Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Χώμα ποντιακό...

Σ' όλο το διάστημα της προσφυγικής οδύσσειας, κάποιο κειμήλιο κουβαλούσε ο καθένας μας. Ο πατέρας μου μαζί με τα άλλα κρατούσε πάντα και την εικόνα του αγίου Χαράλαμπου κάτω απ' τη μασχάλη. Η μάνα μας φορτωνόταν τα πλεχτά και τα κεντητά της γιαγιάς και της μητέρας της στην πλάτη, ενώ ο Θόδωρος ήταν υπεύθυνος για τα βαριά κουζινικά και άλλα παρόμοια σκεύη.
 Ο Ηλίας, ο Αλέξης και η Ευθυμία -μέχρι το Σίγρι της Λέσβου, όπου δεν άντεξε άλλο πια και άφησε την τελευταία της πνοή- μετέφεραν τα πιο χρήσιμα για την επιβίωσή μας εργαλεία, όπως το σκεπάρνι, το τσεκούρι, τον κασμά, το πριόνι, τα έξι παιδιά μου μαζί με τα τρόφιμα και κάτι μικρό προσωπικό δικό τους κρατούσαν πάντα στα χέρια και η Ελένη είχε την εξουσία για τις κουβέρτες, μέσα στις οποίες έκρυβε την αγαπημένη ρόκα της γιαγιάς της. 
Τελευταίος ήμουν εγώ που μαζί με τα δύο βαρελάκια για νερό που κρεμούσα πλάγια στους ώμους, περνούσα το μάλλινο δισάκι στο λαιμό, στην πλάτη είχα διάφορα υλικά και στην κοιλιά μπροστά τις δύο γλάστρες με τις κοντοκομμένες κληματόβεργες. Σαν κέρβερος παρακολουθούσα καθημερινά τη δίψα και την πρόοδό τους. Είχαν ριζώσει εκείνα μέσα στο εύφορο, ποντιακό τους καστανόχωμα, κι ας φαίνονταν γυμνά.
 «Το μυαλό σου πήρε ανάποδες στροφές» με κορόιδευαν πολλοί. «Χώμα... χώμα ελληνικό παίρνουν μαζί τους όσοι ξενιτεύονται από την Ελλάδα, όσοι εγκαταλείπουν την πατρίδα, όχι αυτοί που ταξιδεύουν για την Ελλάδα... »
 «Ελλάδα, πατρίδα δεν είναι κι ο Πόντος που τον εγκαταλείψαμε;» τους απαντούσα εγώ.
 Στα Κασσιτερά μας έπεσε στον κλήρο το ωραιότερο για μένα οικόπεδο, στη βορειοανατολική πλευρά του χωριού, δίπλα στο ρυάκι, στη βάση του μυτερού βουνού που τ' ονομάσαμε Προφήτης Ηλίας και χτίσαμε αργότερα στη χάρη του ένα ξωκλήσι. Ήταν μεγάλο κομμάτι γης, πάνω από τρία στρέμματα, και δέσποζε σε ολόκληρο το τοπίο. Όλα τα σπίτια του χωριού βρίσκονταν χαμηλότερα από εμάς, σ' εμάς ανήκε η προνομιακή θέση και η πανοραμική του θέα. Είχε στη μέση κάτι χαλάσματα, λέγανε πως βρισκόταν στη θέση τους το αρχοντόσπιτο του Βούλγαρου πρόεδρου, αλλά φεύγοντας του έβαλε φωτιά - εκείνος ήξερε το γιατί κι ένας Θεός.
Καρς
 Οι συγχωριανοί μας, οι περισσότεροι από τη Γαράσαρη, την Κάιλουκα και το Καρς, που κληρώθηκαν έτοιμα σπίτια και νοικοκυρεύτηκαν γρήγορα, έτρεξαν να μας βοηθήσουν να χτίσουμε και το δικό μας με τις ήδη πελεκημένες πέτρες απ' του πρόεδρου τα ερείπια. Την ξυλεία για τη στέγη και τα πατώματα και λίγα κεραμίδια νομίζω πως τα έφεραν από τις Σάπες. Απ' τα χαράματα έπιανε τη δουλειά η μυρμηγκοστρατιά. Πέτρες, πετραδάκια και λάσπη, αυτά ήταν τα υλικά που μετέφεραν όλοι στους ώμους και τις πλάτες. Ο Λάμπος μου κι εγώ κουβαλούσαμε αδιάκοπα με δυο μπακίρια νερό απ' το ρυάκι. «Τι κρίμα που δεν έχουμε καιρό... Θα έφτιαχνα κανάλι και θα έφερνα μέχρι το σπίτι το νερό» μου είπε το παιδί.
 Η δουλειά προχωρούσε ρολόι· σε τρεις μέρες τέλειωσε η τοιχοποιία -δε φτιάχναμε και πύργο της Βαβέλ, ένα απλό διώροφο σπιτάκι χτίζαμε. Ολοκληρώθηκε το ισόγειο για τα ζώα, μ' ένα μικρό παραθυράκι, και ο πάνω όροφος για μας, δυο δωμάτια τέσσερα επί τρία δηλαδή και στη μέση ένα σαλονάκι στενό. Από ζώα δεν είχαμε στην αρχή ούτε ένα, αργότερα μας έδωσε το κράτος ένα βόδι, να κάνουμε μ' αυτό του γείτονα ζευγάρι και να καλλιεργούμε τα πρώτα χωράφια που μας παραχώρησαν με κλήρο, το ένα εδώ και τ' άλλο στου διαβόλου τη μάνα, όπως είπε ο νέος γείτονάς μας, ο κύριος Ηρακλής. Μας έδωσαν και καλαμποκίσιο σπόρο, αυτή ήταν όλη κι όλη η μεγάλη της μητέρας Ελλάδας προσφορά: ένα βόδι, λίγος σπόρος και λίγο χώμα ελληνικό.
 Κανείς δε ζήτησε περισσότερα, τίποτα παραπάνω, ποτέ μες στο χωριό δεν ακούστηκε μεμψίμοιρη φωνή, γεμάτη πίκρα και παράπονο για την πατρίδα. Αντίθετα, την επαινούσαν όλοι, έλεγαν πως έκανε ό,τι μπορούσε και πως εμείς τώρα είχαμε την τύχη στα χέρια μας, εμείς έπρεπε μόνοι να φτιάξουμε απ' την αρχή τη ζωή μας. Τεχνίτες, έμποροι, ιερείς, άνθρωποι μορφωμένοι, όλους μας έδεσε η νέα γη, γίναμε όλοι γεωργοί, τουλάχιστον στην αρχή, και καταφέραμε να επιβιώσουμε. Τα εργαλεία μας πήραν φωτιά απ' την καθημερινή τους χρήση, χρυσή και άγια η Μεγαλόχαρη Παναγιά, μεγαλόψυχη ολόγυρα κι η φύση, μα η ζωή κράζει και για δουλειά, ζητώντας να περάσει στο αίμα κάθε χριστιανού, κάθε Ρωμιού το "συν Αθηνά και χείρα κίνει".
 Ο Λάμπος μου κι εγώ σκάψαμε μαζί το πετρώδες χώμα στην πάνω άκρη του οικοπέδου, είκοσι μέτρα πιο ψηλά  από τη ρεματιά, για να προλάβουμε το φύτεμα των κλημάτων, αν και ήταν κι αυτή τη φορά πάλι λίγο αργά. Σε κάθε ρίζα αφήναμε προσεχτικά και λίγο δικό της χώμα, ποντιακό. Για περισσότερη σιγουριά, μεταφυτέψαμε δυο ριζωμένες βέργες σε μια γλάστρα που φτιάξαμε από τον ντενεκέ που κουβαλούσαμε πριν τη λάσπη για το σπίτι. Ακόμα και τις μισοξεραμένες κορυφές που κόψαμε από τις βέργες μπήξαμε στη γλάστρα, με την ελπίδα ότι ίσως η μία ή η άλλη να δώσει κάποια ρίζα και να τη μεταφυτέψουμε τον άλλο χρόνο. Δε θα συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου την αναποδιά, την αποτυχία της βλάστησης δηλαδή, θα μου φαινόταν πως περνούσα μόνος μου τη θηλιά της κρεμάλας στο λαιμό, πως εξαιτίας μου η οικογένειά μου σπρωχνόταν στον γκρεμό, πως απογοήτευα τους πάντες και τα πάντα, πως σε πολλά ακόμα υστερούσα, πως πάνω στο χώμα το ελληνικό πήγαινα να παραιτηθώ από τον ιερότερο σκοπό που φύλαγα τόσα χρόνια στα σωθικά μου σαν φλόγα άσβεστη και σαν εικόνα μαγική.
 Όχι, όχι, δεν έπρεπε να κοπεί το νήμα της συνέχειας. Όφειλα οπωσδήποτε να χτίσω και στη Θράκη τον πράσινο ναό του γενειοφόρου παλαβού θεού, που όλοι δήθεν απεχθάνονται, γραμματείς και φαρισαίοι, στ' αλήθεια όμως κρυφά τον προσκυνούν. Θα προτιμούσα να ήμουν νεκρός παρά αποτυχημένος. Θα γύριζα πίσω στην Οινόη, θα έψαχνα στην Τραπεζούντα, στην ανάγκη θα πήγαινα πίσω στην κομουνιστική Ανάπα, μόνο και μόνο δυο κληματόβεργες να κόψω και να φέρω· δεν ήταν δυνατόν να το σκεφτώ πως θα μπορούσα να ζήσω δίχως του Διόνυσου τον καρπό. Στενοχωριόμουνα πολύ, πρώτη φορά ένιωθα τέτοιο άγχος, είναι η Ελλάδα, φαίνεται, που στο δημιουργεί. Πρέπει να πετύχεις.
 «Μη σκοτίζεσαι άδικα, πατέρα, περίμενε και θα δεις. Θα πιάσουν τα κλήματά μας. Έχεις ευλογημένα χέρια, εσύ ο ίδιος μου το έχεις πει, και πέτρα να βάλεις στη γη θα φυτρώσει κι αυτή. Αφού μάλιστα έβαλα κι εγώ ένα χέρι τούτη τη φορά, τίποτε δεν μπορεί πια να πάει στραβά. Άφησε τον Θεό να κάνει τη δουλειά Του. Θα χρειαστούμε μόνο κοπριά και λίγο νερό το καλοκαίρι και γι' αυτά θα φροντίσω εγγυημένα εγώ» με παρηγορούσε το παιδί που μ' έβλεπε να δυσανασχετώ.
 Όσο κάτω στη ρεματιά λούζονταν και έπαιζαν χαριτωμένα οι λεπτόσωμες νεράιδες, πιτσιλίζοντας η μία την άλλη με τα δροσερά νερά, όσο φυσούσε ελαφρά κάποιο αεράκι, σπρώχνοντας κάπου κάπου μπροστά του μερικά σύννεφα που άφηναν να πέσει στη γη έστω μια πολύτιμη ψιχάλα, δεν είχαμε έγνοιες πολλές. Σαν όμως μπήκαμε στον Ιούνιο, η φύση θέλησε να μας δείξει το άλλο της πρόσωπο. Άρχισε να γίνεται άπονη, αδυσώπητη, άσπλαχνη, απάνθρωπη, πετρόψυχα σκληρή και εκδικητική, θα έλεγε κανείς. Σταγόνα βροχής δεν έπεφτε από ψηλά, ο ήλιος έβραζε ακόμα και πέτρες, σκίστηκε το χώμα κι έχασκε με αυλακιές βαθιές μέχρι το γόνατο, στερέψανε τα ρυάκια και μόνο τ' αποξηραμένα κουφάρια απ' τα βατράχια δίπλα στα βράχια έβλεπες και πέτρωνε η καρδιά σου.
Μόνο μερικά πολύ βαθιά πηγάδια φύλαγαν κρυφά στα έγκατά τους το δυσεύρετο υγρό.
 Ένα τέτοιο υπήρχε και στη δική μας ρεματιά, κάτω απ' τη μυρμηγκιασμένη γέρικη συκιά. Αυτό ήταν η σωτηρία μας, τουλάχιστον για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Τον Αύγουστο πέθανε και η τελευταία μας ελπίδα, όχι σαν δέντρο όρθια, όπως λένε μερικοί, αλλά πεσμένη μέσα στο στερεμένο πηγάδι. Κοπάδια κατέβαιναν απ' τις πλαγιές οι υπεραιωνόβιες χελώνες, ψάχνοντας λίγη δροσιά κι αυτές κάτω απ' την άμμο και τα ξερόφυλλα. Μερικά αγριολούλουδα, εκτεθειμένα κατακόρυφα σχεδόν στα πύρινα βέλη, δεν επηρεάζονταν διόλου από τις ακραίες αυτές καιρικές συνθήκες. Φαίνονταν μάλιστα να το διασκεδάζουν, κάνοντας τον αέρα να χρυσοκυματίζει ολόγυρά τους.
 Αισιόδοξος ο Λάμπος καθώς ήταν πάντα, δεν το έβαζε κάτω. Το πήρε κι αυτός προσωπικά και κουβαλούσε με δυο κουβάδες το νερό, τη μία από το πάνω πηγάδι, την άλλη απ' τα κάτω αλώνια, ακόμα κι από τη σπηλιά κάτω απ' του Αϊ-Νικόλα το βράχο που ήταν δύο χιλιόμετρα μακριά. Παρ' όλα αυτά δεν έχανε το κέφι του ποτέ. «Στην ανάγκη, πηγαίνω και μέχρι την πατρίδα για να σας φέρω νερό» μας είπε ένα πρωί και διόρθωσε ο ίδιος, κολλώντας το επίθετο "παλιά" μπροστά απ' την πατρίδα.
 Τότε μόλις συνειδητοποίησα ότι για το παιδί, που σήμερα είναι άντρας, δε χάθηκε το άπιαστο και απερίγραπτο εκείνο αίσθημα αγάπης για την πατρίδα. Φυσικά, αν μιλούσαμε για τόπο, θα εννοούσε εκείνος την Ανάπα, κι ας έζησε εκεί τη βία και την παρανομία, ενώ εγώ θα ονόμαζα την Οινόη. Πατρίδα ήτανε γι' αυτόν τα παιδικά του χρόνια. Οι πατρίδες λοιπόν δε χάνονται ποτές, γιατί τις κουβαλάμε στις ψυχές.
Ήταν η πρώτη φορά, με αφορμή το αστείο του Λάμπου, που έκαμνα μέσα μου κρυφά απολογισμό, για να συγκρίνω το χθες με το σήμερα, το τι είχαμε και τι αφήσαμε εκεί και τι έχουμε εδώ στον ξερότοπο αυτόν που μόνο πέτρες και λαμπογυάλια φυτρώνουν, όπως έλεγε και ο κυρ-Ηρακλής. Μα πάλι δεν παραπονέθηκα δημόσια. Εμείς διαλέξαμε την τύχη μας, τύχη είναι αυτή, ούτε τη γνωρίζεις εκ των προτέρων ούτε την καθορίζεις, εκείνη κάνει ό,τι θέλει μ' εσένα, όχι εσύ μ' αυτήν. "Είναι σαν τη γυναίκα: ή σου βγαίνει καλή και ευτυχείς ή σου βγαίνει άχρηστη και φιλοσοφείς" θυμάμαι το θείο Σωκράτη να μου λέει, επικαλούμενος τον αρχαίο συνονόματό του Έλληνα φιλόσοφο.
 Παραμονή του Δεκαπενταύγουστου. «Να κάνουμε λιτανεία για βροχή» πρότεινε του παππού του ο Λάμπος. Συναίνεσε πρόθυμος εκείνος. Φέραμε αγιασμό απ' το αγίασμα της Παναγίας Σουμελά, που φύλαγε κάποια γυναίκα σε μπουκαλάκι, ρίξαμε μερικές σταγόνες στο μικρό χάλκινο κουβά της εκκλησίας που ήταν γεμάτος με νερό, βγήκαμε στους δρόμους και ραντίζαμε σπίτια, δέντρα, ανθρώπους και ό,τι άλλο έλαχε στο διάβα μας. Ανεβήκαμε μέχρι το πλάτωμα του βουνού, εκεί που άρχιζε ο κάμπος μας, τελέσαμε εσπερινό και δέηση στην Παναγιά. Ως εκ θαύματος, άρχισε πάραυτα να βρέχει και μάλιστα καταρρακτωδώς.
 «Εδώ θα χτίσουμε το ξωκλήσι για τη χάρη Της» είπε ο ιερέας πατέρας μου στο ποίμνιό του και καταμουσκεμένοι βιαστήκαμε για τα σπίτια μας.
 Παρά τα συνεχή σκαλίσματα και ποτίσματα, παρά το γεγονός ότι όσο μπορέσαμε προστατέψαμε από του ήλιου τα πυρά με χορταράκια και κλαδιά τα πρώτα βλαστάρια, είχαμε μεγάλες απώλειες τούτη τη φορά. Από τις είκοσι ρίζες ακριβώς, ξεράθηκαν οι δώδεκα, παρ' όλο που ρίξαμε σε κάθε ρίζα για μαγιά και λίγο χώμα ποντιακό και είχαν πετάξει στην αρχή όλες τα πρώτα τους φυλλαράκια. Δεν αντιμετωπίζαμε όμως μονάχα την ξηρασία σαν εχθρό, είχαμε κι από πάνω αυτές τις λαίμαργες χελώνες που έρχονταν τα ξημερώματα αργά μα σταθερά, για να καταβροχθίσουν κάθε πολύτιμο βλαστό. Πολλές φορές βρίσκαμε μάλιστα τις "αδιάντροπες", χωμένες δίπλα στην απογυμνωμένη βέργα, κάτω από τα χορτάρια, σαν να μας κορόιδευαν κι από πάνω. Η περίφραξη του κήπου με μαυράγκαθα δεν ωφελούσε, έβρισκαν τον τρόπο οι πονηρές να περνούν κάτω από τις μυτερές αγκίδες.
 «Τρία πράγματα μας απομένουν να κάνουμε: Να χτίσουμε ολόγυρα στον κήπο ένα μαντρότοιχο, πράγμα που δεν προλαβαίνουμε για φέτος, να μαζέψουμε όλες τις χελώνες και να τις ρίξουμε για φάγωμα στο καζάνι, και τρίτο και τελευταίο, να βγάλουμε με προσοχή όσες βέργες σώθηκαν και να τις φυτέψουμε ξανά σε γλάστρες, την καθεμία χωριστά. Έτσι θα χρειαστούμε και λιγότερο νερό» πρότεινα του Λάμπου ένα πρωί.
 Η δεύτερη πρότασή μου δεν του άρεσε καθόλου, αγαπούσε τα ζώα και τα λυπότανε πολύ. Επιβεβαίωσε και την πρώτη, πως ήταν δηλαδή αδύνατον να χτιστεί ο τοίχος τόσο γρήγορα. Μας έμενε κατ' ανάγκη η τελευταία: έπρεπε αυγουστιάτικα όλες οι κληματόβεργες με τα χώματά τους μαζί να ξεριζωθούν, να μεταφυτευτούν σε γλάστρες και να αραδιαστούν δίπλα στα λίγα λουλούδια της μητέρας στο μπαλκόνι μας, πράγμα που έγινε.
 «Είχα και μια τέταρτη λύση, αλλά για αργότερα: Να πολλαπλασιάσουμε τους φυσικούς εχθρούς της χελώνας που είναι οι αετοί» μου είπε ο Λάμπος, όταν τελειώσαμε τη μεταφύτευση. Καλή η ιδέα, αλλά πώς να υλοποιηθεί; Ναι, δεν ήταν λίγες οι φορές που   βρίσκαμε χελώνες με στραπατσαρισμένο το καβούκι, κατόρθωναν όμως να επιβιώσουν οι εφτάψυχες, παρ' όλο που ήτανε συγχρόνως γεμάτες τσιμπούρια στα πόδια και το λαιμό.
«Αν είναι να τις εξοντώσουμε, υπάρχουν τρόποι πολλοί. Ο πιο απλός είναι να τις αναποδογυρίσουμε και τις αφήσουμε να ψηθούν στον ήλιο, μα είναι βάρβαρος, απάνθρωπος. Μπορούμε να τις ρίξουμε και σ' ένα λάκκο» συμπλήρωσα και τρόμαξα και ο ίδιος με την πρότασή μου αυτή, γιατί θυμήθηκα το περιστατικό που μου διηγήθηκε το παιδί λίγο μετά την αυγουστιάτικη βροχή:
«Μαζεύαμε με τη Χαρούλα ξινήθρες και βατόμουρα στη ρεματιά μας. Ξάφνου βλέπω δίπλα μας μια τρύπα στη γη, το ακάλυπτο στόμιο ενός παλιού ξεροπήγαδου, και την προτρέπω να προσέξει. Από περιέργεια σκύβω να δω το βάθος του και βλέπω στον πάτο κάτω πέντε χελώνες νεκρές. Έλα να δεις, έψαχναν, φαίνεται, για νερό και έπεσαν μέσα, λέω της αδελφής μου. Εκείνη τη στιγμή ακούγοντας τη φωνή μου, κουνήθηκε η μία. Η μία ζει ακόμη, Χαρούλα, θα κατέβω να τη σώσω, της λέω. Μόλις και χωρούσα στο πετρόχτιστο στενό πηγάδι, ούτε τα γόνατά μου μπορούσα να λυγίσω, τα κατάφερα όμως να τη βγάλω. Τότε γνώρισα ξανά τη δύναμη του ένστικτου από κοντά, κουνήθηκαν και οι άλλες, ήταν κι εκείνες ζωντανές. Τις βγάλαμε όλες και τις μεταφέραμε στη σκιά μιας άγριας μουριάς, αφήνοντας δίπλα τους μερικά δροσερά φύλλα απ' τις ξινήθρες μας. Το ίδιο απόγευμα έπιασε εκείνη η δυνατή βροχή. Έτρεξα μετά να δω τι απέγιναν. Δεν ήταν στη θέση της καμιά, έφυγαν, σώθηκαν όλες. Σώσαμε από βέβαιο θάνατο πέντε ψυχές, ας ήταν και χελωνίσιες. Τι κάναμε δηλαδή, μια τρύπα στο νερό· τις σώσαμε για να μας τρώνε τους βλαστούς και να μας χολοσκάνε πάλι» μας είπε κλείνοντας την περιπέτειά του με εύθυμο τρόπο.
Κομοτηνή
Κουτσά στραβά, τη βγάλαμε τη χρονιά. Παντρέψαμε μάλιστα τη Μαρία δίπλα στην Κομοτηνή και τη Σοφία σ' ένα χωριό της Ξάνθης, αφού ως αδελφές είχαν πρώτες σειρά, άρχισαν να γαμπρίζουν και τ' άλλα μου παιδιά, ο Χάρης κι ο Θόδωρος, μας ζήτησαν και τη Χαρούλα, μα δεν της άρεσε ο υποψήφιος γαμπρός. Μόνο ο Λάμπος δε σκόπευε να ερωτευτεί. «Εγώ θα παντρευτώ την ίδια μέρα με τη Χαρούλα. Ας βρει αυτή το ταίρι της και βρίσκω τότε εγώ γρήγορα το δικό μου. Μπορεί και να το έχω βρει και σας το κρύβω» μας περιέπαιζε. Οι αδελφοί μου Ηλίας και Αλέξης περίμεναν να ταχτοποιηθούν πρώτα τουλάχιστον από σπίτι και ύστερα να προχωρήσουν σε γάμο. Ο Θόδωρος το δήλωσε ξεκάθαρα ότι αποκλείεται να βάλει στεφάνι, πρώτον, γιατί είναι ήδη σε πολύ προχωρημένη ηλικία και δεύτερον, γιατί θα ήταν διγαμία, αφού είχε την ερωμένη του: το ψαλτήρι του στην εκκλησία.
 Δουλέψαμε σκληρά, παλέψαμε ηρωικά με χώματα και πέτρες, καθαρίσαμε απ' τα μαυράγκαθα και τα τσαλιά τα χέρσα χωράφια που μας έδωσαν στα βουνά, χτίσαμε κι άλλα σπίτια για τα νιόπαντρα ζευγάρια, περιφράξαμε τον κήπο όλο με μαντρότοιχο ψηλό, φυτέψαμε με υπομονή όχι μόνο το αμπέλι, αλλά κι ένα σωρό άλλα οπωροφόρα δέντρα, δύο τουλάχιστον από κάθε είδος, εκτός απ' τις αμυγδαλιές που προϋπήρχανε πολλές, βάλαμε μάλιστα κι ελιές, παρ' όλο που μας προειδοποιούσαν μερικοί ότι στα κρύα βουνίσια μέρη μας δε θα ευδοκιμούσαν. Η μητέρα μου μαζί με την Ελένη φύτεψαν γύρω γύρω, δίπλα στον τοίχο της περίφραξης, κρίνα λευκά και μπλε, κάνοντας τον κήπο μας να μοιάζει τον Μάρτη αγκαλιασμένος από μια τεράστια και ζωντανή γαλανόλευκη σημαία. Δύο κήπους Εδέμ είχε το χωριό μας, όπως έλεγαν πολλοί, του Καράγιαννου, ο δικός μας δηλαδή, και ο άλλος λίγο πιο πάνω, του Τιμίκ.
 Κυλούσε ο καιρός σαν το νερό, πέρασαν κιόλας έξι χρόνια. Εκτός από τον Θόδωρο όλοι οι λεύτεροι είχαν σκύψει την κεφαλή, για να τους περάσουν στην εκκλησιά του γάμου το στεφάνι. Οι πιο πολλοί έμειναν στο χωριό, άλλοι κατέβηκαν στην κωμόπολη κι ένας στην Κομοτηνή. Ο Λάμπος, όπως το είχε υποσχεθεί, έφερε από την Ξάνθη μια ορφανή και τη στεφανώθηκε την ίδια μέρα με τη δίδυμη αδελφή του. Δεν ήθελε να μας αποχωριστεί, έμεινε δίπλα μας για πάντα. Παντρεύτηκε κι ο Βλαδίμηρος την Παρθένα, ο Σάσα την Ανατολή και ζούσαμε όλοι μας μια ζωή απλή και φτωχική, αλλά ευτυχισμένη.
 Γιορτάζαμε την ονομαστική γιορτή του πατέρα, ήτανε μέρα Κυριακή 10 Φεβρουαρίου του 1929. Κούτσαινε λίγο ο δύστυχος και βογκούσε, μα με τη βοήθεια του μπαστουνιού του περπατούσε ακόμη χωρίς άλλη βοήθεια. Μόνος του πήγε πρώτος στην εκκλησιά ν' ανάψει καντήλια και κεριά, και με τον όρθρο του ν' αρχίσει. Σε λίγο γέμισε ο ναός του μυροβλύτη αγίου. Μόνο η μητέρα μου έμεινε στο σπίτι, για να προετοιμάσει τις περίφημες λιχουδιές της για του πατέρα τη γιορτή.
 Η φωνή του, ίσως συγκινημένη, μου φάνηκε σήμερα σαν κομμένη, αλλιώτικη, ναι, τελείως διαφορετική, μα κι η δική μας τετράφωνη χορωδία δεν είχε τη συνηθισμένη της αρμονία, θαρρείς και μπήκε ανάμεσα του διάβολου η ουρά που βάλθηκε τα πάντα να στραβώσει.
 Στο σπίτι μας συγκεντρώνονταν σιγά σιγά οι συγχωριανοί, για να ευχηθούνε του παπά τα χρόνια πολλά και να πιούνε στην υγειά του ένα τσιπουράκι, φτιαγμένο απ' τα σταφύλια μας και ανακατεμένο με άλλο από κούμαρα και κράνα αποσταγμένο. Χωράτευε πάλι εκείνος και απαντούσε «Ας ξεπεράσω αυτή τη δύσκολη χρονιά και βλέπουμε μετά. Εκτός που κάνει απίστευτη παγωνιά, η ευλογημένη είναι και πολλαπλάσιο του έντεκα.» Μαζί με τους επισκέπτες έπινε κι εκείνος κάπου κάπου ένα ρακί, τραγουδώντας με λυπημένη και κάπως  συρμένη φωνή παλιά τραγούδια απ' την πατρίδα, στην τούρκικη γλώσσα, τη ρώσικη και την ποντιακή. Το "Ικί τσεσμέ..." κατέγραφαν τ' αυτιά μου, όταν διέκοψε απότομα και ζήτησε να δει εμένα και τον Λάμπο. Σαν πήγαμε κοντά του, μας είπε τρεμουλιαστά πως η τελευταία του επιθυμία είναι μετά το θάνατό του να φορέσει τα ράσα του ο Λάμπος. Δεν προλάβαμε να τον μαλώσουμε, "τι είναι αυτά που λες, θα τα περάσεις και τα εκατό" να πούμε, έγειρε αυτός στο στήθος μου και άφησε με ένα απέραντο, γλυκό χαμόγελο στα χείλη την τελευταία του πνοή. Το διάβασε, θαρρείς, το βιβλίο των γραμμένων του, ήξερε απέξω το ποίημά του, το πίστευε στ' αληθινά ότι σε μια τέτοια χρονιά θα του χτυπούσε ο χάρος την πόρτα, όπως μας το έλεγε και τότε στην Κερασούντα, το 1918.
Κερασούντα
 Ολόκληρο το χωριό ήταν παρόν στη νεκρώσιμη ακολουθία που την τέλεσε ο εφημέριος των Σαπών. Τον θάψαμε καθιστό, όπως άρμοζε σ' έναν ιερέα. Πολύ καιρό έβλεπα από το σπίτι μας το χωμάτινο τύμβο πάνω στο μνήμα του και ψιθύριζα στον εαυτό μου ότι αυτός υπήρξε ο πιο κοντινός θεάνθρωπος της θρησκείας μας, ο πιο χειροπιαστός άγιος της ζωής μου, ο πιο αγαπητός πατέρας, η προσωποποίηση της αγάπης, της υπομονής και κατανόησης, της αυταπάρνησης και της δικαιοσύνης.
 Σε δυο μήνες πήρε και τη μητέρα μου, ίσως όμως να πήγε κι εκείνη με τη θέλησή της κοντά του, αυτό το μυστικό τους δε θα το μάθουμε ποτέ.
 Ο Λάμπος μου δεν έγινε παπάς, χειροτονήσανε κάποιον άλλο απ' την Κομοτηνή, γιατί τάχα το παιδί μου δεν είχε την κατάλληλη θεολογική μόρφωση, και εννοούσαν τη θεωρητική, αφού στην πράξη δεν υπήρχε κατά τη δική μου κρίση καλύτερος απ' αυτόν για το συγκεκριμένο επάγγελμα σ' ολόκληρη την οικουμένη. Οποία υποκρισία, ούτε την  τελευταία επιθυμία του γέροντα πατέρα μου σεβάστηκαν και μας έστειλαν ένα φάλτσο στη φωνή, αγράμματο σχεδόν, πριν χοιροβοσκό στο επάγγελμα, μα και στους τρόπους. Δεν πτοήθηκε όμως διόλου ο γιος μου και δεν κακολόγησε κανέναν. Συνέχισε να καλύπτει με την άψογη ψαλμωδία του τα λάθη του ιερέα, παραμένοντας ένας απλός, αλλά άγιος γεωργός. Δεν κάνει, βλέπεις, το επάγγελμα τον άνθρωπο ευτυχή, αλλά η ψυχή του μάλλον που γαλουχήθηκε σ' αντάξιο περιβάλλον.
 Παντρεύτηκε λοιπόν ο μεγάλος μου γιος, ο Χάρης, κι έκανε με τη μάνα σου, Μιράκο, πέντε παιδιά, έξι μ' αυτό που έχει στην κοιλιά. Ένα λοιπόν απ' τα έξι είσαι κι εσύ, το τρίτο στη σειρά. Ήσουν το τέταρτο, μα πέθανε το δεύτερο αγοράκι, όταν πλησίαζε να χρονίσει, δεν είχες όμως ακόμα γεννηθεί και δε σου το 'χουμε, φαίνεται, διηγηθεί. Δεν είχε το χωριό γιατρό ούτε και θα έχει στο μέλλον, και ήμασταν, παρακαλώ, πάνω από χίλιες ψυχές. Δε μας έφτιαξαν δρόμους, δεν έβαλαν στην κοινότητα τηλέφωνο, δε μας έφεραν νερό, μας άφησαν μόνο μ' ένα καφενείο, μία εκκλησία κι ένα σχολείο, τίποτ' άλλο. Ούτε μια γέφυρα αξιώθηκαν να στήσουν στο κάτω χωριό και μένουν μετά τις βροχές αποκομμένα τα δέκα σπίτια στην άλλη πλευρά της ρεματιάς. Δεν πρέπει λοιπόν να κατηγορούνε τα νέα ζευγάρια που μας εγκαταλείπουν και φεύγουν στις μεγάλες πόλεις, κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Απορώ που ο πατέρας σου με τόσο ταλέντο δε μας είπε αντίο κι αυτός.
 Γέρασα πια κι εγώ, είμαι σήμερα εβδομήντα εννιά χρονών, όσο είσαι εσύ, δεκαπέντε φορές περισσότερο, να τόσο. Βαστούν τα κότσια μου ακόμα, δόξα τω Θεώ, και δίχως μπαστούνι περπατώ, όπως βλέπεις. Δεν ξέρω μέχρι πότε θ' αντέξω, κορμί είναι αυτό, κουράζεται, ταλαιπωρείται, φθείρεται και σταματά στο τέλος να δουλεύει. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος μας στοίχισε πολύ, εσύ πρέπει να θυμάσαι μερικά δυσάρεστα ακόμα. Το χειρότερο απ' όλα ήταν το γεγονός ότι πήραν για τρία ολόκληρα χρόνια τον πατέρα σου στο στρατό, πολέμησε μέσα στα χιόνια στην Αλβανία, μας γύρισε με ρευματισμούς στα πόδια και δεν μπορεί πια να καλλιεργήσει τα χωράφια μας όπως πριν. Παράλυσε όλο το χωριό, τα πιο λεβέντικα παιδιά, οι πιο γενναίοι μας άντρες έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι στ' αλβανικά βουνά, όπως θα άκουσες κι εσύ στην εκκλησιά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μας κατάχτησαν και οι Βούλγαροι τη Μακεδονία και τη Θράκη, που ήθελαν πάντα να την κάνουν δική τους, και μας ρούφηξαν το λίγο ζουμί που μας έμεινε. Ένας Θεός μονάχα ξέρει τι θα δούνε τα ματάκια μας ακόμη...
 Μ' αυτά τα πικρά, προφητικά λόγια έκλεισε ο παππούς μου την ιστορία του τη μέρα εκείνη.

απόσπασμα από το βιβλίο του Όμηρου Μαυρίδη :"Το αμπέλι μας στον Πόντο"

Ο συγγραφέας Όμηρος Μαυρίδης γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου 1939 στα Κασσιτερά της επαρχίας Σαπών του Νομού Ροδόπης Θράκης. Τελειώνει το Γυμνάσιο Σαπών το 1956. Φοιτάει στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως από το 1957 ως το 1959 και στη συνέχεια γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης της Δ. Γερμανίας, όπου σπουδάζει Ψυχολογία.
 Μόλις παίρνει το δίπλωμά του, εργάζεται για λίγο χρονικό διάστημα στο Κέντρο Συμβουλευτικής Αγωγής του Χέρνε Βεστφαλίας. Εργάζεται επίσης στο Ψυχολογικό Κέντρο Βορείου Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη μέχρι το Δεκέμβριο του 1966. Εκπληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και επιστρέφει το Φεβρουάριο του 1968 στη Δ. Γερμανία, όπου εργάζεται στην αρχή στο Δημοτικό σχολείο του Χέρρενμπεργκ, έπειτα ως Κλινικός Ψυχολόγος του Παιδοκομείου του Βήλφραντ και κατόπιν ως Καθηγητής Ψυχολογίας στη Σχολή Κοινωνικής Παιδαγωγικής της πόλης Τσέλλε. 
Το Σεπτέμβριο του 1972 διορίζεται καθηγητής της Κοινωνικής και Παιδαγωγικής Ψυχολογίας στην Ανωτάτη Ειδική Πανεπιστημιακή Σχολή του Χάγκεν· από τον Οκτώβριο του 1982 ως το Νοέμβριο του 1983 είναι Κοσμήτορας της Σχολής του. Παράλληλα σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο του Μύνστερ Βεστφαλίας Εθνολογία, Λαογραφία, Κοινωνιολογία και Παιδαγωγική, κλείνοντας τις σπουδές του με τη διδακτορική του διατριβή το 1977. 
Διατέλεσε επί μία οκταετία Πρόεδρος της Γερμανο-Ελληνικής Εταιρείας του Χάγκεν. Από τον Ιανουάριο του 1986 είναι Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Επιστημόνων Ρηνανίας - Βεστφαλίας. Το 1993 γίνεται πρόεδρος της Γερμανο-Ελληνικής Εταιρείας Ντόρτμουντ. 
Σήμερα είναι συνταξιούχος και ζει στην Αλεξανδρούπολη, όπου συνεχίζει το συγγραφικό του έργο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah