Ενόσω οι προεστοί των Σταυριωτών υπερασπίζονταν, απολογουμένοι ενώπιον των ανακριτικών αρχών, την τιμή και την αξιοπρέπειά τους, πλήθος φανατικών Τούρκων, με κραυγές μίσους και γιουχαίσματα, ζητούσε την παράδοσή τους στον όχλο για το λιντσάρισμά τους, μέχρι που κάτω από ισχυρή στρατιωτική συνοδεία αναχώρησαν για τη Σινώπη. Καθ’ οδόν και ενώ περνούσαν από το Τσορούμ, διατάχθηκε να μη συνεχίσουν προς τη Σινώπη, αλλά να εγκλειστούν στις τοπικές φυλακές. Προφανώς η αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που απέστειλε νέο τακρίριο (το 10ο στη σειρά για το Σταυριωτικό Ζήτημα) στην Υψηλή Πύλη και τα διαβήματα των πρεσβευτών των ευρωπαϊκών χωρών, σταμάτησαν τον Γολγοθά τους προς το «Νταχάου» της Τουρκίας.
Μέσα εκεί στα υγρά και ανήλιαγα κελιά των φυλακών του Τσορούμ άφησε την τελευταία του πνοή από τις κακουχίες ο Σταυριώτης Ιωσήφ Μουράτογλου (για τους Τούρκους Μεμής Ογγηλαρηντάν Γιουσούφ Μουράτογλου) και το δυσάρεστο αυτό συμβάν στάθηκε η αιτία για να φανεί και πάλι το σκληρό και απάνθρωπο πρόσωπο των κρατικών οργάνων, αφού επί τρεις ημέρες απαγόρευαν τα περαιτέρω. Εντέλει, επέτρεψαν το αυτονόητο, γιατί ήδη είχε αρχίσει η αποσύνθεση του σώματος του «μάρτυρα» Ιωσήφ. Η αθρόα και μαζική προσέλευση των ομογενών του Τσορούμ και των περιχώρων στην εκκλησία όπου τον ψάλανε, εξελίχθηκε σε δυναμική διαδήλωση κατά των απαράδεκτων μεθοδεύσεων των αρχών.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στο Τσορούμ (Ιβωρα του Πόντου), ο καϊμακάμης του Μεταλλείου γέμισε τις τοπικές φυλακές με Σταυριώτες που ζητούσαν την απελευθέρωση των προεστών τους. Και με τα όργανά του εκφόβιζε, απειλούσε και υπέβαλε σε στερήσεις τους υπερήλικες και τα αθώα γυναικόπαιδα. Η κατάσταση ήταν πια εκτός ελέγχου, το κλίμα ανυπόφορο και το αίσθημα της αδικίας κατέλαβε όλους τους ομογενείς του Μεταλλείου, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν φανεροί Χριστιανοί.
Κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή επιβεβαιώθηκε και πάλι η ηγετική φυσιογνωμία του παπα-Κύριλλου Καρατζά, αρχ. επιτρόπου Μητρ. Χαλδίας. Πήρε πάνω του τον αγώνα και απευθύνθηκε όπου ακριβώς έπρεπε, διαμαρτυρόμενος για τις αυθαίρετες και απάνθρωπες αποφάσεις των Αρχών. Φρόντισε να γίνει γνωστό σε όλους τους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες το πρόβλημα, ζητώντας παράλληλα την άμεση αποφυλάκιση όλων των Σταυριωτών και των προυχόντων στο Τσορούμ, αλλά και των άλλων στο Μαντέν.
Η τουρκική κυβέρνηση δεν ήταν δυνατό να αφήσει ατιμώρητο τον αδάμαστο αγωνιστή παπα-Κύριλλο. Διέταξε τη σύλληψή του και την προσαγωγή του στις φυλακές της Υοσγάδης, όπου ο Μουτεσαρίφης επιχείρησε να ρίξει το ηθικό του, υποβάλλοντάς τον σε ψυχικές και σωματικές πιέσεις. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασε σφόδρα για την κακοπειρία ενός άξιου τέκνου του Γένους και θερμουργού λειτουργού της Εκκλησίας και πέτυχε τη μεταφορά του ίδιου και όσων ακόμα βρίσκονταν στα κρατητήρια του Μαντέν στην Άγκυρα, για λόγους καλύτερης προστασίας.
Ερείπια Αργυρούπολης ( Gümüşhane ) |
Η τουρκική κυβέρνηση «ευρούσα τον καιρόν αρμόδιον» λόγω της απουσίας του πνευματικού ηγέτη των ομογενών οικονόμου παπα-Κύριλλου, άρχισε να πιέζει συστηματικά τα γυναικόπαιδα των Σταυριωτών και να εκβιάζει καταστάσεις προκειμένου να πραγματοποιήσει τον ποθούμενο στόχο της, που δεν ήταν άλλος από την πλήρη υποταγή των Σταυριωτών και τον καθολικό εξισλαμισμό τους.
Και να τι μέτρα πήρε. Απαγόρευσε στα μαθητόπαιδα να φοιτούν σε ελληνικά Σχολεία και υπέδειξε στα κορίτσια, που εν τω μεταξύ είχαν παντρευτεί φανερούς Χριστιανούς, να διαλύσουν τους γάμους τους με τους «άπιστους». Τρομερά δηλαδή πράγματα, αντίθετα προς κάθε έννοια ηθικής, δικαίου και ισονομίας.
Η τουρκική κυβέρνηση συλλαμβάνοντας τον παπα-Κύριλλο νόμισε ότι θα της ήταν εύκολο να κλείσει κατά το δοκούν το Ζήτημα. Δεν είχε όμως μετρήσει καλά το μέγεθος και την αξία του ανδρός. Η άδικη φυλάκιση του παπα-Κύριλλου, έδωσε στα Πατριαρχεία, στους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και στους ίδιους τους Σταυριώτες, μια τεράστια δύναμη και το ηθικό έρεισμα να πολεμήσουν κατά της βάρβαρης πολιτικής της κυβέρνησης. Η Υψηλή Πύλη δεν άντεξε στις πιέσεις που τις ασκήθηκαν από διάφορα κέντρα και αναγκάστηκε να αφήσει ελεύθερους τον παπα-Κύριλλο και όλους τους κρατούμενους Σταυριώτες τον Ιούλιο του 1906.
Παρά τις δεσμεύσεις της όμως η τουρκική κυβέρνηση εξακολούθησε να αρνείται την εγγραφή των Σταυριωτών στα Δημοτολόγια αποκλειστικά και μόνο με τα χριστιανικά τους ονόματα, αφού ταυτόχρονα περνούσε στους σχετικούς καταλόγους δίπλα στο χριστιανικό και ενα μουσουλμανικό όνομα. Τα κατά τόπους όργανά τη; με απειλές, άσκηση βίας ή παροχή απατηλών υποσχέσεων κατά περίπτωση, προσπαθούσαν να πείσουν τους προσερχόμενους να αποδεχτούν αυτήν τη φόρμουλα που ήταν αντίθετη προς τα συμφωνη-θέντα.
Οι Σταυριώτες αρνούμενοι να δεχτούν έστω και σαν πρόσθετα τα μουσουλμανικά ονόματα, προτίμησαν να είναι μετέωροι, χωρίς εγγραφή, "λαθραίοι", ελπίζοντες ότι κάποια στιγμή θα έρθει η δικαίωσή τους. Λυτή όμως η εκκρεμότητα είχε και τις ανάλογες συνέπειες. Ο καϊμακάμης του Άκνταγ Μαντέν τους διαμήνυσε πως όσο θα αντιδρούν στις υποδείξεις του, δε θα έχουν πολιτικά δικαιώματα, δε θα μπορούν να είναι υποκείμενα του Αστικού Δικαίου, που με απλά λόγια εκτός πολλών άλλων, σήμαινε ότι:
-δεν κληρονομούν, ούτε και κληρονομούνται
-δεν ασκούν οποιαδήποτε επιχείρηση
-δεν έχουν ταξιδιωτικά έγγραφα
Και πήγαιναν έτσι τα πράγματα, με τους Σταυριώτες να διεκδικούν τα δικαιώματά τους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τους υποστηρίζει με συνεχείς παραστάσεις και διαβήματα προς την Υψηλή Πύλη και τις εφημερίδες της ελεύθερης Ελλάδας, με πρώτη την εφημερίδα «ΚΡΑΤΟΣ» να προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για το δράμα των Σταυριωτών.
Ακνταγ Μαντέν: Η εκκλησία του Άγιου Χαράλαμπου.... τώρα αποθήκη λιπασμάτων φωτο Α. Θεοφυλάκτου |
Το 1908 έγινε η επανάσταση των Νεοτούρκων, η εκθρόνιση κατόπιν του Αμπντούλ Χαμίτ Β’ και η ανακήρυξη του Συντάγματος, γεγονότα σημαντικά, που στην αρχή γέννησαν πολλές προσδοκίες και ελπίδες σε όλους τους υπηκόους και κυρίως στους μη Μουσουλμάνους, για ισονομία και πολιτεία.
Δυστυχώς όμως για μια ακόμα φορά οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν, αφού πολύ γρήγορα οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό τους πρόσωπο προς όλους τους ομογενείς και ιδιαίτερα προς τους Σταυριώτες τους οποίους «κυνήγησαν» με μίσος και φανατισμό.
Ευρισκόμενοι σε απόγνωση στράφηκαν προς την κυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδας ικετεύοντας τη βοήθεια της. Μάλιστα ο θαρραλέος εκπρόσωπός τους, Σάββας Ντερβίσ’
-εφέντης, ανέλαβε να φέρει σε πέρας τη δύσκολη αυτή αποστολή. Πράγματι κατόρθωσε, μετά από πολλές ταλαιπωρίες, να φτάσει στην Αθήνα, όπου και μετέφερε το δραματικό μήνυμά τους τόσο στη κυβέρνηση, όσο και στο Παλάτι, αφού λέγεται ότι συναντήθηκε ακόμη και με τον ίδιο τον βασιλιά, τον Γεώργιο τον Α’.
Μπορεί, βέβαια, μετά από τα ελληνικά διαβήματα να σταμάτησαν οι εξορίες, οι φυλακίσεις και οι σκληρές διώξεις των Σταυριωτών, αλλά μέχρις εκεί. Ο κύριος στόχος για την εγγραφή τους στα επίσημα κρατικά βιβλία μόνο με τα χριστιανικά τους ονόματα, δεν επιτεύχθηκε.
Έτσι φτάνουμε στα 1910 οπότε η τουρκική Βουλή προχώρησε στην αναγνώριση του δικαιώματος ελεύθερης θρησκευτικής έκφρασης για κάθε υπήκοο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δυστυχώς όμως οι Σταυριώτες και πάλι δεν κατόρθωσαν να καταγραφούν με τα χριστιανικά τους ονόματα στα επίσημα βιβλία.
Οι αρχές ακολουθώντας παρελκυστική τακτική, ειδικά για τους Σταυριώτες του Άκνταγ Μαντέν, δεν άφησαν να εξελιχτούν ομαλά τα πράγματα, όπως συνέβη με τους κρυπτοχριστιανούς άλλων περιοχών που τα κατάφεραν. Αντίθετα μάλιστα δημιούργησαν με βάση τον ιερό ισλαμικό νόμο (σαρία) μια πολύ λεπτή και επικίνδυνη κατάσταση για τους Σταυριώτες, προκειμένου αυτοί να μην επιμείνουν στο αίτημά τους. Σύμφωνα με τη σαρία, χριστιανός δεν μπορεί να κληρονομήσει μουσουλμάνο. Λόγω του ότι, όμως, οι Σταυριώτες είχαν ακίνητη περιουσία που ήταν καταχωρισμένη στα κτηματολόγια με τα μουσουλμανικά τους ονόματα, εάν θα τα μετέτρεπαν σε χριστιανικά, θα έχαναν πάραυτα και τα κτήματά τους.
Και ενώ πάλευαν οι Σταυριώτες να βρουν τρόπο να αποφύγουν το νέο μεγάλο σκόπελο, γίνεται η κήρυξη του α’ παγκοσμίου πολέμου, στη διάρκεια του οποίου εντάθηκε ο διωγμός τους από την τουρκική κυβέρνηση, που πλέον δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί παρεμβάσεις από καμιά ξένη δύναμη, ούτε και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, φυσικά. Έτσι οι περισσότεροι Σταυριώτες του Άκνταγ Μαντέν αναγκάστηκαν να υποκύψουν και να μην επιμείνουν στην καταγραφή τους με τα χριστιανικά τους ονόματα, για να μη στερηθούν και το καθημερινό συσσίτιο που μοίραζε το κράτος, λόγω των περιστάσεων, στους άπορους πολίτες βάσει δελτίων.
Υποχρεώθηκαν και αυτοί οι επίσημα αναγνωρισμένοι χριστιανοί, που στα προηγούμενα χρόνια είχαν συνάψει γάμους με Σταυριώτες (άνδρες ή γυναίκες), να καταγραφούν σαν μουσουλμάνοι μαζί με τις οικογένειές τους. Και επειδή σ' αυτήν την κατηγορία ανήκαν πολύ ομογενείς, «παρ ολίγον να μεταβληθή ή Χριστιανική χροιά τής όλης κοινότητος», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση του αρχιερατικού επιτρόπου και μετέπειτα εθνομάρτυρα παπα-Γιώργη Παπαδόπουλο, από το Άκνταγ Μαντέν, με ημερομηνία 8-11-1918. (ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ, σελ. 286-288).
Στις 15/28 Ιανουαρίου 1919 οι αντιπρόσωποι των Σταυριωτών στην Κωνσταντινούπολη παρουσιάστηκαν στον αρχηγό της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής Γ. Κατεχάκη και του παρέδωσαν ένα υπόμνημα για το Σταυριωτικό Ζήτημα μαζί με αντίγραφο της πιο πάνω έκθεσης του παπα-Γιώργη. Και τα δύο έγγραφα αναφέρονται στο ιστορικό της δημιουργίας του προβλήματος και στο δράμα των Σταυριωτών του Ακνταγ Μαντέν και γίνεται έκκληση προς το ελληνικό κράτος να ενεργήσει σε συνεργασία με τις Μεγάλες Δυνάμεις της Συνεννόησης (όπως ακριβώς λέει το γράμμα των αντιπροσώπων), προκειμένου οι Σταυριώτες να αναγνωριστούν επίσημα ως χριστιανοί.
Λίγα χρόνια μετά, με την ανταλλαγή των ελληνοχριστιανικών πληθυσμών οι ομογενείς του Άκνταγ Μαντέν (αρκετοί και αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή) αναχώρησαν για την Ελλάδα εκτός από μερικές οικογένειες Σταυριωτών που παρέμειναν εκεί:
-είτε γιατί έτσι ήθελαν (λόγοι οικονομικοί κυρίως)
-είτε γιατί δεν κατόρθωσαν να αναγνωριστούν ακόμα και τότε ως χριστιανοί.
Επικρατεί η άποψη ότι ο τότε μητροπολίτης Χαλδίας επέδειξε μια διστακτικότητα πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Βέβαια είχε να αντιμετωπίσει το φανατισμό και την αγριότητα των τοπικών αρχών εκείνης της δύσκολης περιόδου, που αρνούνταν να προχωρήσουν στην αναγνώριση των Σταυριωτών — ακόμα και μετά τη σχετική απόφαση της τουρκικής βουλής του 1910 - ως Ελλήνων, χριστιανικού ορθόδοξου δόγματος.
Ο Λαυρέντιος, δεν ενθάρρυνε τη φανέρωση τους, πιστεύοντας ότι αργότερα οι συνθήκες θα ήταν πιο ώριμες και πιο ευνοϊκό το γενικότερο κλίμα. Δυστυχώς όμως όλα άλλαξαν με την κήρυξη του α' παγκοσμίου πολέμου και αρκετές οικογένειες Σταυριωτών ξεχάστηκαν στα βάθη της Ανατολής για πάντα.
Όσοι κατόρθωσαν να απαγκιστρωθούν και να φύγουν για την πατρίδα, το πέτυχαν με ίδια μέσα ή με μόνη τη βοήθεια ορισμένων πατριωτών κληρικών και δημογερόντων, που έδωσαν αγώνα για τη σωτηρία τους όταν πέρασαν από το Μεταλλείο οι 2 υποεπιτροπές Καππαδοκίας για την Ανταλλαγή.
Κώστας Νικολαΐδης
Οικονομολόγος- Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου