Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Ο Ισμαήλ Χακκή εφέντης.

Το βράδυ της ημέρας που έφυγαν οι Τούρκοι τσετέδες, μέσα του Μάρτη του 1918, έφτασε στο Ισχανάντων ο αξιωματικός χωροφυλακής Ισμαήλ Χακκή εφέντης με 25 χωροφύλακες. Αυτός ήταν Μακεδόνας δάσκαλος το επάγγελμα ευγενής και φιλοπρόοδος.
Ισχανάντων  Σαντάς

 Ένα πρωί κάλεσε όλους τους προεστούς της Σαντάς και τους είπε: "Κύριοι εις το εξής πρέπει να είστε νομοταγείς, γιατί η κυβέρνηση δεν αστειεύεται. Ας έρθουν να παραδοθούν με τα όπλα τους οι οπλίτες σας, γιατί τους δίδεται αμνηστία. Ας πάψει το αλληλοφάγωμα μεταξύ μας, γιατί αυτό  είναι το συμφέρον σας και το συμφέρον μας. Αν αφήσετε τα παλιά και επανέρχεστε στον κανονικό δρόμο, δεν θα επιτρέψω κανένα Τούρκο να σας ενοχλήσει. Ας είστε βέβαιοι γι' αυτό". 
Και πραγματικά κράτησε την υπόσχεση του. Σε λίγες μέρες ήρθαν  ο Σεΐτ αγάς, ο Κάλφας και μερικοί άλλοι αρχιτσετέδες για να εισβάλουν στη Σαντά και να την λαφυραγωγήσουν. Ο Ισμαήλ  Χακκή μόλις είδε τον Κάλφα, τον κάλεσε και του είπε: "Σουλεϊμάν εφέντη, σοϊλέ σάνα πανά, ερκέκ μη σιν καρή μη σιν; Νε ιστίορσιν Σάναγια; τσαπούκ τσικ Σάντανην ετραφιντάν" (Σουλεϊμάν εφέντη, πες μου άντρας  είσαι ή γυναίκα; Τι γυρεύεις στη Σαντά; Γρήγορα να βγεις από τα σύνορα της Σαντάς). Με αυτόν τον τρόπο σταμάτησε τις επιδρομές των τσετέδων στη Σαντά.                                                                
Οι αντάρτες της Σαντάς βρήκαν την ευκαιρία να παρουσιαστούν στον καλόν αυτόν αξιωματικό, να τον ευχαριστήσουν για τον υπέρ της Σαντάς ενδιαφέρον και να παραδώσουν τα όπλα τους, όχι όμως  τα όπλα αξίας αλλά τα σκουριασμένα παλιοτούφεκα χωρίς  να διαμαρτυρηθεί γι' αυτό ο αξιωματικός. Σε όλο λοιπόν το διάστημα της παραμονής του Ισμαήλ Χακκή στη Σαντά δεν υπήρχε ζήτημα ανταρτών Σαντάς και ο κάθε Σανταίος εργάζονταν και ζούσε με τον ιδρώτα του προσώπου του χωρίς φόβο και χωρίς κίνδυνο. Τότε κατοικήθηκε  εκ νέου το χωριό Κοπαλάντων που ερημώθηκε δύο μήνες πριν.
Η τοποθέτηση του Ισμαήλ Χακκή στη Σαντά συνετέλεσε στο ν'  αποκατασταθεί αμέσως  η συγκοινωνία  Σαντάς -Τραπεζούντας. Φορτώνονταν oι Σανταίες τα βούτυρα, τα τσορτάνια και τ' άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα και κατέβαιναν  στην Τραπεζούντα, όπου τα πουλούσαν  και προμηθεύονταν με την  αξία τους καλαμπόκι και άλλα τρόφιμα. Η παρέα αυτή λεγόταν πόστα, και την πόστα αυτή συνόδευαν πάντοτε 5- 6 χωροφύλακες.
Οι Τούρκοι γειτόνοι μας δεν ήσαν ικανοποιημένοι με τις ληστείες που μας κάνανε συχνά πυκνά, παρά έρχονταν και διαμαρτύρονταν στον Ισμαήλ Χακκή για κλεψιές που τους κάνανε οι  αντάρτες μας. Ο Ισμαήλ γνώστης των προσώπων και πραγμάτων τους  έδιωχνε και απαγόρευε σε κάθε Τούρκο ν' ανέβει στη Σαντά αδικαιολόγητα.
Κόντευε  το Πάσχα, Κατά την Μεγάλη Εβδομάδα στην  ακολουθία των παθών παρευρέθηκε ο αξιωματικός με μερικούς χωροφύλακες και παρακολουθούσε στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής με μεγάλο ενδιαφέρον την ακολουθία. Τότε οι αντάρτες μας είχαν την καλή έμπνευση  να συστήσουν στον Γιάννη Κουφατσή να προσφωνήσει τον καλόν αυτόν αξιωματικό. Ο Ισμαήλ Χακκή απάντησε συγκινημένος και από τότε πολλαπλασίασε το ενδιαφέρον του για τη Σαντά, την οποία βάλθηκε να φυλάξει από κάθε επιβουλή των περίοικων Τούρκων.  Μας ήρθε και το Πάσχα. Ησυχία και ασφάλεια με το παραπάνω. Πείνα όμως και δυστυχία αφάνταστη! Ο αξιωματικός πάλι ήρθε στην  εκκλησία και μόλις βγήκε το πλήθος έξω στο προαύλιο της εκκλησίας για το Χριστός Ανέστη , διέταξε τους χωροφύλακες να πυροβολήσουν στον αέρα για ένδειξη εκτιμήσεως στη θρησκεία μας. Παρά την καλή συμπεριφορά του ευγενούς αυτού αξιωματικού ο πληθυσμός της Σαντάς δε μπορούσε να χαρεί τη μεγάλη αυτή γιορτή της χριστιανοσύνης εξ αιτίας της πείνας, των στερήσεων και των κακουχιών.
Ο αξιωματικός το κατάλαβε και έδωσε θάρρος και του παρακίνησε να παίξουν τη λύρα και να χορέψουν για να ξεχάσουν τον πόνο τους.
Είδαμε πως οι γείτονοι μας Τούρκοι δεν μας χώνευαν. Η καλή συμπεριφορά του Ισμαήλ Χακκή απέναντι μας τους εξαγρίωσε. Αποφάσισαν ναι και καλά να προβούν σε κακουργήματα, σε εγκλήματα εναντίον του άμαχου πληθυσμού της Σαντάς. Η πόστα έφυγε στην Τραπεζούντα στις 5 του Μάη 1918 και στις 10 του ιδίου γύρισε με συνοδεία 6 χωροφυλάκων. Οι δολοφόνοι και κακούργοι γείτονες μας με αρχηγό τον Χατίπ Μεχμέτ κρύφτηκαν μέσ’ στη χαράδρα Κιμισλή και όταν ήλθε να περάσει  η πόστα των Σανταίων υποχρέωσαν  τους πρώτους της πόστας να καθίσουν. Τα άλογα και οι χωροφύλακες ήσαν πίσω. Στο μεταξύ οι Ισχανανταίοι και πολλοί  από  τ' άλλα χωριά βγήκαν στο Κιμισλή για να συναντήσουν την πόστα και να πάρουν λίγα από το φόρτωμα των 30 και 50 οκάδων που είχε στην πλάτη του ο καθένας από τους ταξιδιώτες. Οι ληστές ρώτησαν τότε να μάθουν ποια είναι η Φολίνα, η σύζυγος του Χριστόφορου Κίρτογλου και χωρίς να περιμένουν απάντηση πυροβόλησαν και σκότωσαν αντί της Φολίνας την Ποινή την κόρη του Χριστόφορου Αμοιρίδη. Μετά τον σκοτωμό της Ποινής κατάλαβαν το λάθος τους, ερεύνησαν και την βρήκαν την Φολίνα και σκότωσαν και αυτή. Επίσης σκοτώσανε και την Βασίλα γυναίκα του Γεωργίου Ποροζάν. Οι κακούργοι αυτοί που διψούσαν για αίμα ελληνικό έριξαν και στους Περικλή  Λιανίδη και Θεοφύλακτο Μεμίσ και σκότωσαν και αυτούς. Επίσης τραυμάτισαν και τον Γεώργιο Πηλείδη και μόλις κατέφθασαν οι χωροφύλακες τους απείλησαν να μην κινηθούν.

Τότε με όλη την άνεση τους πήραν τα φορτωμένα άλογα με τους αγωγιάτες και πήραν κατεύθυνση προς την τοποθεσία τη Τσαλαπόγλη τα ταφία. Στο δρόμο οι αγωγιάτες κατόρθωσαν να δραπετεύσουν και να σώσουν τη ζωή τους, αλλά ο Χαράλαμπος ο γιος του Χριστόφορου Χαρατσή και λίγοι άλλοι δεν μπόρεσαν να δραπετεύσουν και ακολούθησαν τους ληστές, οι οποίοι τους κατακρεούργησαν όλους. Αυτούς τους βρήκανε οι χωροφύλακες σκοτωμένους και ενέργησαν να μεταφερθούν τα πτώματα τους στη Σαντά και να ταφούν. Τα άλογα έμειναν απείραχτα με το φορτίο τους. Συνολικά σκοτώθηκαν 9 άντρες και γυναίκες. Τους έφεραν στο Ισχανάντων και τους κήδεψαν εκεί, και όλος ο πληθυσμός της Σαντάς έκλαιε για τον χαμό των αδικοσκοτωμένων αυτών πλασμάτων. Ο Ισμαήλ Χακκή εξέφρασε τη μεγάλη λύπη για τον σκοτωμό τόσων αθώων υπάρξεων, μα δε μπόρεσε να καταδιώξει τους δολοφόνους. Οι αντάρτες τότε σφίξανε τις γροθιές τους και ζητούσαν εκδίκηση και η εκδίκηση δεν άργησε να 'ρθεί αυστηρή και αδυσώπητη.
Τέλη του Μάη του 1918 ο Ισμαήλ Χακκή μετατέθηκε στο Ρίζαιο και τότε η Σαντά έμεινε απροστάτευτη. Εκεί επεδίωξε την ίδια αυστηρότητα και τιμωρούσε αυστηρά τον κάθε εγκληματία. Οι αγάδες του Ριζαίου και των Σουρμένων είχαν πάντοτε υποχείριους τους εκάστοτε αξιωματικούς της χωροφυλακής και δεν μπορούσαν ν' ανεχθούν τα χαλινάρια που τους έβαλε ο Ισμαήλ Χακκή. Προκάλεσαν λοιπόν έναν ύποπτο καυγά αναμεταξύ τους και πήγε να επέμβει ο Ισμαήλ τον σκότωσαν. Η Σαντά τον έκλαψε πικρά.



Μιλτιάδης  Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της  Σαντάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah