«Βρισκόμουνα με μια φωτογραφική μηχανή στη σκάλα του σιδηροδρόμου της Πούντας και έπαιρνα φωτογραφίες βλέποντας τους ρακένδυτους Έλληνες στρατιώτες, που προσπαθούσαν να φύγουν από τη Μ. Ασία. "Έρχονται οι Τούρκοι! Έρχονται οι Τσέτες!..." Έτρεξα στο σπίτι μου από τα στενά για να πω στη μάνα μου ότι έληξε η ευτυχία μας».
Τη μαρτυρία δίνει ο Γιώργος θ. Κατραμόπουλος, ένας δεκαεφτάχρονος αστός, με το μέλλον των σπουδών του εξασφαλισμένο. Είχε κερδίσει τον πρώτο αριθμό του Λαχείου του Στόλου και Αρχαιοτήτων, το 1921. Χίλια χρυσά εικοσόφραγκα. Τα είχε εισπράξει αυτοπροσώπως στην Αθήνα και τα έφερε στη Σμύρνη «να τα δει η οικογένειά μου», για να καούν και αυτά, μαζί με όλη την περιουσία τους...
«Πώς να σε ξεχάσω, Σμύρνη αγαπημένη», ο τίτλος, όπως και όλη η αφήγηση, βγήκε μέσα από ένα βαθύ αναστεναγμό. Στα 90 του χρόνια, γεννημένος «εν Σμύρνη», ο Γιώργος Κατραμόπουλος του Θεοφάνους και της Αθανασίας, αποφασίζει να διηγηθεί όλα όσα σφράγισε στη μνήμη του ανεξίτηλα η φωτιά της Καταστροφής.
Στο τέλος του εικοστού αιώνα, στη στροφή του δικού του δρόμου, αποφασίζει, επειδή δεν βλέπει πια τόσο καλά, να αφηγηθεί τα όσα είδε και όσα έμαθε τότε. Στη μοναξιά του σαλονιού του, στην Αθήνα του 1994, κάθεται δίπλα στο μαγνητόφωνο.
Σκύβει, παίρνει μια βαθιά αναπνοή, κοιτάζει μέσα του, και γράφει, με τη φωνή του, το ερωτικό γράμμα στη Σμύρνη, την αγαπημένη, την αξέχαστη!
Τα αυθεντικά χαρτιά που εικονογραφούν αυτήν την έκδοση — φωτογραφίες, πειστήρια και «καθρέφτες» μιας ποιότητας ζωής που χάθηκε στις φλόγες— και η φωνή του πατέρα μου, είναι όλη η πατρίδα μου, που απ' αυτόν έμαθα να την αγαπώ. Όνειρο μακρινό, αλλά καταδικό μου...
Ελένη Μπίστικα- Κατραμοπούλου
Ο Γιώργος Θεοφάνους Κατραμόπουλος γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1904, ο μικρότερος γιος μιας εξαμελούς οικογένειας χρυσοχόων. Η Καταστροφή τον βρήκε στα δεκαεφτά του χρόνια. Συμμαθητής του Αριστοτέλη Ωνάση στη Σχολή Αρώνη και μετά άριστος μαθητής στην Ευαγγελική Σχολή και στο Αρμοστειακό Γυμνάσιο Σμύρνης, μπήκε στο πλοίο της σωτηρίας, με όσα χαρτιά και φωτογραφίες χώρεσαν στις τσέπες του, την ταυτότητά του για τη νέα πατρίδα.
Το αυτοβιογραφικό οδοιπορικό του ξεκινά μέσα από τις φλόγες της καταστροφής ως τη νέα πατρίδα, την Ελλάδα, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Έγινε και αυτός χρυσοχόος στην Αθήνα, στην Περικλέους 40, αρνούμενος να πάρει σύνταξη και να επιβαρύνει αυτήν την πατρίδα που τον δέχτηκε πρόσφυγα. Παντρεύτηκε με έρωτα την σμυρναία Ελισάβετ Σπανούδη του Ιωάννου και της Καλλιόπης, και ξεκίνησαν τη δική τους οικογένεια.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ ΜΟΥ ΖΗΤΑΝΕ, ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ φυσικά από αυτό τον κόσμο , να τους δώσω μερικές πληροφορίες τόσο για τη ζωή μου , όσο και για την περίοδο που έζησα εγώ , μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά μας, τις ημέρες που μπήκαν οι Τούρκοι στη Σμύρνη, για τη φωτιά της Σμύρνης και για τον τρόπο που μπορέσαμε και γλιτώσαμε από την αιχμαλωσία στους Τούρκους.
Με προτρέπουν οι δικοί μου, και προπαντός ο πρώτος εγγονός μου , ο Αλέξης , να περιγράψω ό,τι θυμάμαι από την αξέχαστη πατρίδα μου, τη Σμύρνη. Γι ' αυτό το λόγο, αν αυτά που θ ' ακούσετε σας αρέσουν, να ξέρετε ότι τα αφιερώνω σ' αυτόν.
Ό,τι θυμάμαι, θα τα πω. Χωρίς χρονολογική όμως σειρά. Μπορεί να πετιέμαι από το 1922 στο 1913. Τη χρονιά που χάσαμε τον πατέρα μου. Έναν πολύ καλό οικογενειάρχη, ο οποίος με τα νύχια του κατόρθωσε να μεγαλώσει, να σπουδάσει —φυσικά εμένα δεν με πρόλαβε, γιατί όταν πέθανε, ήμουν μικρός πολύ— τα παιδιά του.
Οι γονείς μου είχαν αποκτήσει έξι παιδιά. Πέντε αγόρια και ένα κορίτσι. Πρώτος ο Χρήστος, δεύτερος ο Νίκος, τρίτος ο Δημήτρης, ο και ήρωας της οικογένειάς μας, μετά η Σοφία, ο Αντώνης και τελευταίος εγώ.
Λέω για τον τρίτο, τον Δημήτρη, ότι ήταν ο ήρωας της οικογένειάς μας, διότι ήταν πατριώτης. Στους πρώτους Βαλκανικούς πολέμους το 1912, μόλις τότε δεκαοκτώ χρονών, έφυγε κρυφά από τη Σμύρνη για να έρθει στην Ελλάδα να πολεμήσει μαζί με τους άλλους Έλληνες.
Φυσικά αν τον έπιαναν οι Τούρκοι στην απόπειρά του να φύγει, η εκτέλεσή του θα ήταν άμεση . Εν πάση περιπτώσει, πολέμησε το '12, το '13, και μόλις τελείωσαν ot Βαλκανικοί πόλεμοι, ήρθε στη Σμύρνη και τον χαρήκαμε και εμείς, όσο θυμάμαι, και προπαντός η μάνα μου, διότι εν τω μεταξύ, όπως σας είπα, το 1913 είχε πεθάνει ο πατέρας μου∙ εγώ ήμουνα τότε οκτώ χρονών.
Μόλις κηρύχθηκε όμως ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, το 1914, και οι Τούρκοι συμμαχήσανε με τους Γερμανούς, πάλι χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν από το σπίτι, διέφυγε κρυφά από τα Βουρλά στον Τσεσμέ, πέρασε απέναντι στη Χίο και πήγε ξανά να πολεμήσει.
Δυστυχώς δεν τον ξαναείδαμε , διότι πήρε μέρος στην Άμυνα του Βενιζέλου, πολέμησε σε όλη τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, είχε τραυματιστεί σε κάποια μάχη, μετεφέρθη εδώ στην Αθήνα, τότε ήταν η επιδημία του εξανθηματικού τύφου, ένα είδος δάγκειου και κάτι χειρότερο, και πέθανε στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά, το οποίο από ορφανοτροφείο είχε μετατραπεί τότε σε στρατιωτικό νοσοκομείο.
Αυτό ήταν και το τέλος του τρίτου μου αδελφού.
Ο πατέρας του πατέρα μου, δηλαδή ο παππούς μου, ο Χρήστος Κατραμόπουλος , είχε γεννηθεί στη Βέροια της Μακεδονίας και, νέος, είχε καταφύγει στη Σμύρνη, διότι εκινδύνευε να τον σκοτώσουν οι κομιτατζήδες οι Βούλγαροι, οι οποίοι προσπαθούσαν τότε να εκσλαβίσουν τη Μακεδονία.
Εγκατεστάθη, όπως είπα, στη Σμύρνη, παντρεύτηκε τη γιαγιά Σοφία, τη νενέ Σοφί, όπως τη λέγαμε, και απέκτησε και αυτός τρία παιδιά, τον Παναγιώτη, τον Θεοφάνη, τον πατέρα μου, και την Αναστασία, τη θεία μου, σύζυγο κατόπιν του μεγαλοβιομήχανου της Σμύρνης Γιαννακού, Γιάννη δηλαδή, Τσιντσίνη, ο οποίος είχε αποκτήσει τεράστια περιουσία ξεκινώντας τη ζωή του από ξυπόλυτος και έφτασε να είναι ένας από τους μεγαλύτερους αλευροβιομήχανους της Μικράς Ασίας.
Ο πατέρας μου, από ό ,τι θυμάμαι ως παιδί και από ό,τι άκουσα, το 1912, μόλις ελευθερώθηκε η Βέροια, μάζευε πληροφορίες, για να βρει συγγενείς μέσω απογόνων της Σμύρνης και να πάει να προσκυνήσει στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, τη Βέροια, όπως είπαμε.
Δυστυχώς τον πρόλαβε η αρρώστια. Έπαθε τυφοειδή πυρετό. Δεν υπήρχαν τότε ούτε πενικιλίνες, ούτε αντιβιοτικά, μολύνθηκε και, όπως είπαμε πριν, το 1913 πέθανε, και δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει το όνειρό του αυτό.
Τις αναμνήσεις μου θα τις λέω όπως μου έρχονται και χωρίς καμιά χρονολογική σειρά . Και μια που μίλησα για τον θείο μου τον Τσιντσίνη, τον άντρα της θείας μου δηλαδή, θα πω κάτι χαρακτηριστικό που μου διηγείτο, πώς ξεκίνησε τη ζωή του.
Τη μαρτυρία δίνει ο Γιώργος θ. Κατραμόπουλος, ένας δεκαεφτάχρονος αστός, με το μέλλον των σπουδών του εξασφαλισμένο. Είχε κερδίσει τον πρώτο αριθμό του Λαχείου του Στόλου και Αρχαιοτήτων, το 1921. Χίλια χρυσά εικοσόφραγκα. Τα είχε εισπράξει αυτοπροσώπως στην Αθήνα και τα έφερε στη Σμύρνη «να τα δει η οικογένειά μου», για να καούν και αυτά, μαζί με όλη την περιουσία τους...
«Πώς να σε ξεχάσω, Σμύρνη αγαπημένη», ο τίτλος, όπως και όλη η αφήγηση, βγήκε μέσα από ένα βαθύ αναστεναγμό. Στα 90 του χρόνια, γεννημένος «εν Σμύρνη», ο Γιώργος Κατραμόπουλος του Θεοφάνους και της Αθανασίας, αποφασίζει να διηγηθεί όλα όσα σφράγισε στη μνήμη του ανεξίτηλα η φωτιά της Καταστροφής.
Στο τέλος του εικοστού αιώνα, στη στροφή του δικού του δρόμου, αποφασίζει, επειδή δεν βλέπει πια τόσο καλά, να αφηγηθεί τα όσα είδε και όσα έμαθε τότε. Στη μοναξιά του σαλονιού του, στην Αθήνα του 1994, κάθεται δίπλα στο μαγνητόφωνο.
Σκύβει, παίρνει μια βαθιά αναπνοή, κοιτάζει μέσα του, και γράφει, με τη φωνή του, το ερωτικό γράμμα στη Σμύρνη, την αγαπημένη, την αξέχαστη!
Τα αυθεντικά χαρτιά που εικονογραφούν αυτήν την έκδοση — φωτογραφίες, πειστήρια και «καθρέφτες» μιας ποιότητας ζωής που χάθηκε στις φλόγες— και η φωνή του πατέρα μου, είναι όλη η πατρίδα μου, που απ' αυτόν έμαθα να την αγαπώ. Όνειρο μακρινό, αλλά καταδικό μου...
Ελένη Μπίστικα- Κατραμοπούλου
Ο Γιώργος Θεοφάνους Κατραμόπουλος γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1904, ο μικρότερος γιος μιας εξαμελούς οικογένειας χρυσοχόων. Η Καταστροφή τον βρήκε στα δεκαεφτά του χρόνια. Συμμαθητής του Αριστοτέλη Ωνάση στη Σχολή Αρώνη και μετά άριστος μαθητής στην Ευαγγελική Σχολή και στο Αρμοστειακό Γυμνάσιο Σμύρνης, μπήκε στο πλοίο της σωτηρίας, με όσα χαρτιά και φωτογραφίες χώρεσαν στις τσέπες του, την ταυτότητά του για τη νέα πατρίδα.
Το αυτοβιογραφικό οδοιπορικό του ξεκινά μέσα από τις φλόγες της καταστροφής ως τη νέα πατρίδα, την Ελλάδα, στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Έγινε και αυτός χρυσοχόος στην Αθήνα, στην Περικλέους 40, αρνούμενος να πάρει σύνταξη και να επιβαρύνει αυτήν την πατρίδα που τον δέχτηκε πρόσφυγα. Παντρεύτηκε με έρωτα την σμυρναία Ελισάβετ Σπανούδη του Ιωάννου και της Καλλιόπης, και ξεκίνησαν τη δική τους οικογένεια.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ ΜΟΥ ΖΗΤΑΝΕ, ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ φυσικά από αυτό τον κόσμο , να τους δώσω μερικές πληροφορίες τόσο για τη ζωή μου , όσο και για την περίοδο που έζησα εγώ , μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά μας, τις ημέρες που μπήκαν οι Τούρκοι στη Σμύρνη, για τη φωτιά της Σμύρνης και για τον τρόπο που μπορέσαμε και γλιτώσαμε από την αιχμαλωσία στους Τούρκους.
Με προτρέπουν οι δικοί μου, και προπαντός ο πρώτος εγγονός μου , ο Αλέξης , να περιγράψω ό,τι θυμάμαι από την αξέχαστη πατρίδα μου, τη Σμύρνη. Γι ' αυτό το λόγο, αν αυτά που θ ' ακούσετε σας αρέσουν, να ξέρετε ότι τα αφιερώνω σ' αυτόν.
Ό,τι θυμάμαι, θα τα πω. Χωρίς χρονολογική όμως σειρά. Μπορεί να πετιέμαι από το 1922 στο 1913. Τη χρονιά που χάσαμε τον πατέρα μου. Έναν πολύ καλό οικογενειάρχη, ο οποίος με τα νύχια του κατόρθωσε να μεγαλώσει, να σπουδάσει —φυσικά εμένα δεν με πρόλαβε, γιατί όταν πέθανε, ήμουν μικρός πολύ— τα παιδιά του.
Οι γονείς μου είχαν αποκτήσει έξι παιδιά. Πέντε αγόρια και ένα κορίτσι. Πρώτος ο Χρήστος, δεύτερος ο Νίκος, τρίτος ο Δημήτρης, ο και ήρωας της οικογένειάς μας, μετά η Σοφία, ο Αντώνης και τελευταίος εγώ.
Λέω για τον τρίτο, τον Δημήτρη, ότι ήταν ο ήρωας της οικογένειάς μας, διότι ήταν πατριώτης. Στους πρώτους Βαλκανικούς πολέμους το 1912, μόλις τότε δεκαοκτώ χρονών, έφυγε κρυφά από τη Σμύρνη για να έρθει στην Ελλάδα να πολεμήσει μαζί με τους άλλους Έλληνες.
Φυσικά αν τον έπιαναν οι Τούρκοι στην απόπειρά του να φύγει, η εκτέλεσή του θα ήταν άμεση . Εν πάση περιπτώσει, πολέμησε το '12, το '13, και μόλις τελείωσαν ot Βαλκανικοί πόλεμοι, ήρθε στη Σμύρνη και τον χαρήκαμε και εμείς, όσο θυμάμαι, και προπαντός η μάνα μου, διότι εν τω μεταξύ, όπως σας είπα, το 1913 είχε πεθάνει ο πατέρας μου∙ εγώ ήμουνα τότε οκτώ χρονών.
Μόλις κηρύχθηκε όμως ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, το 1914, και οι Τούρκοι συμμαχήσανε με τους Γερμανούς, πάλι χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν από το σπίτι, διέφυγε κρυφά από τα Βουρλά στον Τσεσμέ, πέρασε απέναντι στη Χίο και πήγε ξανά να πολεμήσει.
Δυστυχώς δεν τον ξαναείδαμε , διότι πήρε μέρος στην Άμυνα του Βενιζέλου, πολέμησε σε όλη τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, είχε τραυματιστεί σε κάποια μάχη, μετεφέρθη εδώ στην Αθήνα, τότε ήταν η επιδημία του εξανθηματικού τύφου, ένα είδος δάγκειου και κάτι χειρότερο, και πέθανε στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά, το οποίο από ορφανοτροφείο είχε μετατραπεί τότε σε στρατιωτικό νοσοκομείο.
Αυτό ήταν και το τέλος του τρίτου μου αδελφού.
Ο πατέρας του πατέρα μου, δηλαδή ο παππούς μου, ο Χρήστος Κατραμόπουλος , είχε γεννηθεί στη Βέροια της Μακεδονίας και, νέος, είχε καταφύγει στη Σμύρνη, διότι εκινδύνευε να τον σκοτώσουν οι κομιτατζήδες οι Βούλγαροι, οι οποίοι προσπαθούσαν τότε να εκσλαβίσουν τη Μακεδονία.
Εγκατεστάθη, όπως είπα, στη Σμύρνη, παντρεύτηκε τη γιαγιά Σοφία, τη νενέ Σοφί, όπως τη λέγαμε, και απέκτησε και αυτός τρία παιδιά, τον Παναγιώτη, τον Θεοφάνη, τον πατέρα μου, και την Αναστασία, τη θεία μου, σύζυγο κατόπιν του μεγαλοβιομήχανου της Σμύρνης Γιαννακού, Γιάννη δηλαδή, Τσιντσίνη, ο οποίος είχε αποκτήσει τεράστια περιουσία ξεκινώντας τη ζωή του από ξυπόλυτος και έφτασε να είναι ένας από τους μεγαλύτερους αλευροβιομήχανους της Μικράς Ασίας.
Ο πατέρας μου, από ό ,τι θυμάμαι ως παιδί και από ό,τι άκουσα, το 1912, μόλις ελευθερώθηκε η Βέροια, μάζευε πληροφορίες, για να βρει συγγενείς μέσω απογόνων της Σμύρνης και να πάει να προσκυνήσει στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, τη Βέροια, όπως είπαμε.
Δυστυχώς τον πρόλαβε η αρρώστια. Έπαθε τυφοειδή πυρετό. Δεν υπήρχαν τότε ούτε πενικιλίνες, ούτε αντιβιοτικά, μολύνθηκε και, όπως είπαμε πριν, το 1913 πέθανε, και δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει το όνειρό του αυτό.
Τις αναμνήσεις μου θα τις λέω όπως μου έρχονται και χωρίς καμιά χρονολογική σειρά . Και μια που μίλησα για τον θείο μου τον Τσιντσίνη, τον άντρα της θείας μου δηλαδή, θα πω κάτι χαρακτηριστικό που μου διηγείτο, πώς ξεκίνησε τη ζωή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου