Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Εθνικές ομάδες στον Πόντο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Μέρος 3ο

  Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εθνικών ομάδων του Πόντου
Στο πλαίσιο του οσμανικού κράτους όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός με βάση τα φυλετικά χαρακτηριστικά, αλλά με βάση το θρήσκευμα, υπάρχουν απόψεις σύμφωνα με τις οποίες όλοι οι μουσουλμάνοι είναι Τούρκοι. Η λογική, όμως, αυτή είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, γιατί κατά τον ίδιο τρόπο όλοι οι ορθόδοξοι θα πρέπει να θεωρηθούν Έλληνες, όλοι οι διαμαρτυρόμενοι Γερμανοί κ.ο.κ. 
Σημαντικοί ερευνητές όπως ο Vital Quinet (στο σημαντικό του έργο «La Turquie  d’ Asie») αλλά και ο Henri Mathieu διακρίνουν σαφώς τους μουσουλμάνους, μη θεωρώντας Τούρκους τους Σιίτες. Σχετικά με τη σύγχυση αυτή, ο μεγάλος Γάλλος γεωγράφος Ε. Reclus στο έργο του «La Nouvelle Geographie  Universelle Asie  Anterieure» γράφει:
 «Τούρκοι είναι κατά τη συνήθη φρασεολογία όλοι οι μουσουλμάνοι της Μ. Ασίας, οιαδήποτε κι αν είναι η καταγωγή τους. Έτσι, οι Αλβανοί που λόγω της στρατιωτικής τους θητείας έγιναν με τη θέλησή τους κάτοικοι της Μ. Ασίας ονομάζονται Τούρκοι, παρά το γεγονός ότι εξαιτίας των Πελασγών προγόνων τους είναι αδελφοί των Ελλήνων, επίσης οι Βόσνιοι και οι Πομάκοι, οι Τάταροι Ναγκαή από την Κριμαία, οι Γεωργιανοί και οι μαύροι Αφρικανοί, που έφτασαν στη Μ. Ασία ως δούλοι. Μόνο στους Κούρδους και τους Ερυθίνους (Kizil Bas), που διαφέρουν εμφανώς των Τούρκων και στην εμφάνιση και στα πολιτιστικά χαρακτηριστικά, δεν αποδίδεται το όνομα του Τούρκου.
 Στο εσωτερικό υπάρχουν πολυάριθμοι ελληνικοί πληθυσμοί, που μιλούν μόνο την τουρκική γλώσσα και τα χωριά τους έχουν τουρκικές ονομασίες. Ευρισκόμενος, όμως, κάποιος μεταξύ αυτών θα ηδύνατο ίσως να πιστεύσει ότι ευρίσκεται εν μέσω Τούρκων, αν και ευρίσκεται σε πλήρη Ασιατική Ελλάδα».
Κατά την παράθεση των χαρακτηριστικών των λαών του Πόντου αφήνοντας τους Τούρκους, για τους οποίους κάνουμε λόγο σε κάθε ευκαιρία στην έρευνά μας, θα περιγράψουμε κυρίως τους μουσουλμάνους μη τουρκικής καταγωγής και στη συνέχεια τους υπόλοιπους.
Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα περιγραφές μας, ο μη τουρκικός μουσουλμανικός πληθυσμός του Πόντου αποτελείται από τους Μεσοχαλδηνούς, τους Λαζούς, τους Σάννους, Γεωργιανούς (Ίβηρες), Ερυθίνους, Γιουρούκους, Κιρκάσιους, Κούρδους, Τσεπνήδες κ.λπ.
Οι Μεσοχαλδηνοί κατοικούν στην περιοχή μεταξύ Αργυρούπολης και Τραπεζούντας που λέγεται και Μεσοχάλδιον. Ο Elisse Reclus τους ονομάζει Mezzo-Mezzo. Πρόκειται για λαό που, ενώ εμφανίζονται ως μουσουλμάνοι, είναι εν κρυπτώ χριστιανοί, γεγονός που γνωρίζουν πλέον οι Τούρκοι και τους αποκαλούν «τενεσούρηδες», δηλαδή «αρνησίθρησκους», ενώ οι Έλληνες του Πόντου τους αποκαλούν «κλωστούς», δηλαδή «γυριστούς». Προφανώς πρόκειται για γηγενείς γνήσιους Έλληνες Κρυπτοχριστιανούς, οι οποίοι εξισλαμίστηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους και ομιλούν κυρίως την ελληνική ποντιακή διάλεκτο. Αλλά και όσοι από αυτούς μιλούν την τουρκική, εντούτοις τραγουδούν τα ελληνικά ηρωικά έπη, όπως το Ακριτικό, είτε στην τουρκική είτε στην ελληνική γλώσσα, εξυμνώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τους απαράμιλλους ελληνικούς αγώνες και προαναγγέλλοντας την επικράτηση της ελληνικής φυλής στις περιοχές αυτές όπου είναι εγκατεστημένοι από πολλούς αιώνες.

Οι Λαζοί, για τους οποίους έχει ήδη γίνει λόγος, κατοικούν κυρίως στην περιοχή ανατολικά της Τραπεζούντας. Ο Quinet θεωρεί αναμφισβήτητη την ελληνική τους καταγωγή. Πάντως, από τον 6ο μ.Χ. αιώνα, είχαν εκχριστιανιστεί και πολεμήσει με τους Βυζαντινούς κατά των Περσών. Κατά τον 11ο και 12ο αιώνα οι Λαζοί πιέζονται από επιδρομές των Γεωργιανών μέχρι της ίδρυσης της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, οπότε βρίσκουν απροσδόκητη σωτηρία με τη νέα κατάσταση πραγμάτων στην περιοχή. Στην 6η Οικουμενική σύνοδο (680 μ.Χ.) συμμετέχουν επίσκοποι της χώρας των Λαζών, ο της Πέτρας Θεόδωρος και ο της Φάσιδος Ιωάννης. 
Οι Λαζοί, εκτός της μουσουλμανικής θρησκείας, δεν έχουν τίποτα κοινό με τους Τούρκους, τους οποίους μισούν, αλλά αυτό είναι αμοιβαίο, όπως αντικατοπτρίζεται στις τουρκικές παροιμίες (π.χ. «Kuslerin atisi kaz,  insanin  atisi  Laz» = το υποδεέστερο των ζώων η χήνα, των ανθρώπων ο Λαζός). Χαρακτηριστική, επίσης, είναι η έκφραση των Τούρκων για τους Λαζούς ως «pis milliyet» («βρωμερό έθνος»). Είναι λαός τραχύς, ανδρείος, ανυπότακτος, που καταφεύγει συχνά στη ληστεία και το λαθρεμπόριο. Διατηρούν από παλιά το έθιμο της εκδίκησης και οπλοφορώντας εμπνέουν φόβο ακόμη και στα όργανα της τουρκικής πολιτείας.
 Κύρια επαγγέλματά τους είναι του χαλκέως, αχθοφόρου, τα ναυτικά επαγγέλματα, ενώ για όσους βρίσκονται στο εσωτερικό η γεωργία και η κτηνοτροφία. Διαθέτουν δική τους γλώσσα, που ανήκει στην Ιβηρική γλωσσική οικογένεια και είναι συγγενής με τη γεωργιανή. Στην κοινωνική τους ζωή διατηρούν πολλά κατάλοιπα και δοξασίες του παλαιού τους θρησκεύματος και συνεπώς της παλαιάς τους ταυτότητας. Έτσι, π.χ., διατηρούν υποκατάστατο του βαπτίσματος των παιδιών, με τον αρχηγό της οικογένειας να τοποθετεί το παιδί στο νερό, ενώ όλοι οι παριστάμενοι κρατούν αναμμένα κεριά Δεν θέλουν να τους αποκαλούν Τούρκους και σε τέτοια περίπτωση διαμαρτύρονται έντονα Σε μεγάλο ποσοστό μιλούν την ελληνική ποντιακή διάλεκτο και διατηρούν μέχρι και σήμερα τα τραγούδια και τους χορούς των Ελλήνων του Πόντου.
Οι Σάννοι, ονομαζόμενοι Τζάννοι από τους Βυζαντινούς, κατοικούν στην περιοχή από την Τραπεζούντα μέχρι τις εκβολές του Άλυ ποταμού. Έχουν ελληνική καταγωγή και αντιπαθούν τους Τούρκους, με τους οποίους δεν έχουν κοινωνικές σχέσεις, ενώ κρατούν στενή επικοινωνία με τους Έλληνες χριστιανούς, τους οποίους αγαπούν ιδιαίτερα. Οι Σάννοι, υπερασπιζόμενοι την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας πολεμώντας ακόμη και μετά την πτώση της, εξισλαμίστηκαν βίαια. Σέβονται και τιμούν τους χριστιανικούς ναούς, που είναι ερείπια, εμποδίζουν όποιον θα ήθελε να τους μιάνει και, τέλος, τελούν διάφορα παλαιοχριστιανικά μυστήρια πραγματοποιώντας μεγάλη πανήγυρη κάθε χρόνο με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Γεωργίου Οι Σάννοι της περιοχής Φάτσας και Οινόης στις συγκεντρώσεις τους συχνά κάνουν τελετές που θυμίζουν όχι μόνο τα ελευσίνια μυστήρια αλλά και τις αρχαιότροπες συναθροίσεις των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Οι Γεωργιανοί (Ίβηρες), κατοικώντας στο τμήμα μεταξύ Καυκάσου και αρμενικού οροπεδίου, εκχριστιανίστηκαν κατά τον 5ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια εξισλαμίστηκαν βίαια. Στους Έλληνες δείχνουν μεγάλη συμπάθεια και τους αποκαλούν  «Περζενεσβίλι», δηλαδή «απογόνους σοφών». Αντίθετα, μισούν και αποστρέφονται τους Τούρκους και τους Αρμένιους. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο μένουν, κυρίως, σε οικισμούς που έχουν δημιουργήσει στον ανατολικό Πόντο μαζί με άλλες εθνότητες. Σημαντικά κατάλοιπα της χριστιανικής θρησκείας επιβιώνουν στους μουσουλμάνους Γεωργιανούς. Πολλοί από αυτούς νηστεύουν την Παρασκευή και τελούν παρακλήσεις υπέρ των ασθενών τους.
Οι Ερυθίνοι (Kizil bas) κατοικούν κυρίως στα νότια σαντζάκια της ποντιακής ενδοχώρας (Αμάσειας, Τοκάτης Νικόπολης) που διοικητικά ανήκουν στο βιλαέτι Σεβάστειας, στο οποίο συνολικά διαμένουν 300.000. Από τους Άραβες ονομάζονται «Ακ Μπαϋλακάνοι» (προφανώς Παυλικανοί ). Επιφανείς Οθωμανοί αξιωματούχοι περιγράφουν με δέος κοινωνικές τους εκδηλώσεις που αναφέρονται στο χριστιανικό τους παρελθόν, αναλογιζόμενοι ότι αυτοί δεν έχουν τίποτα κοινό με τους Τούρκους Οι Ερυθίνοι καταβάλλουν φόρο όχι μόνο στο κράτος, αλλά και στους πνευματικούς τους ηγέτες, τους Ντεντέδες («dede»). Η επίσκεψη των ντεντέδων στα χωριά τους είναι ένα σημαντικό κοινωνικό γεγονός που συνοδεύεται από εκδηλώσεις προς τιμήν τους και συγκεντρώσεις των πιστών. Υπό τους ήχους αυλών και άλλων οργάνων τελούνται διάφορα μυστήρια και όλοι πίνουν κάποιο ποτό που παρασκευάζεται από τους ντεντέδες.
 Είναι σαφές ότι, αν και μουσουλμάνοι, έχουν θρήσκευμα ανάμικτο με το χριστιανικό, διατηρώντας πολλά κατάλοιπα της πρότερης ταυτότητας, όπως των αρχαίων ελληνικών μυστηρίων, αλλά και χριστιανικές δοξασίες. Σε μεγάλη υπόληψη διατηρούν το θεσμό των βωμών και εστιών προσευχόμενοι κατά την ανατολή και τη δύση του ήλιου, σέβονται τα μυστήρια του βαπτίσματος και της μετάληψης, δεν κάνουν περιτομή, δεν αποφεύγουν το χοιρινό κρέας και πίνουν οινοπνευματώδη. Αγαπούν ιδιαίτερα τους Έλληνες και οι γυναίκες τους μένουν ακάλυπτες ενώπιον των Ελλήνων, τους οποίους περιποιούνται και φιλοξενούν, ενώ, αντίθετα, περιφρονούν και μισούν τους Τούρκους, εναντίον των οποίων πολεμούν συχνά.
Οι Γιουρούκοι, των οποίων η ονομασία προέρχεται από το ρήμα yόrόmek (= βαδίζω, κινούμαι), είναι οι πλάνητες, οι νομάδες. Βρίσκονται, κυρίως, στα Βιλαέτια Σεβάστειας και Κασταμονής και συνεπώς στα αντίστοιχα ποντιακά σαντζάκια. Είναι είτε ποιμένες είτε πλανόδιοι τεχνίτες ασχολούμενοι με τη σιδηρουργία και την πεταλουργία, όπως και οι αρχαίοι Χάλυβες, όντας Έλληνες στην καταγωγή, προερχόμενοι τόσο από εκείνους, όσο και από τους Παφλαγόνες. 
Οι μετακινήσεις τους δεν είναι μεγάλες και πάντως δεν κινούνται μακράν της περιοχής του Πόντου. Διαμένουν στα υψηλότερα μέρη των οροπεδίων και έχουν θρήσκευμα φαινομενικά μουσουλμανικό, στην πραγματικότητα όμως χριστιανικό. Η οργάνωση των οικισμών τους και η διάταξη των καλύβων ή των σκηνών τους έχουν αναλογίες με τους αρχαίους ελληνικούς οικισμούς, όπου στο μέσον υπάρχει κενός χώρος, η αγορά. Αναφέρονται περιπτώσεις Γιουρούκων που αρνήθηκαν να ορκιστούν στο κοράνιο.
Οι Κιρκάσιοι ή Τσερκέζοι Herkez), που συναντώνται σε όλες τις περιοχές του Πόντου, είναι οι αρχαίοι Κερκίται και στην περιοχή του Πόντου εμφανίζονται κυρίως μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους. Ανήκουν στη Φρυγοπελασγική ομοφυλία, είναι δηλαδή φυλή συγγενική με τους Έλληνες και μάλιστα με τους Αχαιούς, και έχουν συνείδηση αυτού του δεδομένου, για το οποίο είναι ιδιαίτερα υπερήφανοι. Κατά τον Henri Mathieu μάλιστα συνδέονται φυλετικά με τους Κρήτες και μάλιστα με τους Σφακιανούς, με τους οποίους έχουν τα ίδια ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Η πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα ευθύνεται για το γεγονός ότι μετά τη μετοίκησή τους δεν αφομοιώνονται από τους ομοθρήσκους τους Τούρκους, αλλά, αντίθετα, διατηρούν σημαντικό μέρος της ταυτότητάς τους, όπως το μαρτυρούν αυτά τα ίδια τα ονόματά τους, των οποίων προτάσσεται το εθνικό τους «Τσερκέζ» (π.χ. «Τσερκέζ Χασάν», «Τσερκέζ Αλή» κ.ο.κ.).
 Κατά τις διάφορες ιστορικές περιόδους πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων εναντίον των Περσών, των Τούρκων κ.ά. Εξισλαμίστηκαν κατά το 15ο αιώνα, διατηρούν όμως πολλά στοιχεία της πρότερης χριστιανικής τους ταυτότητας σεβόμενοι το σταυρό, λατρεύοντας την Παναγία, επικαλούμενοι τους αποστόλους και κάνοντας διάφορες τελετές που θυμίζουν έντονα τη χριστιανική θρησκεία. Ταυτόχρονα, στον κοινωνικό τους βίο διατηρούν πολλές συνήθειες του απώτερου πολιτιστικού τους παρελθόντος, ενώ ενδιαφέρον έχει η μεγάλη γιορτή που πραγματοποιούν κατά την επέτειο του θανάτου του Αγίου Γεωργίου, τον οποίο εξόχως λατρεύουν. 
Σε κάθε περίπτωση διάκεινται ευμενώς προς τους Έλληνες, ενώ, αντίθετα, μισούν και αποστρέφονται τους Τούρκους, γεγονός που αποδείχτηκε κατά τον τελευταίο πόλεμο, οπότε στο εσωτερικό της Αμισού βοήθησαν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα εναντίον των Τούρκων Η γλώσσα των Κιρκασίων, όπως και των συγγενών τους Αβασγών ή Απαζάδων, έχει φρυγοπελασγική προέλευση και είναι η επικρατούσα γλώσσα μεταξύ των ορεινών φύλων του Καυκάσου, η οποία παρέμεινε πρωτόγονη και αδιάπλαστη και σ’ αυτό συνετέλεσε προφανώς το γεγονός ότι στερείται γραπτής έκφρασης και για το λόγο αυτό γράφεται με αραβικούς χαρακτήρες.
Οι Κούρδοι είναι απόγονοι των Καρδούχων που αναφέρει ο Ξενοφώντας στην «Κάθοδο των Μυρίων» και κατοικούν νότια της χώρας των Χαλύβων, στην ίδια περιοχή που βρίσκονται και σήμερα. Έχουν μια φεουδαρχική πατριαρχική οργάνωση διαιρούμενοι σε πολλές φυλές, από τις οποίες οι κυριότερες είναι εννέα και καθεμία φέρει το όνομα του φυλάρχου και τον τόπο προέλευσής του. Έχουν δική τους γλώσσα, που είναι μείγμα περσικής και αραβικής και είναι τελείως διαφορετική από την τουρκική. Το μίσος που αισθάνονται εναντίον των Τούρκων ίσως είναι μεγαλύτερο από κάθε άλλη περίπτωση εθνικής ομάδας στο μικρασιατικό χώρο. Η θέση των γυναικών στην κουρδική κοινωνία δεν είναι άθλια όπως στην περίπτωση των Τούρκων, όπου ουσιαστικά η γυναίκα θεωρείται δούλα - αντιθέτως, απολαμβάνουν μεγάλες ελευθερίες. Είναι λαός πολεμοχαρής και κάνει πολλούς και σκληρούς αγώνες εναντίον του οθωμανικού κράτους για την εθνική του απελευθέρωση, με μεγάλο κόστος, που αντικατοπτρίζεται στη σημαντική του αριθμητική συρρίκνωση. 
Οι Κούρδοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι μουσουλμάνοι Σιίτες, υπάρχουν όμως μεταξύ τους 100.000 χριστιανοί Νεστοριανοί, υπαγόμενοι σε δύο κληρονομικούς πατριάρχες. Από τα πιο ενδιαφέροντα κουρδικά φύλα είναι οι Γεζίτες (Yezidi), που δεν είναι ούτε χριστιανοί, ούτε μουσουλμάνοι, μισούν όμως το ίδιο τους Τούρκους, ενώ αντίθετα αγαπούν τους Έλληνες, τους οποίους δέχονται στα σπίτια τους χωρίς να κρύπτονται οι γυναίκες τους, όπως συνηθίζουν απέναντι στους Τούρκους. Προσεύχονται πρόθυμα στις χριστιανικές εκκλησίες και τηρούν ένα είδος βαπτίσματος στα παιδιά τους, βάζοντάς τα σε ένα δοχείο με αγιασμένο νερό. Σε μερικές τελετές τους δίνουν στον οίνο το όνομα του αίματος του Χριστού, ενώ έχουν διατηρήσει ένα είδος δημόσιας ιεροτελεστίας αντίστοιχης με των χριστιανικών κοινοτήτων των αποστολικών χρόνων. 
Υπάρχει δε και μία μουσουλμανική παράδοση η οποία κατηγορεί τους Γεζίτες ή Γεζιντήδες ως δολοφόνους των εγγονών του προφήτη Μωάμεθ. Οι μωαμεθανοί Κούρδοι έχουν ενσωματώσει στην πίστη τους και περσικά θρησκευτικά σύμβολα. Έτσι, παραμορφώνοντας την πίστη στους τρεις μάγους, λατρεύουν πλην των άλλων και τον Αριμάν, γεγονός που ωθεί τους Τούρκους, που τους μισούν, να θεωρούν ότι λατρεύουν το διάβολο. Στην περιοχή του Πόντου τους συναντάμε κυρίως στην Τραπεζούντα και στα Σαντζάκια Αμάσειας και Τοκάτης.
Σε πολλές περιπτώσεις οι Τσιαπνήδες συγχέονται με τους Ερυθίνους (Kral Bas), με τους οποίους έχουν παρόμοιες συνήθειες, και διαμένουν σε 45 χωριά του εσωτερικού Πόντου, στην περιοχή μεταξύ Πλατάνων και Τρίπολης.
Δεν έχουν, επίσης, καμιά σχέση με τους Τούρκους, φέρονται δε ως απόγονοι των αρχαίων Μοσυνοίκων. Αν και μουσουλμάνοι, διατηρούν απόρρητο οικογενειακό βίο τελώντας μυστικές ιεροτελεστίες, όπως και οι Ερυθίνοι, ενώ κατά μία άποψη είναι απόγονοι των Τζάννων που διαμένουν στην περιοχή του Πόντου από την αρχαιότητα, προσήλθαν στο χριστιανισμό κατά τους βυζαντινούς χρόνους και αγωνίστηκαν εναντίον των Τούρκων στο πλευρό του Βυζαντίου αλλά και στο πλευρό των Αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας.
Παύλος Καρολίδης
Οι Αρμένιοι μέσα στα όρια του Πόντου, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, διαμένουν κυρίως στα Βιλαέτια Τραπεζούντας και Σεβάστειας, αλλά βρίσκονται διασκορπισμένοι και σε άλλες περιοχές της Μ. Ασίας, για λόγους που ήδη προαναφέραμε. Πρόκειται για αρχαίο λαό που έχει την κοιτίδα του στην περιοχή του όρους Αραράτ. Σύμφωνα με τον καθηγητή Π. Καρολίδη, υπάρχει στενή συγγένεια μεταξύ Φρυγών και Αρμενίων, ενώ η Αρμενία ως εκ της θέσεώς της ήταν σημείο ενώσεως της μεγάλης οικογένειας των αρίων λαών, που ορίζεται ανατολικά από τις παρυφές του ιρανικού οροπεδίου, δυτικά από τον ποταμό Άλυ και βόρεια από τη μεγάλη οροσειρά του Καυκάσου.
 Εδώ θα πρέπει να αναζητηθεί η κοιτίδα των αρίων λαών της Μικράς Ασίας, πολλοί από τους οποίους μέσω του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου πέρασαν στον ελλαδικό χώρο και συνεπώς παρατηρείται συνάφεια φρυγοαρμενικών φύλων μέχρι τη Θεσσαλία. Η συνάφεια αυτή ενισχύεται από αρχαίες παραδόσεις. Σύμφωνα με μία από αυτές, η Αρμενία έλαβε την ονομασία της από το Θεσσαλό Αρμένιο, που ξεκίνησε από το Αρμένιο, μικρή θεσσαλική πόλη δίπλα στη Βοιβηίδα λίμνη και έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία Η μεγάλη εισβολή δε των Αρμενίων στη Μικρά Ασία πραγματοποιείται κυρίως από το 1608 μ.Χ., δηλαδή πολύ μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και είναι αποτέλεσμα συνδυασμού διαφόρων γεγονότων, όπως των διωγμών τους στον περσικό χώρο από το Σάχη της Περσίας Αμπάς, και των εξεγέρσεων των Κούρδων της περιοχής, οι οποίοι βρίσκονται σε συνεχή αντιπαράθεση με τους Αρμένιους.
 Ήταν κυρίως Μονοφυσίτες και εκχριστιανίστηκαν τον 4ο αιώνα. Οι Αρμένιοι, από θρησκευτική άποψη, διακρίνονται σε Αρμενοκαθολικούς και Γρηγοριανούς (το όνομα προκύπτει από το Γρηγόριο το Φωτιστή, 255-326 μ.Χ., από τον οποίο εκχριστιανίστηκαν). Αυτός ο διαχωρισμός έχει, κυρίως, ιστορικο - πολιτικά κίνητρα. Μετά την Άλωση, οι Αρμένιοι βρίσκονται σε όλα τα εδάφη της Μ. Ασίας, είναι όμως ευάριθμοι κυρίως στα ανατολικά της καθώς και δυτικά της Βιθυνίας, στην περιοχή της Προύσας. Η στάση του Πορθητή, ενταγμένη στη λογική του συστήματος των εθνικών κοινοτήτων, είναι να μεταφέρει την έδρα του Γιοβακήμ, ενός από τους επισκόπους των Αρμενίων, στην Κωνσταντινούπολη και να οριστεί αυτός ως «Πατριάρχης» των Αρμενίων. Όμως, οι Γρηγοριανοί Αρμένιοι διέθεταν ανώτατο πευματικό ηγέτη, το λεγόμενο Πατριάρχη / Καθολικό του Ετζμιατζήν, που η έδρα του βρίσκεται έξω από τα όρια του οσμανικού κράτους, στο έδαφος της ιστορικής Αρμενίας, και βρίσκεται υπό τον έλεγχο των αντιμαχόμενων μεταξύ τους κρατών των Ακκογιουνιδών του Ουζούν Χασάν και Καρακογιουνιδών του Τζιχανσάκ, που κατανοούν τη μέγιστη σημασία των Αρμενίων για δύο λόγους. 
1ον: Για την εξασφάλιση, μέσω αυτών, της συμπαράστασης των Βενετών για τη συγκρότηση κοινού μετώπου εναντίον των Οσμανών, και 
2ον: Για την εξασφάλιση των Αρμενίων που τελούν υπό οσμανική κατοχή.

 Ο φόβος των Οσμανών μπροστά σε μια τέτοια προοπτική είναι που τους οδηγεί στην απόφαση ίδρυσης ενός αντικανονικού αρμενικού πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Στην περιοχή του Πόντου, κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, τους συναντάμε κυρίως στην περιοχή Τραπεζούντας και στα Σαντζάκια Αμάσειας, Τοκάτης και Νικόπολης. Στις πόλεις, και κυρίως στην Τραπεζούντα και Αμισό, είναι οι μόνοι που μπορούν να ανταγωνιστούν τους Έλληνες στο εμπόριο. Στην ύπαιθρο ασχολούνται και αυτοί με την κτηνοτροφία και τη γεωργία, όπως όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της περιοχής του Πόντου.
 Έχουν πολύ καλές σχέσεις με τους Έλληνες, γεγονός που φαίνεται αργότερα, κατά την περίοδο της γενοκτονίας τους από το νεοτουρκικό καθεστώς του 1914-15, οπότε σε πολλές περιπτώσεις Έλληνες προσπαθούν να τους βοηθήσουν με κάθε τρόπο, πράγμα ιδιαίτερα επικίνδυνο, που σημαίνει θάνατο και για τους ίδιους, σε περίπτωση που αυτό γίνει γνωστό στις Αρχές. Βρίσκονται σε ιστορική αντιπαράθεση τόσο με τους Κούρδους όσο και με τους Τούρκους.
Όπως έχουμε προαναφέρει, υπάρχουν και άλλες εθνότητες στην περιοχή του Πόντου, μικρές πληθυσμιακά, όπως οι Εβραίοι, οι Αθίγγανοι, οι Πέρσες, οι Βόσνιοι, οι Πομάκοι και μερικοί Φραγκολεβαντίνοι, που είναι κατάλοιπα Ευρωπαίων και, κυρίως, των Γενουατών και των Ενετών που είχαν παρεισφρύσει στις πόλεις κατά βάσιν του Πόντου, κυρίως στην Τραπεζούντα και την Αμισό, ασχολούμενοι με το εμπόριο.


ΑΝΤΩΝΗ Υ. ΠΑΥΛΙΔΗ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
 «ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 24

"ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ (1900-1914) και η ιδεολογική κυριαρχία των Ελλήνων στον Πόντο"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah