Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Σύλληψη των οπλαρχηγών της Σαντάς και κάθοδος τους στην Ελλάδα

Ο φιλέλληνας Αλή Ουζούν Χαλήλ όγλου αρχές του 1921 πήγε και βρήκε τους οπλαρχηγούς της Σάντας στα κρησφύγετα τους και τους είπε αδελφικά τα εξής : "Σας λυπάμαι παιδιά για το κακό μήνυμα που σας φέρνω. Οι Τούρκοι της περιφέρειας μας έμαθαν την καταστροφή της  Ελλάδας και  πήραν θάρρος. Σήμερα ζητούν ευκαιρία για να σας εκδικηθούν. Εκτός τούτου έφυγαν στην Τραπεζούντα και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη και στην Ελλάδα όλοι οι Έλληνες του Πόντου, έφυγαν ακόμα και οι συμπολεμιστές σας ένας- ένας  και μείνατε μονάχα εσείς οι 8 αρχηγοί στο μέσον τόσων εχθρών που διψούν το αίμα σας. Αν θέλετε την ζωή σας φροντίστε με κάθε τρόπο να φύγετε είτε στην Ρωσία είτε στην Τραπεζούντα. Στην Τραπεζούντα δεν μπορεί η κυβέρνησή μας να σας τουφεκίσει  εξ αιτίας της αμνηστίας που σας δόθηκε. Από την Τραπεζούντα μπορείτε να φύγετε στην Ελλάδα."
 Οι οπλαρχηγοί είδαν ότι πράγματι κινδυνεύει η ζωή τους, γιατί το τουρκικό σωματείο
«Εθνική Άμυνα» ενήργησε κατά το 1923 και 1924 να εκδιωχθεί από τις εστίες του όλος ο ελληνικός πληθυσμός των περιφερειών Τραπεζούντας και Αργυρούπολης που τροφοδοτούσε τους αντάρτες, και τότε αποφάσισαν κι αυτοί να κατέβουν στην Τραπεζούντα και από κει να φύγουν στην Ελλάδα, εάν θα μπορούσαν. Ευχαρίστησαν λοιπόν τον Αλή, συνεννοήθηκαν με τον Ουζέτεν φίλο τους Λιμάν αγά και τους συγγενείς του Αλή  Οσμάν και Γιακούπ Ζαλούμογλου, πούλησαν σ' αυτούς τα όπλα τους πάμφθηνα και την  άνοιξη του 1924 κατέβηκαν μια νύχτα μυστικά στην Τραπεζούντα.
Αργυρούπολη-Gumushane
Εκεί κρύφτηκαν αρχικά στο ελληνικό σχολείο Δαφνούντας με σκοπό να επιβιβαστούν μυστικά σε κανένα βαπόρι για την Ελλάδα. Οι αντάρτες σ' όλο  διάστημα της τελευταίας δράσης τους είχαν τρεις Τούρκους συνεργάτες τον Αλή Oσμάν, τον Ελιάς και τον Σολέχ. Και οι τρεις αυτοί στα τελευταία εγκατέλειψαν την συνεργασία τους και ζητούσαν να προδώσουν τους αντάρτες.
Γι' αυτόν τον Αλή Οσμάν, δύο οπλαρχηγοί μας ο Αλέξης Σπυριδόπουλος και ο Χαράλαμπος Λαζαρίδης μας αφηγούνται τα παρακάτω: «Αυτός ο Αλή  Οσμάν είχε την καταγωγή του από τα Σούρμενα  και ήταν ο στόχος της τούρκικης αστυνομίας για κάτι εγκλήματα που έκαμε στο διάστημα του πολέμου. Επίσης τον κυνηγούσε κι ο Τούρκος αγάς Πατσόγλης  και αναγκάσθηκε να φύγει στο Σοχούμ του Καύκασου. Ο  Πατσόγλης τότε έστειλε δικούς του ανθρώπους στο Σοχούμ για να βρουν τον Αλή Οσμάν και να τον δολοφονήσουν. Ο Αλή Οσμάν έντρομος παρουσιάστηκε στην Επιτροπή των Σανταίων του Σοχούμ και ζήτησε την προστασία της. Η Επιτροπή συμφώνησε μαζί του να τον εντάξει στην δύναμη των ανταρτών μας, μα και αυτός υποσχέθηκε σε δεδομένη στιγμή να μας φυγαδέψει στη Ρωσία με φιλική του βενζινάκατο. Του έδωσε λοιπόν η επιτροπή συστατικά και τον έστειλε στη Σάντα, μα αυτός ύστερα από δωδεκάμηνη υπηρεσία στις τάξεις μας άλλαξε γνώμη και μελέτησε την προδοσία μας. 
Όταν μετά 12 μήνες του ζητήσαμε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του για την φυγάδευσή μας στη Ρωσία, έδειξε τάχα προθυμία, και τότε εμείς για μεγαλύτερη μας ασφάλεια πήραμε μαζί και τον Αλή Ουζούν Χαλήλ όγλου και κατεβήκαμε νύχτα στα Σούρμενα. Εκεί ο Αλής κι εμείς ακόμα είδαμε κάτι κινήσεις ύποπτες των φίλων του Αλή  Οσμάν και τον υποψιαστήκαμε Ο Αλής μάλιστα φοβήθηκε προδοσία εκ μέρους του και γύρισε πίσω, μαζί του δε γυρίσαμε κι εμείς στη Σάντα. Στο δρόμο όμως οι Τούρκοι φίλοι του Αλή Οσμάν έστησαν ενέδρα για να μας πιάσουν, επίσης και απόσπασμα στρατού ανέβηκε στο βουνό της Μούκουζης για να κόψει τον δρόμος μας για τη Σάντα, μα εμείς φύγαμε από ένα μονοπάτι και γλυτώσαμε, με πολλή όμως δυσκολία. 

Αυτά έγιναν τον Αύγουστο του 1922. Ο Αλή  Οσμάν δυσαρεστήθηκε  και για να μας εκδικηθεί κατατάχθηκε στη χωροφυλακή και βγήκε με αποσπάσματα στην καταδίωξή μας, τον προτιμούσε δε η τουρκική κυβέρνηση γιατί ήξερε, τα λημέρια μας και τον τρόπο της ζωής μας.  Εννοείται δεν πέτυχε τίποτε, γιατί εμείς ξέραμε να προφυλαχτούμε. Στο μεταξύ εμείς με την συμβουλή του Αλή Ουζούν Χαλήλ όγλου ετοιμαστήκαμε να κατεβούμε στην Τραπεζούντα, από κει  είχαμε σκοπό να επιβιβαστούμε κρυφά σε κανένα ελληνικό βαπόρι και να φύγομε στην Ελλάδα. Περνώντας από την Ούζη παραδώσαμε ότι είχαμε και δεν είχαμε στον Λιμάν αγά, τον Γιακούπ Ζαλούμογλου και τον Αλή Οσμάν-άλλος ήταν αυτός—και τους παρακαλέσαμε να κρατήσουν τα όπλα και να μας φέρουν στην Τραπεζούντα τα ρολόγια και τις ταμπακέρες μας αν κατεβούμε εκεί με το καλό. 
Ο φίλος Αλή Οσμάν και οι άλλοι παραδέχθηκαν, μα ο Αλή  Οσμάν μόλις είδε την θαυμάσια ταμπακιέρα του Αλέξη την ορέχτηκε και του την ζήτησε. Ο Αλέξης του την δώρισε με προθυμία, και ο Αλή Οσμάν δεν ήξερε πως να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Συχνά πυκνά μας επισκεπτόταν ο Γιακούπ στην Τραπεζούντα, όπου κρυφτήκαμε σε κάποιο ερημόσπιτο κολλημένο στο σπίτι του Απλάχ  και μας πρόσφερε μεγάλες Υπηρεσίες. Ο εχθρός Αλή Οσμάν με απόσπασμα κυνηγώντας μας πέρασε από την Ούζη  και κατά κακή σύμπτωση αντάμω­σε τον φίλο Αλή Οσμάν στον δρόμο και του ζήτησε ένα τσιγάρο. Ο φίλος Αλή Οσμάν ανύποπτος του άπλωσε την ταμπακιέρα που του δώρισε ο Αλέξης, ο εχθρός όμως Αλή Οσμάν επειδή του ήταν γνωστή η ταμπακιέρα του Αλέξη άρχισε ν’ αφρίζει σα λυσσασμένος, και μαζί με το απόσπασμα ξυλοκόπησε και αυτόν και την γυναί­κα του και τα κορίτσια του. Ύστερα τον απείλησε με θάνατο για να του υποδείξει το καταφύγιο μας στην Τραπεζούντα, και τότε ο φίλος Αλή Οσμάν και ο Γιακούπ αποφάσισαν να υποδείξουν το σπίτι όπου ήμαστε κρυμμένοι. Οι οπλαρχηγοί που κρυφτήκαμε στην Τραπεζούντα ήμαστε 8, οι Ευκλείδης Κουρτίδης, Κων/ντίνος Κουρτίδης Φίλιππος Κουρτίδης, Χριστόφορος  Αγγελίδης, Χαράλαμπος Αγγελίδης, Αλέξης Σπυριδόπουλος, Χαράλαμπος Λαζαρίδης και Παναγιώτης Γραντσάς.


 Από το σχολείο Δαφνούντας μετατοπισθήκαμε νύχτα σ’ ένα απόκεντρο σπίτι που ήταν κολλημένο στο σπίτι του Αβραάμ Απλάχ για να μην μας πάρει μυρουδιά  η Αστυνομία. Εμπιστευτήκαμε τότε το παν στον Γιακούπ γιατί ήταν άξιος εμπιστοσύνης, μα πολλοί Τούρκοι τον συκοφάντησαν σαν κατάσκοπο και τροφοδότη μας  και έτσι τον πίεσε η Αστυνομία να υποδείξει το καταφύγιο μας. Τέλος ένα πρωί του Φλεβάρη του 1924 όλη η Αστυνομική δύναμη της Τραπεζούντας κινητοποιήθηκε για την σύλληψή μας. Εμπρός ο Γιακούπ και πίσω η αστυνομία χτύπησαν την πόρτα του ερημόσπιτου ό­που ήμαστε κρυμμένοι και μας έπιασαν όλους. Όλος ο τούρκικος όχλος της Τραπεζούντας ξεχύθηκε στους δρόμους για να δει τι θεριά ήσαν αυτοί οι αντάρτες της Σάντας που κατατρόμαξαν την ύπαιθρο. Μερικοί Τούρκοι ύψωναν απειλητικά τις γροθιές τους, μα οι Αστυνόμοι παραμέρισαν τα πλήθη και δεν επέτρεψαν σε κανένα να επιτεθεί εναντίον μας, έως ότου μας έφεραν στις κεντρικές φυλακές του Διοικητηρίου. Εκεί ήσαν φυλακισμένοι όλοι οι Τούρκοι κακούργοι της Γεμουράς, οι οποίοι μόλις μας είδαν άρχισαν να μουρμουρίζουν και να ετοιμάζουν φονικά όργανα για να μας εκτελέσουν την πρώτη βραδιά. Τον κίνδυνο τον αντιληφθήκαμε και ειδοποιήσαμε τον διευθυντή των φυλακών, ο οποίος απομάκρυνε τους Τούρκους και τους έριξε στον πάνω όροφο των φυλακών, μα επειδή και από κει υπήρχε κίνδυνος να μας πυροβολήσουν αναγκάσθηκε ο διευθυντής της φυλακής να τους απομακρύνει σε άλλο διαμέρισμα των φυλακών. 
Στις φυλακές μείναμε για αρκετούς μήνες, μα η φτώχεια απ’ τη μια μεριά και ο κατατρεγμός των Τούρκων απ’ την άλλη έκαναν την ζωή μας ανυπόφορη».
Οι Τούρκοι της περιφέρειας Σάντας προπαντός ζητούσαν το κεφάλι των ανταρ­τών επί πίνακι. Πολλοί απ' αυτούς κατέβηκαν στην Τραπεζούντα και υπέβαλαν μηνύσεις εναντίον των οπλαρχηγών για φόνους, ζωοκλοπές, ληστείες κλπ. Φώναξαν πολλές φορές ο ανακριτής και ο εισαγγελέας στα γραφεία τους, τους οπλαρχηγούς και τους πήραν ανακρίσεις. Οι οπλαρχηγοί τις κατηγορίες των φόνων τις αρνήθηκαν , μα για τις ζωοκλοπές πρόβαλαν την δικαιολογία ότι τα ζώα ήσαν ιδιοκτησία των Σανταίων, και ότι βρέθηκαν στην ανάγκη να τα πάρουν πίσω από τα χέρια των Τούρκων. 
Οι δικαστικές αρχές πείστηκαν στα λεγόμενα των οπλαρχηγών  και  όταν μια μέρα παρουσιάστηκε ο Εγιούπ απ’ το Γουλιτσάνων με μια μήνυση εναντίον των οπλαρχηγών για την αρπαγή των 80 προβάτων του, ο εισαγγελέας έπιασε έσχισε την μήνυσή του και τον απέπεμψε. Ο Εισαγγελέας αυτός ακούστηκε μια μέρα να λέει στους οπλαρχηγούς: "Εσείς κύριοι να δοξάσετε τον Αλλάχ που πέσατε στα χέρια της αστυνομίας η οποία σας προφύλαξε από την μανία του όχλου. Τι θα γινόσαστε αν ο τουρκικός λαός μυριζόταν πριν από την αστυνομία το καταφύγιό σας!» 
Τους αντάρτες μας τους προστάτευε και η συνθήκη της Λωζάνης  και έτσι μέχρι τέλους δεν έπαθαν τίποτε. Η Επιτροπή από τους κ. Λάμπρο Λαμπριανίδη και τον Ελβετό Σάτμαν κατόρθωσε τον Ιούνιο του 1924 να κατεβάσει τους  οπλαρχηγούς με αυτοκίνητο στην παραλία και να τους στείλει στην Ελλάδα με το βαπόρι "ΚΑΒΑΛΑ".
Ευτυχώς κατά την κάθοδο τους απο το Διοικητήριο στην παραλία οι οπλαρχηγοί δεν διέτρεξαν κανένα κίνδυνο λόγω της παρουσίας της επιτροπής. Μόλις έφτασαν στην Ελλάδα οι οπλαρχηγοί μπήκαν στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου Πειραιά και απο εκεί μετά απο είκοσι μέρες τους έστειλαν οι αρχές στη Θεσσαλονίκη.
Από την Θεσσαλονίκη οι περισσότεροι, προπαντός οι Κουρτιδαίοι πήγαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Νέα Σάντα του νομού Κιλκίς. 


Μιλτιάδης Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός-Ιστοριογράφος της Σάντας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah