Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Οι Κοτζαμπάσηδες ή οι χριστιανοί Τούρκοι!!!

Η κοινωνική θέση και ο πολιτικός ρόλος των κοτζαμπάσηδων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της επανάστασης του ’21. Ήταν η οικονομική ολιγαρχία της εποχής σε αγαστή συνεργασία με τον κατακτητή και μοιραζόταν μαζί του την τοπική εξουσία. Ήσαν, σαν να λέμε, οι ντόπιοι αναπληρωτές του κατακτητή. Λειτουργούσαν πάντοτε στο όνομα αυτού και για λογαριασμό του και, φυσικά, και για δικό τους λογαριασμό. Γι’ αυτό άλλωστε είχαν οικειοποιηθεί και αποδεχθεί και τον ανάλογο τούρκικο τίτλο. Κοτζαμπάσης στα τούρκικα είναι ο προεστός, ο κοινοτάρχης και γενικότερα ο αυθαίρετος και αυταρχικός προύχοντας του τόπου.
Κοτζαμπάσης ( Ο προεστός)

Το ότι έτσι είχαν τα πράγματα αποδεικνύεται και από το γεγονός, ότι οι Έλληνες χωρικοί συνήθιζαν να λένε ότι δουλεύουν για τρείς μάστιγες: τους παπάδες, τους κοτζαμπάσηδες και τους Τούρκους. Όντως αυτό ήταν αλήθεια. Η θέση των προεστών και των κληρικών ήταν εντελώς διαφορετική από τη θέση των υπόλοιπων ραγιάδων. Η τάξη αυτή ήταν συντηρητική, προσκυνημένη και φιλότουρκη. Ήσαν, όπως τότε έλεγαν, «χριστιανοί Τούρκοι». Η συμπεριφορά τους ήταν συμπεριφορά Τούρκου Αγά. Φορούσαν τούρκικες γούνες, είχαν φίλους Τούρκους. Σε αντίθεση οι λαϊκές μάζες εξαθλιωμένες από την κοτζαμπάσικη εκμετάλλευση, είχαν γίνει έρμαια των δικών τους επιδιώξεων και, όπου δεν έπιπτε... λόγος, έπιπτε ράβδος, αφού πάντοτε τους συνόδευαν ένοπλοι μισθοφόροι μπράβοι, κυρίως Ρουμελιώτες, για την επιβολή... της τάξης.
Η ανεξαρτησία της Ελλάδος δεν τους απασχολούσε και πολύ. Κατά βάθος δεν ήθελαν τον ξεσηκωμό (σ.σ. Γιατί δεν επρόκειτο να κερδίσουν τίποτε, έτσι και αλλιώς, αυτοί καλά περνούσαν), υποχρεώθηκαν όμως να ακολουθήσουν τους ξεσηκωμένους, ελπίζοντας ότι θα αντικαταστήσουν σε όλα τους Τούρκους και θα διατηρήσουν τα όσα προνόμια είχαν. Φιλοδοξούσαν να αντικαταστήσουν μία ολιγαρχική τυραννία και να διατηρήσουν την παλιά κατάσταση των πραγμάτων, με μοναδική αλλαγή την εκδίωξη των Τούρκων. Οι Μοραΐτες κοτζαμπάσηδες, από τα χέρια των οποίων περνούσαν όλα τα έσοδα του τόπου, ήσαν οι πλέον αντιδραστικοί και οι πλέον φιλόδοξοι. Στην αρχή της επανάστασης φοβόντουσαν την αύξηση της επιρροής των καπεταναίων πάνω στον λαό και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους αποδυναμώσουν, γιατί η τυχόν επικράτηση των τελευταίων σε μία ελεύθερη πλέον Ελλάδα, σήμαινε και την απώλεια των προνομίων που είχαν κατά τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας. Ακολούθησαν όμως, εκόντες-άκοντες, τους στρατιωτικούς αρχηγούς ελπίζοντας ότι στο τέλος θα υπερισχύσουν και θα αντικαταστήσουν τους Οθωμανούς σε όλα τα αξιώματα, έτσι ώστε οι απελευθερωμένοι από τους Τούρκους Έλληνες, να παραμείνουν στην ίδια κατάσταση δουλείας, με μοναδική παρηγοριά πως θα ήσαν σκλάβοι σε χριστιανούς και όχι σε μουσουλμάνους.
«Όταν οι κοτζαμπάσηδες μιλάνε για ελευθερίες δεν είναι για να καλυτερέψει η θέση του λαού, αλλά για να μπουν οι ίδιοι στη θέση των Τούρκων», γράφει ο Pouqueville.
Όπερ και εγένετο. Αφού η πατρίδα ελευθερώθηκε με το αίμα των καπεταναίων και των παλληκαριών τους, κάθισαν πάλι πάνω στον σβέρκο του λαού και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πραγματοποίησαν τους σκοπούς τους. «Οι Έλληνες πρόκριτοι έπραττον κατά το αξίωμα “ο ζημιών το έθνος ουδένα ζημιοί. Ελάμβανον τους φόρους των Ελλήνων χωρικών, οίτινες εισέρρεον εις τα βαλάντιά των τακτικώτατα, ως άλλοτε εις τα των Τούρκων, ελάμβανον δε προς τούτοις εξ επιμέτρου και τε των Τούρκων έπιπλα καί σκεύη.... εκλιπόντος του κράτους του σουλτάνου, έκαστος χωρίου προεστός ήρχισε νομίζων εαυτόν σουλτάνον και αντιποιούμενος πάσης σουλτανικής προνομίας. Οι χριστιανοί δε εκείνοι πασάδες παρεσκευάζοντο να εξακολουθήσωσιν ανενδότως το έργον των Τούρκων προκατόχων»1
Ιωάννης  Λογοθέτης
«Οι προεστοί, που ασκούσαν και πριν μεγάλη εξουσία σφετερίσθηκαν τα προνόμια που απολάμβαναν οι βοεβόδες και οι μπέηδες. Κάθε προεστός αγωνίστηκε να γίνει ένας μικρός ανεξάρτητος δυνάστης. Πριν περάσουν έξι μήνες η Ελλάδα είχε πλημμυρίσει με ένα σωρό μικρούς Αληπασάδες»2. Ήδη από το 1714 οι πρόκριτοι του  Μοριά, απέκτησαν προνομιακή μεταχείριση από μέρους των Τούρκων και κατέστησαν κοτζαμπάσηδες, διότι «επρόσφεραν την πατρίδα τους αυθορμήτως να ενωθεί με την λοιπήν Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν»3, θέλοντας να απαλλαγούν από την ενετική κατοχή.
 Προς τούτο κάλεσαν τον Τοπάλ πασά της Θήβας να μπει με τον στρατό του στην Πελοπόννησο, η οποία μέσα σε εκατό ημέρες έγινε τουρκική επαρχία. Παρά την προθυμία, όμως, των προκρίτων της να ενωθεί με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το αδούλωτο φρόνημα του λαού της απέδειξε ότι έγινε η πιο δύσκολη επαρχία της Τουρκίας. 
Για τον λόγο αυτό και για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους οι Οθωμανοί, κρατούσαν ως ομήρους στην Πύλη έναν αριθμό προκρίτων Μοραϊτών, τους επονομαζόμενους βεκίληδες. Ενώ τυπικά και πολιτικά οι βεκίληδες ήταν ένα είδος εγγυητών της υπακοής των συμπατριωτών τους στην τουρκική εξουσία, στην ουσία επηρέαζαν τα πολιτικά πράγματα του Μοριά με τις γνωριμίες των αξιωματούχων και κυρίως με τη δωροδοκία. Χάρη στους βεκίληδες, οι προεστοί του Μοριά είχαν τη δυνατότητα να έρχονται σε απευθείας επαφή με την κεντρική Οθωμανική διοίκηση για κάθε ζήτημα του τόπου, ερήμην του Μόρα Βαλεσή ( Διοικητή του Μοριά).
 Ο τελευταίος κυβερνούσε την “τζετζιρέ”(σ.σ το νησί), όπως λεγόταν ο Μοριάς στα επίσημα έγγραφα, και λογοδοτούσε στον μεγάλο βεζύρη. Μάλιστα στο μεγάλο συμβούλιο του πασά της Τριπολιτσάς συμμετείχαν και εκπρόσωποι των κοτζαμπάσηδων, οι λεγόμενοι μοραγιάννηδες. Όλες οι κατά την επανάσταση μεγάλες κοτζαμπάσικες οικογένειες του Μοριά, έγιναν μεγάλες και πλούσιες, χάρη στις σχέσεις τους με τους Τούρκους. Εκμεταλλεύονταν την παραχωρηθείσα από τους Τούρκους τοπική αυτοδιοίκηση καθαρά για το δικό τους συμφέρον. Αρκεί να αναφέρω ένα παράδειγμα. Ο Τούρκος βοεβόδας (σ.σ. Τοπικός άρχοντας) του Πύργου νοίκιαζε από την Πύλη τα λιμενικά δικαιώματα για 3.500 γρόσια και τα υπενοικίαζε σε έναν κοτζάμπαση για 17.500 και ο τελευταίος εισέπραττε από τους κατοίκους 45.500 γρόσια.
Έτσι έγιναν οι μεγάλες περιουσίες και οι “μεγάλες οικογένειες”, που κυβέρνησαν τον τόπο, και μερικές ακόμη τον κυβερνούν. Η οικονομική αυτή δύναμη των προεστών τους εξασφάλιζε προνόμια, διοικητική και δικαστική εξουσία. Μάλιστα, χωρίς τη δική τους συναίνεση ήταν δύσκολο να επιβληθεί νέος φόρος. Οι μοραγιάννηδες τελικά δεν ήσαν μόνο αντιπρόσωποι των κοτζαμπάσηδων, αλλά και υπάλληλοι των Τούρκων, επιφορτισμένοι για την είσπραξη των φόρων. Με τη συμμετοχή στο δεύτερο συμβούλιο του πασά, είχαν γνώμη στον καθορισμό των φόρων και των μισθώσεων του φόρου, και αναλόγως με την επιρροή που ασκούσαν στους αξιωματούχους Τούρκους και με τις δωροδοκίες τους, άνοιγε ο δρόμος να γίνουν βεκίληδες στην Κωνσταντινούπολη.
 Εύκολο είναι να συμπεράνει κανείς το όργιο διπροσωπίας, ραδιουργίας, συναλλαγής και διαφθοράς που επικρατούσε. Οι βεκίληδες, οι μοραγιάννηδες, οι κοτζαμπάσηδες, πάντοτε και σε κάθε περίσταση, δαιμόνιοι, ραδιούργοι, αδίστακτοι και διπλωμάτες, ήσαν τα μακριά χέρια των Μοραΐτικων οικογενειών στην Πύλη. Η μεταξύ των οικογενειών αυτών φαγωμάρα και ο καυγάς γινόταν για το πάπλωμα. Η μισαλλοδοξία και οι ίντριγκες ξεπερνούσαν κάθε όριο. Η διαπλοκή αυτή προσέδωσε ιστορικά, αλλά άδικα, τον τίτλο του “πονηρού Μοραΐτη”, σε όλους γενικά τους κατοπινούς Μοραΐτες.
κοτζαμπάσης της Γορτυνίας Κανέλλος Δεληγιάννης
Ήταν φυσικό ότι, για να διακριθείς είτε ως μοραγιάννης, είτε ως βεκίλης, έπρεπε να έχεις κάποιες γνώσεις και να γνωρίζεις γράμματα, αλλιώς δεν ήταν δυνατόν να πετύχεις και να φέρεις σε πέρας την αποστολή σου. Οι γνώσεις λοιπόν αυτές των Μοραϊτών, διαμόρφωσαν την παροιμία, “στη Ρούμελη είναι η λεβεντιά και στον Μοριά η γνώση”.
Τέτοιες λοιπόν ήταν οι πολιτικές συνθήκες της εποχής εκείνης, με βάση τις οποίες δημιουργήθηκαν οι μεγάλες περιουσίες και τα περισσότερα από τα σημερινά “τζάκια”, που υπερηφανεύονται για τους προγόνους τους, που δεν ήσαν τίποτε άλλο, παρά επαίσχυντοι συνεργάτες του κατακτητή, μαυραγορίτες του ’21, χριστιανοί Τούρκοι, οι οποίοι πλούτισαν σε βάρος του φτωχού ραγιά. Ας μην καμαρώνουν λοιπόν οι απόγονοι για τα “τζάκια τους”. Είναι κτισμένα με τον ιδρώτα, τον πόνο, την εκμετάλλευση και το αίμα των αθώων θυμάτων τους, των ραγιάδων, που ήταν έρμαιο στα χέρια τους.

Θεόδωρος  Δημοσθένη Παναγόπουλος

Γεννήθηκε στο Καλλιάνοι Κορινθίας και ζει στην Κρήτη. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπι­στήμιο Αθηνών και μετά τις σπουδές του εισήλθε στο δικαστικό σώμα, στο οποίο υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως δικαστής της Τακτικής Δικαιοσύνης. Υπήρξε επίσης μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου. 

 Τα πνευματικά του ενδιαφέροντα κινούνται γύρω από τα θέματα της Ιστορίας, της Θρησκειο­λογίας και των Κοινωνικών Επιστη­μών. Σχετικά άρθρα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά των Αθηνών και σε εφημερίδες. Σήμερα εί­ναι συνεργάτης της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ του Ηρακλείου, από τις στήλες της οποίας σχολιάζει την επικαιρότητα και όχι μόνον, καυτηριάζοντας τα κα­κώς κείμενα με την κριτική ματιά του δικαστή, ενώ παράλληλα συνεχίζει το συγγραφικό του έργο.


1. Mendelssohn-Bartholdy: όππαρ., τ. Α’, σ. 330.
2. George Finlay, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α’, σ. 314.
3. Κ. Δεληγιάννη, όπ. παρ., σ. 18.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah