εφτά ενορίας,
με καθαρόν Ελληνισμόν και πολλά εγκλησίας".
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος |
Σύμφωνα με την περιγραφή που μας δίνει ο ιστορικός (Σανταίος) Μιλτ. Νυμφόπουλος:
"Είναι", μας λέει, "χώρα πετρώδης, ψυχρή, άγονη, αποκλεισμένη από τα ομιχλώδη βουνά της και μόνο ο Θεός την έβλεπε".
Είναι βέβαια έτσι, έχει όμως και τις ομορφιές της: Τα πανύψηλα βουνά της σκεπασμένα με πυκνά βαθυπράσινα ελατόδασα, τις πηγές με τα γάργαρα κρυστάλλινα νερά, τα λιβάδια με την άφθονη χλόη και τις μυριάδες τα αγριολούλουδα, τα μαγευτικά παρχάρια και όλα εκείνα που κρατούσαν αιχμάλωτη την καρδιά των Σανταίων, που την νοσταλγούσαν και την πονούσαν όπου κι αν βρίσκονταν.
Είναι βέβαια έτσι, έχει όμως και τις ομορφιές της: Τα πανύψηλα βουνά της σκεπασμένα με πυκνά βαθυπράσινα ελατόδασα, τις πηγές με τα γάργαρα κρυστάλλινα νερά, τα λιβάδια με την άφθονη χλόη και τις μυριάδες τα αγριολούλουδα, τα μαγευτικά παρχάρια και όλα εκείνα που κρατούσαν αιχμάλωτη την καρδιά των Σανταίων, που την νοσταλγούσαν και την πονούσαν όπου κι αν βρίσκονταν.
Αρκετά χρόνια μετά την εγκατάσταση τους, οι Σανταίοι ήσαν αναγκασμένοι να συγκρούονται διαρκώς με τους εξισλαμισμένους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Αρχικά με τους κατοίκους της Κολόσας για το παρχάρι Σκορδέν και έπειτα με τους κατοίκους της Σαμάρουξας και της Κατάρουξας.
Για να προφυλάγονται από αυτούς καθώς και από τους Ντερεμπέηδες, που λεηλατούσαν και καίγανε τα Χριστιανικά χωριά, αναγκάστηκαν να συγκροτήσουν πολεμικές ομάδες, τους φιράρ'ς (αντάρτες), που περιφρουρούσαν τα χωριά της Σαντάς. Έτσι επικράτησε ησυχία στην περιοχή.
Βέβαια, την ησυχία τους αυτή την χρωστούσε η Σαντά και στην φυσικά οχυρωμένη θέση της, στην ανδρεία των κατοίκων της και στα προνόμια της οπλοφορίας και αυτονομίας που της είχαν χορηγηθεί, με Σουλτανικό φιρμάνι το 1725.
Τα προνόμια αυτά, δόθηκαν στους Σανταίους για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στην Υψηλή Πύλη, με την εμπειρία τους στην άριστη κατεργασία των μετάλλων.
Για όλους αυτούς τους λόγους οι Σανταίοι δεν συνήθισαν να σκύβουν το κεφάλι στους Αγάδες και έμαθαν να υπερασπίζουν το δίκιο και τον τόπο της με τις δικές τους δυνάμεις. Με σκληρούς αγώνες κατόρθωσαν να κρατήσουν αμόλυντη την πίστη τους, την εθνική τους συνείδηση, την γλώσσα τους, τα ήθη και έθιμα τους.
Ήταν ο πολεμικότερος λαός του Ανατολικού Πόντου και αγαπούσαν με πάθος την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Και βέβαια, δεν έζησαν απλά σαν ένας βουκολικός λαός που μόνο επιζούσε. Είχαν κοινωνία άρτια οργανωμένη, είχαν εκκλησίες, σχολεία, ιδανικά και το κυριότερο: Ήξεραν την καταγωγή τους και ήσαν περήφανη γι' αυτήν.
Για την Κοινοτική διοίκηση, κάθε ενορία είχε τον δικό της μουχτάρ-Πρόεδρο και τους αζάδες-συμβούλους. Ο μουχτάρ'ς και οι αζάδες ονομάζονταν μειζοτέρ' ή εμπροεστοί και επίσημα λέγονταν Δημογεροντία. Οι μειζοτέρ' όριζαν και μάζευαν τους φόρους, μοίραζαν τα λιβάδια και έλυναν τα προβλήματα των κατοίκων. Οι Σανταίοι δεν πήγαιναν ποτέ στα Τουρκικά δικαστήρια για τα εσωτερικά τους προβλήματα.
Εκτός από τις ιδιαίτερες αρχές κάθε χωριού, υπήρχε σαν ανώτατο όργανο η Γενική Δημογεροντία ή Σύνοδος, που την αποτελούσαν εκπρόσωποι από όλα τα χωριά.
Η Σύνοδος έλυνε τα προβλήματα που προέκυπταν ανάμεσα στα χωριά ή αν υπήρχε κάποιο βαρύ παράπτωμα, όπως φόνος, ή αν επρόκειτο για θέμα που αφορούσε όλα τα χωριά. Τότε τις αποφάσεις τις έπαιρνε η Σύνοδος.
Σαντά(κάτω αριστερά η ενορία Πιστοφάντων) |
Η Σαντά ήταν τόπος άγονος. Καλλιεργούσαν μόνο λίγα λαχανικά, κοκκινογούλια, κολοκύθια, πατάτες, κρεμμύδια και λίγα καλαμπόκια. Το μόνο που ήταν άφθονο, ήταν το χόρτο, γ' αυτό και κάθε οικογένεια έτρεφε δύο με τρεις αγελάδες και έτσι εξασφάλιζαν το μεγαλύτερο μέρος της λιτής διατροφής τους, όπως το γάλα, το γιαούρτι, τυρί, βούτυρο και μυζήθρες.
Όμως η ζωή χρειαζόταν περισσότερα και γ' αυτό οι άντρες ήσαν αναγκασμένοι να παίρνουν τον δρόμο της ξενιτιάς. Πληγή αγιάτρευτη ο ξενιτεμός και για τους άντρες και για γυναίκες. Φεύγανε οι ξενιτιάρηδες κι ο κόσμος γέμιζε μοιρολόγια και δάκρυα. Οι άντρες άφηναν την όμορφη κι αγαπημένη τους Πατρίδα και κινούσαν για μέρη μακρινά ξένα κι αφιλόξενα, ενώ οι νέες γυναίκες, χωρίς αγάπη και χαρά, έμεναν να φροντίζουν το σπιτικό, τους γονιούς, τα παιδιά.
Όμως ο ξενιτεμός, όσο κι αν ήταν πικρός, είχε και τις ευεργετικές του συνέπειες: Οι ξενιτεμένοι φέρναν από τα ξένα, κυρίως από την Ρωσία, χρήματα και στοιχεία πολιτισμού. Αποτέλεσμα: Η Σάντα στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα γνώρισε την μεγαλύτερη οικονομική και πνευματική της άνθηση. Το βιοτικό τους επίπεδο άλλαξε προς το καλύτερο και πολλά παιδιά από αυτά που τέλειωναν το Δημοτικό Σχολείο πήγαιναν στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.
Πολλοί Σανταίοι έγιναν δάσκαλοι στα χωριά της γύρω περιοχής και στα χωριά της Ρωσίας, όπου υπήρχαν Πόντιοι μετανάστες. Οι Σανταίοι αγαπούσαν υπερβολικά τα γράμματα και σπούδαζαν ακόμη και με χίλιες δυο στερήσεις. Αξιοσημείωτο ήταν ότι έστελναν και τα κορίτσια στο σχολείο, πράγμα που δεν γινότανε σε άλλα χωριά του Πόντου.
Η οικονομική και πνευματική υπεροχή της Σαντά, η ανδρεία των παλικαριών της και το υψηλό φρόνημα των κατοίκων της ήσαν σαν καρφί στα μάτια των Τούρκων που ζήλευαν και μισούσαν τους Σανταίους και που δυστυχώς δεν άργησε να εκδηλωθεί, το μίσος αυτό με τον πιο σκληρό τρόπο.
Όταν το 1916 οι Ρώσοι κατέλαβαν την Σαντά, οι κάτοικοι τους δέχτηκαν με λάβαρα και κωδωνοκρουσίες. Γρήγορα όμως το 1918 τα ρωσικά στρατεύματα αποσύρθηκαν, οι Σανταίοι βρέθηκαν σε δεινή θέση. Άρχισαν οι λεηλασίες και οι επιδρομές των Τούρκων στα χωριά της Σαντάς.
Την ώρα αυτή του μεγάλου κινδύνου, οι Σανταίοι οργανώθηκαν σε αντάρτικες ομάδες με αρχηγούς τον Ευκλείδη Κουρτίδη και Δημήτριο Τσιρίπ.
Οι αντάρτες έδωσαν πολλές μάχες και απέκρουσαν πολλές φορές τον κίνδυνο από τα χωριά της Σαντάς. Όμως η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει: Στις 10 Σεπτεμβρίου 1921 η είδηση έπεσε σαν κεραυνός. Σε δύο μέρες έπρεπε ν' αδειάσουν τα χωριά της Σαντάς.
Μάζεψαν πρώτα τους άντρες στου Πιστοφάντων, όπου αργότερα ήρθαν και τα γυναικόπαιδα.
Θρήνος και κλαυθμός όταν συναντήθηκαν. Οι γυναίκες μοιρολογούσαν, τα παιδιά έκλαιγαν και τσίριζαν ενώ οι άντρες προσπαθώντας να φανούν ψύχραιμοι, κατάπιναν τον πόνο τους και παρηγορούσαν τις γυναίκες.
Όμως εκείνες ήξεραν που πάνε. Ήξεραν πως δεν θα ξανάβλεπαν την όμορφη Πατρίδα, όπου έζησαν, όπου ήσαν θαμμένοι οι γονείς και οι προγονοί τους.
Με τον φόβο στα τρομαγμένα μάτια, φορτώθηκαν τα παιδιά στην πλάτη τους και μ' ένα μπόγο στα χέρια, λίγο ψωμί, κανένα ρούχο και κάποιο εικόνισμα για φυλαχτό, πήραν τον δρόμο για την εξορία.
Ο απάνθρωπος ξεριζωμός είχε συντελεστεί. Η ηρωική Σαντά, το Σούλι του Πόντου, θα ήταν πια ένα όραμα. Άφηναν πίσω σπίτια, βιός, νοικοκυριό. Ό,τι απόχτησαν πάππου προς πάππον, τα έχαναν τώρα, τόσο γρήγορα, μέσα σε λίγες ώρες.
Δέκα πέντε μέρες περπατούσαν, νηστικοί, γυμνοί και εξαθλιωμένοι, για να φτάσουν στο Χουνούζ και το Ερζερούμ, ανθρώπινες σκιές.
Από την απλυσιά και τις κακουχίες εμφανίστηκαν και οι επιδημικές αρρώστιες. Οι άνθρωποι εξαντλημένοι, πέθαιναν ομαδικά, χωρίς να προλαβαίνουν να τους θάψουν. Τα γυναικόπαιδα της Σαντάς δεν είχαν ούτε καν ομαδικό τάφο!
Πέρασαν σκληρές και άγριες μέρες. Οι γυναίκες της Σαντάς, με το θείο χάρισμα της προσφοράς, ξεπέρασαν την ανθρώπινη φύση, τον ανθρώπινο φόβο και στάθηκαν δίπλα στους αρρώστους, αψηφώντας τον κίνδυνο του θανάτου, από την χολέρα και τον τύφο.
Οι στίχοι μιας ανώνυμης ποιήτριας μας δίνουν την τραγικότητα των ημερών:
"Αρνί μ' η ψή μ' βρουλίεται, σ’ ομμάτα μη τερείς με,
σύρον την πείνα σ' μαναχόν, άλλο μη τυραννίεις με".
Δεν άντεχε η μάνα το αδύναμο, θλιμμένο, ικετευτικό βλέμμα του πεινασμένου παιδιού της.
Και ενώ τα γυναικόπαιδα υπέφεραν όλ' αυτά, στα βάθη της Τουρκίας, στα χωριά της Σαντάς διαδραματίστηκαν γεγονότα επίσης φρικτά και συγκλονιστικά.
Αμέσως μετά τον εκτοπισμό των Σανταίων, οι Τούρκοι από τα γύρω χωριά όρμησαν σαν πεινασμένα όρνια και άρπαξαν σκεύη, τρόφιμα, ζώα, ό,τι εύρισκαν στα σπίτια. Μερικοί γέροι και γριές, που δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τα γυναικόπαιδα στην πορεία για τον εκτοπισμό, βασανίστηκαν και ύστερα βρήκαν φρικτό θάνατο. Άλλους τους έκαψαν στους φούρνους και άλλους τους έσφαξαν.
Και για να χορτάσουν την εκδικητική τους μανία, πυρπόλησαν (τα περισσότερα) σπίτια. Όσα σπίτια είχαν μέσα ξερά χόρτα, λαμπάδιασαν αμέσως, ενώ οι Σανταίοι αντάρτες έβλεπαν με πόνο και πίκρα, από μακριά, τα χωριά τους να καίγονται. Όσοι Σανταίοι επέζησαν από την εξορία καθώς και οι άλλοι που ήσαν στην Τραπεζούντα ήλθαν στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάννης το 1923. Όπως οι περισσότεροι πρόσφυγες αποβιβάστηκαν στο Καραμπουρνού, στον βατότοπο της Καλαμαριάς, όπου στοιβάχτηκαν δυο και τρεις οικογένειες σε ένα αντίσκηνο ή σε θάλαμο. Η διαβίωση τους μέσα στους υγρούς, ακάθαρτους και πυκνοκατοικημένους θαλάμους, είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση του εξανθηματικού τύφου που οδήγησε πολλούς στον θάνατο. Τρομοκρατήθηκαν οι Σανταίοι στην νέα τους Πατρίδα και άρχισαν να ψάχνουν χωριά για να εγκατασταθούν και να γλιτώσουν από τις αρρώστιες και τον θάνατο.
Η Μακεδονική γη δέχτηκε τους περισσότερους: Νέα Σάντα, Άγιος Χαράλαμπος, Αμάραντα , Παντελεήμονας Κιλκίς, Καστανιά, Μικρή Σάντα, Βεργίνα, Ράχη, Νέος Πρόδρομος Ημαθίας, Δασωτό και Οχυρό Δράμας, Τριανταφυλλιά Σερρών, Ευαγγελίστρια Λαγκαδά, Πεύκα και Αετοχώρι Έβρου, Νέα Σάντα Ροδόπης και πολλοί στην Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
Όπου κι αν πήγαν όπου κι αν κούρνιασαν, σε πόλη ή σε χωριό, διακρίθηκαν στο εμπόριο, στα γράμματα, στις τέχνες και στην γεωργία. Δούλεψαν, αγωνίστηκαν, ρίχτηκαν σ' ένα σκληρό και αδιάκοπο αγώνα και απέδωσαν.
Τα χωριά μας μεταμορφώθηκαν σε ήρεμες και όμορφες εστίες, όπου ζούσαν άνθρωποι πονεμένοι και φτωχοί αλλά περήφανοι. Δεν ξέχασαν την αγάπη τους στα γράμματα. Έβγαλαν επιστήμονες: Καθηγητές, δικηγόρους, δασκάλους. Άλλοι έγιναν έμποροι, πετυχημένοι επιχειρηματίες και οι γεωργοί μας προοδευτικοί και εργατικοί.
Έτσι δημιουργήθηκε μια νέα γενεά, δραστήρια και δημιουργική με πολίτες καταξιωμένους στην Ελλαδική κοινωνία. Η δεύτερη και η τρίτη γενιά των Σανταίων εμποτισμένες από τα ιδανικά και τις αρχές των γονιών τους, έγιναν άξιοι συνεχιστές της παράδοσης. Το μαρτυρούν τα όσα σωματεία μας, οι παραδοσιακές εορταστικές εκδηλώσεις μας.
Τη Σαντάς τ' οσπίτ σην Παναΐα Σουμελά |
Πρώτοι οι Σανταίοι έκτισαν ξενώνα πάνω στα υψώματα της Καστανιάς, δίπλα στο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Και χωρίς να περιμένουν ούτε το Κράτος, ούτε καμία Κυβέρνηση, έστησαν μόνοι τους μπροστά στον ξενώνα τους Μνημείο, γ' αυτούς που χάθηκαν στα χρόνια του ξεριζωμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου