Υ
ύα = υγεία
υβριστέας = που αγαπά να υβρίζει
υλέε = δάσος
υλέητα = δάση
υλίζ το δόντν άτ = τρέχουν τα σάλια του από επιθυμία
Φ
Υλέε |
ύα = υγεία
υβριστέας = που αγαπά να υβρίζει
υλέε = δάσος
υλέητα = δάση
υλίζ το δόντν άτ = τρέχουν τα σάλια του από επιθυμία
Φ
φά = φάε
φαεμένον = φαγωμένο
φαεπότ= φαγοπότι
φάζω = ταΐζω
φάϊσον = δώσε φαΐ, τροφή
φάϊσεν= ταϊσε
φαϊστικά = τρόφιμα
φαϊτά (τ)= ωφέλεια
φαϊτόν= άμαξα με άλογο
φαμέλια = οικογένεια
φάουσα = φαγέδαινα (αρρώστια)
φάπρικα = εργοστάσιο
φαρφαταρώ = παθαίνω ταραχή
φαρφαταρίαγμαν= στενοχώρια
φελάν φιστίκ (τ)= αυτό κ' εκείνο
φελίν= φέτα
φερμανλής (τ) = επικηρυγμένος ή καταδικασμένος
με διάταγμα του Σουλτάνου, 2) πολύ γνωστός για τις κακίες του.
φιάς (τ) = φέσι (κάλυμμα)
φιλίντρα= πυροβόλο όπλο
φιτίλ = 1 ) θρυαλλίδα, 2) πύο πηχτό που βγαίνει σαν κλωστή
φλάξ = ήχος κτυπήματος
φλίεσαι= θλίβεσαι
φλιμέντζα= θλιμμένη
φλουγγίζνε= φέρουν φύλλα, άνθη
φοτά = ποδιά
φουλιρίν = χρυσό νόμισμα
φουμιστέας = εκείνος που συχνά κακιώνει, ιδιοτροπεί
φορίζετε=ντύνετε
φούρκα = αγχόνη
φουρκίγ = πνίξου
φουρκίεσαι = πνίγεσαι
φουρκίεται = πνίγεται
φουρκίζ = πνίγει
φουρουντζής(τ)= φούρναρης
φουρσιάτ (τ)= ευκαιρία
φούτιγμαν = κλάσιμο χωρίς κρότο
φουσκαλίδα = φούσκα
φούστρον = αυγά τηγανητά
φοσίουνταν= μπαίνουν βαθιά
φουκαράς (τ)= φτωχός, καημένος
Φραγκία= Ευρώπη
φράγκ- ότσιαγουν (τ)= πέτρα βαθουλωμένη κυλινδρική για να ψήνουν φαγητό
φριάγκ - ότσσιαγουν (τ) = μαγκάλι για ψήσιμο φαγητού
φραντάλα= πεταχτού
φροθάκας= βάτραχοι
φτάει, ευτάει= κάνει
φτουλίεται= μαδά τα μαλλιά της
φτουλίζ= μαδά
φτουλτόν= πούπουλο
φτύρ = αιφνιδιάζει, τρομάζει
φυγαδιάζω = βοηθώ να φύγει
φυγαδιάζνε = βοηθούν να φύγει
φύλλον = χαρτί του παιγνιόχαρτου
φυσιάκια (τ)= φυσίγγια
φυτωναρούς = φυτώρια λαχανικών
φωτάζ= φέγγει, λάμπει
φωταχτέρια= πολύ όμορφα
φωταχτερού= πολύ όμορφη
Χ
χα = να, ιδού
χαβίτς= (αρμεν.) = ανθόγαλα στο οποίο βάζουν λίγο λίγο καλαμποκάλευρο για να χυλώσει
χαβιτσωμένον = λερωμένον από χαβίτς
χαϊβάν (τ) = ζώο
χαζίρ (τ) = έτοιμο
χαζνιαπιάρ = συγγενείς ή φίλοι της νύφης παίρνοντες μέρος στο γάμο
χαϊκουρεύνε = αλαλάζουν
χαΐναινα (τ) = σκληρή
χαΐρ (τ) = καλό
χαΐρ- όλα (τ) = είθε να ήρθες για καλό
χαϊτε άιτε = εμπρός
χακόπον (τ) = οφειλή, δίκαιο
χάλ (τ) = και
χαλαητζήδες (τ) = γανωματήδες
χαλάλ (τ) = πράγμα που δίνεται μέ ευχαρίστηση, αντίθετο χαράμ
χαλεβορτζής πισέας = τσαπατσούλης
χάλια (τ) = κατάσταση
χαλκόν = χάλκινη χύτρα
χαλκοπούλ = καζανάκι
χαλκοτσούκ = μακρουλό χάλκινο μαγειρικό σκεύος
χαλτεβόρτς = κουρελιάρης
χαμάμ (τ) = λουτρό
χαμαιλετάρτς = μυλωνάς
χαμαιλέτας = μύλοι
Χαμαιλέτε τη Πιστόφ |
χαμαιλέτε = μύλος
χαντιάκ = χαντάκι
χάπ = στη στιγμή
χαπάγκ = καταπακτή
χαπάρ (τ) = πληροφορία, είδηση
χαπίς (τ) = φυλακή
χαραδοξία = χαρά και δόξα
χαράμ (τ) = πράγμα που κερδίζεται άδικα
χαρεντερίζ = προκαλεί χαρά
χάρκ = μυλαύλακο
χαρκοκέφαλον = αρχή μυλαύλακου
χαρτοδεβάζ = διαβάζει τους εξορκισμούς
χαρτώματα = λεπτά σανιδάκια, πέταυρα
χασευτόν = βραστό
χασλούχ = χρήματα
χάταλα = παιδιά
χαταλόπα = παιδάκια
χέεις = χέζεις
χειμωγκός = χειμώνας
χείρ = χειρότερα
χεϊριάτ (τ) ευεργεσία
χένουμ = νεωστί
χέρ = χέρι
χέρα = χήρα
χερέα = όσο το πλάτος χεριού
χερομύλια = χειρόμυλος
χερομύλτσον = άλεσε
χικιμάτ (τ) = δικαστήριο
χιλιάκλερος = χίλιες φορές άμοιρος
χιλιαρμάτωτος= χίλιες φορές στολισμένος ή οπλισμένος
χιλιόρφανη= χωρίς κανένα προστάτη
χιονίγα ή εχιονίγα= έχωσκεπαστεί με χιόνι
χλοάδα= χλόη
χόβ (τ)= δύναμη, φόρα
χολή= θυμός
χολιάζ= θυμώνει
χολιασμένα= θυμωμένα
χολοσπασία= εκείνος ή εκείνη που σε κάνει να θυμώσεις
χοντροκοπίδ= με χοντρά χαρακτηριστικά
χορολαγκεύ= χοροπηδάει
χορτλάχς (τ)= βρυκόλακας
χόσ'(τ)= επιτέλους
χότζας (τ)= μωαμεθανός ιερωμένος
χουζανία (τ)= τσιγκουνιά
χουζαρτζήδες (τ)= πριονιστές
χουζμιακιάρ (τ)= υπηρέτες
χουλέν= ζεστό
χουλείται= ζεσταίνεται
χουλιαρέα= κουταλία
χουλιάρια= κουτάλια
Χουτρουλέτς (τ)= Άη Γιώργης
χουσίρ= συντρίμι
χράδας= χρώμα προσώπου
χρεφειλέτ= δανειστές
χιόρα= χήρα
χτισιώνα= κτίριο
χτηνόπον= αγελαδίτσα
χωρέτες= χωρικός
χωροσώρ= πλήθος μαζεμένο
Σαντά |
Ψ
ψαλαφίαν= ζήτηση
ψαλαφούνε= ζητούν
ψή= ψυχή
ψήα= ψυχές
ψηλασέας= ορεινά
ψιλοζίαλος= ορεινά
ψιλίτσικα= πολύ ψιλά
ψομιάρ= δεκαέξι μονάδες
ψιόπον= ψυχούλα
ψύχος= χρονία ελονοσία
ψωμίν έν, έχ ψωμίν=είναι κερδοφόρο
Ω
ωβά= αυγά
ώβασον= να γεννήσεις το αυγό σου
ωλένα (δωρικό)= αγκάλη
ωρία= μη
ωρίαζαν= πρόσεχαν, φύλαγαν
ωριάζνε= προσέχουν, φυλάγουν
ωριάσον= πρόσεξε μη τυχόν και
ώσνα= ώσπου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου