Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

ΠΑΛΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, ΠΑΛΙΟΙ ΗΡΩΕΣ. ΝΕΑ ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΜΕΡΟΣ 1

Γεώργιος Παχτίκος
Κάθε φορά που εμπλέκομαι σε συζήτηση για την «παράδοση», για τους τρόπους επαφής μας με τη λαϊκή γνώση, ανακλαστικά σκέφτομαι την ιστορία του Παχτίκου. Που εκεί, στις αρχές του περασμένου αιώνα, ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη να καταγράψει τραγούδια από το στόμα του λαού. Κι αποβραδίς, βολτάροντας στους δρόμους του χωριού όπου θα διανυκτέρευε, είδε ανθρώπους μαζεμένους να μελετούν κάτι. Μελετούσαν τραγούδια για να του τα τραγουδήσουν την επομένη, όπως επιθυμούσε.
 Είναι καλό να έχουμε τέτοια «μέμνησο», ιδιαίτερα εμείς οι λαογράφοι και εθνογράφοι, που μπροστά στις εντυπωσιακές, ομολογουμένως, μορφές έκφρασης της λαϊκής δημιουργικότητας και επινοητικότητας, και υπό το βάρος της επιθυμίας μας, τείνουμε να ξεχνάμε τη σχετικότητα της πραγματικότητας που κάθε φορά ακούμε ή βλέπουμε.
 Σήμερα, λοιπόν, που η θεωρία του πολιτισμού και η ανθρωπολογία, η ιστοριογραφία και η ψυχανάλυση έχουν ανοίξει τόσο ενδιαφέρουσες συζητήσεις πάνω σε θέματα που αφορούν τη διαδικασία αναπαραγωγής και μετάδοσης της «παράδοσης», τη σχέση της με την ιστορία και τον εθνικισμό, τη σχέση της προφορικότητας με την εγγραμματοσύνη, τη σημασία της υποκειμενικότητας, τις επιπτώσεις του αυξανόμενου ενδιαφέροντος για το φολκλόρ και το εθνική τη μετατόπιση της διαχείρισης της «παράδοσης» από τους λογίους του κέντρου στους ίδιους τους υπό μελέτη φορείς της περιφέρειας κ.ά., θα είχε, νομίζω, ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε συγχρονικά την εικόνα πρόσληψης και χρήσης των δημοτικών τραγουδιών, και μάλιστα της ιδιαίτερα φορτισμένης με ιδεολογικά καθήκοντα κατηγορίας -που στην Συνάντηση αυτή αποτελεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας- των χαρακτηρισμένων ως «Ακριτικών» αφηγηματικών τραγουδιών, σε περιοχές που αποτελούν τα άκρα μιας χώρας, την γεωγραφική και ιδεολογική της περιφέρεια.
Αναφέρομαι στον ευαίσθητο και δυσανάγνωστο βορειοελλαδικό χώρο , και ιδιαίτερα στο ελληνόφωνο τμήμα της εκτεταμένης, πολυπολιτισμικής και μουσικά πλουσιότατης Θράκης, μιας περιοχής που προσφέρεται για όλες τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις, και όχι μόνο.
Στην εισήγησή μου αυτή δεν θα υπεισέλθω καθόλου στα των ιστορικών και φιλολόγων, σε ζητήματα χρονολόγησης, γνησιότητας, επιδράσεων, συγκρητισμού. Γι' αυτά άλλοι έχουν πει και έχουν να πουν πολλά και σημαντικά. Ένα μόνο θέμα θα θίξω, γιατί το θεωρώ βαρύνουσας σημασίας. Αφορά τις ακαδημαϊκές ταξινομήσεις και το νόημα που μπορεί να προσδίδουν, αλλά και -κυρίως- το νόημα που μπορεί να αποστερούν από τα τραγούδια και τα συνδηλούμενά τους, επηρεάζοντας, ιδιαίτερα σήμερα, σ' έναν πολιτισμό εγγραμμάτων, δασκάλους, τραγουδιστές, ερευνητές, ερασιτέχνες, χωρίς να υπολογίσουμε αναδρομικά τις επιπτώσεις από την άδεια που έδωσαν για επεμβάσεις και αποκαταστάσεις -δηλαδή καταδίκη σε αφωνία ή ψευδομαρτυρία- τραγουδιών, που ως «κείμενα» παρέκκλιναν από τα νοερά «ακριτικά» πρότυπα.
Michael Herzfeld
Η διατύπωση του Michael Herzfeld για τις ταξινομήσεις ως self-fulfilling prophecy/αυτοεκπληρούμενη προφητεία, νομίζω πως αποδίδει εύστοχα τόσο τη στατική αντίληψη για την ιστορία που εμπεριέχουν και την προσπάθεια για μια στοχευμένη κατηγοριοποίηση της παράδοσης που προδίδουν, όσο και την επίδραση της ίδιας της ταξινόμησης πάνω στα δεδομένα που συλλέγονται με τέτοια, ενδεχομένως καλοκρυμμένη, οπτική.
Επιστρέφω στην εθνογραφική συγχρονία και με βάση τα όσα αναφέρθηκαν προχωρώ στο προκύπτον ερώτημα: Τι σημαίνουν σήμερα οι έννοιες όρια, άκρες, ακρίτες και ακριτικά τραγούδια, σύμφωνα με τα ανθρωπολογικά, φιλοσοφικά, ψυχαναλυτικά και κοινωνιολογικά κριτήρια, με τα οποία θεωρώ ότι οφείλουμε να διαβάζουμε και να ερμηνεύουμε πια τα πολιτισμικά φαινόμενα;
Αυτό που απασχολεί εμένα στη συγκεκριμένη περίπτωση, και υποθέτω όποιον ασχολείται με την εθνογραφία, δηλαδή με in vivo επιτελέσεις τραγουδιών από μέλη συγκεκριμένων κοινοτήτων και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, είναι να μπορέσω να κατανοήσω το τι «ακούν» οι κατά πολλές έννοιες «ακριτικές» ομάδες από τον αλληγορικό λόγο του κάθε τραγουδιού, πώς και γιατί επιλέγουν να το εντάξουν στο ρεπερτόριό τους, ποιες «ακριτικές» αξίες και ανάγκες εκφράζει και υπηρετεί το τραγούδι όταν επιτελείται συλλογικά και τελετουργικά, πώς η ομάδα το προσαρμόζει στις ανάγκες αυτές με φραστικές παραλλαγές και πώς καταφέρνει να διατηρεί επίκαιρο το παρωχημένο σενάριό του ή να «επαναπροφορικοποιεί», ενδεχομένως, τις επιδράσεις της εγγραμματοσύνης. Κι ακόμη, γνωρίζοντας ότι όσο οι άνθρωποι θα αισθάνονται τα ίδια πράγματα, θα αναζητούν και αντίστοίχους τρόπους για να τα εκφράσουν, με ενδιαφέρει το πώς δημιουργούν, συχνά ίσως με παλιά θέματα, νέα τραγούδια για νέες ανάγκες, διαπνεόμενα όμως από τις διαχρονικές και παγκόσμιες «ακριτικές» αξίες -λέξη όχι πάντα με θετικό πρόσημο- που δεν είναι δύσκολο να αναγνωριστούν.
Η γενικότερη αμφισβήτηση, εκ μέρους των περισσότερων πλέον μελετητών, του ίδιου του χαρακτηρισμού «Ακριτικά» για τα παλαιά αφηγηματικά τραγούδια με ανιστορικό μυθικό ή ρεαλιστικό, ενίοτε ηρωικό, περιεχόμενο, που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη -είναι μια πρόταση που σε κοινή μελέτη μας με την Ελένη Ψυχογιού είχαμε διατυπώσει ήδη από το 1992- δεν αγγίζει καθόλου τη δική μου προσέγγιση. Εγώ, αντίθετα, αρνούμενη να θεωρήσω την μέσω των τραγουδιών επικοινωνία ως φαινόμενο εκτός τόπου και χρόνου, α-κοινωνικό και χωρίς υποκείμενο, θα χρησιμοποιούσα άνετα έναν ομώνυμο όρο για τραγούδια τα οποία, όμως, θα χαρακτήριζα έτσι, όχι με βάση την ιστορικο - φιλολογική ανάγνωση του ποιητικού κειμένου τους, αλλά ως προς το νόημα του περιεχομένου, το ήθος και το έθος της επιτέλεσής τους: Διηγηματικά τραγούδια που λέγονται από ομάδες ή άτομα που ζουν σε «άκρα» ή σε ακραίες καταστάσεις και που αφηγούνται γνωστές ιστορίες με «άλλο » όμως νόημα και αναφορές συγκεκριμένες και διαφορετικές. 

Τραγούδια στα οποία -αντίθετα προς ότι συμβαίνει με τα χαρακτηριζόμενα από τις ακαδημαϊκές ταξινομήσεις ως «Ακριτικά», όπου η ιστορική πληροφορία απουσιάζει «εκ κατασκευής»- η Ιστορία εμφανίζεται ως κατασκευασμένο πλαίσιο του μύθου, ισοδύναμο με τη βιωμένη ιστορική πραγματικότητα, πλαίσιο μέσα στο οποίο και μόνο τα τραγούδια προσλαμβάνουν το απαραίτητο νόημά τους, για να εκτονώσουν εθνικές, κοινωνικές ή ψυχικές εκκρεμότητες. Λόγος / τραγούδι και δράση/τελετουργία ανταποκρίνονται σε σταθερές ανάγκες και λειτουργίες του κοινωνικού σώματος και του ανθρώπινου ψυχισμού , που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ακριτικές». Ο Διγενής Ακρίτης δεν έχει παρά να υποβιβαστεί σε διγενή ακρίτη και ο ήρωας να πάρει όποιο κύριο όνομα σημαίνει κάτι για το ακροατήριο και το βοηθάει να συγκρουστεί ή να διαλεχθεί με τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς του αντιπάλους.
Εδώ θα καλυπτόμουν -κάνοντας αυθαίρετη αλλά αναλογική χρήση του όρου και προεκτείνοντάς την- από τη θεωρία της «acritisation», που ο επίμονος μελετητής της μεσαιωνικής ακριτικής παράδοσης Ηλίας Αναγνωστάκης έχει διατυπώσει και έγκυροι νεοελληνιστές υιοθετήσει και επεξεργαστεί, την οποία βλέπω στην περίπτωση μας, πάντα κατ' αναλογία, να ανασημασιοδοτείται. Με την έννοια ότι οι ομάδες προσδίδουν στα τραγούδια ένα νέο σημαινόμενο, ανάγονται μέσω των τραγουδιών σ' ένα νέο «ακριτικό» περιβάλλον, σ' ένα άλλο πλαίσιο χριστιανο-ισλαμικής διαπάλης, αυτό της οθωμανικής «Τουρκοκρατίας», όπου ήρωες και ηρωίδες, συχνά διγενείς, αγωνίζονται εκτός των άλλων και για μια νέα υπόθεση: την εθνική Ιδέα.

Ακριτικός και όχι διακριτικός φόβος
Στην περίπτωση της Θράκης, όπως και της γειτονικής Μακεδονίας, ίσχυσαν ιστορικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες που εντατικοποιούν -όταν δεν τη φιμώνουν και δεν τη διαστρέφουν- την προφορική παράδοση και διεγείρουν τα άτομα να μεταδίδουν στις επόμενες γενιές την τοπική λογοτεχνική παρακαταθήκη, η οποία και αποτελεί το κυριότερο όχημα μετάδοσης της μνήμης και διαπραγμάτευσης της ταυτότητας, σε διάλογο πάντα με την ιδιαίτερη ιστορική εμπειρία, την «συγκεκριμένη ιστορία», κατά τη διατύπωση της Anna Collard, την οποία επίσης διαμορφώνει και ανατροφοδοτεί και απ' την οποία ανατροφοδοτείται συνεχώς, παραμένοντας ανοιχτή και σε άλλες επιδράσεις που αέναα την αναμορφώνουν. 

Δεν μπορούμε, παραδείγματος χάρη, να παραβλέψουμε το γεγονός ότι για μεγάλο και κρίσιμο χρονικό διάστημα η λαϊκή παράδοση της ευρύτερης Θράκης, και ιδιαίτερα οι τελετουργίες και τα τραγούδια (για την «ηθοποιό, εθνοποιό και ανδροποιό» δύναμη της μουσικής μιλάει ο Παχτίκος το 1905), ενταγμένα μέσα στο πλαίσιο του ενδιαφέροντος του εθνικού κέντρου για τον αλύτρωτο ελληνισμό, υπήρξαν ο κύριος μοχλός αναζήτησης και διαμόρφωσης της ελληνικής ταυτότητας των πληθυσμών που την κατοικούσαν, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Ούτε το ότι ο περιγραφικός και ερμηνευτικός, συχνά εμπρόθετος, λόγος των μελετητών όσον αφορά την τοπική ιδιαιτερότητα της λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργικότητας σε είδη και τρόπους, που γοήτευαν αλλά και ξένιζαν, αποτέλεσε ένα διακριτό επίπεδο ανάγνωσης της προφορικής παράδοσης, η οποία σε μεγάλο βαθμό τούς παραδόθηκε άοπλη, αναθεωρώντας εν μέρει τον εαυτό της με βάση τις δικές τους ερμηνείες.
Τέτοιες περιοχές, που υπήρξαν χώροι συνύπαρξης και αντιπαράθεσης λαών, αλλά και πεδία εξέλιξης σημαντικών πολιτικών και πολιτισμικών διεργασιών, αποτελούν ερευνητικό πεδίο εξαιρετικά ενδιαφέρον για τη μελέτη των συνθηκών δημιουργίας, αναδημιουργίας και επιτέλεσης των τραγουδιών ενώ, αντίστοιχα, τα ίδια τα τραγούδια, αν αποκωδικοποιήσουμε τον κρυπτικό τους λόγο, μας βοηθούν να παρακολουθήσουμε το πώς βιώνεται η ιστορία ενός τόπου, πώς αναπλάθεται το παρελθόν και πώς αυτό χρησιμοποιείται στο παρόν, συνδεόμενο με την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και με τα ψυχικά αιτήματα των μελών τής κάθε ομάδας σε κάθε εποχή.
 Σε περιβάλλοντα, μάλιστα, τόσο έντονα συγκρουσιακά, η εκφώνηση ενός σημαίνοντος συμβολικού ποιητικού λόγου φαίνεται να αποτελεί προσπάθεια παρέμβασης και χειρισμού ενός τραυματικού παρελθόντος, μια δια του λόγου θεραπεία που αποσκοπεί στη χειραγώγηση των συναισθημάτων ήττας και απώλειας, στη δημιουργία νέων αξιολογικών κριτηρίων και νέας ιδεολογίας.
Η ιστορική πορεία της Θράκης αντανακλάται εντυπωσιακά στο σύνολο του μουσικού της ρεπερτορίου. Θρύλοι ενός μυθικού απώτερου ιστορικού παρελθόντος αλλά και τα πρόσφατα, επίσης μυθοποιημένα, ιστορικά γεγονότα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, όπως και τοπικά, εξίσου σημαντικά για την κάθε κοινότητα, γεγονότα, αφού διηθήθηκαν στο συλλογικό φαντασιακό, επηρέασαν και επηρεάστηκαν από το συμβολικό σύστημα, ενσωματώθηκαν στη θεματική παρακαταθήκη της μυθοποιητικής και μουσικής παράδοσης, παρεισέφρησαν στο «σενάριο» των αδόμενων τραγουδιών, συμβάλλοντας στην εμπέδωση της εθνικής ταυτότητας, με την προώθηση εθνικών ιδεολογημάτων, πολύ περισσότερο όμως στη διαμόρφωση μιας συλλογικής συνείδησης τοπικής ιδιαιτερότητας.
Τα πολύστιχα παλιά αφηγηματικά τραγούδια ή νεότερα πάνω σε παλιές φόρμουλες που ανταποκρίνονται στις δομικές αισθητικές και ιδεολογικές προδιαγραφές των Παραλογών, είναι εκείνα που προσφέρονται για την εξυπηρέτηση τέτοιου είδους αναγκών, έχοντας τη δυνατότητα να αφομοιώνουν στοιχεία από όλες τις εποχές καθώς και την ελαστικότητα να προσαρμόζονται νοηματικά στην τοπική συγκυρία. Τα τραγούδια αυτά, ιδιαίτερα όταν τραγουδιούνται και χορεύονται σε τελετουργικό πλαίσιο, όπως, παραδείγματος χάρη, στο γάμο ή στο χορό του Πάσχα ή στα μεγάλα πανηγύρια, δηλαδή στους κατεξοχήν χώρους αναπαραγωγής και μετάδοσης της ιδεολογίας, αποκτούν έναν έντονο διδακτικό - παραδειγματικό και μυητικό χαρακτήρα.
Λειτουργώντας ως μουσικοί μύθοι, με την επιλεγμένη θεματολογία τους εκφράζουν τις συλλογικές φαντασιωσικές αναπαραστάσεις και, ανακαλώντας με επινοητικότητα αξίες όπως ο ηρωισμός, η τιμή, η πίστη, η αντίσταση κτλ., διαχειρίζονται θέματα καίριας σημασίας για τη φυσική και ηθική επιβίωση της κοινότητας: κατασιγάζουν το φόβο μπροστά στον διαρκή κίνδυνο από την εκάστοτε απειλή του ξένου και εχθρού, αποτρέπουν τον πειρασμό της εξωμοσίας και της διολίσθησης προς αυτόν-που σταθερά εδώ εκπροσωπείται από το στερεότυπο ακραίο σύμβολο ετερότητας, τον αλλόθρησκο Τούρκο-, παροτρύνοντας στη διαφύλαξη της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας, με έμφαση στη χριστιανική πίστη, ρυθμίζουν τις γαμήλιες στρατηγικές με σκοπό τη διατήρηση της συνοχής της ομάδας, υπαγορεύουν τους ρόλους των ατόμων και το σεβασμό στην κοινωνική ιεραρχία, τονώνουν -πλαισιώνοντας τα λατρευτικά έθιμα- τη σχέση με την θρησκεία και την «παράδοση», διεκτραγωδώντας εντυπωσιακά με την «πολεμικότητά» τους τις σκληρές επιπτώσεις που θα επέφερε σε κάθε περίπτωση η παράβαση των θεσμών. Θα λέγαμε πως μετατρέπονται σε ιερά κείμενα, με διττό -φανερό και απόκρυφο- νόημα. 
Κάθε γενιά και κάθε ομάδα τα νοηματοδοτεί εκ νέου και τα αποκρυπτογραφεί διαφορετικά, σύμφωνα με την οπτική του φύλου, της ηλικίας κ.τ.λ., και κατά τις εκάστοτε ανάγκες της.
Έτσι, τα τραγούδια όπως και οι χοροί φέρουν σαφή τη σφραγίδα της ιδιαίτερης διαμορφούμενης τοπικότητας, που έχει τη δύναμη να ενσωματώνει ανά εποχή την επικαιρότητα, αποκαλύπτοντας την πολιτισμική δυναμική ως προς το πολιτικό -με την ευρεία έννοια- και το κοινωνικό γίγνεσθαι, καθώς και τους μηχανισμούς της αέναης αναπαραγωγής νοημάτων.
Μια βασική παρατήρηση που ισχύει για όλη την Ελλάδα, αλλά ιδιαίτερα για τις βόρειες περιοχές, είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η σταθερή εμμονή στο οθωμανικό παρελθόν, ως κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες που αφηγούνται τα περισσότερα τραγούδια ενώ άλλες νεότερες ιστορικές περίοδοι, ως σημεία αναφοράς, κραυγαλέα υπολείπονται. Το φαινόμενο είναι ενδιαφέρον να μελετηθεί. Η υπόθεση που έχω σχηματίσει είναι πως, πέρα από τις τρέχουσες ανάγκες μιας αντιπαλότητας που κάθε τόσο οργανωμένα αναβιώνει, το ιστορικό αυτό πλαίσιο λειτουργεί ως χώρος απυρόβλητος, όπου τα πιο τραυματικά νεότερα γεγονότα, οι συγκρούσεις με τους ομόθρησκους Βουλγάρους, οι εμφύλιοι σπαραγμοί, οι ξεριζωμοί και οι προσφυγιές, χάνουν την οξύτητά τους, μεταφερόμενα σε ένα ανώτερο φιλοσοφικό μυθικό επίπεδο.

Μιράντα Τερζοπούλου





  






Το κείμενο δημοσιεύεται με την προφορική μορφή της ανακοίνωσης που έγινε στην Επιστημονική Συνάντηση για τα Ακριτικά στην Ευρώπη, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 2425 Νοεμβρίου 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah