Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

O ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΡΑΛΙ ΜΑΡΚΟ ΩΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Νοούμενος ως νοτιοσλαβικό αντίστοιχο του πολύ παραγωγικού βυζαντινού λογοτεχνικού και λαογραφικού μύθου «Διγενής Ακρίτας», ο αρχέτυπος «Κραλί Μάρκο - προστάτης των συνόρων της ελευθερίας», το ίδιο παραγωγικός σε όλη την εποχή της Βουλγαρικής Αναγέννησης, προϋποθέτει σοβαρές γνώσεις πάνω στα λαογραφικά κείμενα, τα οποία αφορούν τη ζωή και τα κατορθώματα του Κραλί Μάρκο, μιας ιστορικής προσωπικότητας του Μεσαίωνα με ενδιαφέρουσα μυθοπλαστική και μυθοερμηνευτική απήχηση στους αιώνες της τουρκικής σκλαβιάς. 
Κραλί Μάρκο
Αυτή η απήχηση κατόρθωσε να μεταπλάσει την ιστορική μορφή ενός ασήμαντου ηγέτη, όπως ήταν στην πραγματικότητα ο Κραλί Μάρκο, σε σύμβολο της αθάνατης ελπίδας του βουλγαρικού λαού για ελευθερία και ανεξαρτησία και σε αδιαφιλονίκητο πρότυπο της ψυχολογικής και ηθικής ταυτότητας του βουλγαρικού έθνους. Τα τραγούδια για τον Κραλί Μάρκο που έχουν δημοσιευθεί σε συλλογές και σε άλλες εκδόσεις ανέρχονται σε εκατοντάδες, και ακόμη περισσότερα είναι όσα φυλάσσονται σε διάφορα επιστημονικά και ιδιωτικά αρχεία, πράγμα που δυσχεραίνει εξαιρετικά την ανακάλυψη και τη χρησιμοποίησή τους για την πραγμάτευση του ερευνητικού μας προβλήματος. Είναι δουλειά τεραστίου όγκου, και αυτή η περίσταση αναπόφευκτα επιβάλλει στη μελέτη μου και έρευνα πολλών κειμένων, και στήριγμα σε σταθερά μυθοπλαστικά μοντέλα τόσο στη λαογραφία, όσο και στη λογοτεχνία της Αναγέννησής μας.
 Η μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων των 18ου και 19ου αιώνα, τα οποία ερμηνεύουν καλλιτεχνικά και ιδεολογικά διάφορες πτυχές της πληθωρικής, συχνά αντιφατικής αλλά πάντα ενδιαφέρουσας μορφής του νοτιοσλαβικού προστάτη των συνόρων του σπιτιού, του γένους, της εθνικότητας, της  πίστης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δεν περιορίζεται μόνο στη διερεύνηση των έργων που εντάσσονται στην «καθαρή λογοτεχνία», αλλά επεκτείνεται και στη διερεύνηση των πρώτων ποιητικών προσπαθειών μιας λογοτεχνικής ερμηνείας της μορφής του Κραλί Μάρκο, ακόμη κι αν αυτές οι προσπάθειες δεν έχουν αποσπαστεί εντελώς από τους αιώνιους αισθητικούς κανόνες της φολκλορικής ποίησης.
 Σ' αυτόν το τομέα, η βουλγαρική και η ελληνική λαογραφική και λογοτεχνική πρακτική μας προσφέρουν σχεδόν το ίδιο μυθοερμηνευτικό μοντέλο του μυθοπαραγωγικού αρχετύπου, γνωστού στη μία περίπτωση με το όνομα Διγενής Ακρίτας και στην άλλη με το όνομα Κραλί Μάρκο. Η σύμπτωση αυτή οφείλεται, αναμφίβολα, στην εμπειρία της τουρκικής σκλαβιάς που μοιράστηκαν οι βαλκανικοί λαοί. Το ζυμωμένο με βία κοινό βαλκανικό μοντέλο ζωής και σκέψης ευνοεί τη σχέση ανάμεσα στη φολκλορική και λογοτεχνική μυθοπαραγωγική συνείδηση και στα αρχέτυπα σήματα που πηγάζουν από τις πιο βαθιές θρακικοελληνικές, ευρωασιατικο - πρωτοβουλγαρικές ή ευρωβαλκανικές- σλαβικές πολιτισμικές αποθήκες, όπου φυλάσσονται αναμνήσεις από τιτάνιες μονομαχίες και συγκρούσεις, προκαλούμενες πάντα από την ανάγκη της υπεράσπισης των ημέτερων ή της παραβίασης των ξένων συνόρων. 
Με άλλα λόγια, η κοινωνική και η πολιτική πραγματικότητα στα Βαλκάνια στους αιώνες του τουρκικού ζυγού, και ιδιαίτερα στους τελευταίους, όχι μόνο εκσυγχρονίζει αυτά τα σήματα αλλά και τα αναπαράγει δημιουργικά, μέσα από τους δύο πιο «επικούς» κλάδους του βαλκανικού φολκλόρ: τα ηρωικά (παλληκαρικά) και τα κλέφτικα τραγούδια. Ξέρουμε, βέβαια, από τη μια πλευρά, ότι οι κανόνες της μονομαχίας παραβιάζονται πού και πού από την επέμβαση, κατά την αποφασιστική στιγμή για το αποτέλεσμα της μάχης, και άλλων «μονομάχων» (σταυραδερφιών, τυχαίων σύμμαχων, ακόμα και του ίδιου του Θεού), και από την άλλη, ότι η υπόθεση της πλειονότητας των κλέφτικων τραγουδιών περιορίζεται σε συγκεκριμένο επεισόδιο της μοίρας συγκεκριμένου ήρωα, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ο ίδιος ο καπετάνιος, ο αρχηγός της ομάδας.
  Τα χαρακτηριστικά της σχέσης ανάμεσα στο φολκλόρ και τη λογοτεχνία μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως η ποιητική πρακτική της Αναγέννησής μας ακολούθησε και σ' αυτή την κατεύθυνση, όπως και σε πολλές άλλες, τη λογική του φολκλορικού μοντέλου. Πολύ σημαντικά και εκφραστικά παραδείγματα είναι τα ποιήματα «Ο Μαύρος Αράπης και ο Χαϊδούκος Σιντέρ» του Νικόλα Κόζλεβ (για μονομαχία) και «Ο Αρματολός» του Γριγόρ Παρλίτσεβ (για μαζική υπεράσπιση των συνόρων). Τα στενά πλαίσια της παρούσας ανακοίνωσης με υποχρεώνουν να αναφερθώ εδώ μόνο στο πρώτο ποίημα.

ΝΙΚΟΛΑ ΚΟΖΛΕΒ «Ο ΜΑΥΡΟΣ ΑΡΑΠΗΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΪΔΟΥΚΟΣ ΣΙΝΤΕΡ»
 Στη μορφή του Χαϊδούκου Σιντέρ, ο ποιητής Νικόλα Κόζλεβ ενσαρκώνει το αιώνιο όνειρο του λαού για προστάτη και απελευθερωτή, ένα όνειρο που εμπνέει και άλλα λογοτεχνικά έργα της εποχής και το οποίο ριζώνει, κατά κύριο λόγο, στον φολκλορικό ποιητικό μύθο για το Κραλί Μάρκο και για τους άλλους ήρωες του ίδιου κύκλου δημοτικών τραγουδιών. 
Όπως στα δημοτικά τραγούδια, έτσι και εδώ η συμπλοκή ανάμεσα σε κατακτητές και σκλάβους παίρνει τη μορφή της μονομαχίας μεταξύ δύο παλικαριών, τα χαρακτηριστικά των οποίων ως ένα μεγάλο βαθμό αντιστοιχούν στους κανόνες του λαογραφικού-επικού αισθητικού συστήματος. Μπορούμε να πούμε, μάλιστα, ότι τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ακόμα πιο σχηματικά από εκείνα των δημοτικών τραγουδιών, όπου απαντώνται πολύ περισσότερες λεπτομέρειες από την ιδιωτική ζωή των ηρώων, και όπου υπάρχουν επεισόδια δοσμένα συχνά με λογοτεχνική και καλλιτεχνική ακρίβεια. Η περιγραφή, π.χ., της φυσιογνωμίας του κατακτητή εξαντλείται σε ένα τυπικά φολκλορικό στερεότυπο: «άσχημο παλικάρι, με άσπρο άλογο Μαύρος Αράπης» και η περιγραφή των ληστρικών του επιδρομών του περιορίζεται σε μερικές γνωστές εικόνες με την αρωγή του συμβολικού λαογραφικού αριθμού εννέα. Ενδεικτικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται η εμφάνιση του κακού: ο Μαύρος Αράπης παρουσιάζεται απλά, έτσι όπως ενσκήπτουν και πολλές άλλες συμφορές και μ ' αυτό τον τρόπo εκφράζεται με ακόμη μεγαλύτερη ενάργεια η ιδέα για την απεραντοσύνη της σκλαβιάς, για τη συνεχή απειλή της βίας και της σκληρότητας κάτω από την οποία ζουν οι απλοί άνθρωποι.
 Η εξέλιξη της υπόθεσης πάει και πιο μακριά, σύμφωνα με τους κανόνες του γνωστού φολκλορικού μοντέλου: οι δυστυχισμένοι κάτοικοι της περιοχής απευθύνουν θερμή παράκληση για σωτηρία, η οποία τελικά φτάνει στο «παλικάρι των παλικαριών», τον προστάτη του λαού Σιντέρ. Η περιγραφή της μορφής του ήρωα καταφεύγε στην υπερβολή. Ο Κραλί Μάρκο, π.χ., παρουσιάζεται σαν γίγαντας με χαρακτηριστικά μυθολογικού ήρωα: το ένα μουστάκι του είναι «σαν τρία ποκάρια μαύρα», τα φρύδια του είναι «σαν τα μαύρα φτερά του χελιδονιού», το σπαθί του έχει βάρος εξακόσια κιλά και με μία κίνηση σκοτώνει όλους του τους εχθρούς, το άλογο του και σε πέτρα να πατήσει, βουλιάζει ως τα γόνατα, ο ήρωας έρχεται σαν τεράστιο μαύρο σύννεφο, κλπ.
 Με παρόμοιο τρόπο, το λαϊκό τραγούδι περιγράφει και το συνήθη εχθρό του, τον Μαύρο Αράπη. Ο Κόζλεβ χρησιμοποιεί επίσης υπερβολές, άλλα στηρίζεται εξίσου και σε ρεαλιστικά χαρακτηριστικά, σε λεπτομέρειες οι οποίες εμπνέουν την ιδέα για ένα δυνατό άλλα απόλυτα αληθινό πρόσωπο: «καλλωπισμένος με σαμουρόγουνο καλπάκι (χαρακτηριστική λεπτομέρεια του ρούχου του παλικαριού από τον ηρωικό κύκλο), οπλισμένος με σκληρή γκλίτσα». Ο ρεαλισμός και τα στοιχεία μιας λογοτεχνικής ποιητικής ενδυναμώνουν ιδιαίτερα στο κεντρικό μέρος του ποιήματος, όπου αναπλάθεται η συνάντηση και η μάχη των δύο παλικαριών.
 Η ανταλλαγή προκλητικών αντεγκλήσεων πριν αρχίσει η μάχη, τυπικό στοιχείο στη σύνδεση των ηρωικών τραγουδιών, ξεχωρίζει από το φολκλορικό στερεότύπο της πιστής ψυχολογικής παρακολούθησης των αντιδράσεων και των επιχειρημάτων των δυο αντιπάλων.

Κοινοί τόποι στη βαλκανική λογοτεχνία της Τουρκοκρατίας


Η ψυχοσυναισθηματική ισορροπία που διέπει το έργο του Κόζλεβ φαίνεται από το γεγονός ότι ανάμεσα στα λόγια του Σιντέρ δεν υπάρχουνε φουσκωμένες φράσεις, ούτε επιχειρείται μια τεχνητή ψευδοηρωική εξιδανίκευση. Οι προκλητικές αντεγκλήσεις, τις οποίες ο ήρωας απευθύνει προς τον εχθρό του, έχουνε καθαρά προσωπικό χαρακτήρα - πως εκείνος δεν λογαριάζει καλά αν πιστεύει ότι θα τον νικήσει, επειδή ακόμη και χωρίς να διαθέτει τον οπλισμό του Αράπη, ο Σιντέρ είναι μεγαλύτερο παλικάρι. Και αν ο ήρωας δεν είχε πει αυτά τα λόγια στη στιγμή της επίθεσης του Αράπη, θα φαινόταν νεανική καυχησιά. Απεναντίας, βεβιασμένα φαίνονται τα λόγια του άγριου εχθρού, ο οποίος κομπάζει όχι μόνο για τη δύναμη του, άλλα και για τα κατορθώματα των επιδρομών του. Αυτός ο κομπασμός φτάνει στα όρια της υπερβολής, η οποία δεν είναι χαρακτηριστική σε τόσο μεγάλο βαθμό για το ύφος ενός τέτοιου ποιήματος. 
Βγαίνοντας μ' αυτόν τον τρόπο από τα σύνορα του ρεαλιστικού τύπου απεικόνισης, ο ποιητής όχι μόνο επιτυγχάνει να εκφράσει δυναμικά την ιδέα της σκλαβιάς αλλά δικαιολογεί και την οργή με την οποία το παλικάρι Σιντέρ ορμά στην αποφασιστική μάχη. Όπως στα ηρωικά λαϊκά τραγούδια, όπου συνήθως οι μονομαχίες  περιγράφονται ολιγόλογα, με αδρές γραμμές χωρίς ψυχολογικές η άλλες λεπτομέρειες έτσι και στο ποίημα αυτό η παρουσίαση της μάχης δεν περιέχει λεπτομέρειες. Ο ποιητής όμως κατορθώνει να δημιουργήσει την εντύπωση της δραματικότητας και της δύναμης με τη βοήθεια των μεταφορών και με την απήχηση τους στην φύση.
Το επεισόδιο της μάχης, συνήθως πολύ σύντομο στα λαϊκά ηρωικά τραγούδια, εδώ δεν τελειώνει με το θάνατο του εχθρού. Ο πιο ρεαλιστικός (σε σύγκριση με την λαϊκή επική παράδοση) χαρακτήρας της απεικόνισης, ανεξάρτητα από το ρομαντικό - ηρωικό ύφος του ποιήματος, επιβάλλει τη μεγέθυνση του επεισοδίου της μάχης. Με τον τρόπο αυτό, ο ποιητής πιθανόν να υπαινίσσεται τη δυσκολία και τη μεγάλη διάρκεια του επικείμενου απελευθερωτικού αγώνα. Ο νέος κίνδυνος που προκύπτει ξαφνικά, δηλαδή το μανιασμένο άλογο του σκοτωμένου εχθρού, προσφέρει στον δημιουργό την ευκαιρία για έναν εύστοχο ψυχολογικό ελιγμό: Προκειμένου ο Σιντέρ να ανακτήσει το θάρρος και τη δύναμή του, φέρνει στο νου του όλες τις δυστυχίες που προκάλεσε αυτό το άσπρο άλογο-τέρας μαζί με το αφεντικό του στο λαό. Η δεύτερη νίκη του παλικαριού εκφράζει την πίστη και την βεβαιότητα του ποιητή ότι ο αγώνας για ελευθερία αργά ή γρήγορα θα ευοδωθεί.
Το τελευταίο μέρος του ποιήματος καταλαμβάνει το ένα τρίτο της συνολικής έκτασης του κειμένου, κάτι που επίσης δεν είναι τυχαίο. Αντί για τις σύντομες περιγραφές της σκλαβιάς στην αρχή του ποιήματος, στο τελευταίο μέρος του συναντάμε μία χαρούμενη εικόνα της ελεύθερης ζωής, της ευτυχίας, των έργων της ειρήνης, των γάμων, των διαφόρων λαϊκών εθίμων και γιορτών κ.α. Στα λαϊκά τραγούδια τέτοια «κοινωνικά» και «πολιτικά» στοιχεία δεν είναι συνηθισμένα. Η παρουσία τους εδώ είναι φυσικό αποτέλεσμα της νέας ουσίας και του νέου ρόλου της λογοτεχνίας στην εποχή της βαλκανικής Αναγέννησης.
Ανάμεσα στα άλλα ποιήματα της εποχής, ο «Μαύρος Αράπης και Χαϊδούκος Σιντέρ» του Νικόλα Κόζλεβ βρίσκεται πιο κοντά στην ποιητική του φολκλόρ, οι ήρωες του ποιήματος αυτού δεν έχουν μετατραπεί σε καλλιτεχνικούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες ούτε βρίσκουμε σ' αυτόν μια ολοκληρωμένη ψυχολογική ανάλυση. Παρατηρούμε όμως μια σοβαρή παραβίαση των κανόνων του επικού λαϊκού τύπου ποιητικής τέχνης, την -έστω δειλή- παρουσία μιας λογοτεχνικής ποιητικής, το σπάσιμο του λαϊκού-επικού πλαισίου και την τοποθέτηση της υπόθεσης σε ένα πιο καθαρά «λογοτεχνικό» κείμενο. Αν θελήσουμε να το πούμε πιο αυστηρά, το ποίημα αυτό βρίσκεται μεταξύ του φολκλόρ και της λογοτεχνίας: ακόμα δεν έχει γίνει αληθινή λογοτεχνία (για τη διαπίστωση αυτή αρκεί και μόνο ότι δεν έχει χαρακτήρες), άλλα δεν είναι πια φολκλόρ, επειδή η ουσία της απεικόνισης το ξεχωρίζει φανερά από τα αισθητικά χαρακτηριστικά του λαϊκού τραγουδιού.
Με το ποίημα αυτό, ο Νικόλα Κόζλεβ σηματοδοτεί την αρχή της μεγάλης επίδρασης του μοτίβου για τον προστάτη από ξένους κίνδυνους (ο Διγενής Ακρίτας, ο Κραλί Μάρκο κ.ά.), μια επίδραση που έμελλε να φέρει πολλούς καρπούς στη λογοτεχνία μας.


Kyril Topalov
Συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah