Οικογένεια από το Τσαγράκ της Κερασούντας |
Μετά από τα παραπάνω κατέβαινε ο γαμπρός από το άλογο και έμπαινε και εκείνος μέσα στο σπίτι, καθισμένος στο τραπέζι, πλάι στον κουμπάρο και στον παπά, τρώγανε και πίνανε όλοι μαζί, ώσπου να δοθεί το σύνθημα της εξόδου.
Σ όλο το διάστημα εκείνο μπροστά στην πόρτα της νύφης έστεκαν ο λεγόμενος «κέλλαρος» και οι μαγείρισσες και κερνούσαν όλα τα άτομα που μπαινοβγαίνανε δεχόμενοι φιλοδωρήματα σε χρήμα. Το ίδιο συνέβαινε και στο σπίτι του γαμπρού, πριν να ξεκινήσει ο γαμοστόλος να πάει στο σπίτι της νύφης για το «νυφέπαρμαν».
Κατά την έξοδο από το σπίτι της νύφης ο γαμπρός και ο κουμπάρος περίμεναν τελευταίοι μπροστά στην πόρτα, ώσπου να έρθει η νύφη με τη νουνά της και να σταθούν στο μέσα μέρος της πόρτας. Και τότε ο κουμπάρος έδινε το χέρι του γαμπρού στη νύφη κι εκείνος την τραβούσε έξω.
Μετά από αυτό ανέβαιναν στ' άλογα, ο γαμπρός και οι άλλοι ιππείς που τον συνόδευαν, και τελευταία η νύφη, βοηθούμενη από το νουνό της μαζί μ' έναν από τους πλησιέστερους συγγενείς της, οι οποίοι τη συνόδευαν μέχρι το σπίτι του γαμπρού.
Η διάταξη της πομπής που σχηματιζόταν από εκεί και πέρα ήταν η παρακάτω:
Μπροστά βαδίζανε δύο παιδιά, κρατώντας τις νυφικές λαμπάδες και οι οργανοπαίκτες, οι οποίοι έπαιζαν τα όργανα και τραγουδούσαν. Ακολουθούσε ο γαμπρός, έχοντας από τη μια μεριά τον κουμπάρο κι από την άλλη κάποιο φίλο του ή τους δύο «καλύτερους», οι οποίοι λαμπαδοφορούσαν. Κι από πίσω του ερχόταν η νύφη με βήμα αργό, υποβασταζόμενη, από τη μασχάλη από τη μια μεριά από τον αδελφό της ή άλλο συγγενή της κι από την άλλη από την παρανυφάδες.
Ακολουθούσαν πίσω απ' αυτούς οι συγγενείς του ζευγαριού, οι προσκαλεσμένοι και όλες οι άλλες παρανυφάδες με λαμπάδες.
Στη Νικόπολη και στις άλλες περιοχές της Κολωνίας, όταν η πομπή του γαμπρού (ο γαμοστόλος) έφτανε στην πόρτα της νύφης, η πεθερά ή κάποια άλλη συγγενής άνοιγε την πόρτα, οπότε ορμούσαν μέσα, πρώτα μερικοί νέοι, οι οποίοι παίρνανε το πιάτο με το «φούστρον», το φέρνανε μπροστά στο γαμπρό κι αφού πιάνανε το δεξί του χέρι και κάνανε με εκείνο τρεις φορές το σημείο του σταυρού πάνω στο «φούστρο» (ομελέτα) το τρώγανε μεταξύ τους.
Μετά από αυτό ο γαμπρός κατέβαινε από το άλογο του, ενώ πάραυτα μερικοί νέοι, συγγενείς της νύφης, συναγωνίζονταν ποιος να πρωτοανεβεί σ' εκείνο, εκείνος δε που κατάφερνε να το ανεβεί, έκανε καλπάζοντας μερικούς γύρους, αλλά δεν εννοούσε να κατεβεί και να παραδώσει το άλογο, αν προηγούμενα δεν έπαιρνε ένα φιλοδώρημα από τον κουμπάρο ή από τους γονείς των μελλονύμφων. Μετά απ' αυτό το παιγνίδι η συμπεθέρα τους καλωσόριζε όλους και οδηγούσε το γαμπρό και την παρέα του σε ξεχωριστό δωμάτιο, όπου τούς προσφερόταν εκλεκτά φαγητά.
Οι υπόλοιποι μπαινοβγαίνανε, χορεύανε, τραγουδούσαν και έπιναν «τούτ' ρακισί», δηλαδή ρακή που το κατασκευάζανε από μούρα και ευχόντουσαν στους γονείς:
«φως τ' ομμάτια σουν» (φως στα μάτια σας).
Οι γεροντότεροι και σεβασμιότεροι κάθονταν ξεχωριστά το ίδιο και η νύφη, η οποία ντυμένη τα νυφικά της (τη νύφη στην Νικόπολη την έντυνε η παπαδιά) καθότανε με τις φίλες της σε ξεχωριστό μέρος, μακριά από το γαμπρό και τον άλλο κόσμο.
Μετά από το φαγοπότι, οι γονείς της νύφης παίρνανε το γαμπρό και τον φέρνανε κοντά στην πόρτα. Στο ίδιο μέρος έφερναν και τη νύφη και ένωναν το δεξί χέρι του γαμπρού με το αριστερό της νύφης, λέγοντας:
«ατέν εδέκαμ' άτην εσέν, εσέν πα δι'με σε 'ς σόν θεόν».
Αυτήν τη δώσαμε σ' εσένα, εσένα δε σε παραδίνομε στο θεό.
Κατόπιν φιλούσαν το γαμπρό και τη νύφη στο μέτωπο και εναγκαλίζονταν ιδιαιτέρως την κόρη τους, ενώ εκείνοι ανταποδίδανε τον ασπασμό, φιλώντας τα χέρια των γονιών της νύφης.
Το ίδιο γινόταν και με τους γονείς του γαμπρού, οι οποίοι αφού φιλούσαν το ζευγάρι στο μέτωπο, δίνανε το λόγο τους ότι θα την είχαν σα δικό τους κορίτσι και μάλιστα σε καλύτερη μοίρα από εκείνον.
(Π.Φουρνιάδης και συνεργάτες).
Στη Σαντά μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της νύφης έστεκε ένα άτομο κρατώντας στο κεφάλι του ένα δίσκο με «μελοβούτορον», δηλ. με μέλι ανακατεμένο με ανάλατο βούτυρο, και ψωμί. Όταν έφτανε η πομπή, άνοιγε η πόρτα αφού ο κουμπάρος το έπαιρνε, δίνοντας πρώτα σα φιλοδώρημα 10-20 γρόσια ή μια ζώνη.
Στο μεταλλείο Ντενέκ, όταν η πομπή του γαμπρού έφτανε στην πόρτα της νύφης, η συνοδεία του ρωτούσε εκείνους που βρίσκονταν μέσα «τι θα χαρίζανε;», σε περίπτωση δε αρνητικής απάντησης οι τολμηρότεροι νέοι κι από τις δυο μεριές έρχονταν σε σύγκρουση, η οποία πολλές φορές κατέληγε σε τραυματισμούς και σε άλλες κακώσεις.
Στην Αργυρούπολη και στη γύρω περιοχή, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της νύφης, βρισκόταν ένα στρογγυλό τραπέζι, το οποίο ονομαζόταν «στόλ'», επάνω στο οποίο βρισκόταν μια κότα βραστή. Όταν δε έφτανε εκεί ο γαμοστόλος, ο κουμπάρος την έπαιρνε, ρίχνοντας στο τραπέζι 25-50 γρόσια, και τη μοίραζε στους συνοδούς του, μετά την είσοδο της πομπής στο σπίτι. Στα παλιότερα χρόνια, μόλις βγαίνανε από το σπίτι τραγουδούσαν εκεί και το παρακάτω σατιρικό τραγούδι:
«Εχομε νύφεν και πάμε
κι αν 'κί παίρν' άτεν ντ' ευτάμε;
Τα τσιτσία τ'ς κολογκύδα,
κρούγ'νε, παίρνε τα σαγάνα κλπ.
Η γαμήλια πομπή με τραγούδια και χορούς διευθύνοταν στην εκκλησία, φτάνοντας κοντά σ' εκείνη σταματούσαν τα τραγούδια κι άρχιζαν να ψέλνουν το τροπάριο του άγιου στο όνομα του οποίου ετιμάτο η εκκλησία.
Στην Άδυσα και σε άλλα χωριά του Τορούλ (Ντορουλίου), όταν ο γαμπρός έμπαινε στο σπίτι της νύφης γονάτιζε κοντά στο τζάκι και εκεί καθίζανε πάνω στα γόνατα του ένα μικρό αγοράκι, σημείο αρρενογονίας.
Μετά δε από την προσφορά ρακής και καφέ παράθεταν τραπέζι και χάριζαν στο γαμπρό οι συγγενείς της νύφης, ενώ οι «καλετέρ » κρατούσαν λαμπάδες και έστεκαν από τη μια και από την άλλη μεριά του.
Και εκεί, όπως σχεδόν σ' όλο τον Πόντο, επικρατούσε η αρχαία ελληνική συνήθεια, να κάθονται δηλαδή οι γυναίκες σε ξεχωριστά τραπέζια από τους άντρες.
«Τέτταρας τράπεζας γυναικών είπα σοι, εξ δε ανδρών.
Το δείπνον δ' ευτελές και μηδενί ελλιπές-
λαμπρούς γενέσθαι βουλόμεθα τους γάμους».
(Αθηναίου: Βιβλ. XIV. 52 πρβ. καί 51)
(Αρχείον Πόντου)
Κατά το «νυφέπαρμαν» και τη μετάβαση της πομπής στην εκκλησία οι παράνυφες και όλες οι γυναίκες του χωριού έπαιζαν τα «μαντίλια», χόρευαν δηλαδή το χορό των μαντιλιών, ενώ ανάμεσα σ' αυτές, καμιά φορά, οι άντρες έπαιζαν, χορεύοντας, τα «μαχαίρια» (τις κάμες).
Και στα Σούρμενα, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της νύφης τοποθετούσαν δίσκο, πάνω στον όποιο εκτός από τ' άλλα υπήρχε και «μελίγαλα», δηλαδή το «μελοβούτορον» των Σανταίων και γενικά των Χαλδαίων.
Οι άνθρωποι της νύφης, που υποδέχονταν τον γαμοστόλο, οδηγούσαν τους άντρες σε ξεχωριστό δωμάτιο από τις γυναίκες και τους προσφέρανε ρακή και καφέ, ενώ τις τελευταίες τις προσφέρανε διάφορα γλυκίσματα, όπως λ.χ. μπακλαβά κει «καντσία» κ.λπ. ή τηγανισμένα φουντούκια.
Στην Κερασούντα τη νύφη την υποβαστάζανε όταν πήγαινε στην εκκλησία δύο παιδιά, το ένα από το περιβάλλον των συγγενών της και το άλλο από το περιβάλλον του κουμπάρου, δηλαδή ο γιος του, όταν υπήρχε.
Εκεί επικρατούσε η αρχαία συνήθεια να προπορεύεται μια συνοδός της νύφης, σαν οδηγός, μια γριά δηλαδή λαμπαδοφορούσα, την οποία ονόμαζαν οι μεν αρχαίοι Έλληνες «τιτθή» ή «μαία», οι δε Κερασούντιοι «παραμάνα».
Στην Αμισό, στο Καράπερτσιν και σε άλλα χωριά, όταν πλησίαζε ο «γαμοστόλος» στο σπίτι της νύφης, ένας από τους τολμηρότερους, από το περιβάλλον της, έτρεχε καβάλα στ' άλογο να συναντήσει το γαμπρό. Ζητούσε δε από τη συνοδεία του το μπουκάλι με τη ρακή ή με το κρασί, τα οποία κουβαλούσανε μαζί τους και αν μεν του τα δίνανε, γύριζε χαρούμενος, για το κατόρθωμα του, αν όμως δεν του τα δίνανε, τότε άρχιζε έντονη λογομαχία που κατάληγε πολλές φορές σε τσακωμούς και τραυματισμούς, ώσπου σπρώχνοντας φτάνανε ως την είσοδο του σπιτιού.
Μετά δε από την είσοδο του γαμοστόλου στο σπίτι της νύφης, στο μεν γαμπρό και στον κουμπάρο παράθεταν τραπέζι, οι άλλοι επιδίδονταν στο χορό, ώσπου να
ετοιμαστούν όλα για την έξοδο και τη μετάβαση στην εκκλησία για τη στέψη.
Συνήθως η νύφη ήταν ντυμένη, καμιά φορά όμως ήταν άντυτη και τη ντύνανε στα γρήγορα μέσα στο νυμφώνα οι γυναίκες, με τα νυφικά, που αγόραζε και έφερνε ο γαμπρός, αφού προηγουμένως οι παπάδες διαβάζανε πάνω σ' αυτά μερικές ευχές. Συγχρόνως με το ντύσιμο της, το οποίο ονόμαζαν «νυφοσκεπάσματα», τραγουδούσαν και το παρακάτω τραγούδι:
«φορίστ' άτεν, σκεπάστ' άτεν, κ έπαρτ' άτεν κι άς πάμε»
Στο Καράπερτσιν όμως και σε άλλα χωριά δε γινότανε αυτό, γιατί τη νύφη συνήθως την ντύνανε το Σάββατο.
Τέλος κατά τη μετάβαση του γαμοστόλου στην εκκλησία, καθώς και κατά την επιστροφή, πολλές γυναίκες ύψωναν με τα χέρια μαντίλια, σ' ένδειξη χαράς, ενώ ο κόσμος ράντιζε τους νεόνυμφους μ' ένα είδος ακανθών, τα οποία ονόμαζαν «ματαζούκια» ή έχυναν «τάν », δηλαδή διάλυμα αποβουτυρωμένου γιαουρτιού. Το έθιμο όμως αυτό τελευταία είχε εκλείψει.
Σε πολλά, τέλος, μέρη του Πόντου, την ώρα του αποχωρισμού της νύφης από τους γονείς της τραγουδούσαν με τη συνοδεία της λύρας το παρακάτω τραγούδι:
Κόρη, τίμα την πεθερά σ' ας σή μάνα σ' καλλίον,
Κόρη, τίμα τον πεθερό σ' ας σόν κύρη σ' καλλίον,
Κόρη, τίμα τ' άντραδέλφα σ' ας σ' άδέλφα σ' καλλίον.
Την ώρα δε που εκείνη έκλαιγε και έβγαινε από το σπίτι της τραγουδούσαν με τη συνοδεία λύρας το τραγούδι:
«Μη κλαις, κόρη, μη κλαις, κόρη,
κ' ευτάς κ' εμέν και κλαίγω.
τ' εμόν η κάρδα γεραλούν
κι αν κλαίγω θα 'ματούται,
κι αν κλαίγω, κλαίγω αίματα
ή αλλού, στη συνέχεια, λέγανε το παρακάτω τραγούδι:
Άσπρη σαν η περιστερά, για έλα, ελ' ας πάμε.
- Κι ας σον γλυκόν πατέρα μου πώς να 'ρχουμαι και πάμε;
Άσπρη σαν η περιστερά, για έλα, ελ' ας πάμε.
- Κι ας σην γλυκειά μητέρα μου πώς να 'ρχουμαι και πάμε;
Άσπρη σαν η περιστέρα, για έλα, ελ' ας πάμε.
- Κι ας σα καλά τ' αδέλφια μου πως να ρχουμαι και πάμε;
Πριν από την έξοδο ο πατέρας του γαμπρού έδινε στη μητέρα της νύφης 33 γρόσια (στα Κοτύωρα 40 γρόσια) σαν «σιούτ χακί», δηλαδή σα δικαίωμα για το θηλασμό της κόρης της, για τον οποίο μιλήσαμε πιο πάνω. Οι γονείς της αφού την ασπάζονταν της εύχονταν:
«καλορριζικος, 'ς σην ευχήν του Χριστού και τη Παναΐας»
ο δε πατέρας της τη συμβούλευε:
«να είσαι τίμια και προκομέντοα,
ας ελέπω σε, να μη εντροπάεις με»
και εκείνη φιλούσε το δεξί του χέρι. Στη συνέχεια την ασπάζονταν τα αδέλφια της και οι συγγενείς της, ενώ η μητέρα της ασπαζόμενη και το γαμπρό του πρόσφερε σα δώρο ένα δακτυλίδι ή ρολόι ή μαντίλι ή καπνοθήκη, προσφέροντας ανάλογο δώρο και στον κουμπάρο. Το ίδιο κάνανε και οι συγγενείς της νύφης όταν ασπάζονταν το γαμπρό.
Οδηγούσαν, στη συνέχεια, τη νύφη σε ένα μέρος όπου την περίμενε ο γαμπρός, καλυμμένη από το κεφάλι ως τα πόδια με καλύπτρα την οποία ονομάζαμε «καμαρωτέρ'». στα δέ Σούρμενα «λετσέκ », στα Κοτύωρα «τουβάκι», στη Σινώπη «μαφόρι», στο Καράπερτσιν και στο μεταλλείο Ντενέκ «τούλ'».
Το «καμαρωτέρ» αντικαθίσταται αργότερα από ένα ύφασμα πολύ λεπτό και διαφανές, με χρυσές κλωστές, το οποίο ονομαζόταν «τρέμον ή πουλλούν ή πουρλούν».
Τη νύφη κατόπιν την κρατούσανε από τη μασχάλη αδέλφια της ή άλλος στενός συγγενείς της, τον οποίο Σουρμενίτες ονόμαζαν «νταντή» και από τον κουνιάδο της, προχωρώντας προς τα έξω την ακολουθούσε κυρίως «παρανύφ'σσα» και άλλες παρανύφισσες.
Μπροστά στην έξοδο η μητέρα της κρατώντας την από το χέρι και κλαίγοντας την παράδινε στο γαμπρό λέγοντας του:
«εσέν έδωκα τον Θεόν κι ατέν εδέκα εσέν'
να ζήτε καλορρίζικοι και να συεράτε».
Μετά από τα παραπάνω λόγια της μητέρας της, η νύφη παραδινόταν στην κυρίως «παρανύφ'σσαν», η οποία ήταν συνήθως μια από τις στενότερες συγγενείς της, έγγαμη ή χήρα, ή στη μεγαλύτερη αδελφή της ή σε κάποια νύφη, η οποία την ακολουθούσε και μετά τη στέψη και έμενε μαζί της μέχρι τη Δευτέρα, οπότε φέρνανε στο σπίτι τι γαμπρού και
«τή προίκας το σαντούγ» (το κιβώτιο της προίκας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου