Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Ιδού μια αυθεντική μαρτυρία:

Εγώ ήμουνα ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Ο πατέρας μου πέ­θανε, όταν ήμουν 12 χρόνων. Έμεινα προστάτης σε 3 άλλα αγόρια και δύο αδελφές.
Το Σεπτέμβρη του 1916 με πήραν από το χωριό μου, το Αχιραχμαλού της περιφέρειας Ακ-νταγ-Ματέν, της νοτιότερης πόλης του Πόντου. Μετά από πορεία 35 ημερών και αφού στο δρόμο από τους 300 που ξεκινήσαμε υπέκυψαν στην πείνα και στις κακουχίες περίπου 70 άτομα -μην ξεχνάμε ότι μαζί μας ήταν άνδρες από 18 έως 50 χρόνων- φτάσαμε επιτέλους στο Κοζάτ, μια πόλη που κατοικούνταν από Κούρδους, Τούρκους και Αρμένιους (μέχρι το 1915 που τους σκότωσαν όλους). Εκεί ξεχώρισαν όσους μεγάλους ήξεραν μια τέχνη (κτίστη, αρτοποιού, σιδερά, καραγωγέα κ.λ.π) και τους υπόλοιπους περίπου 150 μας πήγαν στην πόλη Καρπέρ.
Η πόλη αυτή ήταν στα όρια της περιοχής των Κούρδων και πολύ κοντά στους χώρους στρατιωτικών επιχειρήσεων. Πολεμούσαν εκεί οι Τούρκοι με τους Ρώσους.
Η κατάστασή μας ήταν άθλια. Τα παπούτσια μας είχαν τρυπήσει και τα δέναμε με σπόγγους, για να τα συγκρατήσουμε. Ήμασταν άπλυτοι και εξαντ­λημένοι από τις πορείες, αλλά κυρίως από την πείνα.
Μας πήγαν σ' ένα άδειο στρατώνα, όπου συναντήσαμε άλλους 200 περί­που Έλληνες και Αρμένιους, που η φυσική τους κατάσταση ήταν χειρότερη από τη δική μας. Ένας ψηλός Τούρκος λοχαγός, συνοδευόμενος από δύο αν­θυπολοχαγούς και με τη βοήθεια 20 χωροφυλάκων μας έβαλε στη γραμμή και μας μίλησε.
"To tabour (τάγμα) που ήρθατε έχει ιερή αποστολή. Βοηθάει το στρατό μας στο δίκαιο αγώνα μας κατά των Ρώσων. Θέλω σκλη­ρή δουλειά και πειθαρχία. Προσέξτε, έχω δικαίωμα ζωής και θανά­του επάνω σας".
Όπλα δε μας έδωσαν, μόνη στρατιωτική μας εξάρτηση ήταν μια άθλια χλαίνη, αυτή για στρώμα, αυτή και για παλτό. Βρισκόμασταν στο τέλος Οκτώβρη και το χιόνι άρχισε να πέφτει στην περιοχή. Από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα κουβαλούσαμε πυρομαχικά κι' άλλα εφόδια στο στρατό, που πολεμούσε ή επισκευάζαμε τους δρόμους.
Ένα κομμάτι ψωμί και μια νερόβραστη σούπα, δυο φορές την ημέρα, ήταν το φαγητό μας.
Κάθε μέρα πέθαινε κάποιος από την εξάντληση ή το ξυλοκόπημα. Πολ­λές φορές τα παλιά μας τσαρούχια τα ψήναμε στη φωτιά, τα. αλατίζαμε και τα τρώγαμε.
Το Νοέμβρη άρχισε να μας θερίζει και ο τύφος, όμως το άνοιγμα των δρόμων από τα χιόνια, συνέχιζε και πολλές φορές αντικαθιστούσαμε τα ζώα στο να τραβάμε κάρα ή πυροβόλα.
Ευτυχώς σε λίγο, στην περιοχή οι Κούρδοι, ίσως υποκινούμενοι και από τους Ρώσους, ξεσηκώθηκαν. Επικράτησε μεγάλη αναταραχή. Στους δρόμους ανακατεύονταν στρατός, πρόσφυγες κι' εμείς των "ταγμάτων εργασίας". Η ευκαιρία ήταν μοναδική. 14 Έλληνες σκελετωμένοι το σκάσαμε. Οι περισσό­τεροι ήμασταν αγράμματοι, όμως 5 είχαν κάνει σπουδές στο εξωτερικό, στη Ρωσία, στην Οδησσό, στην Αθήνα.
Θυμάμαι ότι μετά από πέντε ώρες πορεία μπήκαμε στο ακραίο σπίτι ενός τούρκικου χωριού, απ' όπου πήραμε τρόφιμα και αμέσως φύγαμε χωρίς να πειράξουμε κανένα.
Όταν καθήσαμε να φάμε κρυμμένοι σε μια σπηλιά, ένας μορφωμένος, που μέχρι τότε έκανε τον αρχηγό, μας είπε:
"Είμαστε τώρα σαν τους μυρίους του Ξενοφώντα..." Οι μορφωμένοι τον χειροκρότησαν. Εμείς όμως δεν καταλάβαμε, γιατί. Αυτός συνέχισε με απλά λόγια:
"Κάποτε πριν γεννηθεί ο Χριστός βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Δαρείος και βασίλισσα η Παρυσάτιδα. Όταν αυτός πέθανε οι δυο γιοί του πολέμησαν ποιός θα τον διαδεχθεί. Τον ένα τον έλεγαν Κύρο και τον άλλο Αρταξέρξη.
Ο Κύρος ζήτησε τη βοήθεια των Ελλήνων. Έτσι μαζεύτηκαν περίπου 14.000 άνδρες και με αρχηγό το Σπαρτιάτη Κλέαρχο ξεκίνησαν για τη Μικρά Ασία. Χίλιοι περίπου μετάνιωσαν και γύρισαν πίσω στην Ελλάδα. Οι 12.900 όμως μετά από πορεία έξι μηνών έφτασαν κοντά στη Βαβυλώνα (τώρα τη λένε Βαγδάτη).
Έγινε μεγάλη μάχη κοντά στα Κούναξα. Οι Έλληνες στη δεξιά πλευρά νίκησαν, όμως ο Κύρος βρισκόταν στο κέντρο, όπου σκοτώθηκε. Ο στρατός του υποχώρησε. Οι Έλληνες έχασαν, ύστερα, από δόλο, πέντε στρατηγούς και τον αρχηγό τους τον Κλέαρχο.
Τότε ένας νέος και μορφωμένος που τον έλεγαν Ξενοφώντα, ανέλαβε την αρχηγία των Ελλήνων και ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασαν εδώ που είμαστε τώρα εμείς, στην περιοχή των Καρδούχων, δηλαδή των Κούρδων. Οι μορφωμένοι τον χειροκρότησαν και του φώναξαν: "Είσαι ο Ξενοφώντας μας, εμπρός πες μας το σχέδιό σου να σωθούμε". Αυτός, παρ' ότι αδυνατισμένος σαν σκελετός είχε πάνω του κάτι το αρ­χηγικό. Συνέχισε λοιπόν το λόγο του:
"Θα κάνουμε ό,τι έκανε εκείνος. Όλοι μαζί θα διασχίσουμε όρη και πο­ταμούς και θα φτάσουμε στην Τραπεζούντα, την πόλη που φιλοξένησε τους μυρίους του Ξενοφώντα. Εκεί είναι τώρα οι Ρώσοι.... Είναι κανείς που έχει αντίρρηση;".
Ένα μήνα περπατούσαμε. Στο δρόμο υπέκυψαν τρεις σύντροφοι μας. Πέσαμε πάνω σε τουρκικά στρατεύματα και χάσαμε άλλους δύο συντρόφους. Τελικά βρεθήκαμε στα ορεινά της περιοχής της Σαμψούντας. Εκεί συναντη­θήκαμε μ ' ένα Πόντιο οπλαρχηγό, ο οποίος μας έστειλε στην πόλη Σινώπη σε κάποιο σύνδεσμό του. Δυο από τους συντρόφους μας έμειναν μαζί του σαν αντάρτες. Έτσι οι υπόλοιποι επτά φτάσαμε στη Σινώπη κι' από εκεί με μικρή βάρκα πήγαμε στα ανοικτά της θάλασσας, όπου μας παρέλαβε ένα ρώσικο πολεμικό πλοίο και μας πήγε στο Βατούμ.
Το 1918, που τελείωσε ο πόλεμος, γύρισα στην πατρίδα μου. Όμως σε λίγο άρχισε η τρομοκρατία τον Κεμάλ και το Σεπτέμβρη τον 1919 πήρα μαζί με τον τρίτο αδελφό μου Ευριπίδη, περάσαμε στις γαλλικές γραμμές στην Κιλικία και από τη Μερσίνα με γαλλικό πλοίο ήρθαμε στην Καβάλα, όπου δουλεύαμε σαν νερουλάδες
(Αφήγηση Δημήτρη Τσιρκινίδη, λίγο πριν το θάνατό του το 1961).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah