Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Η πανηγυρική ομιλία κατά την τελετή των εγκαινίων

Μετά τον αγιασμό, εκφωνείται ο πανηγυρικός της ημέρας από το Φιλόλογο καθηγητή του Φροντιστηρίου Αριστείδη Ιεροκλή, έναν πραγματικά αξιόλογο ρήτορα, ο οποίος απευθύνεται επί μιάμιση ώρα στο εκλεκτό ακροατήριο με θέμα: «Η ιστορία των ελληνικών γραμμάτων»

Με βάση τα δεδομένα που μέχρι στιγμής έχουμε παραθέσει, είναι φανερό ότι τίποτα δεν γίνεται τυχαία και τίποτα ασφαλώς χωρίς την έγκριση του Μητροπολίτη, ο οποίος είναι η κορυφή της ελληνικής κοινότητας. Θα πρέπει, λοιπόν, να συμπεράνουμε ότι τόσο ο τίτλος του πανηγυρικού της ημέρας - πολύ περισσότερο επειδή πρόκειται για την τελετή εγκαινίων ενός κορυφαίου ιδεολογικού μηχανισμού των Ελλήνων του Πόντου - όσο, βεβαίως, και το περιεχόμενό του είχαν εκ των προτέρων την έγκριση του Μητροπολίτη. 
Αξίζει, λοιπόν, να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στο περιεχόμενο της σημαντικής αυτής ομιλίας, που πραγματοποιείται με τους όρους που περιγράψαμε από έναν εκπαιδευτικό του Φροντιστηρίου, δηλαδή από ένα φορέα της ιδεολογίας του, στον οποίο, όπως μπορούμε να δούμε, ανατίθενται συχνά ομιλίες, που αναφέρονται σε διακεκριμένους παράγοντες της ελληνικής κοινότητας Τραπεζούντας ή σε μέλη των οικογενειών τους.
Στην ομιλία του, μετά από μια σύντομη αναφορά στους συντελεστές αυτού του έργου και κυρίως στο Μητροπολίτη και τους ευεργέτες της κοινότητας, ξεκινά την ιστορία των ελληνικών γραμμάτων με μια σύντομη αναφορά στον Όμηρο, του οποίου τα έργα θεωρεί ότι συνιστούν τα πρώτα μνημεία της ελληνικής γλώσσας, ενώ τον ίδιο τον χαρακτηρίζει «μέγα παιδαγωγό και διδάσκαλο της αρχαιότητος» (σελ.13). Ακολουθεί ο Ησίοδος, εκπρόσωπος  του διδακτικού έπους, ο οποίος με τη «Θεογονία» του ταξινόμησε και κατέγραψε τους μέχρι τότε θρησκευτικούς μύθους, ενώ με τα «Έργα και Ημέραι» του παρακίνησε τους ανθρώπους στη φιλοπονία και την εργασία (σελ.14). 
Ακολουθούν οι ελεγειακοί ποιητές Καλλίνος και Τυρταίος, καθώς και ο σοφός νομοθέτης Σόλων (σελ.14). Ακολουθεί η λυρική, μάλιστα δε η χορική, ποίηση με το Συμωνίδη τον Κείο, τον επίσημο επιγραμματοποιό των Μηδικών Πολέμων και τον Πίνδαρο, του οποίου «αι πυκναί και βαθείς ιδέαι και η μοναδική ποιητική δύναμις» τον καθιστούν «πρώτιστον και μέγιστον λυρικόν της αρχαιότητος» (σελ. 15-16). Φτάνουμε στη συνέχεια στους τραγικούς, τον Αισχύλο, το «γίγαντα ψάλτη του συμπαθούς και πολυπαθούς Προμηθέως, το γλυκύ και βαθύ ψυχολόγο, τον αμίμητο ζωγράφο των συμφορών και περιπετειών του Οιδίποδος» Σοφοκλή και τον από σκηνής φιλόσοφο Ευρυπίδη.
 Έπεται ο Αριστοφάνης, που εκπροσωπεί την ακμή και το ύψος της Αττικής διαλέκτου, του οποίου «το ανεξάντλητον σκωπτικόν πνεύμα, η σπινθηροβολούσα ευφυία και η μοναδική ποιητική έμπνευσις» τον κατέστησαν «μέγιστον κωμικόν της αρχαιότητος και του κόσμου» (σελ. 16). Ακολουθεί ο πατέρας της ιστορίας, ο «γλυκύς και επαγωγός» Ηρόδοτος, ενώ θεωρεί ότι η ιστορία έφτασε στον ανώτερο βαθμό με το Θουκυδίδη, με μοναδική ακρίβεια και αμεροληψία, ενώ, τέλος, ο φιλόσοφος και στρατηγός Ξενοφών, «ο επονομασθείς ένεκα της επανθούσης εν τοις έργοις αυτού χάριτος "Αττική μέλισσα"» (σελ. 18). Στη συνέχεια, έχουμε τους ρήτορες, το Λυσία, τον Ισοκράτη και, προπάντων, το Δημοσθένη, τον επιφανέστερο των ρητόρων της αρχαιότητος (σελ. 18). 
Η Φιλοσοφία είναι καθαρά ελληνικό δημιούργημα, του Θαλή του Μιλησίου, Φιλοσόφου και Αστρονόμου, ο οποίος όρισε επιστημονικά την πρώτη γνωστή στην αστρονομία έκλειψη του ηλίου και γενικά είναι ο πρώτος που προσπάθησε να δώσει επιστημονική εξήγηση του κόσμου. Ο Πυθαγόρας και οι Πυθαγόρειοι, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι «το παν είναι εν αρμονία», ο Εμπεδοκλής, ο οποίος εξήγησε από τον 5ο π.Χ. αιώνα τη γένεση των ορέων και την ποικιλία των ανωμαλιών του στερεού φλοιού της γης, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος, που υπήρξαν οι θεμελιωτές της περί ατόμων θεωρίας. Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, ο οποίος μίλησε για την υπέρτατη έννοια του ενός θεού, έλεγχε και έψεγε τους ομοφύλους του «διά τους ανθρωπομόρφους θεούς, ους ελάτρευον και τας ανθρωπίνους αδυναμίας και ατελείας, ας αυτοίς απέδιδον» (σελ. 20).
 Εδώ, χωρίς να υπεισέλθουμε στην ουσία του θέματος, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι έχουμε προφανώς μια προσπάθεια του ομιλητή να ικανοποιήσει το ακροατήριό του και κυρίως το Μητροπολίτη, βρίσκοντας αφορμή από μια θέση του Ξενοφάνη - ενός φιλοσόφου όχι από τους κορυφαίους - να διαχωρίσει την αρχαία ελληνική γραμματεία από τη θρησκεία του δωδεκάθεου και, παράλληλα, να υποστηρίξει την υπεροχή του χριστιανισμού απέναντι της «ειδωλολατρείας», αφού υπήρξε επιφανής Φιλόσοφος, και μάλιστα μικρασιατικής καταγωγής, ο οποίος διείδε την υπεροχή του χριστιανισμού αιώνες πριν από την έλευση του Χριστού. 
Στη συνέχεια, ο ομιλητής αναφέρεται στους τρεις μεγαλύτερους φιλοσόφους της αρχαιότητας, το «θείο» Πλάτωνα, του οποίου η θεωρία περί ιδεών είναι «ό,τι υψηλόν δύναται να γεννήσει η ανθρώπινη διάνοια», το «μέγα πανεπιστήμονα της αρχαιότητος» Αριστοτέλη, ο οποίος έθεσε τις βάσεις πασών των επιστημών, και το Σωκράτη, «πνεύμα έκτακτον και δαιμόνιον, όστις έθηκεν τας βάσεις της ηθικής διδασκαλίας, ήν δι’ όλου του βίου εμπράκτως επεκύρωσεν και διά του θανάτου του λαμπρώς επεσφράγισεν» (σελ. 22). Ακολουθούν αναφορές στους στωικούς φιλοσόφους, στους εκπροσώπους της Ιατρικής και, κυρίως, στον Ιπποκράτη και πηγαίνει στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οπότε η ελληνική γλώσσα διαδόθηκε στα πέρατα του κόσμου, το Μουσείο της Αλεξάνδρειας υπήρξε ταυτόχρονα και Ακαδημία και Πανεπιστήμιο, «ταμείον θησαυρού αμυθήτου διανοητικών προϊόντων». Στους μαθηματικούς Ευκλείδη και Αρχιμήδη. Στον αρχαιολόγο και περιηγητή Παυσανία (σελ. 25).
 Εδώ ο ομιλητής βρίσκεται σε ένα καθοριστικό ιστορικό σημείο, δηλαδή στη μετάβαση στους χρόνους του Χριστού. Έχει να αντιμετωπίσει το πέρασμα από τον παλαιό «ειδωλολατρικό» κόσμο, στο νέο κόσμο, το χριστιανικό. Για να τεκμηριώσει την αναγκαιότητα της νέας θρησκείας, ισχυρίζεται ότι, ενώ η ελληνική φιλοσοφία επιτελούσε αθόρυβα αλλά με επιτυχία το έργο της, το αρχαίο θρησκευτικό οικοδόμημα «υπεσκάπτετο ημέρα τη ημέρα και κατεκρημνίζετο, αι θρησκευτικαί συνειδήσεις των ανθρώπων εσαλεύοντο ως κάλαμος υπ’ ανέμου, δεν ικανοποιούντο πλέον εις την θαυματουργόν επήρειαν και δύναμιν των ανθρωπομόρφων θεών του Ολύμπου. Η ανθρωπότης έπλεεν εν αμφιβολία και δισταγμώ, ότε ενεφανίσθη επί της γης ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και εκηρύχθη η εξ αποκαλύψεως θρησκεία» (σελ. 25). 
Στη συνέχεια, εξυμνεί την ηθική τελειότητα της νέας θρησκείας και τις διδασκαλίες της. Λέει χαρακτηριστικά ότι «ο νεφεληγερέτης Ζευς, ο πατήρ ανδρών τε και θεών, εσαλεύθη εκ του θρόνου του και μετά φρίκης και λύπης είδεν η δύναμις του πυρφόρου του κεραυνού εξιτμήσθη. Οι λοιποί ανθρωπόμορφοι θεοί εκρύβησαν εις τας δειράδας και λόχμας του περιωνύμου όρους, η δε Πυθία ανετράπη εκ του ιστορικού τρίποδος, δεν είχεν πλέον ο Φοίβος καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ».
 Αφού, λοιπόν, περνάει στο χριστιανισμό, ισχυρίζεται ότι το ελληνικό πνεύμα συνεχίζει να γεννά μεγάλους δημιουργούς, όπως ο «γλυκύτατος και πολυμαθέστατος» Πλούταρχος, ο «ευφυέστατος και χαριέστατος» Λουκιανός κ.λπ. Η Φιλοσοφία συνεχίζει το έργο της δια της νέας πλατωνικής σχολής μέχρι τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Ενώ υποχωρεί το αρχαίο ελληνικό θρήσκευμα έναντι της νέας θρησκείας κι έρχονται στο προσκήνιο οι τρεις Πατέρες της εκκλησίας Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οπότε το αρχαίο ρητορικό βήμα αντικαθιστά ο ιερός άμβωνας.
 Τον 7ο αιώνα έρχεται ο περίφημος υμνογράφος και υμνωδός Ιωάννης Δαμασκηνός. Τον 9ο αιώνα εμφανίζεται ο Πατριάρχης Φώτιος, ο ευρυμαθής και σοφότατος συγγραφέας της «Μυριοβίβλου», ο οποίος, πλην των άλλων, απεθησαύρισε τις κρίσεις για τα έργα 280 Ελλήνων συγγραφέων, που δυστυχώς από συγκυρία απωλέσθησαν.
Άποψη παραλίας Τραπεζούντα; το 1911.
Από το Λεοντόκαστρο μέχρι τον μητροπολιτικό ναό Αγ. Γρηγορίου Νύσσης
 Τέλος, συνοψίζοντας, ισχυρίζεται ότι το κάλλος που περιβάλλει τα έργα της ελληνικής διανοίας είναι άφθαρτο και αιώνιο. Οι Έλληνες εξάντλησαν όλα τα είδη της λογοτεχνίας, ενώ στη Φιλοσοφία ερεύνησαν με επιτυχία τα ύψιστα προβλήματα που απασχόλησαν ποτέ το ανθρώπινο γένος. Η ελληνική δε γλώσσα κατά τους αλεξανδρινούς και ρωμαϊκούς χρόνους έγινε γλώσσα παγκόσμια, ενώ κατά τη βυζαντινή περίοδο Σύροι και Άραβες εμφανίζονται ως θιασώτες του ελληνικού πολιτισμού. Ειδικά οι Άραβες, από τον 5ο αιώνα που βρίσκονται στο απόγειο του πολιτισμού τους, στρέφονται προς τα ελληνικά γράμματα, μεταφράζοντας πολλά από τα ελληνικά συγγράματα, τα οποία μάλιστα διαδίδουν στους δυτικούς λαούς και, κυρίως, στην Ισπανία. Στη συνέχεια, ο ομιλητής θεωρεί ότι ο νεότερος πολιτισμός είναι προϊόν του πολιτισμού που δημιούργησαν οι αρχαίοι Έλληνες, ενώ η Αναγέννηση στην Ευρώπη κατά το 15ο αιώνα είναι έργο Ελλήνων λογίων, οι οποίοι προσφεύγουν στη Δύση μετά την άλωση της Πόλης και εκεί διαδίδουν τη συστηματική μελέτη των «αθανάτων μνημείων της ελληνικής διανοίας» (σελ. 28).
 Ο ομιλητής καταλήγει απευθυνόμενος σε όλους τους Τραπεζουντίους, τους οποίους χαρακτηρίζει φιλομούσους και φιλοτίμους για το μεγάλο αυτό έργο, την οικοδόμηση του Φροντιστηρίου, ενός δηλαδή σχολείου «τοιούτων - των ελληνικών, όπως τα περιέγραψε - γραμμάτων σεμνόν και γεραρόν Τέμενος, της Παιδείας καλλιπρεπές καθίδρυμα, οίκον της σοφίας ευαγή και εργαστήριον υψηλόν της αναπτύξεως του πνεύματος και της μορφώσεως και διαπλάσεως του ήθους», ορίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ουσιαστικά το κύριο ιδεολογικό περιεχόμενο και τους στόχους του Φροντιστηρίου.
 Στη συνέχεια, απευθύνεται στα στελέχη της κοινότητας που μόχθησαν καθημερινά για τρία περίπου χρόνια στρατευμένοι στο σκοπό της οικοδόμησης του σχολείου και συγκεκριμένα στους Δημογέροντες, τους Συμβούλους και τους Εφόρους των σχολείων της πόλης, καθώς και στα μέλη της ερανικής επιτροπής που περιπλανήθηκε στον Καύκασο και τη Ν. Ρωσία, για να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρηματικά ποσά για την ολοκλήρωση του φιλόδοξου σχεδίου. Δεν λησμονεί να αποδώσει τις πρέπουσες τιμές στους ομογενείς Ποντίους που έφτασαν από το εξωτερικό για να παρευρεθούν στη μεγάλη αυτή στιγμή για την πατρίδα τους. Προπάντων, όμως, μεγάλες τιμές αποδίδει στο Μητροπολίτη Τραπεζούντας, τον οποίο ονομάζει «προστάτη και ηγήτορα του λαμπρού αυτού έργου». 
Ισχυρίζεται μάλιστα - και όχι άδικα - ότι ο Μητροπολίτης με τις πρωτοβουλίες του οδήγησε την ελληνική κοινότητα Τραπεζούντας στην υπέρβαση από τις εσωτερικές συγκρούσεις και την εσωστρέφεια που την ταλαιπώρησαν για τρεις περιπου δεκαετίες και έφερε την ενότητα των Ελλήνων, ενώ καρπό αυτής της ενότητας χαρακτηρίζει το έξοχο αυτό έργο, την οικοδόμηση του νέου μεγαλειώδους κτιρίου του Φροντιστηρίου (σελ. 31), που ήταν αποτέλεσμα συλλογικού, συστηματικού και επίμοχθου έργου. 
Φροντιστήριο
Κλείνοντας αυτό το σημαντικό του λόγο, ο Αριστείδης Ιεροκλής προαναγγέλει τη νέα μεγάλη δωρεά του ήδη Μεγάλου Ευεργέτη των Σχολείων της πόλης μεγάλου εμπόρου Παναγιώτη Ακρίτα, ο οποίος πρόκειται να προχωρήσει άμεσα στην εξ ιδίων οικοδόμηση του «Ακριτείου Νοσοκομείου» της ελληνικής κοινότητας, σε οικόπεδο που βρίσκεται στις παρυφές του λόφου Μποζ τεπέ, στα νότια της πόλης, πολύ κοντά στη Μονή Θεοσκεπάστου. Δεν λησμονεί να απευθύνει τις ειλικρινείς του ευχαριστίες, για τη συμβολή του στην ολοκλήρωση του έργου, προς το Νομάρχη Τραπεζούντας Καδρή Μπέη, έναν αδιάφθορο και αδέκαστο αξιωματούχο, τον οποίο με αγάπη και σεβασμό ενθυμούνται οι Πόντιοι πρόσφυγες, ο οποίος είναι Νομάρχης μεταξύ των ετών 1892-1902283, καθώς και τις - τυπικές -ευχαριστίες του στο Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ (σελ. 33).


ΑΝΤΩΝΗ Υ. ΠΑΥΛΙΔΗ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
 «ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 24

"ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ (1900-1914) και η ιδεολογική κυριαρχία των Ελλήνων στον Πόντο"



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah