Όμως
το τραγικό εκείνο 1921 είναι ο χρόνος του ξεριζωμού των Ελλήνων Ποντίων της
περιοχής εκείνης, του Καρς δηλαδή.
Οι
Ρώσοι μετά την επανάστασή τους του ’17, έφυγαν κι άφησαν τον τόπο στο έλεος των
Τούρκων. Κι ο Τούρκος είναι πάντα και παντού Τούρκος.
Από
παλιές προσφυγιές στη φιλόξενη Ρωσία και στη Γρούζια, στην περιοχή αυτή, όπως
και σ’ άλλες ρωσικές περιοχές, είχαν δημιουργηθεί ποντιακά χωριά και οικισμοί,
νοικοκυριά, κτήματα, περιουσίες, ζωή.
Ζούσαν
οι Πόντιοι Έλληνες εκεί ήσυχα και ευτυχισμένα χωρίς το φόβο του αλλόπιστου.
Ρίζωσαν και κλάδωσαν κι ήταν ευχαριστημένοι.
Βέβαια
πάντα τους συνείχε η νοσταλγία της πατρώας ποντιακής γης κι η αγάπη για τη
μητέρα Ελλάδα, που τη λάτρευαν σαν μια γλυκιά συναισθηματική οπτασία και την
αισθάνονταν κοιτίδα των παραδόσεων της φυλής.
Γι’
αυτό ποτέ δεν έκοψαν τον ψυχικό δεσμό τους με την Ελληνική μητρόπολη,
φροντίζοντας τα σχολειά τους, λαμπρύνοντας τις εκκλησίες τους, δεμένοι με τη
διάλεκτό τους, προσκολλημένοι στα πατρογονικά ήθη και έθιμά τους.
Τα
χωριά κι οι οικισμοί τους ήταν μικρές Ελλάδες μ’ όλη τη ζωντάνια της φυλής κι
όλη την πονεμένη νοσταλγία του ξενιτεμένου.
Και
τώρα;
Τώρα
με την υποχώρηση των Ρώσων όλος τούτος ο κόσμος παραδίνεται στον αφανισμό.
Δεν
είναι πια δυνατό ν’ αντέξουν οι Πόντιοι Έλληνες του Καρς σε καινούριους φόνους, δηώσεις πυρπολήσεις, λεηλασίες, ατιμώσεις - το προσφιλές βάρβαρο σπορ του
βάρβαρου ασιάτη.
Κι
η απόφαση η μεγάλη παίρνεται.
Θα
κατεβούν στο Τιφλίς στο Κουταΐς, στο Βατούμ κι από κει με καράβια θα πάνε στην
Ελλάδα, στη γη των πατέρων, που τους περιμένει.
Κι
ετοιμάζονται και ξεκινούν.
Φορτώνουν
στα κάρα τα όσα υπάρχοντά τους μπορούν, τους γέρους γονείς, τα μικρά μωρά τους
και ξεκινούν τη δύσκολη πορεία.
Ετέρεσα
και ν’ ετέρεσα τη πόρτας τ' αραμάδας
και
ν’ ο Πυλώρωφ έλεεν γοαέψτεν τ’ αραπάδας.
Αφήνουν
πίσω τα πάντα, σπίτια, νοικοκυριά, κτήματα, αναμνήσεις. Αρ έχετεν υίαν κρύα
νερά κι εσύ τ’ εμόν χωρίον θα πάμε ’ς σην Ελλάδαν, γιαρ, να ζουμ’ άλλο καλλίον.
Ο
δρόμος μακρός, επίπονος, επικίνδυνος.
Κατά
την πορεία ένοπλες συγκρούσεις με ληστοσυμμορίες πλιατσικολόγων Τούρκων,
βροχές, χιόνια, πείνα, εξαντλητική κόπωση, αγωνίες, θάνατος.
Πορείες
μηνών, δύσκολες, επικίνδυνες πορείες. Κι αυτοί πορεύονται. Καημένε, δύστυχε,
κακότυχε, Ποντιακέ Λαέ!
Αιώνες
σε δυναστεύει η δυστυχία κι ο πόνος κι η πορεία κι η προσφυγιά! Τόχει το ριζικό
μας!
Έτσι
κάποιες μέρες τα πρώτα καραβάνια των δυστυχισμένων Καρσλήδων φτάνουν στο
Κουταΐς.
Συναγερμός
στην Αδελφότητα του συλλόγου της πόλης. Κινητοποίηση των πάντων για τους
δυστυχισμένους αδελφούς. Έρανοι μεταξύ των συμπατριωτών, εθελοντικές προσφορές.
Μα
τι μπορούν να κάνουν όλοι αυτοί μπρος στην πλημμυρίδα του πλήθους των οδοιπόρων
του ξεριζωμού;
Ότι
να κάνουν είναι λίγο. Ο κόσμος αυτός δυστυχεί και πεινά.
Και
τότε ξεπετιέται κι η μητέρα μου. Η πάντα φιλόπτωχη μητέρα μου, που σ’ όλη της
τη ζωή πάντα έτρεχε να βοηθήσει εκεί όπου υπήρχε φτώχεια και πόνος.
Ένα
βράδυ ο πατέρας μου της μιλάει για κάποιον τρανοφαμελίτη Παύλο Τσαλικίδη,
πρόσφυγα από τους Καρσλήδες αυτούς, που πήγε στο φούρνο μας και του ζητιάνεψε
ένα ψωμί. Της είπε μάλιστα πως συμφώνησαν για κάτι.
Η
μητέρα μου δακρύζει. Στο σπίτι απόψε βασιλεύει μελαγχολία.
Την
άλλη μέρα πρωί-πρωί η μητέρα μου λέει.
Ναι
ρίζα μ’, φορ’ κι ετοιμάγ’ καπ’ θα πάμε.
Ανέκαθεν
ήμουν ο συνοδός της.
Καλόν,
μητέρα.
Κρατεί
στ’ αριστερό της χέρι μια καρζίγκα ( τσάντα) γεμάτη τρόφιμα, με το δεξί εμένα
και προχωράμε.
Χάιτε
πουλί μ’, χάιτε. Να έξερες πού πάμε. Άμον εσέν παιδόπα και κορτσόπα πεινούν,
γιάβρι μ’. Πατριώτες μας έρθαν μουατζήρ α’ σή Καρδ'ή τα χωρία και πεινούν και
διψούν. Χάιτε όσον ντ’ επορούμε ας πατούμε κα’ τα ψύα ’τουν.
Ναϊλλοί
το Ελλενικόν το γένος, γιάβρι μ’ και τα ποντιακά τα ψύα.
Ο
Τούρκον και τα βάσανα πάντα η συντροφία ’τουν.
Ναϊλλοί
και να βαΐ εμέν. Χάιτε, πουλόπο μ’, χάιτε.
Και
πήγαμε.
Έξω
από την πόλη, το Κουταΐς, μέσα σε μια ευρύχωρη έκταση, ήταν ένα μεγάλο πολύ
μεγάλο κτίριο, η "Κάζαρμα".
Κάζαρμα
λέγανε τα μεγάλα κτίρια και ιδίως τους στρατώνες, που
μπορούσαν να στεγάσουν πολύν κόσμο.
Στην
προκειμένη Κάζαρμα είχαν φτάσει και εγκαταστάθηκαν μια απ’ τις φάλαγγες των
Καρσλήδων Ποντίων που πορευόταν κι αυτή στο Βατούμ.
Ήταν
ένα τεράστιο κτίριο, διώροφο, με πολλά μεγάλα παράθυρα, σε κακή κατάσταση. Από
τους εξωτερικούς τοίχους έλειπαν σουβάδες που έπεσαν με τον καιρό και την
εγκατάλειψη.
Απ’
τα παράθυρα κρέμονταν πολύχρωμα ρούχα, "τσούλια" ( πανιά) για στέγνωμα,
κουρέλια και ότι άλλο κρεμούσαν οι ένοικοι Καρσλήδες.
Έτσι
έμοιαζε το κτίριο σαν σαραβαλιασμένο, παράξενο σημαιοστολισμένο καράβι, που
έσερνε ένα παρδαλό δυστυχισμένο ανθρώπινο κοπάδι. Γύρω, στην πεδινή έκταση που
περιέβαλλε το κτίριο, κάρα, βουβάλια, βόδια, άλογα, σκυλιά, ένα ζωικό
συνονθύλευμα άτακτο και ανορθόγραφο.
Κι
ένα πλήθος γέροι με μακριές άτακτες γενειάδες, με ποικιλόχρωμα ρούχα, με
τσαρούχια και παπάχα (γούνινα καπέλα), γριές με λετσέκια ( κεφαλόδεσμους)
και φοτάδες ( ποδιές), μεσοκαιρίτισσες γυναίκες χλομές και ταλαιπωρημένες. Κι
όλα μαζί ένα ποικίλο σύνολο που εκινείτο και βούιζε, ένα σύνολο ζωής και
ύπαρξης.
Να
εκεί κάτω μια γυναίκα που έπλενε. Πάνω σε δυο πέτρες στήριξε το δίλαβο
(με
δυο λαβές) λεβέτι, άναψε από κάτω χοντρά ξύλα και ζέσταινε νερό για την πλύση
της.
Πιο
εκεί δυο τρία γεροντάκια καθισμένα κατάχαμα κάπνιζαν τα "γαλιώνια"
( πίπες) τους και είχαν δοθεί στο τόσο προσφιλές στους γέρους κουβεντολόγι.
Να
κι ένας νιος που κρατούσε απ’ τα γκέμια δυο άλογα και πήγαινε να τα δέσει στους
πασσάλους τους. Μόλις τα είχε πάει για πότισμα.
Μα
πάνω απ’ όλα έβλεπες τη δυστυχία και τη φτώχεια να περπατάει μέσα στη γενική
τούτη εικόνα των δύστυχων ξεσπιτωμένων ανθρώπων αυτών.
Κι
εγώ με ορθάνοιχτα μάτια κοίταζα την εικόνα αυτή της ανθρώπινης δυστυχίας, όπως
ασφαλώς φαινόταν στα μάτια ενός μικρού παιδιού, που πρωτογνώριζε τέτοιες σκηνές
ανθρώπινης δυστυχίας, που ασφαλώς θα έβλεπε αργότερα κι άλλες, πιο πολλές, και
πιο δραματικές,
του δράματος, που άρχιζε με τον ξεριζωμό ενός λαού.
Όταν
ανεβήκαμε τις σκάλες, που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο της
Κάζαρμας
κι όπου είχαν κουρνιάσει οι οικογένειες, η μητέρα μου ρώτησε κάποιον.
Πατριώτη
εξέρτς να δείκ’ς με την φαμέλιαν τη Παύλονος τη Τσαλικίδη;
Α,
τον Τσαλίκ’ τον Παύλον; Εγρωνίζ’ άτον πως ’κι ξέρω. Έλα α δεκνύζω σ’ άτον.
Και
πήγαμε.
Μέσα
στην τεράστια έκταση, που είχε ο όροφος, σχηματιζόταν μια αίθουσα τεραστίων
διαστάσεων με κάτι ξύλινες κολόνες - χοντρά δοκάρια - που στήριζαν την οροφή.
Ήταν κάτι σαν τα σημερινά καπνομάγαζα, που επεξεργάζονται οι καπνεργάτες τα
καπνόφυλλα.
Τα
βλέμματα ολωνών ήταν καρφωμένα πάνω μας.
Ποια
είναι τούτη η ομορφογυναίκα η καλοντυμένη, με τη μεταξωτή μαύρη σάρπα της και
το βαθυκύανο κοντογούνι;
Μια
στιγμή ο οδηγός που "εγρώνιζεν" τον Τσαλίκ’ σταμάτησε μπροστά σ’ ένα
από τα χωρίσματα που κάναν οι γυναίκες με τα υπάρχοντά τους για να οριοθετήσουν
"την κάμαρά τους".
Η
νοικοκυρά είχε στρωμένο κάτω "έναν στρώμαν". Στην πλευρά προς τον
τοίχο ήταν ακουμπισμένα και στοιβαγμένα σκεπάσματα και μαξιλάρια, σε άλλη θέση
παρακεί, πάνω σ’ ένα "γιάσικο" ( ξύλινο κιβώτιο) μερικά
κουζινικά,και στον τοίχο ψηλότερα απ’ τα κρεβατικά ένα σανίδι στηριγμένο στον
τοίχο κι απάνω μια εικόνα κι ένα φλιτζάνι με λάδι και φιτίλι για καντήλα, που
άναβε κι εκείνη τη στιγμή.
Μια
φτωχοντυμένη μεσοκαιρίτισσα γυναίκα καθόταν σ’ "έναν χαμελόν
σκαμνόπον" (σε ένα χαμηλό σκαμνάκι), είχε μπροστά της μια κοπελίτσα ίσαμε
12-13 χρόνων και της έπλεκε σε κοτσίδες τα μαύρα μακριά μαλλιά της.
Αούτε
εν’ τη Τσαλίκ’ η γαρή, είπε ο συνοδός μας και έφυγε.
Καλημέρα,
κοδέσπαινα, τη χαιρέτησε η μητέρα μου.
Καλησημέρα,
καλοκυρά, απάντησε εκείνη και συνέχισε.
Έλα
κάθ’κα. Εσύ θα είσαι τη Φωκίωνος, τη φουρουντζή η γαρή;
Κι
εσύ τη Παύλονος τη Τσαλικίδη;
Ναι,
είπαν κι οι δυο μαζί.'
Η
φτωχογυναίκα του Τσαλίκ’ της πρόσφερε το σκαμνάκι που καθόταν.
Ευχαριστώ,
είπε η μητέρα μου.
Εσείν
απ’ αδά Κουταισλήδες είσνε. Αέτς ’κι εν’;
Ναι
ατώρα απ’ αδά είμες, απάντησε η μητέρα μου. Άμαν εμείς πα ας σον Πόντον είμες.
Εμείς πα ας ση Τουρκάντας έφυγαμε κι έρθαμε αδά ’ς σην Γρούζιαν. Εμείς πα
υπόφεραμε, άμα ατώρα, δόξα σοι ο Θεός, καλά είμες.
Εμείς
άμον ντο ελέπς καλοκυρά, εφέκαμε τα μέρια και το βίον έμουν κι’ επαίραμε τα
δρόμια. Θα πάμε ’ς σο Πάτομ κι’ επεκεκά ’ς σην Ελλάδαν, σην πατρίδαν - εμουν.
Γουρπάν να ίνουμε εγώ σ’ εσέν, Ελλάδα, και σ’ όνεμα σ’.
Είπε
κι έκανε το σταυρό της.
Η
μητέρα μου δεν έλεγε τίποτα. Κοίταζε την κοπελίτσα που μας κοιτούσε με τα ωραία
χοντρά μαύρα μάτια της, όλο συμπάθεια και αθωότητα.
Εξαίρτς
για τ’ όποιον έρθα, είπε μια στιγμή η μητέρα μου.
Ο
άντρας-ιμ κι ο άντρα-ισ-σ’ οψέ είπαν ντο θα έλεγαν. Εγώ έρθα οσήμερον να
εγνωρίζω σας.
Σε
λίγο ήρθε κι ο Παύλον ο Τσαλίκς ο χαζιάινον ( = ο νοικοκύρης) και τα υπόλοιπα
τρία παιδάκια του, δυο αγοράκια και ένα κοριτσάκι ακόμα. Καθαρά, περιποιημένα,
με τη φτώχεια ολοφάνερη.
Έγραψα
κι αλλού πως "η φτώχεια έχει το προνόμιο να γίνεται αμέσως αντιληπτή".
Κι
εδώ το ίδιο συνέβαινε. Άλλωστε όλοι κι όλα γύρω αυτό διαλαλούσαν: Τη φτώχεια...
Και τα τρία παιδάκια μας κοίταζαν περίεργα κι ερευνητικά, όμως ο πιο μικρός
πιτσιρίκος ήρθε κοντά μου, μ’ έπιασε από το χέρι και το κουνούσε ρυθμικά και
γελώντας.
Είπαν
και συζήτησαν αρκετά η μητέρα μου κι οι Τσαλίκηδες και στο τέλος σηκώθηκε η
μητέρα μου και αποχαιρετώντας τους, ρώτησε την κοπελίτσα με τις πλεξούδες.
Και
πώς λέγ’νε σε, το κορίτσι-μ’;
Κι
η κοπελίτσα με τις μακριές μαύρες πλεξούδες, που τις έπλεκε η μητέρα της,
αποκρίθηκε συνεσταλμένα.
Ραχήλη.
Έμορφα,
είπεν η μητέρα μου. Φαίνεσαι καλό και φρόνιμο κορίτσι. Αντίο σας.
Στην
έξοδο από την αίθουσα και στο κεφαλόσκαλο, ο Παύλον ο Τσαλίκς έσκυψε και είπε
στη μητέρα μου.
Οπουρνά
τουρβαδύ, κυρά, ας έρχουμαι φέρ’ ατεν.
Καλόν,
είπεν η μητέρα μ’.
Φύγαμε,
αφού η καρζίγκα με τα τρόφιμα... ξεχάστηκε στη μάνα της Ραχήλης.
Δεν
ξεχάστηκε βέβαια. Απλούστατα αφέθηκε εύσχημα να την πάρει η φτωχή οικογένεια
του Παύλου του Τσαλικίδη. Σε τέτοια ήταν "μάνα" η μητέρα μου.
Η
μητέρα μου ήταν μια ιδιότυπη χριστιανή. Δεν είχε αγαθές σχέσεις με το ιερατείο.
Δεν πήγαινε σχεδόν στην εκκλησία. Μισούσε την επιδεικτική άσκηση της πίστης. Οι
τελετές κι οι πολυτέλειες, έλεγε, έβλαψαν το Χριστιανισμό.
Αγάπα
τον συνάνθρωπό σου. Ζήσε και συμμερίσου τον πόνο του. Φρόντισε, όπως μπορείς,
να τον ελαφρώσεις. Μην αδικείς. Να είσαι Χριστιανός έμπρακτα και όχι λεκτικά.
Να είσαι ταπεινός και δίκαιος. Ο Χριστιανισμός είναι Αγάπη-πράξη κι όχι
αγάπη-λόγια.
Γι’
αυτό, πάντα όσα είχε και όσα μπορούσε, τα διοχέτευε, κρυφά κι ανεπίδεκτα, στην
ανακούφιση της δυστυχίας του συνανθρώπου.
Και
τώρα έβρισκε το δρόμο της. Αφοσιώθηκε όσο μπορούσε στη βοήθεια στους
δυστυχισμένους εκείνους που πορεύονταν το δρόμο της λευτεριάς μέσα σε φτώχεια
και δυστυχία.
Ανά
δεκαπενθήμερο, κάθε δεύτερο Σάββατο βράδυ, φόρτωνε του κόσμου τα τρόφιμα σε
έναν εβραίο χαμάλη και έφτανε στην Κάζαρμα και εκεί, έξω στην αυλή, στα
σκοτεινά, να μη δει κανείς τη φιλανθρωπία της, τα μοίραζε στους δυστυχείς
Καρσλήδες τους φτωχούς και στερημένους, κι ερχόταν στο σπίτι κατάκοπη κι
ευτυχισμένη.
Κι
ο πατέρας μου, ο χρυσός εκείνος πατέρας μου, γεμάτος συγκατάβαση και συναίνεση,
την καλωσόριζε. ,
Έλα,
Ευρύκλη, έλα κάθ’κα. Ενεγκάστες κοκώνα μ’;
Έτσι
γυρίσαμε κι εκείνη την ημέρα στο σπίτι. Και την επομένη το βράδυ, την ώρα που
ήρθε κι ο πατέρας απ’ τη δουλειά του στο φούρνο, κι η μητέρα έστρωσε το τραπέζι
και τρώγαμε όλη η οικογένεια.
Τακ,
τακ, τακ. Κάποιος χτυπάει την πόρτα.
Ποιος
είναι; είπε η μητέρα και άνοιξε.
Και
να!
Στεκόταν
εκεί έξω, στο κατώφλι, ο Παύλος ο Τσαλικίδης με τη Ραχήλη. Έβγαλε το
"παπάχ”' του, έκανε μια ταπεινή υπόκλιση και χαιρέτησε.
Η
καημένη η Ραχήλη, στεκόταν πλάγι του, άναυδη και χαμηλοβλεπούσα.
Καλησπέρα
σας, είπε. Έγκα σας την Ραχήλην, άμον ντο είπαμε.
Έλα,
κορίτσι-μ, έλα μ’ εντρέπεσαι. Έλα απέσ’. Ελάτεν, είπε η μητέρα μου.
Μπήκαν.
Στάθηκαν ακίνητοι.
Καλωσώρισετεν,
είπε κι ο πατέρας μου.
Εμείς
τα παιδιά, τ’ αδέλφια μου κι εγώ, κοιτάζαμε έκπληκτοι.
Η
μητέρα μου έβαλε στο τραπέζι δυο βαθιά πιάτα και σέρβιρε στον Παύλο και στη
Ραχήλη ζεστό φαγητό, ποντιακό καρτοφλίν.
Έκαναν
το σταυρό τους και έφαγαν μαζί μας.
Εν
τω μεταξύ η μητέρα μου μπήκε ’ς σην "κούχνην" ( κουζίνα) και γέμιζε
μια τσάντα μ’ ό,τι είχε και δεν είχε, να τα δώσει στον Παύλον τον Τσαλίκ’, όταν
θα έφευγε.
Σαν
αποφάγαμε όλοι ο Παύλος έσκυψε και φίλησε τη Ραχήλη του.
Αντίο
σουν, είπε. Ας ελέπω σε χατιαοικα Ευρύκλη, την Ραχήλην. Μας κοίταξε όλους
δακρυσμένος και έφυγε.
Κι
η Ραχήλη έκλαιγε και τα δάκρυά της έτρεχαν από τα χοντρά μαύρα μάτια της.
Έλα,
έλα, γιαβρόπο μ’, Ραχήλη, έλα μη κλαις. Από οσήμερον θα είσαι το τρίτον το
κορίτσι-μ με τ’ άλλα δύο κορίτσια μ’, την Μαρίκαν και την Ουρανίαν. Κι όσα
φοράς, και όνταν θέλτς θα πας να ελέπ’ς τον κύρη σ’ και τη μάνα σ’ και τ’
αδελφόπα σ’, έλεγε η μητέρα μου.
Είπε,
έσκυψε, φίλησε τη Ραχήλη στις όμορφες πλεξούδες της και έκλεισε την πόρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου