Γύρω στο 1880 κάποιος Τούρκος Κολόσαλης εγκαταστάθηκε στο χωριό Δώδεκα Αλάτια των Φτελενίων και ανέλαβε να βόσκει τις αγελάδες του χωριού στο παρχάρι Ουζούμ σίτρι. Εκεί ερωτεύτηκε την κουτσή κόρη του Χαράλαμπου Κοτσού και της πρότεινε να την παντρευτεί.. Η κόρη αρνήθηκε και τότε αυτός της ορκίστηκε πως αν δεχτεί να τον πάρει θα αλλαξοπιστήσει και θα βαπτιστεί χριστιανός. Έτσι και έγινε.
Ο Τούρκος βαπτίστηκε και ονομάστηκε Κωνσταντίνος Νεοφώτιστος.
Στο μεταξύ ο αδελφός του Κωνσταντίνου ο Ισμαήλ έμαθε πως αλλαξοπίστησε ο αδερφός του, έφυγε απ’ την Κολόσια κι αυτός και ήρθε στο Κοζλαράντων. Εκεί βαφτίστηκε με το όνομα Γιάννης και παντρεύτηκε κάποια Σανταία. Οι Κολόσιαληδες ορκίσθηκαν στο Κοράνι να εξοντώσουν και τους δυο αυτούς αρνησίθρησκους, μα δεν τολμούσαν να πατήσουν το έδαφος της Σαντάς.
Τα δύο αδέρφια βασίζονταν στην παλικαριά των Σανταίων, νόμιζαν τον εαυτό τους ασφαλισμένο από κάθε κίνδυνο μέσ’ στα σύνορα της Σαντάς και αψηφούσαν τους όρκους και τις απειλές των Κολόσιαληδων. Οι Κολόσιαληδες τον Γιάννη δεν τόλμησαν να πειράξουν γιατί αυτός στο Κοζλαράντων είχε αρκετή προκάλυψη και επεδίωξαν την εξόντωση του Κωνσταντίνου που ζούσε στο μικρό και απόμερο χωριό των Φτελενίων, τα Δώδεκα Αλάτια. Ο Κωνσταντίνος δεν έβαλε καμιά υποψία και δεν πήρε κανένα μέτρο προφύλαξης. Τον Κωνσταντίνο τον εκτιμούσαν πολύ οι κάτοικοι του μικρού αυτού χωριού και τον έβαλαν επίτροπο της εκκλησίας πού ήταν αφιερωμένη στην Υπαπαντή του Χριστού. Ήταν όλος χαρά ο Κωνσταντίνος γιατί ικανοποίησε το θρησκευτικό του ένστικτο και αξιώθηκε να ζήσει ανάμεσα σε Χριστιανούς, μα η αδυσώπητη μοίρα δεν του επέτρεψε να χαρεί για πολύ καιρό την καινούργια του ζωή.
Ο αδερφός του Κωνσταντίνου ο Γιάννης φοβήθηκε από το γεγονός αυτό και ύστερα από λίγες μέρες μετανάστεψε με την οικογένεια του στον Καύκασο και εγκαταστάθηκε στο χωριό Τάκβα—Τσιρούκσου.
Ο Γιάννης
όμως δεν είχε τον χαρακτήρα του Κωνσταντίνου. Ηταν άστατος, ανισόρροπος, σωστός
Τούρκος. Αυτός αν έπεφτε στα χέρια των Κολόσιαληδων ούτε στιγμή θα δίσταζε ν' απαρνηθεί τη νέα του θρησκεία.
Ο Τούρκος βαπτίστηκε και ονομάστηκε Κωνσταντίνος Νεοφώτιστος.
Στο μεταξύ ο αδελφός του Κωνσταντίνου ο Ισμαήλ έμαθε πως αλλαξοπίστησε ο αδερφός του, έφυγε απ’ την Κολόσια κι αυτός και ήρθε στο Κοζλαράντων. Εκεί βαφτίστηκε με το όνομα Γιάννης και παντρεύτηκε κάποια Σανταία. Οι Κολόσιαληδες ορκίσθηκαν στο Κοράνι να εξοντώσουν και τους δυο αυτούς αρνησίθρησκους, μα δεν τολμούσαν να πατήσουν το έδαφος της Σαντάς.
Τα δύο αδέρφια βασίζονταν στην παλικαριά των Σανταίων, νόμιζαν τον εαυτό τους ασφαλισμένο από κάθε κίνδυνο μέσ’ στα σύνορα της Σαντάς και αψηφούσαν τους όρκους και τις απειλές των Κολόσιαληδων. Οι Κολόσιαληδες τον Γιάννη δεν τόλμησαν να πειράξουν γιατί αυτός στο Κοζλαράντων είχε αρκετή προκάλυψη και επεδίωξαν την εξόντωση του Κωνσταντίνου που ζούσε στο μικρό και απόμερο χωριό των Φτελενίων, τα Δώδεκα Αλάτια. Ο Κωνσταντίνος δεν έβαλε καμιά υποψία και δεν πήρε κανένα μέτρο προφύλαξης. Τον Κωνσταντίνο τον εκτιμούσαν πολύ οι κάτοικοι του μικρού αυτού χωριού και τον έβαλαν επίτροπο της εκκλησίας πού ήταν αφιερωμένη στην Υπαπαντή του Χριστού. Ήταν όλος χαρά ο Κωνσταντίνος γιατί ικανοποίησε το θρησκευτικό του ένστικτο και αξιώθηκε να ζήσει ανάμεσα σε Χριστιανούς, μα η αδυσώπητη μοίρα δεν του επέτρεψε να χαρεί για πολύ καιρό την καινούργια του ζωή.
Μια νύχτα σκοτεινή του Αυγούστου του 1890 μπήκαν 20 Κολόσιαληδες Τούρκοι οπλισμένοι στο μικρό αυτό χωριό χωρίς να τους πάρει μυρουδιά κανένας και κοντά στα μεσάνυχτα περικύκλωσαν το σπίτι του Κωνσταντίνου. Το χωριό ήταν τότε σχεδόν έρημο, γιατί ο περισσότερος πληθυσμός του βρισκόταν στο παρχάρι Ουζούν σιρτι. Οι Κολοσιάληδες
περίμεναν κρυμμένοι και ακίνητοι πολλές ώρες και στις
τρεις μετά τα μεσάνυχτα είδαν ν’ ανοίγει
η πόρτα του σπιτιού και να βγαίνει από μέσα ο Κωνσταντίνος. Χύμηξαν τότε καταπάνω του,
τον έπιασαν και τον έδεσαν πισθάγκωνα μέσα στο σπίτι του, τον έβρισαν και τον βασάνισαν απάνθρωπα
γιατί όχι μονάχα αλλαξοπίστησε αλλά έγινε και επίτροπος της εκκλησίας, μάλιστα του πήραν τα
λεφτά του ταμείου της εκκλησίας και τον πίεσαν να επανέλθει στην παλιά του την θρησκεία και άμα αρνήθηκε
τον κατέβασαν στην άκρη του χωριού και εκεί τον έσφαξαν κοντά στο σπίτι
της Χριστίνας Καγκέλ. Ύστερα κόψανε το κεφάλι του και το πήγανε στους αγάδες της Κολόσιας για να πάρουν πιστοποιητικό
καλής διαγωγής! Οι λίγοι κάτοικοι του χωριού στην αρχή δεν αντιλήφθηκαν τίποτε, μα και όταν αντιλήφθηκαν τα πράγματα δεν ήσαν σε θέση να προβάλουν αντίσταση.
Τον πέτυχα στο χωριό Τάκβα να μαλώνει με τους γειτόνους του για τα σύνορα των χωραφιών του και να ξεστομίζει την απειλή: Τοκούνμαγην πανά, ασκή τινήμ χαζίρ τιρ : Μη με ενοχλείτε, η παλιά μου η θρησκεία είναι έτοιμη. Έτσι οι γειτόνοι του σαν λογικοί που ήσαν απέφευγαν να τον ενοχλούν κι αυτός τότε μετατόπισε τα σύνορα των χωραφιών του όπως ήθελε, εκμεταλλευόταν δηλ. αυτός ο ανισόρροπος την ευγένεια των Σανταίων μεταναστών.
Μιλτιάδης Κ. Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
Μιλτιάδης Κ. Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου