Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Η ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ : ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ. 1906- 1922 Μέρος 3ο

Προσφυγικός  συνοικισμός στην Παραλία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας, όπου οι πρόσφυγες στεγάσθηκαν σε ξύλινα παραπήγματα
Προσφυγικά επιδόματα και στέγαση
Σε άπορους πρόσφυγες χορηγείτο ημερήσιο χρηματικό επίδομα με βάση πιστοποιητικό αναγνωρισμένο από προσφυγικό σύλλογο, στο οποίο αναγραφόταν ο τόπος προέλευσης, ο χρόνος της προσφυγής στην Ελλάδα και η οικονομική του κατάσταση. Στην περίπτωση που δεν ήταν δυνατή η προσκόμιση τέτοιου πιστοποιητικού, αρκούσαν σχετικές μαρτυρικές αποδείξεις. Ο πρόσφυγας που έπαιρνε το επίδομα αυτό εφοδιαζόταν με ειδικό βιβλιάριο ταυτότητας, στο οποίο, εκτός από τα στοιχεία της ταυτότητας του πρόσφυγα και των μελών της οικογένειάς του, αναγραφόταν η διεύθυνση κατοικίας του και η εκάστοτε αλλαγή της λόγω των συχνών μετακινήσεων καθώς και οι μηνιαίες χορηγήσεις του προσφυγικού επιδόματος. Ο έλεγχος των εγγεγραμμένων στα «μητρώα των περιθαλψιούχων» γινόταν τακτικά από υπαλλήλους του Υπουργείου Περιθάλψεως και κυρίως η εξακρίβωση της οικονομικής κατάστασης του επιδοτούμενου πρόσφυγα ή οικογένειας προσφύγων, με αυτοψία στον τόπο κατοικίας. Η μεταβολή της οικονομικής κατάστασης του επιδοτούμενου πρόσφυγα μπορούσε να οδηγήσει σε μερική ή ολική περικοπή του επιδόματος.
Με ειδικό διάταγμα θεσπίστηκε η ατελής εγγραφή των απόρων μαθητών προσφύγων στα δημόσια σχολεία. Ειδικά μηνιαία επιδόματα χορηγούνταν με ιδιαίτερο πιστοποιητικό σε ιερείς που δεν κατείχαν θέση εφημερίου, σε δασκάλους οι οποίοι δεν μπορούσαν να εργασθούν λόγω γήρατος ή ασθένειας, σε επιμελείς μαθητές και σε όσους έπασχαν από χρόνια νοσήματα, εφόσον δεν ήταν δυνατή η εισαγωγή τους σε ειδικά ιδρύματα. Τέλος, έκτακτα βοηθήματα μπορούσαν να χορηγηθούν για ένα εξάμηνο σε ασθενείς κατά τη διάρκεια της ασθένειας και της ανάρρωσης.
Οι πρόσφυγες στεγάσθηκαν αρχικά σε προσωρινά καταλύματα (σκηνές ή παραπήγματα) και στη συνέχεια σε κτίρια, τα οποία ήταν είτε δημόσια είτε ιδιωτικά, επιταγμένα ή μισθωμένα. Η εξεύρεση κτιρίων για την εγκατάσταση των προσφύγων δεν ήταν εύκολη λόγω της εμπόλεμης κατάστασης - τα περισσότερα δημόσια κτίρια τα είχε επιτάξει ο στρατός -και της κινητοποίησης πολυπληθών στρατευμάτων. 
Εκτός από τα παραπήγματα που είχαν προσωρινό χαρακτήρα αλλά στέγασαν μεγάλο αριθμό προσφύγων, ιδρύθηκαν αυτή την περίοδο ιδιαίτεροι προσφυγικοί συνοικισμοί στις παρυφές των πόλεων και στην ύπαιθρο. Το Υπουργείο Περιθάλψεως παρείχε στέγη σε περισσότερους από 100.000 πρόσφυγες μέχρι το τέλος του 1920. Τον πρώτο προσφυγικό συνοικισμό αποτελούμενο από 50 οικήματα σε προάστιο της Θεσσαλονίκης είχε ιδρύσει η «Ανωτάτη Διεύθυνσις Περιθάλψεως» το 1917.

Η εύρεση εργασίας
Από τις υπηρεσίες περιθάλψεως προσφύγων υπήρξε μέριμνα για εύρεση εργασίας και δωρεάν μετακίνησης, ατομικής ή ομαδικής, για εύρεση στέγης ή εργασίας. Σχεδόν αποκλειστικά οι προσπάθειες για την επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων αφορούσαν τον τομέα της γεωργίας. Ο κύριος χώρος προσωρινής γεωργικής εγκατάστασης προσφύγων υπήρξε η Μακεδονία, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους της και της ύπαρξης πολλών διαθέσιμων γαιών. Η εγκατάσταση των προσφύγων έγινε:
α) σε δημόσια κτήματα, πρώην περιουσία του οθωμανικού δημοσίου, στα οποία πριν το 1912 οι οθωμανικές αρχές είχαν εγκαταστήσει μουσουλμάνους πρόσφυγες από τη Βοσνία. Τα κτήματα αυτά δεν κάλυπταν αξιόλογη έκταση.
β) σε εγκαταλειμμένα κτήματα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους που ανήκαν σε Τούρκους ή σε Βουλγάρους. Αυτά ήταν είτε τουρκικά τσιφλίκια είτε μικρές ιδιοκτησίες σε αγροτικές περιφέρειες οικισμών, τους οποίους οι Τούρκοι ή Βούλγαροι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει. Η «κατάληψη» των κτημάτων αυτών συχνά δημιούργησε νομικά ζητήματα.
γ) σε ιδιωτικά κτήματα, στα οποία οι πρόσφυγες θα εργάζονταν ως κολίγοι. Η εγκατάσταση αυτή εφαρμόσθηκε σε λίγες περιπτώσεις, κατά κύριο λόγο στην περιφέρεια της Δράμας, καθώς οι πρόσφυγες, πρώην μικροϊδιοκτήτες και μη εξαρτημένοι γεωργοί, δεν επιθυμούσαν αυτό το καθεστώς της εργασίας.
Κατά την περίοδο αυτή, μόνιμη αποκατάσταση προσφύγων υπήρξε, σχεδόν αποκλειστικά, γι' αυτούς που κατέφυγαν στην Ελλάδα από τη νότια Ρωσία, που ήταν κυρίως Πόντιοι. Η αποκατάσταση αυτή προέβλεπε την παροχή κτήματος με ταυτόχρονο εφοδιασμό με τα μέσα εκείνα που ήταν απαραίτητα για την έναρξη των γεωργικών εργασιών (γεωργικά εργαλεία, σπόροι, ζώα και κεφάλαια) και οικονομική ενίσχυση για ορισμένο χρόνο, μέχρις ότου ο καλλιεργητής καταστεί αυτάρκης. Με τον τρόπο αυτό αποκαταστάθηκαν περίπου 17.000 οικογένειες στη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι υπόλοιποι θα αποκατασταθούν μετά το 1922 μαζί με τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής.
Μαζική μετακίνηση προσφύγων έγινε και προς το εξωτερικό, και συγκεκριμένα τη Γαλλία, όπου οι πρόσφυγες εργάσθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου σε πολεμικά εργοστάσια. Η πλειονότητα των προσφύγων αυτών επέστρεψε στην Ελλάδα μετά το τέλος του πολέμου και αποτέλεσε ιδιαίτερη προς περίθαλψη κατηγορία προσφύγων.
Μικρασιάτες πρόσφυγες  των πρώτων διωγμών (1914-1918), περιμένουν να εγκατασταθούν στη Μυτιλήνη.

Παλιννόστηση στους τόπους προέλευσης
Το Υπουργείο Περιθάλψεως δεν ασχολήθηκε μόνο με την περίθαλψη και αποκατάσταση όσων κατέφυγαν στην Ελλάδα αλλά μερίμνησε και για την παλιννόστηση στις αρχικές εστίες τους, δηλ. στους τόπους προέλευσης, όταν αυτό στάθηκε δυνατό. Η πρώτη προσπάθεια περιορισμένης έκτασης, έγινε με την παλιννόστηση των Ελλήνων που είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους στην υπό βουλγαρική κατοχή ανατολική Μακεδονία (1916-1918). Ομοίως περιορισμένη, και συγχρόνως προαιρετική, ήταν και η παλιννόστηση στη νότια Ρωσία, με λιμάνια αποβίβασης των επαναπατριζομένων την Οδησσό, το Νοβοροσίσκ, το Βατούμ και τη Σεβαστούπολη. Η παλιννόστηση των Δωδεκανησίων προσφύγων προσέκρουσε σε πολλά εμπόδια, γι' αυτό ελάχιστοι επανήλθαν στις εστίες τους.
Συστηματικότερη και σημαντικότερη σε αριθμό υπήρξε η παλιννόστηση των προσφύγων από τις περιοχές του οθωμανικού κράτους, η οποία ξεκίνησε τους τελευταίους μήνες του 1918, με το τέλος του πολέμου για την Τουρκία (Οκτώβριος 1918). Το έργο αυτό επωμίστηκε το Υπουργείο Περιθάλψεως με τη συνδρομή του Πατριαρχείου, το οποίο συνέστησε την «Κεντρική Πατριαρχική Επιτροπή υπέρ των μετατοπισθέντων ελληνικών πληθυσμών» για την περίθαλψη των παλιννοστούντων προσφύγων. Η Επιτροπή αυτή, της οποίας η δράση εκτείνεται κυρίως κατά τα έτη 1918 και 1919, διόρισε εβδομήντα υποεπιτροπές σε όλες τις περιφέρειες της Μικράς Ασίας και της Θράκης υπό την προεδρία μητροπολιτών και αρχιερατικών επιτρόπων για την αποτελεσματικότερη οργάνωση της περίθαλψης. Στο έργο της στάθηκαν αρωγοί ο Ελληνικός και ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός. Σε ορισμένες περιοχές οι τουρκικές αρχές δημιουργούσαν προβλήματα στην επανεγκατάσταση των προσφύγων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Επιτροπή, έτυχαν περίθαλψης 250.000 πρόσφυγες ενώ σε 150.000 από αυτούς χορηγήθηκαν τα μέσα για την επιστροφή στις εστίες τους. Αργότερα, μετά την κατάληψη της Σμύρνης στο πλαίσιο της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης ιδρύθηκε η «Υπηρεσία Παλιννοστήσεως και Περιθάλψεως», η οποία θα βοηθούσε τους επαναπατριζομένους να αποκατασταθούν στα σπίτια τους και τις ασχολίες τους. Επίσης, από κοινού με την Επιτροπή που συνέστησε η Μητρόπολη Σμύρνης, αποτελούμενη από γηγενείς, μερίμνησε για την ανακούφιση των προσφύγων που είχαν καταφύγει από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκαν στους πληθυσμούς που είχαν εκτοπιστεί από τις τουρκικές αρχές κατά τα προηγούμενα έτη.
Θεωρήθηκε σκόπιμο να επιταχυνθούν οι ενέργειες για τον επαναπατρισμό των προσφύγων οι οποίοι βρίσκονταν στην Ελλάδα, προκειμένου να πυκνώσει το ελληνικό στοιχείο στην περιοχή της Μικράς Ασίας που είχε καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό, να απαλλαγεί το ελληνικό δημόσιο από τις υπέρογκες δαπάνες συντήρησης και περίθαλψης των προσφύγων. Στόχος ήταν η επανεγκατάσταση των παλιννοστούντων στη Μ. Ασία να γίνει το 1919 πριν φθάσει ο χειμώνας με σκοπό να εξασφαλιστεί η γεωργική παραγωγή του έτους 1919- 1920.
Η επιστροφή των προσφύγων έγινε τμηματικά. Η όλη διαδικασία του επαναπατρισμού βρισκόταν κάτω από τον αυστηρό έλεγχο των ελληνικών αρχών, που καθόριζαν ποιες ομάδες προσφύγων θα προηγηθούν, ανάλογα με τον προορισμό, την επαγγελματική και οικονομική τους κατάσταση. Για να επιστρέφει ένας πρόσφυγας στην πατρίδα του, έπρεπε να ζητήσει άδεια από διοικητική ή αστυνομική αρχή του τόπου στον οποίο ήταν εγκατεστημένος. Αυτή θα επείχε θέση διαβατηρίου και θα ανέφερε τον ακριβή τόπο προορισμού και το λιμάνι αποβίβασης. Αποφασίστηκε να παλιννοστήσουν αρχικά οι οικονομικά αυτάρκεις πρόσφυγες και οι εργάτες ή οι τεχνίτες, εφόσον είχαν εξασφαλισμένη στέγη, οι οποίοι θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν από την εργασία τους τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους αμέσως μετά την επανεγκατάστασή τους στον τόπο προέλευσής τους. Η επανεγκατάστασή τους δυσχεραινόταν από το γεγονός ότι πολλά σπίτια, εκκλησίες και σχολεία είχαν μερικώς ή εντελώς καταστραφεί ενώ σε σπίτια Ελλήνων είχαν εγκατασταθεί μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Αλβανία.
Γεννημένος στο Αϊβαλί
το 1904 ο συγγραφέας
έζησε ως πρόσφυγας
 στη Μυτιλήνη κατά τη
 διάρκεια του
 Α' Παγκοσμίου Πολέμου
Η αναχώρησή τους γινόταν οργανωμένα με πλοία, που τους μετέφεραν σε συγκεκριμένα λιμάνια, ανάλογα με την περιοχή προέλευσής τους. Συγκεκριμένα ως λιμάνια αποβίβασης των παλιννοστούντων προσφύγων ορίστηκαν η Σμύρνη, το Αϊβαλί, η Σκάλα Βουρλών, το Δεκελί, ο Τσεσμές και η Φώκαια. Από εκεί ειδικές επιτροπές φρόντιζαν για τη μεταφορά και την εγκατάστασή τους στα μέρη που είχαν οριστεί. Στην περίπτωση που τα σπίτια όσων επέστρεφαν ήταν κατεστραμμένα ή υπήρχε ανάγκη επισκευής τους, οι υπεύθυνοι εγκαθιστούσαν τους παλιννοστούντες σε άλλα σπίτια ή ακόμη και σε γειτονικούς οικισμούς. Προχώρησαν σε καταγραφή των κατά τόπους οικιών που χρειάζονταν επισκευή. Σε 151 οικισμούς, πόλεις και χωριά, υπήρχαν εκτεταμένες καταστροφές. Παράλληλα, ειδική υπηρεσία του Υπουργείου Περιθάλψεως οργάνωσε συσσίτια, διανομή ιματισμού, φαρμάκων και χρηματικών βοηθημάτων. Στη συνέχεια, έγινε προσπάθεια να αποκατασταθούν επαγγελματικά όσοι κάτοικοι αστικών κέντρων δεν είχαν εργασία.
 Χορηγήθηκαν οικοδομικά υλικά, κυρίως ξυλεία, για την επισκευή των σπιτιών από τους ίδιους τους πρόσφυγες ενώ συγχρόνως καταρτίστηκαν συνεργεία για την επισκευή των οικιών ή για την εκ βάθρων ανοικοδόμησή τους. Παράλληλα επισκευάσθηκαν, ολικώς ή μερικώς, 110 εκκλησίες και 85 σχολεία, έγιναν εργασίες επισκευής και καθαρισμού σε υδραγωγεία και φρέατα και επιδιορθώθηκαν γέφυρες. Για την ενασχόληση με τις γεωργικές καλλιέργειες διανεμήθηκαν γεωργικά εργαλεία και σπόροι, δόθηκαν γεωργικά δάνεια με ευνοϊκούς όρους, καταπολεμήθηκαν παράσιτα, έντομα και άγρια ζώα επιβλαβή για τις καλλιέργειες και ιδρύθηκε πρότυπο αγρόκτημα με σχολείο «μηχανικής καλλιέργειας», στο οποίο διδάσκονταν οι γεωργοί τη χρήση των μηχανικών μέσων καλλιέργειας. Το σύνολο των δαπανών περιθάλψεως στη Μικρά Ασία έφθασε τα 75.000.000 δραχμές.
Αρκετοί ήταν οι πρόσφυγες οι οποίοι επέστρεψαν με δικά τους μέσα, κυρίως όσοι είχαν καταφύγει στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου από πλησιόχωρες περιοχές της απέναντι Μ. Ασίας. Οι περισσότεροι πρόσφυγες επέστρεψαν στις εστίες τους μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη το Μάιο του 1919. Μέχρι το τέλος του 1920 είχε επιστρέφει στη Μικρά Ασία και την ανατολική Θράκη η πλειονότητα των προσφύγων. Υπήρξε όμως και ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς οι οποίοι παρέμειναν στην Ελλάδα. Μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 1921 είχαν παλιννοστήσει με τη βοήθεια των ελληνικών αρχών 126.000 πρόσφυγες.
Μέριμνα στις υπό ελληνική διοίκηση περιοχές της Μικράς Ασίας υπήρξε και για τους Αρμένιους, τους Εβραίους αλλά και για μουσουλμάνους πρόσφυγες. Ιδρύθηκε ειδική υπηρεσία περιθάλψεως Τούρκων προσφύγων (μουατζίριδων), με επικεφαλής Τούρκο υπάλληλο, η οποία μεριμνούσε για τη διανομή συσσιτίου και την ιατρική περίθαλψή τους. Οι πιο άποροι από αυτούς στάλθηκαν στις πατρίδες τους με δαπάνη του ελληνικού δημοσίου. Εκτός από τη Σμύρνη, η Υπηρεσία της Δημοσίας Αντιλήψεως της ελληνικής διοίκησης περιέθαλψε πρόσφυγες, 'Ελληνες, Αρμένιους, Κιρκάσιους, Τούρκους και Εβραίους στη Μαγνησία, το Αξάριο, το Αϊδίνιο, το Ναζλί, την Προύσα, τη Νικομήδεια και την Κίο.
Η Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης ίδρυσε, αμέσως μετά τη σύστασή της, υπηρεσία δημόσιας υγείας, με σκοπό τη βελτίωση της δημόσιας υγιεινής και την καταπολέμηση των επιδημικών λοιμωδών ασθενειών. Στο πλαίσιο αυτό ιδρύθηκε Κεντρικό Υγειονομικό Συνεργείο, το οποίο συνέστησε μικροβιολογικό εργαστήριο και κινητά ή μόνιμα συνεργεία, το καθένα από τα οποία αποτελείτο από ένα γιατρό και έναν αριθμό εμβολιαστών, απολυμαντών και άλλων τεχνικών. Έγιναν συστηματικές μυοκτονίες, αποφθειριάσεις, απολυμάνσεις, δαμαλισμοί και αναδαμαλισμοί και εφαρμόσθηκε η απομόνωση ασθενών ή οικιών, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν η πανώλης, ο εξανθηματικός τύφος, η ευλογιά και τα αφροδίσια νοσήματα. Για τα τελευταία ιδρύθηκε στη Σμύρνη ειδικό ιατρείο αφροδίσιων και δερματικών νοσημάτων και στη Μαγνησία αντίστοιχο νοσοκομείο. Λειτούργησε επίσης παιδική Πολυκλινική με έξι τμήματα. Αργότερα συστάθηκε Υγειονολογικό Ινστιτούτο με δύο τμήματα, Υγειονολογικό και Βακτηριολογικό, στο πλαίσιο του υπό ίδρυση Πανεπιστημίου Σμύρνης.
Παράλληλα δόθηκε προσοχή στην εμπέδωση της δημόσιας ασφάλειας, καθώς υπήρχε η πιθανότητα προστριβών μεταξύ των παλιννοστούντων Ελλήνων και των μουσουλμάνων, προσφύγων ή γηγενών.

Νίκος Ανδριώτης












ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Μ. Αιλιανός, Το έργον της Ελληνικής Περιθάλψεως, Αθήνα, 1921.

Υ. Mourelos, «The 1914 persecutions and the first attempt at an exchange of minorities between Greece and Τurkey», Balkan Studies, 26,1985, σ. 389-411.

Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), Κωνσταντινούπολη, 1919.

Στ. Πελαγίδης, Προσφυγικαί Ελλάδα (1913-1930). Ο πόνος και η δόξα, Θεσσαλονίκη, 1997.

Υπουργείον Περιθάλψεως, Η περίθαλψις των προσφύγων 1917-1920, Αθήνα, 1920.

Υπουργείον Περιθάλψεως, Το έργον των αποστολών του Υπουργείου Περιθάλψεως, Αθήνα, 1920

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah