Ηθοϊστορική διατριβή αποτελεί η ακόλουθη αναφορά στον Ιμεραίο Παναγιώτη (Πανίκα) Ευθυβούλη του Δημητρίου και της Σοφίας, που γεννήθηκε το 1877 και πέθανε το 1975 στο Πανόραμα.
Το επίθετο Ευθυβούλης και τα άλλα επίθετα
Ο Πανίκας ήταν σύζυγος της θείας μου Θεοπίστης Ευθυβούλη, το γένος Ευστάθιου Πλακίδα. Αδελφή του Ευστάθιου και θεία της Θεοπίστης ήταν η Σοφία του Θεοφύλακτου Α. Κοϊμτσή (Χρυσοχόου). Με τον Πανίκα, τη Θεοπίστη και τα τέσσερα παιδιά τους ήμασταν γείτονες και πολύ αγαπημένοι στη Νέα Κρώμνη Δράμας, στην ακροδυτική περιοχή, την Τσοπάγκα, στην οδό Μητροπολίτη Λαυρεντίου.
Το επίθετο «Ευθυβούλης» διατηρήθηκε ελληνικό, σε μια εποχή που, συνήθως, οι Κρωμναίοι είχαν εκτουρκισμένα επίθετα, όπως Τσιαχούρτς = Γαλανός, Μπαϊραχτάρτς = Σημαιοφορίδης, Ντεμιρτζής = Σιδηρόπουλος κ. τ. λ. Η Κρώμνη, στην καθημερινή ομιλία, λέγεται Κρωμ’, και είναι ενδεχόμενο να είναι και αυτό προϊόν εκτουρκισμού. Βολεύει, βέβαια, να λέμε Κρωμέτες αντί Κρωμναίος. Ο εκτουρκισμός, πιο συχνά, αφορά τη ρίζα του ονόματος μόνον, όπως Κουγιουμ-τσίδης, Παχατουρ-ίδης κ. ά.
Απονομή του ονόματος από το Πατριαρχείο
Εντύπωση προκαλεί, όμως, το γεγονός της διατήρησης της ελληνικότητας του «Ευθυβούλης», όταν αυτή συσχετισθεί με την τιμητική, από μέρους του Πατριαρχείου, απονομή του ονόματος σε εξέχουσες φυσιογνωμίες, όπως.
1. Στον καθηγητή φιλοσοφίας της Μεγάλης του Γένους Σχολής, Ξηροκρήνης, τον Κωνσταντίνο Ευθυβούλη (1815-1859), γιο του Χιώτη Δημήτριου Βάβουρα - Δημητριάδη, και
2. Στον μητροπολίτη Εφέσου Ιωακείμ Ευθυβούλη, το γένος Δημητριάδη (1855-1920).
Αυτοί δεν κατάγονταν από τον Πόντο, είναι, όμως, ενδεχόμενο κάτι παρόμοιο να συνέβη και με τους Ευθυβολαίους της Ίμερας.
Φυτώριο διακεκριμένων φυσιογνωμιών
Ήσαν σχετικά πολυάριθμοι οι Ευθυβουλαίοι στην Ίμερα και ήσαν, μάλλον, συγγενείς. Δεν υπήρχε, πάντως, κάποια παλιά ενορία Ευθυβουλάντων και δεν θα ήταν εύκολο, εξάλλου, να ερευνηθεί η τυχόν γενεαλογική σχέση μεταξύ τους. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ότι οι Ευθυβουλαίοι υπήρξαν φυτώριο διακεκριμένων φυσιογνωμιών. Αναφέρονται από τους καθηγητές Αγαθάγγελο Ισαάκ Φωστηρόπουλο και Παναγιώτη Γεωργ. Τανιμανίδη, μεταξύ άλλων, τέσσερις Ιμεραίοι ιερωμένοι, κατά τον 19ο αιώνα, με το επίθετο Ευθυβούλης: ο πρωτοσύγκελος Γερβάσιος και οι ιερείς Τιμόθεος, Δημήτριος και Ιωάννης, που ιερουργούσαν στις ενοριακές εκκλησίες της Ίμερας, οι οποίες ήταν αρκετές, σύμφωνα με το δίστιχο: «Τη Ίμερας και τη Κρωμί τα τράντα ενορίας, ημ’σοί εχάθαν σ’ ασκερλούκ, ημ’σοί σα εξορίας». Το δίστιχο αναφέρεται στις απώλειες πληθυσμού λόγω της τακτικής των Νεότουρκων.
Ο πρωτοσύγκελος, πιθανόν να ήταν συγγενής με τον Παπατιμόθεο- της ενορίας Ζιτράντων και οι δύο - και με τον Παπαδημήτρη. Ο Παπατιμόθεος συγγενεύει με τον καθηγητή Γεώργιο Ευθυβούλη, τον Παπαδημήτρη, τον έφορο Δημήτριο Ευθυβούλη και είναι ο μετέπειτα μητροπολίτης Θεοδοσιούπολης-υπέρτιμος και έξαρχος Αρμενίας. Ο Παπαδημήτρης, με την πρεσβυτέρα του Μαρία, απέκτησαν έξι ή εφτά θυγατέρες, από τις οποίες, η Σωτήρα είναι η μητέρα του καθηγητή Παναγιώτη Τανιμανίδη, προέδρου της «Παναγίας Σουμελά». Ο σύζυγος της Σωτήρας, ο Παπαγιώργης Τανιμανίδης, τιτλούχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπήρξε δυναμικός και δραστήριος. Κατόρθωσε να φέρει στους Τοξότες Ξάνθης και στη Νεάπολη Κοζάνης αρκετά ιερά κειμήλια, εικονίσματα κ. ά. Όπως προαναφέρθηκε, όλοι oι παραπάνω συγγενεύουν μεταξύ τους.
Αρκετοί εκπαιδευτικοί Ευθυβουλαίοι
Εκπαιδευτικοί Ιμεραίοι υπήρξαν αρκετοί και ανάμεσά τους κατέχουν σεβαστή μερίδα οι Ευθυβουλαίοι. Αναφέρονται τουλάχιστον τρεις:
1. Ο καθηγητής Γεώργιος Ευθυβούλης, που αποφοίτησε από το Φροντιστήριο Τραπεζούντας το 1865 και μπήκε χωρίς εξετάσεις στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, στο εξής, να μπαίνουν στο πανεπιστήμιο Αθηνών χωρίς εξετάσεις οι απόφοιτοι του Φροντιστήριου Τραπεζούντας.
Το 1868 εκλέχθηκε πρόεδρος του συλλόγου των Αθηνών «Παρνασσός» και το 1869 διορίστηκε καθηγητής στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Από το 1873 έως το 1878 ήταν διευθυντής στο Φροντιστήριο Αργυρούπολης, από όπου παραιτήθηκε και επέστρεψε τον ίδιο χρόνο στην Τραπεζούντα μετά από πρόσκληση να διευθύνει το Φροντιστήριο. Μάταια ο μητροπολίτης Χαλδίας Γερβάσιος Α. Σουμελίδης τον παρακαλούσε να μην εγκαταλείπει την Αργυρούπολη. Τη θέση του στην Αργυρούπολη πήρε ο Γερβάσιος Ωρολογάς, υπότροφος του Γερβάσιου Α. Σουμελίδη (περισσότερα βλέπε στα «Ποντιακά Φύλλα», επανέκδοση του εκδοτικού οίκου των Αδελφών Κυριακίδη).
Η περίπτωση του Ιγνάτιου Ευθυβούλη
2. Ο Ιγνάτιος Ευθυβούλης, αναφέρεται από τον Παναγιώτη Γ. Τανιμανίδη ως διατελέσας δάσκαλος και στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Γι’ αυτόν, ο Γεώργιος Π. Σιαμανίδης, που εργαζόταν σε τράπεζα, έδωσε τις εξής πληροφορίες: Τον είχαμε δάσκαλο στην Ίμερα. Εγώ ήμουν πέντε ετών, οι τρεις αδελφές μου, καθώς και η Μαρίκα του Γαλανού (κατόπιν Αμ-βροσιάδου), η Δέσποινα Μαυροπούλου (Πιπίνα) και άλλα παιδιά.
Ο Ιγνάτιος έπαιζε βιολί και μας μάθαινε το τραγούδι «Εις το βουνό ψηλά εκεί είν’ εκκλησιά ερημική, το σήμαντρό της δεν χτυπά, δεν έχει ψάλτη ούτε παπά ...». Ήταν ένας τρόπος να μάθουμε νεοελληνικά. Ήταν χιουμορίστας και έβγαζε στα παιδιά παρατσούκλια. Εμένα, που έκανα κάποια μικρή αταξία, με πλησιάζει, ακουμπά τις γροθιές του στους κροτάφους μου και απαγγέλλει: «Ανάθεμά σε, αφορισμένον! Εσέν όποιος ελέπ’ εθαρρεί μερμήκαν ’κι πατείς. Άμα, άμον ντο εγροικώ εγώ, καμέλ’ πα εσύ πατείς!».
Η γυναίκα του, η Λισάφ, ήταν γιαγιά της Δέσποινας (Πιπίνας) Μαυροπούλου, συζύγου του Πανοραμίτη Σπύρου Παπαδόπουλου. Η Πιπίνα ήταν κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη από την Κλεονίκη Κοσμίδου, που ζει στο Πανόραμα και πρόσφατα μου ανέφερε ένα άλλο ανέκδοτο του. Ο Ιγνάτιος Ευθυβούλης αγαπούσε τα άνθη, ιδιαιτέρως τις βιολέτες (ίον το εύοσμον, ποντιακά τουτουγιάδες) και έκανε χαρές στην ανθοφορία τους. Μια μέρα τον άκουσαν να ανακράζει πλήρης ενθουσιασμού: «Λισά, Λισάφ, Λισάαφ!, το ίον άνθισε!». Ήταν καλός άνθρωπος. Έπαιζε το βιολί του και στα άλλα σχολεία της περιοχής. Εγκαταστάθηκε και εργάστηκε στη Νεάπολη Κοζάνης, χωρίς να του δοθεί σύνταξη.
Πανίκας Ευθυβούλης (1877-1975) |
Ο Πανίκας ήταν σύζυγος της θείας μου Θεοπίστης Ευθυβούλη, το γένος Ευστάθιου Πλακίδα. Αδελφή του Ευστάθιου και θεία της Θεοπίστης ήταν η Σοφία του Θεοφύλακτου Α. Κοϊμτσή (Χρυσοχόου). Με τον Πανίκα, τη Θεοπίστη και τα τέσσερα παιδιά τους ήμασταν γείτονες και πολύ αγαπημένοι στη Νέα Κρώμνη Δράμας, στην ακροδυτική περιοχή, την Τσοπάγκα, στην οδό Μητροπολίτη Λαυρεντίου.
Το επίθετο «Ευθυβούλης» διατηρήθηκε ελληνικό, σε μια εποχή που, συνήθως, οι Κρωμναίοι είχαν εκτουρκισμένα επίθετα, όπως Τσιαχούρτς = Γαλανός, Μπαϊραχτάρτς = Σημαιοφορίδης, Ντεμιρτζής = Σιδηρόπουλος κ. τ. λ. Η Κρώμνη, στην καθημερινή ομιλία, λέγεται Κρωμ’, και είναι ενδεχόμενο να είναι και αυτό προϊόν εκτουρκισμού. Βολεύει, βέβαια, να λέμε Κρωμέτες αντί Κρωμναίος. Ο εκτουρκισμός, πιο συχνά, αφορά τη ρίζα του ονόματος μόνον, όπως Κουγιουμ-τσίδης, Παχατουρ-ίδης κ. ά.
Απονομή του ονόματος από το Πατριαρχείο
Εντύπωση προκαλεί, όμως, το γεγονός της διατήρησης της ελληνικότητας του «Ευθυβούλης», όταν αυτή συσχετισθεί με την τιμητική, από μέρους του Πατριαρχείου, απονομή του ονόματος σε εξέχουσες φυσιογνωμίες, όπως.
1. Στον καθηγητή φιλοσοφίας της Μεγάλης του Γένους Σχολής, Ξηροκρήνης, τον Κωνσταντίνο Ευθυβούλη (1815-1859), γιο του Χιώτη Δημήτριου Βάβουρα - Δημητριάδη, και
2. Στον μητροπολίτη Εφέσου Ιωακείμ Ευθυβούλη, το γένος Δημητριάδη (1855-1920).
Αυτοί δεν κατάγονταν από τον Πόντο, είναι, όμως, ενδεχόμενο κάτι παρόμοιο να συνέβη και με τους Ευθυβολαίους της Ίμερας.
Φυτώριο διακεκριμένων φυσιογνωμιών
Ήσαν σχετικά πολυάριθμοι οι Ευθυβουλαίοι στην Ίμερα και ήσαν, μάλλον, συγγενείς. Δεν υπήρχε, πάντως, κάποια παλιά ενορία Ευθυβουλάντων και δεν θα ήταν εύκολο, εξάλλου, να ερευνηθεί η τυχόν γενεαλογική σχέση μεταξύ τους. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ότι οι Ευθυβουλαίοι υπήρξαν φυτώριο διακεκριμένων φυσιογνωμιών. Αναφέρονται από τους καθηγητές Αγαθάγγελο Ισαάκ Φωστηρόπουλο και Παναγιώτη Γεωργ. Τανιμανίδη, μεταξύ άλλων, τέσσερις Ιμεραίοι ιερωμένοι, κατά τον 19ο αιώνα, με το επίθετο Ευθυβούλης: ο πρωτοσύγκελος Γερβάσιος και οι ιερείς Τιμόθεος, Δημήτριος και Ιωάννης, που ιερουργούσαν στις ενοριακές εκκλησίες της Ίμερας, οι οποίες ήταν αρκετές, σύμφωνα με το δίστιχο: «Τη Ίμερας και τη Κρωμί τα τράντα ενορίας, ημ’σοί εχάθαν σ’ ασκερλούκ, ημ’σοί σα εξορίας». Το δίστιχο αναφέρεται στις απώλειες πληθυσμού λόγω της τακτικής των Νεότουρκων.
Ο πρωτοσύγκελος, πιθανόν να ήταν συγγενής με τον Παπατιμόθεο- της ενορίας Ζιτράντων και οι δύο - και με τον Παπαδημήτρη. Ο Παπατιμόθεος συγγενεύει με τον καθηγητή Γεώργιο Ευθυβούλη, τον Παπαδημήτρη, τον έφορο Δημήτριο Ευθυβούλη και είναι ο μετέπειτα μητροπολίτης Θεοδοσιούπολης-υπέρτιμος και έξαρχος Αρμενίας. Ο Παπαδημήτρης, με την πρεσβυτέρα του Μαρία, απέκτησαν έξι ή εφτά θυγατέρες, από τις οποίες, η Σωτήρα είναι η μητέρα του καθηγητή Παναγιώτη Τανιμανίδη, προέδρου της «Παναγίας Σουμελά». Ο σύζυγος της Σωτήρας, ο Παπαγιώργης Τανιμανίδης, τιτλούχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπήρξε δυναμικός και δραστήριος. Κατόρθωσε να φέρει στους Τοξότες Ξάνθης και στη Νεάπολη Κοζάνης αρκετά ιερά κειμήλια, εικονίσματα κ. ά. Όπως προαναφέρθηκε, όλοι oι παραπάνω συγγενεύουν μεταξύ τους.
Γεώργιος Ευθυβούλης |
Αρκετοί εκπαιδευτικοί Ευθυβουλαίοι
Εκπαιδευτικοί Ιμεραίοι υπήρξαν αρκετοί και ανάμεσά τους κατέχουν σεβαστή μερίδα οι Ευθυβουλαίοι. Αναφέρονται τουλάχιστον τρεις:
1. Ο καθηγητής Γεώργιος Ευθυβούλης, που αποφοίτησε από το Φροντιστήριο Τραπεζούντας το 1865 και μπήκε χωρίς εξετάσεις στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, στο εξής, να μπαίνουν στο πανεπιστήμιο Αθηνών χωρίς εξετάσεις οι απόφοιτοι του Φροντιστήριου Τραπεζούντας.
Το 1868 εκλέχθηκε πρόεδρος του συλλόγου των Αθηνών «Παρνασσός» και το 1869 διορίστηκε καθηγητής στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Από το 1873 έως το 1878 ήταν διευθυντής στο Φροντιστήριο Αργυρούπολης, από όπου παραιτήθηκε και επέστρεψε τον ίδιο χρόνο στην Τραπεζούντα μετά από πρόσκληση να διευθύνει το Φροντιστήριο. Μάταια ο μητροπολίτης Χαλδίας Γερβάσιος Α. Σουμελίδης τον παρακαλούσε να μην εγκαταλείπει την Αργυρούπολη. Τη θέση του στην Αργυρούπολη πήρε ο Γερβάσιος Ωρολογάς, υπότροφος του Γερβάσιου Α. Σουμελίδη (περισσότερα βλέπε στα «Ποντιακά Φύλλα», επανέκδοση του εκδοτικού οίκου των Αδελφών Κυριακίδη).
Η περίπτωση του Ιγνάτιου Ευθυβούλη
2. Ο Ιγνάτιος Ευθυβούλης, αναφέρεται από τον Παναγιώτη Γ. Τανιμανίδη ως διατελέσας δάσκαλος και στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Γι’ αυτόν, ο Γεώργιος Π. Σιαμανίδης, που εργαζόταν σε τράπεζα, έδωσε τις εξής πληροφορίες: Τον είχαμε δάσκαλο στην Ίμερα. Εγώ ήμουν πέντε ετών, οι τρεις αδελφές μου, καθώς και η Μαρίκα του Γαλανού (κατόπιν Αμ-βροσιάδου), η Δέσποινα Μαυροπούλου (Πιπίνα) και άλλα παιδιά.
Ο Ιγνάτιος έπαιζε βιολί και μας μάθαινε το τραγούδι «Εις το βουνό ψηλά εκεί είν’ εκκλησιά ερημική, το σήμαντρό της δεν χτυπά, δεν έχει ψάλτη ούτε παπά ...». Ήταν ένας τρόπος να μάθουμε νεοελληνικά. Ήταν χιουμορίστας και έβγαζε στα παιδιά παρατσούκλια. Εμένα, που έκανα κάποια μικρή αταξία, με πλησιάζει, ακουμπά τις γροθιές του στους κροτάφους μου και απαγγέλλει: «Ανάθεμά σε, αφορισμένον! Εσέν όποιος ελέπ’ εθαρρεί μερμήκαν ’κι πατείς. Άμα, άμον ντο εγροικώ εγώ, καμέλ’ πα εσύ πατείς!».
Η γυναίκα του, η Λισάφ, ήταν γιαγιά της Δέσποινας (Πιπίνας) Μαυροπούλου, συζύγου του Πανοραμίτη Σπύρου Παπαδόπουλου. Η Πιπίνα ήταν κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη από την Κλεονίκη Κοσμίδου, που ζει στο Πανόραμα και πρόσφατα μου ανέφερε ένα άλλο ανέκδοτο του. Ο Ιγνάτιος Ευθυβούλης αγαπούσε τα άνθη, ιδιαιτέρως τις βιολέτες (ίον το εύοσμον, ποντιακά τουτουγιάδες) και έκανε χαρές στην ανθοφορία τους. Μια μέρα τον άκουσαν να ανακράζει πλήρης ενθουσιασμού: «Λισά, Λισάφ, Λισάαφ!, το ίον άνθισε!». Ήταν καλός άνθρωπος. Έπαιζε το βιολί του και στα άλλα σχολεία της περιοχής. Εγκαταστάθηκε και εργάστηκε στη Νεάπολη Κοζάνης, χωρίς να του δοθεί σύνταξη.
3. Ο Νεοκλής Ευθυβούλης ήταν γαλλομαθής και δίδασκε γαλλικά στην Ίμερα. Έφυγε για καλύτερη τύχη στη Ρωσία, αλλά έχασε εκεί τη ζωή του.
Η παιδεία στον Πόντο ήταν εντελώς ιδιωτική και φυσικά δεν είχε κρατική επιχορήγηση. Ο μητροπολίτης Γερβάσιος (Κυριάκος) Αθανασίου Σουμελίδης (1820-1906), που χαρακτηρίστηκε ως «ο της Παιδείας Άγιος», όταν ενθρονίστηκε το 1864, παρέλαβε μια κατάσταση άκρως απογοητευτική όσον αφορά την επαρχία Χαλδίας. Άδειασε ο πριν προνομιούχος τόπος. Ο κόσμος μετανάστευε, μαζικά λόγω φτώχειας κ. τ. λ. και με την ελπίδα για καλύτερη ζωή. Οι δάσκαλοι Χρυσοχόου έφευγαν, γιατί δεν τους πλήρωναν, τα σχολεία έκλειναν ή υπολειτουργούσαν. Ο Γερβάσιος έστειλε επιστολές, επισημαίνοντας τους κινδύνους που διατρέχει η εθνική συνείδηση, όταν απουσιάζει η παιδεία. Απείλησε υπέρ το μέτρον τους Ιμεραίους και τους Ακνταγμαντεντσίδες. Και οι μεν Ιμεραίοι έλυσαν το 1870 το πρόβλημα, χάρη στη γενναιοδωρία του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Κορσαβίδη, όμως, στο Ακ Νταγ Μαντέν δεν έγινε τίποτε. Δεν υπήρχαν πόροι, αλλά και δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Ο δάσκαλος Αθανάσιος Αλκ. Σουμελίδης
Εκεί αγωνίστηκε επί μία τετραετία ο δάσκαλος Αθανάσιος Αλκιβ. Σουμελίδης (1844-1924), ανεψιός και υπότροφος του Γερβάσιου και πατέρας αρκετών παιδιών, μεταξύ των οποίων ήταν και η γιαγιά μου Ευγενία Σουμελίδου - Κοϊμτσίδου. Ήταν και νονός μου. Λόγω του θανάτου της συζύγου του Σοφίας, έγινε οικονόμος και εξελίχθηκε σε αρχιμανδρίτη, πιστός πάντοτε στον κουρασμένο από τις ταλαιπωρίες μητροπολίτη. Ήταν εξασθενημένος όταν διατάχθηκε η αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923.
Από το μοναστήρι τον κατέβασε στον δρόμο, κουβαλώντας τον στη ράχη, ο γιος του Αλέκος και τον πήγε μέχρι να βρεθεί μεταφορικό μέσο. Πέθανε στην Καλαμαριά. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Πανόραμα, στον οικογενειακό τάφο 178, όπου αναγράφεται «αρχιμανδρίτης» κ. τ. λ.
Από το μοναστήρι τον κατέβασε στον δρόμο, κουβαλώντας τον στη ράχη, ο γιος του Αλέκος και τον πήγε μέχρι να βρεθεί μεταφορικό μέσο. Πέθανε στην Καλαμαριά. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Πανόραμα, στον οικογενειακό τάφο 178, όπου αναγράφεται «αρχιμανδρίτης» κ. τ. λ.
Αλλά και πάλι για την Ίμερα «Δει, δη, χρημάτων, ω άνδρες ... Ιμεραίοι». Η Ίμερα, ο μέχρι τότε πιο ανεπτυγμένος δορυφόρος της Κρώμνης, διαλύθηκε, γιατί πτώχευσαν οι πλουτοπα-ραγωγικές πηγές, τα μεταλλεία. Όλοι οι νέοι ξενιτεύονταν προς τα παράλια, τον Καύκασο, την Κριμαία και τη Ρωσία για να βρουν την τύχη τους. Κατά κανόνα ξεκινούσαν ως υπάλληλοι ή αρτεργάτες και βαθμιαία εξελίσσονταν.
Η ενδιάμεση περίοδος
Ο έφορος της Ίμερας, ο ονομαστός Δημήτριος Ευθυβούλης, με τη σύζυγό του Σοφία, απέκτησαν εφτά παιδιά: τον Νεοκλή, τον Θεόδωρο, τον Πανίκα (Παναγιώτη), τον Γιωρίκα, την Αγαθή, την Ποινή (Δεσποίνη) και την Κυριακή.
Ο Θεόδωρος σταδιοδρόμησε στο Μπακού (στην Κασπία θάλασσα) και στη Θεσσαλονίκη, όπου κατοίκησε στο Πανόραμα. Ο Νεοκλής άφησε το δασκαλίκι και έφυγε για την Κριμαία, Καύκασο κ. τ. λ. και είχε τραγικό τέλος στο Τσιτά της Σιβηρίας (δεν έχει καμία σχέση με την Τσίτα του Πόντου). Ο Γιωρίκας κατέληξε στην Κατερίνη. Η Αγαθή (Παπαδοπούλου) εγκαταστάθηκε στου Χαριλάου Θεσσαλονίκης. Το μνήμα της είναι στο Πανόραμα. Η Ποινή του Στουλάρ’ (Στυλίδου) εγκαταστάθηκε στη Νεάπολη Κοζάνης και η Κυριακή, ως Ποιμενίδου, στο Πανόραμα.
Τα αγόρια του έφορου Δημήτριου Ευθυβούλη, μετά την εφηβεία τους, ξενιτεύτηκαν στον Καύκασο.
Ουσιώδεις λεπτομέρειες από διήγηση του Πανίκα
Πολύ λίγες αλλά ουσιώδεις λεπτομέρειες αντλούνται με ασφάλεια από διήγηση του Πανίκα, καταγραμμένη (μεταφρασμένη από τα ποντιακά) από τον Γεώργιο Παναγ. Σιαμανίδη και δημοσιευμένη από τον Παναγιώτη Γ. Τανιμανίδη. Συντομεύοντας τη συνομιλία, παραθέτουμε τα ακόλουθα:
Σε ηλικία 18 ετών, ο Θεόδωρος πήγε στη Ρωσία και εργάστηκε ως υπάλληλος στο Μπακού. Σε τρία χρόνια κατέφθασε εκεί και ο Νεοκλής από την Οδησσό.
Ανοίγουν μαζί παντοπωλείο και δουλεύουν επί ενάμισι χρόνο, και μετά ο Νεοκλής ξεγελάστηκε από τον καπνέμπορο Κάισεφ (σ. σ. Βασίλη Καϊσίδη), πούλησε το μερίδιό του, εγκατέλειψε τη δουλειά του και, ως γαλλομαθής, πήγε να εργαστεί ως λογιστής του Κάισεφ. Ο καπνάς, όμως, αθέτησε τον λόγο του και ο Νεοκλής, χωρίς δουλειά πια, περιπλανήθηκε στη Σιβηρία, τον Καύκασο και την Ίμερα και, τελικά, κατέληξε να εργαστεί με τον Πανίκα στο Τσιτά της Σιβηρίας.
Ο συντηρητικός Θεόδωρος στέριωσε στο Μπακού. Εκεί γεννήθηκαν τα παιδιά του, ο πρωτότοκος Γιάννης το 1901 κ. τ. λ. Οι τάφοι τους βρίσκονται στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης.
Ακολουθώντας τον στρατό, έφτασε στη Σιβηρία
Ο Πανίκας, ακολουθώντας τον ρωσικό στρατό, που κατασκεύαζε τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο, τροφοδοτούσε στρατιώτες και εργάτες με ψωμί και άλλα τρόφιμα. Έτσι, από τη μια πόλη στην άλλη, έφτασε στο Τσιτά, όπου έδρευαν τρία τάγματα. Ο Νίκος Λ. Παναγιωτίδης, από το Πανόραμα, αναφέρει συμπληρωματικά:
«Τη δουλειά της τροφοδοσίας του στρατού σε ψωμί και άλλα την κάνανε πολλοί Έλληνες από τη Ρωσία. Η έδρα του στρατηγείου ήταν στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας, πόλη στο νότιο
άκρο της μεγάλης και ωραίας λίμνης Βαϊκάλης. Η δουλειά του φούρναρη, 24 ώρες το 24ωρο, είναι εξοντωτική, μάλιστα δε το αλεύρι, εισπνεόμενο επί μακρόν, προκαλεί χρόνια βρογχίτιδα. Έτσι, οι περισσότεροι εγκατέλειπαν τη δουλειά αυτή. Το Τσιτά βρίσκεται λίγο βορειότερα από το τριεθνές σημείο (σύνορα Ρωσίας - Κίνας - Εξωτερικής Μογγολίας), λίγο ανατολικότερα από το Ιρκούτσκ και πολύ βαθιά στη Σιβηρία (σ. σ. στον χάρτη σημειώνονται με βέλη, στο κάτω μέρος, προς τα δεξιά). Η απόσταση Τσιτά - Μόσχα είναι τριπλάσια από την απόσταση Τσιτά — Βλαδιβοστόκ. Οι γραμμές του υπερσιβηρικού (Μόσχα- Βλαδιβοστόκ) ακολουθούν στην περιοχή αυτή τα σύνορα, που τα καθορίζει ο ποταμός Αμούρ. Στο μέρος αυτό επιδίδονταν σε λιανεμπόριο Ρώσοι, Κινέζοι και Μογγόλοι. Εδώ εμφανίζονταν και Έλληνες, Εβραίοι, Μολδαβοί κ. ά.».
Πουλούσαν ψωμί στους Ρώσους στρατιώτες
Συνεχίζει την αναφορά του ο Πανίκας: «Με τον Νεοκλή νοικιάσαμε τον φούρνο ενός Ρώσου και δουλεύαμε εντατικά. Ήλθε μέρα που πουλήσαμε 3.000 ψωμιά. Απασχολούσαμε δύο μαστόρους και τρεις ζουμαράντς (ζυμωτές). Πουλούσαμε και μπακαλικά είδη».
Ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος άρχισε το 1903 με κινητοποιήσεις των Ρώσων και έληξε με οικτρή ήττα τους το 1905. Ο Πανίκας ήταν τότε 28 ετών, όπως φαίνεται στη φωτογραφία. Με την υπογραφή της συνθηκολόγησης, ο Πανίκας είχε την ευκαιρία να πάει στο Βλαδιβοστόκ και να περάσει στην Ιαπωνία. Από την πόλη Τσιτά μπήκε και στην Κίνα. «Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη». Αν δεν μεσολαβούσαν η πολιτική αστάθεια και αναταραχή στη Ρωσία, πιθανόν ο Πανίκας, που είχε πολλά προσόντα και σταθερό χαρακτήρα, να είχε παραπέρα εμπορική εξέλιξη.
Όμως, τα πράγματα ξαφνικά χάλασαν. Στις 14 Ιουνίου 1913, εντελώς απροσδόκητα, δολοφονήθηκε μέσα στο ψωμάδικό τους ο Νεοκλής. Του έκαναν λαμπρή κηδεία και στον τάφο του χαράκτηκε ένα ποιητικό επιτύμβιο, που το έγραψε καλός γνώστης της ελληνικής. Η χήρα του, η Ειρήνη, νέα γυναίκα, κόρη του Ματθαίου Σετάτου (Σιατατά) και της Σοφίας Πυρίδη, με τον γιο της Γιώργο (η θυγατέρα της Ελένη πέθανε) ήλθαν το 1922 από την Τραπεζούντα στο Σάλτικλι (Νέα Ίμερα) Δράμας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου