Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

Tα τσαντάγ(χ)ια

  Τι ήταν  το «τσαντά(χ)γι»; 
 Ήταν ένα πάνινο ταγάρι το οποίο στη καθημερινότητα  χρησίμευε για αποθήκευση και μεταφορά του κολατσιού και του νερού στο χωράφι , στο αμπέλι και σε οποιαδήποτε άλλη αγροτική δουλειά.Το χρησιμοποιούσαν ακόμη και στο ταξίδι  γιατί βάζανε σ’ αυτό ότι μπορούσε να μεταφερθεί  στον ώμο.Το χρησιμοποιούσαν  και οι λυράρηδες βάζοντας μέσα τη λύρα και το δοξάρι της.
    Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς   άκουγες συχνά την έκφραση "απόψε θα ρούζνε τα τσαντάγια..."  Αυτό ήταν ένα  έθιμο ποντιακό φερμένο μάλλον από  κάποιες περιοχές του Πόντου και το τσαντάιγ ήταν ο πρωταγωνιστής της βραδιάς αυτής.
  Μόλις έπεφτε το σκοτάδι για τα καλά , παρεούλες - παρεούλες ή και μεμονωμένα άτομα, παίρνανε το τσαντάιγ στον ώμο και κάνανε τις βραδινές αλλά "ανώνυμες" επισκέψεις τους  και για να μην τους αναγνωρίσουν  φορούσαν παράξενα ρούχα, αλλά κυρίως κάλυπταν  το πρόσωπο τους.  Για τον ίδιο λόγο  όταν  μιλούσαν άλλαζαν  ακόμη την φωνή τους.
Με το τσαντάιγ  λοιπόν στον ώμο έμπαιναν στις αυλές  προχωρώντας  στο μοναδικό φωτισμένο δωμάτιο του σπιτιού, που ήταν τότε κατά κανόνα  η κουζίνα, ο μόνος φυσικά χώρος όπου όλοι οι οικείοι ήταν συγκεντρωμένοι τα βράδια...
Μισανοίγοντας την πόρτα, έριχνε  αρχηγός της παρέας, μέσα το τσαντάιγ και κλείνοντας καλά την πόρτα κρατούσε  τα πάνινα χερούλια του  έξω  από την πόρτα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε καλά την πόρτα για να μην την ανοίξουν και τον δουν.
 Η νοικοκυρά έριχνε μέσα φρούτα, τσουρέκια και ότι καλούδια είχε και μετά έλεγε "δεβάτε" (πηγαίνετε). Όταν αργούσε να δώσει το σύνθημα για  αποχώρηση η νοικοκυρά , τότε ανησυχούσαν οι απ’ έξω και βγάζανε άναρθρες κραυγές και με αλλοιωμένη  την φωνή έλεγαν "να φεύομε;;"  ή χτυπούσαν την πόρτα ανησυχώντας για την αργοπορία των νοικοκυραίων. Έπαιρναν τελικά την απάντηση και τότε με τον ίδιο τρόπο ξαναέβγαζαν με ταχύτητα το τσαντάιγ μαζί με την «πραμάτεια» του, από την πόρτα, και έφευγαν όλοι μαζί  τρέχοντας και γελώντας.
Αμάραντα-Κιλκίς
 Όταν έφθαναν σε απόσταση ασφαλείας από το σπιτικό που επισκέφθηκαν τότε άνοιγαν με αγωνία το τσαντάιγ και έψαχναν να δουν τις τους έβαλε η νοικοκυρά. Η χαρά τους ήταν μεγάλη όταν έβλεπαν  πορτοκάλια, μανταρίνια, κάστανα κ.λ.π. Άλλοτε πάλι τους έβαζαν κάρβουνα, μισοαναμμένα  ή σβηστά. Αλλά κάποιες φορές όταν δεν είχαν την πρόνοια να αδειάσουν το τσαντάιγ πριν  το ρίξουν, οι νοικοκυραίοι τους έπαιρναν αυτά που είχαν μέσα στο τσαντάιγ.
Με μεγάλη νοσταλγία και αγάπη θυμάται η συγχωριανή μας Κανελιώ Λόλκου από σχετική εμπειρία, που  η πόντια νοικοκυρά της έβαλε μια γάτα και από το βάρος χάρηκε η παρέα γιατί υπολόγισε σε πολλά κάστανα, αλλά όταν απέσυρε  το τσαντάιγ και το άνοιξε με έκπληξη είδαν  ότι μέσα ήταν  μία γάτα !!! Υπογραμμίζουμε με καμάρι ότι η Κανελιώ  ήταν Θρακιώτισσα !!!
Αυτή την διαδικασία όμως αν την δούμε μεμονωμένα, δηλαδή μέσα στο σκοτάδι να ανοίγει  και να εισβάλει  ένα ταγάρι χωρίς χέρια από την μισάνοιχτη πόρτα, ένα ταγάρι μπαλωμένο, παράξενο και άσχημο κατά κανόνα δεν δημιουργούσε και την καλύτερη εικόνα στα παιδικά μάτια . . . και κυρίως  όταν αυτά δεν ήταν ενημερωμένα και έβλεπαν πρώτη φορά το φαινόμενο αυτό  φοβόντουσαν, έκλαιγαν, αγκάλιαζαν την μάνα τους... Κι όταν το συνήθιζαν πια, γινόταν το αγαπημένο τους σε  σημείο που  έβαζαν την μάνα τους να βγει και να ρίξει αυτή το τσαντάιγ (η υπογράφουσα το κείμενο…)
    Όλα αυτά, και άλλα τόσα, γινόταν στο χωριό μας τα Αμάραντα-Κιλκίς το 1950 με 1960 περίπου, τότε που τα σπίτια ήταν κλειστά μόνο για τα καιρικά φαινόμενα και ανοιχτά για όλους τους ανθρώπους, μ' ένα και μόνο πάτημα του χερουλιού της πόρτας.

Η φιλοσοφία του  εθίμου αυτού
   
Ψάχνοντας   αυτό το έθιμο , χωρίς να είμαστε ειδικοί,  με πρώτη ματιά βλέπουμε ότι αγγίζει τα γνωστά κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς όπου και εδώ δίνει η νοικοκυρά στην παρέα τον  γνωστό "κόπο τους" και με  γέλιο και χαρά πάνε σ’ άλλη πόρτα.  Παράλληλα οι μεταμφιέσεις , όπως και όλες οι μεταμφιέσεις του δωδεκαήμερου, γίνονται για το καλό. Η  μεταμφίεση όμως  που απαιτεί   το έθιμο έχει σκοπό να μη γνωρίσουν αυτούς που "ρίχνουν το τσαντάιχ". Και  το   πέταγμα του στην μισάνοιχτη πόρτα θυμίζει λίγο   το ανοιχτό χέρι του ζητιάνου που ζητάει επίμονα κάτι...
  Εδώ λοιπόν στεκόμαστε  και ψάχνομε ένα άλλο έθιμο, της Καστοριάς, το "Ραγκοτσάρια".   Η λέξη "Ραγκοτσάρια" έχει τις ρίζες της στη  λατινική λέξη "rogatororis, πληθυντικός rogatores", που σημαίνει ζητιάνος που  ζητάει , αξιώνει και παρακαλεί  να του δώσουν ελεημοσύνη, είναι κι αυτός  μεταμφιεσμένος γιατί ντρέπεται,  δεν θέλει  να  τον γνωρίσουν και προσφέρει την ελεημοσύνη  στους άλλους, πιθανόν στους μη έχοντες (;).
Κοινά σημεία των δύο αυτών εθίμων "τσαντάια" και "ραγκοτσάρια"  βρίσκομαι να  είναι η ίδια χρονική περίοδος  (περίοδος των εορτών) που αναβιώνουν, η «μεταμφίεση»  αλλά  κυρίως  το απαιτητικό "ζητιάνεμα" . 
Έθιμα παλιά, που ξεκίνησαν  από τα βάθη των χρόνων...   
Έφθασαν στις μέρες μας τα "ραγκοτσάρια" κυρίως με τα χάλκινα και τους χορούς..  
. . . και  τα "τσαντάγια" χάθηκαν μαζί με τα απλά πόμολα  της εξώπορτας και πνίγηκαν μέσα στην ολοένα εξελισσόμενη τεχνολογία  . .

Μαίρη Γεκουσίδου-Κάτζιου


Ευχαριστούμε θερμά την κ. Μαίρη Γεκουσίδου-Κάτζιου για το τόσο ενδιαφέρον κείμενο, αλλά και για τις φωτογραφίες, οι οποίες διανθίζουν το κείμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah