Το θέμα του μισεμού, από τα αρχαιότατα ακόμη χρόνια είναι από τα προσφιλέστατα θέματα που απασχόλησαν και απασχολούν, τόσο την πεζογραφία μας όσο και την ποίησή μας. Και αυτό, γιατί ο μισεμός είναι στενά συνδεδεμένος με την τάση του Έλληνα να εγκαταλείπει συχνά την πατρίδα του και να αναζητεί καινούργια πατρίδα.
Και αυτή του η τάση είναι τελείως ξένη από τον μανδύα του αποικιοκρατισμού, με τη βάρβαρη σημασία του. Ο Έλληνας αναζητεί ανέκαθεν καινούργια πατρίδα, με σκοπό να δημιουργήσει, να στολίσει, να διαδώσει τον αγνό εθιμικό του βίο, να μεταδώσει τη ζωντάνια του, την αγάπη του για τη δουλειά, για τη σωστή και παραδεκτή δημιουργία.
Και εκεί κάτω από τον ξένο ήλιο και με συνθήκες κλιματικές και κοινωνικές αντίξοες, θα διατηρήσουν αναλλοίωτη τη μητρική τους γλώσσα, την εθιμική τους ζωή - εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις — θα διατηρήσουν, τέλος, την ψυχή τους στητή και ολόρθη, κατά τον ποιητή, στο διάβα του λίβα, που θα πνέει ασταμάτητα. Και κάτι τέτοιο απέδειξαν περίτρανα τα θύματα της ανήκουστης και τραγικότατης μικρασιατικής καταστροφής του 1922, οι Πόντιοι που ξεριζώθηκαν από τις τρισχιλιόχρονες πατρίδες τους.
Αλλά, όσο και αν πλουταίνουν στον ξένο τόπο, όσο και αν οι κοινωνικές συνθήκες είναι λιγότερο δυσάρεστες, τίποτε δεν μπορεί να κάνει να ξανανθίσει στα χείλη τους το χαμόγελο της χαράς, που έσβησε την ώρα του μισεμού. Ήταν και θα είναι πάντα οι αιώνιοι Οδυσσείς, με τη βούλα του «νόστιμον ήμαρ» έντονα αποτυπωμένη στην ψυχή τους. Η Ιθάκη τους θα είναι το άστρο προς το οποίο αδιάλειπτα και ανεξίτηλα θα έχουν στραμμένη την προσοχή τους.
Γεννιέται εύλογα το ερώτημα: Τι είναι εκείνο που μαγνητίζει τον Έλληνα ξενιτεμένο έτσι, ώστε να μη συγκινείται από πλούτη, από κοινωνικά αξιώματα, από ιδιαίτερες διακρίσεις, ώστε να ποθεί αθεράπευτα το νόστιμον ήμαρ; Απάντηση στα ερωτήματα αυτά δίνει, κατά τρόπο ανάγλυφο, η ποντιακή μούσα.
Η συγκινητικώτατη ώρα του χωρισμού, τα βάσανα στα ξένα, οι θλίψεις, οι στενοχώρειες, τα εφιαλτικά όνειρα, με τα οποία είναι γεμάτος ο ύπνος του ξενιτεμένου, θα αποτελέσουν ένα από τα προσφιλέστατα θέματα του Πόντιου λυράρη. Με τη συνοδεία της προσφιλέστατής του λύρας, θα προσπαθήσει να διαζωγραφίσει με τα μελανότερα χρώματα τη ζωή στα ξένα. Τόσο μεγάλη είναι η απέχθειά του προς τα ξένα, που δεν θα διστάσει να στείλει στο ανάθεμα, όχι μόνον την ίδια την ξενιτιά, αλλά και όποιον θα τολμούσε να εκφραστεί με ευμένεια για αυτήν. Δεν θα λείψουν, όμως, και οι περιπτώσεις - πολύ σπάνιες — όπου ο Πόντιος συνθέτης θα παρουσιάσει τον εαυτό του λάτρη της ξενιτιάς.
Τις πίκρες και τα βάσανα του ξενιτεμού θα τις τραγουδήσει με τραγούδια πολύστιχα, καμωμένα με όλη την τέχνη που διαθέτει ο ακούραστος ανώνυμος λαϊκός ποιητής. Εκεί, όμως, που θα βάλει όλη του την τέχνη, είναι η αφθονότατη σύνθεση των δίστιχων. Χιλιάδες δίστιχα βγήκαν και βγαίνουν καθημερινώς από το εργαστήρι του Πόντιου λυράρη. Μολονότι το δίστιχο είναι το πιο δύσκολο ποιητικό είδος, επειδή ο συνθέτης είναι υποχρεωμένος, μέσα σε δύο γραμμές, να τραγουδήσει, χωρίς τίποτε το περίσσιο, με όλα ακριβοζυγισμένα και καλοβαλμένα, εντούτοις, αυτό το ποιητικό είδος, το δίστιχο, γίνεται παιχνιδάκι στα χέρια των Ποντίων. Είναι αρκετός ένας γάμος, ένας χωρισμός, ένας έρωτας, μια συμφορά, για να συνθέσουν ένα σωρό δίστιχα. Και μπορεί να υποστηριχθεί, χωρίς καμία υπερβολή ή, καλύτερα, προγονοπληξία, ότι τα ποντιακά δίστιχα έχουν αρετές και ιδιότητες, που δεν μπορεί να τις βρει κανείς και τόσο εύκολα στα δίστιχα άλλων ελληνικών περιοχών.
Αναλύοντας πρόχειρα το τρίπτυχο του ποντιακού δίστιχου, διαπιστώνει κανείς εύκολα τη συγγένεια του με το αρχαίο δράμα. Δηλαδή, το ποντιακό δίστιχο είναι παιδί του αρχαίου δράματος. Ποίηση, μουσική και χορός ήταν το αρχαίο δράμα. Ποίηση, μουσική και χορός είναι το ποντιακό δίστιχο. Ψυχαγωγία ήταν, κοντά στα άλλα, για τους αρχαίους το δράμα. Ψυχαγωγία ήταν και είναι για τους Ποντίους το δίστιχο. Πολλές φορές, όμως, είναι και μοιρολόγι. Σε δίστιχο θα τραγουδήσει μια θλίψη του, έναν χαμό κάποιου συγγενή του, τα βάσανα που τραβάει στα ξένα, αυτήν την ίδια την ξενιτιά.
Για να γίνουν πιο σαφή όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, καλό είναι να ιδωθούν μερικά από τα δίστιχα από πιο κοντά, με την πρόσκληση, σε όσους είχαν την ευτυχία να ακούσουν Πόντιο λυράρη να τραγουδάει, παίζοντας τη λύρα του, να φέρουν στη στα χέρια των Ποντίων. Είναι αρκετός ένας γάμος, ένας χωρισμός, ένας έρωτας, μια συμφορά, για να συνθέσουν ένα σωρό δίστιχα. Και μπορεί να υποστηριχθεί, χωρίς καμία υπερβολή ή, καλύτερα, προγονοπληξία, ότι τα ποντιακά δίστιχα έχουν αρετές και ιδιότητες, που δεν μπορεί να τις βρει κανείς και τόσο εύκολα στα δίστιχα άλλων ελληνικών περιοχών.
Αναλύοντας πρόχειρα το τρίπτυχο του ποντιακού δίστιχου, διαπιστώνει κανείς εύκολα τη συγγένεια του με το αρχαίο δράμα. Δηλαδή, το ποντιακό δίστιχο είναι παιδί του αρχαίου δράματος. Ποίηση, μουσική και χορός ήταν το αρχαίο δράμα. Ποίηση, μουσική και χορός είναι το ποντιακό δίστιχο. Ψυχαγωγία ήταν, κοντά στα άλλα, για τους αρχαίους το δράμα. Ψυχαγωγία ήταν και είναι για τους Ποντίους το δίστιχο. Πολλές φορές, όμως, είναι και μοιρολόγι. Σε δίστιχο θα τραγουδήσει μια θλίψη του, έναν χαμό κάποιου συγγενή του, τα βάσανα που τραβάει στα ξένα, αυτήν την ίδια την ξενιτιά.
Για να γίνουν πιο σαφή όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, καλό είναι να ιδωθούν μερικά από τα δίστιχα από πιο κοντά, με την πρόσκληση, σε όσους είχαν την ευτυχία να ακούσουν Πόντιο λυράρη να τραγουδάει, παίζοντας τη λύρα του, να φέρουν στη μνήμη τους τη γλυκιά μουσική που έχουν:
Δηλαδή, ας πάει στο ανάθεμα μία φορά η Κωνσταντινούπολη και δύο φορές η Ρωσία, γιατί αυτά τα δύο τα έρημα (μέρη) έκαναν την ξενιτιά. Στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρωσία, σύμφωνα με το δίστιχο, ξενιτεύονταν οι Πόντιοι. Πόλη και Ρωσία ήταν τα μέρη που δέχονταν τους άνεργους Πόντιους. Αραγε, μόνον στη Ρωσία και στην Κωνσταντινούπολη αποδημούσαν οι Πόντιοι ή υπήρχαν και άλλοι τόποι;
Απάντηση στην ερώτηση θα δώσει ο Παντελής Μελανοφρύδης, που γράφει, το 1936 (περιοδικό «Ποντιακά Φύλλα»), στη μελέτη του «Η ξενιτεία παρά τοις Ποντίοις»: «Μόλις τα μεταλλεία Αργυρουπόλεως, Αργονης, Καπάν, Σίμ, κ. ά. ήρχισαν να παρακμάζουν και αι εργασίαι περιωρίσθησαν, ήρχισεν η ξενιτεία, δεδομένου ότι η πυκνοκατοικημένη Χαλδία δεν ηδύνατο να διαθρέψη τον πληθυσμόν της. Πρώτος δε τόπος ένθα εξενιτεύοντο οι εργάται και οι οικοδόμοι ήτο η Μαλάτεια και κατόπιν το Ποζούχ. Αλλος τόπος ένθα εξενιτεύοντο οι Πόντιοι είναι το Καρς. Τους προσείλκυσεν των εκτενών οχυρωμάτων. Αλλος (τόπος) η Ρωσία, ή τις την εποχήν εκείνην έστρωνε σιδηροδρομικάς γραμμάς. Ο ρωσικός κολοσσός προσελκύει εκατοντάδας χιλιάδας Ποντίων ... Ομάδες Ποντίων μεταβαίνουν εις Βλαχίαν. Τους προσελκύουν οι ηγεμόνες, οίτινες είναι Πόντιοι την καταγωγήν...»
Ώστε οι τόποι του ξενιτεμού δεν είναι μόνον η Κωνσταντινούπολη και η Ρωσία. Είναι και η Μαλάτεια, το Ποζούχ, το Καρς, η Βλαχία.
Γ. Κ. Χατζόπουλος*
Βατούμ |
Και εκεί κάτω από τον ξένο ήλιο και με συνθήκες κλιματικές και κοινωνικές αντίξοες, θα διατηρήσουν αναλλοίωτη τη μητρική τους γλώσσα, την εθιμική τους ζωή - εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις — θα διατηρήσουν, τέλος, την ψυχή τους στητή και ολόρθη, κατά τον ποιητή, στο διάβα του λίβα, που θα πνέει ασταμάτητα. Και κάτι τέτοιο απέδειξαν περίτρανα τα θύματα της ανήκουστης και τραγικότατης μικρασιατικής καταστροφής του 1922, οι Πόντιοι που ξεριζώθηκαν από τις τρισχιλιόχρονες πατρίδες τους.
Αλλά, όσο και αν πλουταίνουν στον ξένο τόπο, όσο και αν οι κοινωνικές συνθήκες είναι λιγότερο δυσάρεστες, τίποτε δεν μπορεί να κάνει να ξανανθίσει στα χείλη τους το χαμόγελο της χαράς, που έσβησε την ώρα του μισεμού. Ήταν και θα είναι πάντα οι αιώνιοι Οδυσσείς, με τη βούλα του «νόστιμον ήμαρ» έντονα αποτυπωμένη στην ψυχή τους. Η Ιθάκη τους θα είναι το άστρο προς το οποίο αδιάλειπτα και ανεξίτηλα θα έχουν στραμμένη την προσοχή τους.
Γεννιέται εύλογα το ερώτημα: Τι είναι εκείνο που μαγνητίζει τον Έλληνα ξενιτεμένο έτσι, ώστε να μη συγκινείται από πλούτη, από κοινωνικά αξιώματα, από ιδιαίτερες διακρίσεις, ώστε να ποθεί αθεράπευτα το νόστιμον ήμαρ; Απάντηση στα ερωτήματα αυτά δίνει, κατά τρόπο ανάγλυφο, η ποντιακή μούσα.
Η συγκινητικώτατη ώρα του χωρισμού, τα βάσανα στα ξένα, οι θλίψεις, οι στενοχώρειες, τα εφιαλτικά όνειρα, με τα οποία είναι γεμάτος ο ύπνος του ξενιτεμένου, θα αποτελέσουν ένα από τα προσφιλέστατα θέματα του Πόντιου λυράρη. Με τη συνοδεία της προσφιλέστατής του λύρας, θα προσπαθήσει να διαζωγραφίσει με τα μελανότερα χρώματα τη ζωή στα ξένα. Τόσο μεγάλη είναι η απέχθειά του προς τα ξένα, που δεν θα διστάσει να στείλει στο ανάθεμα, όχι μόνον την ίδια την ξενιτιά, αλλά και όποιον θα τολμούσε να εκφραστεί με ευμένεια για αυτήν. Δεν θα λείψουν, όμως, και οι περιπτώσεις - πολύ σπάνιες — όπου ο Πόντιος συνθέτης θα παρουσιάσει τον εαυτό του λάτρη της ξενιτιάς.
Βατούμ |
Αναλύοντας πρόχειρα το τρίπτυχο του ποντιακού δίστιχου, διαπιστώνει κανείς εύκολα τη συγγένεια του με το αρχαίο δράμα. Δηλαδή, το ποντιακό δίστιχο είναι παιδί του αρχαίου δράματος. Ποίηση, μουσική και χορός ήταν το αρχαίο δράμα. Ποίηση, μουσική και χορός είναι το ποντιακό δίστιχο. Ψυχαγωγία ήταν, κοντά στα άλλα, για τους αρχαίους το δράμα. Ψυχαγωγία ήταν και είναι για τους Ποντίους το δίστιχο. Πολλές φορές, όμως, είναι και μοιρολόγι. Σε δίστιχο θα τραγουδήσει μια θλίψη του, έναν χαμό κάποιου συγγενή του, τα βάσανα που τραβάει στα ξένα, αυτήν την ίδια την ξενιτιά.
Για να γίνουν πιο σαφή όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, καλό είναι να ιδωθούν μερικά από τα δίστιχα από πιο κοντά, με την πρόσκληση, σε όσους είχαν την ευτυχία να ακούσουν Πόντιο λυράρη να τραγουδάει, παίζοντας τη λύρα του, να φέρουν στη στα χέρια των Ποντίων. Είναι αρκετός ένας γάμος, ένας χωρισμός, ένας έρωτας, μια συμφορά, για να συνθέσουν ένα σωρό δίστιχα. Και μπορεί να υποστηριχθεί, χωρίς καμία υπερβολή ή, καλύτερα, προγονοπληξία, ότι τα ποντιακά δίστιχα έχουν αρετές και ιδιότητες, που δεν μπορεί να τις βρει κανείς και τόσο εύκολα στα δίστιχα άλλων ελληνικών περιοχών.
Αναλύοντας πρόχειρα το τρίπτυχο του ποντιακού δίστιχου, διαπιστώνει κανείς εύκολα τη συγγένεια του με το αρχαίο δράμα. Δηλαδή, το ποντιακό δίστιχο είναι παιδί του αρχαίου δράματος. Ποίηση, μουσική και χορός ήταν το αρχαίο δράμα. Ποίηση, μουσική και χορός είναι το ποντιακό δίστιχο. Ψυχαγωγία ήταν, κοντά στα άλλα, για τους αρχαίους το δράμα. Ψυχαγωγία ήταν και είναι για τους Ποντίους το δίστιχο. Πολλές φορές, όμως, είναι και μοιρολόγι. Σε δίστιχο θα τραγουδήσει μια θλίψη του, έναν χαμό κάποιου συγγενή του, τα βάσανα που τραβάει στα ξένα, αυτήν την ίδια την ξενιτιά.
Για να γίνουν πιο σαφή όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, καλό είναι να ιδωθούν μερικά από τα δίστιχα από πιο κοντά, με την πρόσκληση, σε όσους είχαν την ευτυχία να ακούσουν Πόντιο λυράρη να τραγουδάει, παίζοντας τη λύρα του, να φέρουν στη μνήμη τους τη γλυκιά μουσική που έχουν:
Ανάθεμα μίαν την Πόλ’, δεύτερον τη Ρωσίαν,
ατά τα δύο τ’ έρημα ’ποίκαν την ξενιτιάν.
Παντελής Μελανοφρύδης με τα εγγόνια του |
Απάντηση στην ερώτηση θα δώσει ο Παντελής Μελανοφρύδης, που γράφει, το 1936 (περιοδικό «Ποντιακά Φύλλα»), στη μελέτη του «Η ξενιτεία παρά τοις Ποντίοις»: «Μόλις τα μεταλλεία Αργυρουπόλεως, Αργονης, Καπάν, Σίμ, κ. ά. ήρχισαν να παρακμάζουν και αι εργασίαι περιωρίσθησαν, ήρχισεν η ξενιτεία, δεδομένου ότι η πυκνοκατοικημένη Χαλδία δεν ηδύνατο να διαθρέψη τον πληθυσμόν της. Πρώτος δε τόπος ένθα εξενιτεύοντο οι εργάται και οι οικοδόμοι ήτο η Μαλάτεια και κατόπιν το Ποζούχ. Αλλος τόπος ένθα εξενιτεύοντο οι Πόντιοι είναι το Καρς. Τους προσείλκυσεν των εκτενών οχυρωμάτων. Αλλος (τόπος) η Ρωσία, ή τις την εποχήν εκείνην έστρωνε σιδηροδρομικάς γραμμάς. Ο ρωσικός κολοσσός προσελκύει εκατοντάδας χιλιάδας Ποντίων ... Ομάδες Ποντίων μεταβαίνουν εις Βλαχίαν. Τους προσελκύουν οι ηγεμόνες, οίτινες είναι Πόντιοι την καταγωγήν...»
Ώστε οι τόποι του ξενιτεμού δεν είναι μόνον η Κωνσταντινούπολη και η Ρωσία. Είναι και η Μαλάτεια, το Ποζούχ, το Καρς, η Βλαχία.
Φιλόλογος- Συγγραφέας
* Απόσπασμα από τη μελέτη του «Η αγάπη και η ξενιτιά στην ποντιακή ποίηση», έκδοση 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου