Ποια σχέση είχε με τη λαογραφία ο μεγάλος Έλληνας πεζογράφος και ο περισσότερο
γνωστός Θρακιώτης Γεώργιος Βιζυηνός;
Απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί μόνον αν ανατρέξει κανείς με λαογραφικό ενδιαφέρον στο έργο του και δεν σταθεί στα άλλα χαρακτηριστικά του, που μαγεύουν τον αναγνώστη και τον οδηγούν σε κόσμους συνήθως σκοτεινούς, όπου τον κύριο λόγο έχει η ψυχολογία ή καλύτερα η ψυχογραφία.
Ο Βιζυηνός είναι ο λογοτέχνης που ξεπέρασε τη συνηθισμένη μέχρι την εποχή του επίπεδη αφήγηση και εισχώρησε στα άδυτα του εσωτερικού κόσμου της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πριν, ωστόσο, από όλα αυτά, μια πολύ σύντομη αναφορά στη ζωή και το έργο του μεγάλου Θρακιώτη διανοητή και λογοτέχνη θα ήταν χρήσιμη, για τους γνώστες να ξαναθυμηθούν και για τους μη γνωρίζοντες να μάθουν.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Θράκης. Επειδή ορφάνεψε μικρός από πατέρα, υποχρεώθηκε να ξενιτευτεί και σε ηλικία δέκα ετών τον βρίσκουμε να δουλεύει μαθητευόμενος σε ραφτάδικο στην Κωνσταντινούπολη. Στη θεολογική σχολή Χάλκης, όπου μπήκε για σπουδές, με τη βοήθεια ομογενών, είχε ως δάσκαλο τον πολύ γνωστό στην εποχή του τυφλό ποιητή Ηλία Τανταλίδη. Ο Τανταλίδης παραστέκεται στον νεαρό Βιζυηνό και τον ενθαρρύνει στις πρώτες του αναζητήσεις στον χώρο της ποίησης.
Αργότερα, ο μεγάλος εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Ζαρίφης χρηματοδοτεί τις σπουδές του Βιζυηνού στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Γερμανία, όπου κάνει ανώτερες σπουδές στη φιλοσοφία και την αισθητική. Στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου συνεχίζει τις σπουδές του, έγραψε τη διατριβή του για υφηγεσία με τίτλο «Η φιλοσοφία του καλού στον Πλωτίνο».
Έγραψε ο Γεώργιος Βιζυηνός όλο κι όλο έξι διηγήματα, που τα δημοσίευσε στο περιοδικό της Αθήνας «Εστία», μέσα σε δύο χρόνια, δηλαδή από το 1883 έως το 1884. Τα διηγήματα του είναι: «Το αμάρτημα της μητρός μου», «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον» και «Ο Μοσκώβ-Σελήμ».
Ο Βιζυηνός πέθανε με σαλεμένο το μυαλό του το 1896 στην Αθήνα. Στο πρώτο του διήγημα, «Το αμάρτημα της μητρός μου», τα ήθη και τα έθιμα της θρακιώτικης κοινωνίας της πατρίδας του Βιζυηνού, περνούν μέσα από τις πρώτες αράδες μέχρι και τις τελευταίες. Π. χ., ένα έθιμο που συνδέεται με τη θρησκευτική πίστη και συνεχίζεται σε πολλά μέρη μέχρι και σήμερα, είναι η τοποθέτηση ενός κομματιού από τα ρούχα του ασθενή σε μια εικόνα, για να γίνει ο ασθενής καλά. Το έθιμο να ανάβουμε λαμπάδα σαν το μπόι μας, για να επικαλεσθούμε τους αγίους για κάτι, που επίσης διατηρείται και στις μέρες μας, αναφέρεται χαρακτηριστικά από τον Βιζυηνό.
Στο διήγημα «Ποιος ήταν ο φονεύς του αδελφού μου», η λαϊκή παράδοση διαποτίζει δροσιστικά όλες τις σελίδες. Μάλιστα, περιγράφεται και ολόκληρο το έθιμο των Φώτων σουρβιές. Σούρβιζαν, αναφέρει ο συγγραφέας, τους ανθρώπους μέσ’ στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχισες να χτυπάς τον πατέρα σου πα στη ράχη και να τον σουρβίζεις: «Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γεια και δύναμι, και του χρόν’ γεροί!».
Ένα άλλο έθιμο, που περιγράφεται στο ίδιο διήγημα, είναι η έκφραση ευχαριστιών από ευεργετηθείσα γυναίκα, που λέει: Επτά ημέρας θα καθίσω έξω από την οικίαν σου. Εφτά φοράς θα φιλώ το κατώφλιον της θύρας σου. Επτά φοράς την ώρα κ. τ. λ.
Δεν λείπουν και οι πολλές λαϊκές ρήσεις από τα διηγήματα του Βιζυηνού, όπως εκείνη που λέει: Δύο κακούς ανθρώπους δεν τους χωρεί ούτε όλη η οικουμένη, ενώ χίλιοι καλοί άνθρωποι κάμνουν μουχαμπέτι και μέσα εις ένα καρυδότσουφλο!
Παραμύθια, με χαρακτηριστικά ήθη και έθιμα των Θρακιωτών, περνούν μέσα στα διηγήματα του Βιζυηνού και επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο μεγάλος Θρακιώτης συγγραφέας είναι «κολλημένος» στην παράδοση. Ακόμη και τα ονόματα που χρησιμοποιεί, όπως Αννιώ, Παχάλης, Ευλαλία, φέρνουν τόσο ζωηρές αναμνήσεις από τη ζωή στη γειτονιά, στο χωριό, που λέει κανείς, να, τώρα θα φανούν μπροστά σου όλα αυτά τα πρόσωπα ολοζώντανα. Η μαμή, η μπάμπω των Θρακιωτών, είναι, επίσης, χαρακτηριστικό πρόσωπο των διηγημάτων του Βιζυηνού, όπως και ο κουρέας-οδοντογιατρός και άλλοι.
Βεβαίως, σε ένα τόσο σύντομο σημείωμα για έναν γίγαντα του ελληνικού λόγου, όπως ο από παντού αναγνωρισμένος θρακιώτης λογοτέχνης Γεώργιος Βιζυηνός, δεν μπορεί παρά μόνον να περιοριστεί κανείς στην αναφορά μερικών χαρακτηριστικών περιπτώσεων και σε γενικές παρατηρήσεις όσον αφορά τη σχέση του έργου του και κατ’ επέκταση του ίδιου με τη λαογραφία.
Το έργο του, λοιπόν, αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Βιζυηνός, όχι μόνον εισάγει στα διηγήματά του αφομοιωμένα και έντονα το λαϊκό στοιχείο σε όλες του τις εκφάνσεις, αναφέροντας παντού τα ήθη και έθιμα της Θράκης, αλλά, ταυτόχρονα, φαίνεται να μην μπορεί να απομακρυνθεί από τη λαϊκή παράδοση, γιατί οι ρίζες που τον συνδέουν με αυτήν είναι πολύ βαθιές και δυνατές και γιατί τον «στριφνό» - όπως τον απεκάλεσαν μερικοί - Βιζυηνό δεν τον κατέπληξε ο πολιτισμός της Ευρώπης. Πήρε από εκεί ό,τι καλό μπορούσε και με το εφόδιο αυτό και γνωρίζοντας βαθιά τον άνθρωπο του λαού, προσπάθησε να εξηγήσει μερικά επιφαινόμενα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, να μπει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και να κάνει το ψυχογράφημά της, όπως κάνουν για το σώμα τα σύγχρονα ιατρικά διαγνωστικά μηχανήματα.
Ο Γιώργος Βιζυηνός, για όσους ξέρουν κάποια γράμματα, είναι πολύ εύκολος στο διάβασμα, παρά την καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί. Είναι, ωστόσο, και πολύ ευχάριστος με την έννοια ότι κάθε αράδα των διηγημάτων του προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, που παρακινείται από τα προηγούμενα να διαβάσει και τα επόμενα. Και το αποτέλεσμα της ανάγνωσης των διηγημάτων του Βιζυηνού είναι η ικανοποίηση του αναγνώστη, γιατί γνώρισε ακόμη περισσότερο τον εαυτό του και προχώρησε ένα ακόμη βήμα προς τον πλησίον του.
Καίτη Μελή- Παπαπαναγιώτου
Δημοσιογράφος- Οικονομ0λόγος
γνωστός Θρακιώτης Γεώργιος Βιζυηνός;
Απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί μόνον αν ανατρέξει κανείς με λαογραφικό ενδιαφέρον στο έργο του και δεν σταθεί στα άλλα χαρακτηριστικά του, που μαγεύουν τον αναγνώστη και τον οδηγούν σε κόσμους συνήθως σκοτεινούς, όπου τον κύριο λόγο έχει η ψυχολογία ή καλύτερα η ψυχογραφία.
Ο Βιζυηνός είναι ο λογοτέχνης που ξεπέρασε τη συνηθισμένη μέχρι την εποχή του επίπεδη αφήγηση και εισχώρησε στα άδυτα του εσωτερικού κόσμου της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πριν, ωστόσο, από όλα αυτά, μια πολύ σύντομη αναφορά στη ζωή και το έργο του μεγάλου Θρακιώτη διανοητή και λογοτέχνη θα ήταν χρήσιμη, για τους γνώστες να ξαναθυμηθούν και για τους μη γνωρίζοντες να μάθουν.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Θράκης. Επειδή ορφάνεψε μικρός από πατέρα, υποχρεώθηκε να ξενιτευτεί και σε ηλικία δέκα ετών τον βρίσκουμε να δουλεύει μαθητευόμενος σε ραφτάδικο στην Κωνσταντινούπολη. Στη θεολογική σχολή Χάλκης, όπου μπήκε για σπουδές, με τη βοήθεια ομογενών, είχε ως δάσκαλο τον πολύ γνωστό στην εποχή του τυφλό ποιητή Ηλία Τανταλίδη. Ο Τανταλίδης παραστέκεται στον νεαρό Βιζυηνό και τον ενθαρρύνει στις πρώτες του αναζητήσεις στον χώρο της ποίησης.
Αργότερα, ο μεγάλος εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Ζαρίφης χρηματοδοτεί τις σπουδές του Βιζυηνού στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Γερμανία, όπου κάνει ανώτερες σπουδές στη φιλοσοφία και την αισθητική. Στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου συνεχίζει τις σπουδές του, έγραψε τη διατριβή του για υφηγεσία με τίτλο «Η φιλοσοφία του καλού στον Πλωτίνο».
Έγραψε ο Γεώργιος Βιζυηνός όλο κι όλο έξι διηγήματα, που τα δημοσίευσε στο περιοδικό της Αθήνας «Εστία», μέσα σε δύο χρόνια, δηλαδή από το 1883 έως το 1884. Τα διηγήματα του είναι: «Το αμάρτημα της μητρός μου», «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον» και «Ο Μοσκώβ-Σελήμ».
Ο Βιζυηνός πέθανε με σαλεμένο το μυαλό του το 1896 στην Αθήνα. Στο πρώτο του διήγημα, «Το αμάρτημα της μητρός μου», τα ήθη και τα έθιμα της θρακιώτικης κοινωνίας της πατρίδας του Βιζυηνού, περνούν μέσα από τις πρώτες αράδες μέχρι και τις τελευταίες. Π. χ., ένα έθιμο που συνδέεται με τη θρησκευτική πίστη και συνεχίζεται σε πολλά μέρη μέχρι και σήμερα, είναι η τοποθέτηση ενός κομματιού από τα ρούχα του ασθενή σε μια εικόνα, για να γίνει ο ασθενής καλά. Το έθιμο να ανάβουμε λαμπάδα σαν το μπόι μας, για να επικαλεσθούμε τους αγίους για κάτι, που επίσης διατηρείται και στις μέρες μας, αναφέρεται χαρακτηριστικά από τον Βιζυηνό.
Στο διήγημα «Ποιος ήταν ο φονεύς του αδελφού μου», η λαϊκή παράδοση διαποτίζει δροσιστικά όλες τις σελίδες. Μάλιστα, περιγράφεται και ολόκληρο το έθιμο των Φώτων σουρβιές. Σούρβιζαν, αναφέρει ο συγγραφέας, τους ανθρώπους μέσ’ στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχισες να χτυπάς τον πατέρα σου πα στη ράχη και να τον σουρβίζεις: «Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γεια και δύναμι, και του χρόν’ γεροί!».
Ένα άλλο έθιμο, που περιγράφεται στο ίδιο διήγημα, είναι η έκφραση ευχαριστιών από ευεργετηθείσα γυναίκα, που λέει: Επτά ημέρας θα καθίσω έξω από την οικίαν σου. Εφτά φοράς θα φιλώ το κατώφλιον της θύρας σου. Επτά φοράς την ώρα κ. τ. λ.
Δεν λείπουν και οι πολλές λαϊκές ρήσεις από τα διηγήματα του Βιζυηνού, όπως εκείνη που λέει: Δύο κακούς ανθρώπους δεν τους χωρεί ούτε όλη η οικουμένη, ενώ χίλιοι καλοί άνθρωποι κάμνουν μουχαμπέτι και μέσα εις ένα καρυδότσουφλο!
Παραμύθια, με χαρακτηριστικά ήθη και έθιμα των Θρακιωτών, περνούν μέσα στα διηγήματα του Βιζυηνού και επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο μεγάλος Θρακιώτης συγγραφέας είναι «κολλημένος» στην παράδοση. Ακόμη και τα ονόματα που χρησιμοποιεί, όπως Αννιώ, Παχάλης, Ευλαλία, φέρνουν τόσο ζωηρές αναμνήσεις από τη ζωή στη γειτονιά, στο χωριό, που λέει κανείς, να, τώρα θα φανούν μπροστά σου όλα αυτά τα πρόσωπα ολοζώντανα. Η μαμή, η μπάμπω των Θρακιωτών, είναι, επίσης, χαρακτηριστικό πρόσωπο των διηγημάτων του Βιζυηνού, όπως και ο κουρέας-οδοντογιατρός και άλλοι.
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ ΣΤΗ ΒΙΖΥΗ |
Βεβαίως, σε ένα τόσο σύντομο σημείωμα για έναν γίγαντα του ελληνικού λόγου, όπως ο από παντού αναγνωρισμένος θρακιώτης λογοτέχνης Γεώργιος Βιζυηνός, δεν μπορεί παρά μόνον να περιοριστεί κανείς στην αναφορά μερικών χαρακτηριστικών περιπτώσεων και σε γενικές παρατηρήσεις όσον αφορά τη σχέση του έργου του και κατ’ επέκταση του ίδιου με τη λαογραφία.
Το έργο του, λοιπόν, αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Βιζυηνός, όχι μόνον εισάγει στα διηγήματά του αφομοιωμένα και έντονα το λαϊκό στοιχείο σε όλες του τις εκφάνσεις, αναφέροντας παντού τα ήθη και έθιμα της Θράκης, αλλά, ταυτόχρονα, φαίνεται να μην μπορεί να απομακρυνθεί από τη λαϊκή παράδοση, γιατί οι ρίζες που τον συνδέουν με αυτήν είναι πολύ βαθιές και δυνατές και γιατί τον «στριφνό» - όπως τον απεκάλεσαν μερικοί - Βιζυηνό δεν τον κατέπληξε ο πολιτισμός της Ευρώπης. Πήρε από εκεί ό,τι καλό μπορούσε και με το εφόδιο αυτό και γνωρίζοντας βαθιά τον άνθρωπο του λαού, προσπάθησε να εξηγήσει μερικά επιφαινόμενα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, να μπει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και να κάνει το ψυχογράφημά της, όπως κάνουν για το σώμα τα σύγχρονα ιατρικά διαγνωστικά μηχανήματα.
Ο Γιώργος Βιζυηνός, για όσους ξέρουν κάποια γράμματα, είναι πολύ εύκολος στο διάβασμα, παρά την καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί. Είναι, ωστόσο, και πολύ ευχάριστος με την έννοια ότι κάθε αράδα των διηγημάτων του προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, που παρακινείται από τα προηγούμενα να διαβάσει και τα επόμενα. Και το αποτέλεσμα της ανάγνωσης των διηγημάτων του Βιζυηνού είναι η ικανοποίηση του αναγνώστη, γιατί γνώρισε ακόμη περισσότερο τον εαυτό του και προχώρησε ένα ακόμη βήμα προς τον πλησίον του.
Καίτη Μελή- Παπαπαναγιώτου
Δημοσιογράφος- Οικονομ0λόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου