Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ


Η πρώτη Σεπτέμβρη, η πρώτη Γενάρη και η πρώτη Μάρτη ήταν μέρες, κατά τις οποίες απαγορευόταν αυστηρά η είσοδος στα σπίτια ατόμου που να μην συγκαταλεγόταν στα μέλη της οικογένειας, αν ακόμα δεν είχε περάσει ο παπάς και αγίαζε τα σπίτια.
 Αν συνέβαινε να μπει πρόσωπο προτού περάσει ο παπάς από το σπίτι, η σπιτονοικοκυρά σημείωνε το όνομα του ατόμου και παρακολουθούσε την τύχη της οικογένειάς της όλο το χρόνο. Και αν μεν συνέβαινε κατά το χρόνο εκείνο να πάνε καλά οι υποθέσεις της οικογένειας, τον επόμενο χρόνο το πρόσωπο εκείνο με διάφορες προφάσεις το καλούσαν στο σπίτι, να τους κάνει ξανά ποδαρικό, και ετοίμαζαν πλούσιο τραπέζι, και τον ανάγκαζαν να φάει μαζί τους. Αν όμως οι υποθέσεις της οικογένειας δεν πήγαιναν καλά κατά την διάρκεια του χρόνου και η οικογένεια δοκίμαζε διάφορες ατυχίες, αρρώστιες, θανάτους, ατυχίες στις δουλειές της κλπ., τότε το πρόσωπο εκείνο θεωρούνταν κακορίζικο και το καταριόταν και έπαιρναν όλα τα απαιτούμενα μέτρα, ώστε το πρόσωπο εκείνο να μην τους κάνει ποδαρικό ακόμα και αν ήταν πολύ συγγενικό τους πρόσωπο.
Τη Τσαχμάχ το πεγάδ' (Πιστοφάντων)
 Από τις τρεις μέρες που αναφέραμε, κυρίως η πρώτη Σεπτέμβρη κρατιόταν αυστηρά. Κατά δεύτερο λόγο η πρώτη Μάρτη και σε τρίτη μοίρα η πρώτη Γενάρη. Στην τελευταία όμως συνέβαινε κάτι το αξιοσημείωτο. Κατά τα μεσάνυχτα της 31ης Δεκέμβρη προς την πρώτη Γενάρη, αν δεν υπήρχε ο φόβος των Τούρκων, οι νύφες και οι νέες πήγαιναν στις βρύσες (πεγάδαι) του χωριού εκαλάντεζαν και ύστερα γέμιζαν τα δοχεία με νερό και γύριζαν στα σπίτια τους χωρίς να αλλάξουν κατά την μετάβαση και επιστροφή καμιά λέξη μεταξύ τους, διότι πίστευαν ότι αν μιλούσαν, έφευγε το γούρι και η ευλογία δεν έμπαινε στο σπίτι. Επίσης κατά την επιστροφή από την βρύση ή το ρυάκι ή το ποτάμι γέμιζαν τις ποδιές τους με πέτρες (ποταμολάλατζα), τις οποίες έριχναν στις στέγες, οι οποίες ήταν από χώμα, και αυτό το θεωρούσαν καλόν οιωνό. Αν όμως υπήρχε ο φόβος των Τούρκων, κυρίως όταν το κράτος ήταν εμπόλεμο, οπότε οι Τούρκοι ήταν εξαγριωμένοι και ζητούσαν
την παραμικρή αφορμή να ξεσπάσουν κατά των Ελλήνων, τότε πήγαιναν για το καλάντεσμαν τα ξημερώματα. Μετά το καλάντεσμαν κάθε κορίτσι ή νύφη γεμίζοντας το δοχείο της ψιθύριζε χωρίς να την ακούει κανένας «κάλαντα καλός καιρός πάντα και του χρόνου, άμον ντο τρεχ το νερόν, να τρέχνε και τα ευλογίας». Υπήρχε  η παράδοση ότι κατά τα μεσάνυχτα της 1ης Γενάρη ή και τα ξημερώματα της ίδιας μέρας σε κάποια στιγμή έτρεχε το ευλογημένο νερό, το καλαντόνερον, και όποιος τύχαινε την ώρα της ροής του επιστρέφοντας στο σπίτι και μεταφέροντας το ευλογημένο νερό, αμέσως μεταβαλλόταν σε χρυσό και πολυτίμους λίθους και προπαντός σε διαμάντια (τζαβαΐραι). 
Η σιωπή δε, κατά τη μετάβαση και επιστροφή, οφειλόταν κυρίως στην πίστη «να μην τρομάζ το νερόν και χάται» (χαθεί) η ευλογία». Από το νερό που έφερναν, όπως γίνεται με τον αγιασμό της παραμονής των Φώτων, έχυναν λίγο μέσα στα διάφορα τρόφιμα, στις αποθήκες, στα μαντριά, στις αχυρώνες και στους κήπους και πίστευαν ότι θα πληθύνουν όλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah