Μα ακόμη πιο γενναία και υπεραλτρουΐστρια παρουσιάζεται η Πόντια σύζυγος στο τραγούδι «Ο Γιάννες θ’ αποθάνει». Το τραγούδι αυτό, που σμίλεψε με τέτοια δύναμη και δεξιοτεχνία ο Πόντιος ανώνυμος λαϊκός ποιητής, την οποία θα ζήλευε και ο σκηνικός φιλόσοφος Ευριπίδης, αποτελεί τον πιο μεθυστικό ύμνο για την πιστή σύζυγο.
Στο τραγούδι αυτό, η υγιής ποντιακή αντίληψη για την ηθική πιστότητα της συμβίας βρίσκει την πιο ιδανική της έκφραση.
Με λίγα λόγια, η υπόθεση του τραγουδιού: Ο Γιάννες ο Μονόγιαννες ετοιμάζεται να νυμφευθεί. Και ενώ λίγες ώρες απομένουν για το μεγάλο γεγονός, εμφανίζεται στυγνός ο Χάρος και ζητά την ψυχή του Γιάννη.
Από Θεού λαλιά έρθεν, ο Γιάννες θ’ αποθάνει...
Μια, μόνον, λύση υπάρχει, για να μην πεθάνει ο Γιάννης. Αν φιλοτιμηθεί κάποιος από τους δικούς του να του χαρίσει λίγα από τα χρόνια του. Και τότε ο Γιάννης, σαν επαίτης περιφέρεται χτυπώντας σπαρακτικά την πόρτα της ευσπλαχνίας των δικών του. Και πρώτα απευθύνεται στη μάνα του, είναι το μόνο πρόσωπο που πιστεύει πως θα τον σώσει.
-Κέρδα με, μάνα μ’, κέρδα με, να μη κερδαίν’ με ο Χάρον!
-Υιγέ μ’, και πώς κερδαίνω σε να μη κερδαίντσε ο Χάρον;
-Δώσ’ με ας σα χρόνα σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν’ με.
Τι απογοήτευση, όμως! Πόσο έχει πέσει έξω ο Γιάννης! Η πόρτα μένει σφαλιστή. Άδικα τη χτυπά τόσην ώρα.
-Υιγέ μ’, δέβα ’ς σον κύρη σου κι ατός δί’ σε ας σα χρόνα τ’, εγώ ας σα χρόνα μ’ τα καλά τριχάριν ’κι χαρίζω!
Είναι περίεργη και σχεδόν αφύσικη αυτή η στάση της μάνας. Ίσως να αποτελεί εξαίρεση, να είναι έκφραση της σκληρής μάνας, της φιλοτομαρίστριας, που δεν αλλάζει με τίποτε τη δική της ζωή. Συνηθισμένος πια στην επαιτία, ο Γιάννης ακολουθεί πιστά την υπόδειξη της μάνας.
-Κέρδα με, κύρη μ’, κέρδα με, να μη κερδαίν’ με ο Χάρον.
Αλλά και ο πατέρας είναι τρισκληρόκαρδος, γιατί, ενώ δεν πρόκειται να πεθάνει, αλλά μόνον ένα μικρό δώρο από τη μαθουσάλεια ζωή του θα κάνει, χαρίζοντας, έτσι, τη ζωή στον γιό του, αρνείται με επιμονή. Και η άρνησή του θεριεύει ακόμη πιο πολύ, όταν ο γιός του τον παρακαλεί σπαραξικάρδια.:
-Κέρδα μ’, αφέντη μ’, κέρδα με, ο Χάρον μη κερδαίν’ με!
-’Γω ας σα χρόνα μ’ τα καλά ημέραν ’κι χαρίζω!
Έχασε σχεδόν κάθε ελπίδα ο Γιάννης για να ζήσει. Τα προσφιλέστατα πρόσωπα, στα οποία στήριξε όλες του τις ελπίδες, για να κερδίσει τη ζωή του, τον απέπεμψαν σκαιότατα. Ούτε έναν λόγο παρηγοριάς, που άλλος, σε ανάλογη περίσταση, θα έλεγε και στον εχθρό του ακόμη, δεν σάλεψαν τα χείλη τους.
Η κορύφωση της αγωνίας έγινε με την απάντηση της μάνας. Μια, όμως, αδύναμη αχτίδα ελπίδας φώτισε την ψυχή του Γιάννη. Παίρνει την απόφαση να καταφύγει στη μέλλουσα γυναίκα του.
Πώς μπορεί, όμως, να ελπίζει σ’ αυτήν, αφού είναι ξένη, αφού στις φλέβες της κυλά αίμα που δεν έχει καμιά σχέση με το δικό του; με ποιο θάρρος θα της ζητήσει μια τέτοια θυσία, που το άκουσμά της και μόνον είχε εξοργίσει τους γονείς του;
Βρίσκει, όμως, ο Γιάννης την ψυχική δύναμη και κάνει την τελευταία προσπάθεια. Η αδύναμη αχτίδα ελπίδας, που κρυφόφεγγε στα μύχια της ψυχής του, αποδεικνύεται ήλιος πανίσχυρος.
-Κέρδα με, κάλη μ’, κέρδα με, Χάρος να μη κερδαίν’ με.
-Ήλιε μ’, και πώς κερδαίνω σε, να μη κερδαίντσε ο Χάρον;
-Δώσ’ με ας σα χρόνα σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν με.
-Τ’ ημ’σά και τα καλλέτερα , ήλιε μ’, τ’ εσά ας είναι!
Θρίαμβος της συζυγικής αγάπης. Η Πόντια Άλκηστη*, χωρίς να εξαναγκάζεται, παίρνει την αγέρωχη, την παράτολμη και ηρωική απόφαση να χαρίσει τη ζωή στον μέλλοντα σύζυγό της.
Γ. Κ. Χατζόπουλος
Φιλόλογος και συγγραφέας
*Ευριπίδη «Άλκηστις» και Ν. Π. Ανδριώτη «Ο μύθος της Άλκηστης στη δημοτική ποίηση του Πόντου».
Στο τραγούδι αυτό, η υγιής ποντιακή αντίληψη για την ηθική πιστότητα της συμβίας βρίσκει την πιο ιδανική της έκφραση.
Με λίγα λόγια, η υπόθεση του τραγουδιού: Ο Γιάννες ο Μονόγιαννες ετοιμάζεται να νυμφευθεί. Και ενώ λίγες ώρες απομένουν για το μεγάλο γεγονός, εμφανίζεται στυγνός ο Χάρος και ζητά την ψυχή του Γιάννη.
Από Θεού λαλιά έρθεν, ο Γιάννες θ’ αποθάνει...
Μια, μόνον, λύση υπάρχει, για να μην πεθάνει ο Γιάννης. Αν φιλοτιμηθεί κάποιος από τους δικούς του να του χαρίσει λίγα από τα χρόνια του. Και τότε ο Γιάννης, σαν επαίτης περιφέρεται χτυπώντας σπαρακτικά την πόρτα της ευσπλαχνίας των δικών του. Και πρώτα απευθύνεται στη μάνα του, είναι το μόνο πρόσωπο που πιστεύει πως θα τον σώσει.
-Κέρδα με, μάνα μ’, κέρδα με, να μη κερδαίν’ με ο Χάρον!
-Υιγέ μ’, και πώς κερδαίνω σε να μη κερδαίντσε ο Χάρον;
-Δώσ’ με ας σα χρόνα σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν’ με.
Τι απογοήτευση, όμως! Πόσο έχει πέσει έξω ο Γιάννης! Η πόρτα μένει σφαλιστή. Άδικα τη χτυπά τόσην ώρα.
-Υιγέ μ’, δέβα ’ς σον κύρη σου κι ατός δί’ σε ας σα χρόνα τ’, εγώ ας σα χρόνα μ’ τα καλά τριχάριν ’κι χαρίζω!
Είναι περίεργη και σχεδόν αφύσικη αυτή η στάση της μάνας. Ίσως να αποτελεί εξαίρεση, να είναι έκφραση της σκληρής μάνας, της φιλοτομαρίστριας, που δεν αλλάζει με τίποτε τη δική της ζωή. Συνηθισμένος πια στην επαιτία, ο Γιάννης ακολουθεί πιστά την υπόδειξη της μάνας.
-Κέρδα με, κύρη μ’, κέρδα με, να μη κερδαίν’ με ο Χάρον.
Αλλά και ο πατέρας είναι τρισκληρόκαρδος, γιατί, ενώ δεν πρόκειται να πεθάνει, αλλά μόνον ένα μικρό δώρο από τη μαθουσάλεια ζωή του θα κάνει, χαρίζοντας, έτσι, τη ζωή στον γιό του, αρνείται με επιμονή. Και η άρνησή του θεριεύει ακόμη πιο πολύ, όταν ο γιός του τον παρακαλεί σπαραξικάρδια.:
-Κέρδα μ’, αφέντη μ’, κέρδα με, ο Χάρον μη κερδαίν’ με!
-’Γω ας σα χρόνα μ’ τα καλά ημέραν ’κι χαρίζω!
Έχασε σχεδόν κάθε ελπίδα ο Γιάννης για να ζήσει. Τα προσφιλέστατα πρόσωπα, στα οποία στήριξε όλες του τις ελπίδες, για να κερδίσει τη ζωή του, τον απέπεμψαν σκαιότατα. Ούτε έναν λόγο παρηγοριάς, που άλλος, σε ανάλογη περίσταση, θα έλεγε και στον εχθρό του ακόμη, δεν σάλεψαν τα χείλη τους.
Η κορύφωση της αγωνίας έγινε με την απάντηση της μάνας. Μια, όμως, αδύναμη αχτίδα ελπίδας φώτισε την ψυχή του Γιάννη. Παίρνει την απόφαση να καταφύγει στη μέλλουσα γυναίκα του.
Πώς μπορεί, όμως, να ελπίζει σ’ αυτήν, αφού είναι ξένη, αφού στις φλέβες της κυλά αίμα που δεν έχει καμιά σχέση με το δικό του; με ποιο θάρρος θα της ζητήσει μια τέτοια θυσία, που το άκουσμά της και μόνον είχε εξοργίσει τους γονείς του;
Βρίσκει, όμως, ο Γιάννης την ψυχική δύναμη και κάνει την τελευταία προσπάθεια. Η αδύναμη αχτίδα ελπίδας, που κρυφόφεγγε στα μύχια της ψυχής του, αποδεικνύεται ήλιος πανίσχυρος.
-Κέρδα με, κάλη μ’, κέρδα με, Χάρος να μη κερδαίν’ με.
-Ήλιε μ’, και πώς κερδαίνω σε, να μη κερδαίντσε ο Χάρον;
-Δώσ’ με ας σα χρόνα σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν με.
-Τ’ ημ’σά και τα καλλέτερα , ήλιε μ’, τ’ εσά ας είναι!
Θρίαμβος της συζυγικής αγάπης. Η Πόντια Άλκηστη*, χωρίς να εξαναγκάζεται, παίρνει την αγέρωχη, την παράτολμη και ηρωική απόφαση να χαρίσει τη ζωή στον μέλλοντα σύζυγό της.
Γ. Κ. Χατζόπουλος
Φιλόλογος και συγγραφέας
*Ευριπίδη «Άλκηστις» και Ν. Π. Ανδριώτη «Ο μύθος της Άλκηστης στη δημοτική ποίηση του Πόντου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου