Τον Νοέμβρη του 1914 πολλοί Σανταίοι άντρες και γυναίκες ξεκίνησαν από την Σαντά με ξεχωριστό σχέδιο ο καθένας. Μερικοί θέλανε να ξεχειμωνιάσουν στην Τραπεζούντα και στα χωριά της Γεμουράς κι άλλοι θέλανε να πουλήσουν στην Τραπεζούντα τα γαλακτοκομικά τους και με την αξία τους να προμηθευτούν καλαμπόκι και άλλα τρόφιμα, τα οποία θα ήσαν υποχρεωμένοι να φορτωθούν στην πλάτη τους και να τα μεταφέρουν στη Σαντά.
Τον Νοέμβρη λοιπόν συγκεντρώθηκαν στο χωριό της Γεμουράς Βόνος 5-6 γυναίκες Ισχανανταίες, οι οποίες φορτωμένες καλάθια γεμάτα με τρόφιμα ξεκίνησαν για τη Σαντά. Κακόμοιρες γυναίκες! Είχανε να περπατήσουν όρη και βουνά, είχανε να διανύσουν απόσταση 50 χιλιομέτρων, μεταφέροντας στην πλάτη τους φορτίο βάρους 40-50 κιλών κι όμως ούτε ένα παράπονο δεν έβγαινε από τα χείλη τους.
Οι γυναίκες αυτές ήσαντα κορίτσια του Χριστόφορου Σωτηρόπουλου η Κυριακή και η Ουρανία, η θεία τους Συμέλα Σωτηροπούλου, η Κυριακή Στουλαρά κ.α. Τις γυναίκες αυτές τις έκανα κατ' ανάγκη συντροφιά, γιατί οι περισσότερες ήσαν συγγενείς μου.
Ένα απόγευμα ξεκινήσαμε απ' το Βόνος και μέσα σε 2 ώρες ανεβήκαμε στην Αρμένικη Σιάνα (Κίσιονα). Εκεί ζητήσαμε φιλοξενία και μας υποδέχτηκε με καλοσύνη κάποιος Αρμένιος ο Πογόζ εφέντης, ο οποίος γιόρταζε κείνη τη βραδιά το γάμο του γιου του. Τότε μας δόθηκε αφορμή να δούμε από κοντά μερικά έθιμα των Αρμενίων.
Είδαμε μεγάλη κίνηση στο σπίτι του Πογόζ, γειτόνοι έμπαιναν και έβγαιναν, καζάνια πολλά με φαγητά βράζανε στη φωτιά του τζακιού, διαταγές πάνω σε διαταγές δίνονταν από τον Πογόζ, μα στο μεταξύ πριν ικανοποιηθεί η περιέργεια μας, μας είπε ο Πογόζ με τόνο λίγο επιτακτικό πως είναι καιρός να πλαγιάσουμε σε μια καμαρούλα που μας ετοίμασε.
Εμείς καταλάβαμε πως δεν θέλουν οι Αρμένιοι να παρακολουθήσουμε μέχρι το τέλος τα έθιμα τους, αποσυρθήκαμε στην καμαρούλα, φάγαμε από αυτά που μας πρόσφεραν και κοιμηθήκαμε πάνω σε ψάθες.
Την επαύριο πήραμε το δρόμο για τη Σαντά, οι γυναίκες αναστέναζαν κάτω από το βαρύ φορτίο τους, εγώ θλιβόμουν κατάκαρδα για το κατάντημα μας. Το πρωί ο καιρός ήταν καλός, μα κατά το μεσημέρι όταν φτάσαμε στο Τσαγγουλή μαζεύτηκαν μαύρα σύννεφα που από στιγμή σε στιγμή γινόταν απειλητικά. Εμείς όλο και προχωρούσαμε και αψηφούσαμε την κακοκαιρία.
Είχαμε να περάσουμε το Σεσλήκαγια, το Τσαλάπογλου, το Σιργανλή και το Τσαρτακλή. Στο Σιργανλή πέσανε οι πρώτες νυφάδες χιονιού χοντρές και παγερές. Εκεί μας άρπαξε το σκοτάδι, κι εμείς έπρεπε απαραιτήτως να περάσουμε πάνω από τις χιονοστιβάδες του Τσαρτακλή με το φως της μέρας για να μην κατρακυλήσουμε στον γκρεμό.
Στο Τσαρτακλή φτάσαμε σκοτάδι πίσσα. Το χιόνι έπεφτε πυκνό. Η καταχνιά βρήκε τον καιρό της κι αυτή και μαύρισε τον κόσμο. Τη μύτη μας δε βλέπαμε. Φτάσαμε στη χιονοστιβάδα του Τσαρτακλή, στον γκρεμό, στο θάνατο. Οι γυναίκες άρχισαν να εκδηλώνουν την απελπισία τους. Σταματήσαμε όλοι μας στην άκρη της χιονοστιβάδας για 5 λεπτά της ώρας και δεν μπορούσαμε να βρούμε καμιά λύση. Στο τέλος φώναξα: "Εγώ θα παραμερίσω την χιονοστιβάδα και θ' ανοίξω νέο δρόμο, όποια θέλει ας με ακολουθήσει". Οι γυναίκες δεν είχαν αντίρρηση, μα ο φόβος μήπως χαθούν μέσα στα άγρια βουνά τις πάγωνε, τις μαρμάρωνε κυριολεκτικά.
Όταν άρχισα να παίρνω τον απότομο και χιονισμένο ανήφορο του Τσαρτακλή διέκρινα μέσα στο σκοτάδι τις γυναίκες από πίσω μου. Έδωσα χέρι στην Κυριακή Σωτηροπούλου, εκείνη στην αδελφή της Ουρανία, εκείνη στις άλλες κ.ο.κ. Μετά 20 λεπτά πέτυχα να μεταφέρω το γυναικείο καραβάνι μου σ' ένα λιμάνι σωτηρίας, στην αντίπερα πλευρά του βουνού που ήταν γυρισμένη κατά την Σαντά και είχε λιγότερη φουρτούνα.
Όταν κατεβήκαμε στο παρχάρι Τσαρτακλή και στα Τσιφίνια ο καιρός καλυτέρεψε, φάνηκε ένα τμήμα του γαλάζιου ουρανού και το αστρόφως μαζί με το κουτσουρεμένο φεγγαράκι μας επέτρεψε να διακρίνουμε θαμπά- θαμπά τις άγριες χαράδρες της Σαντάς. Μας τρόμαζαν τότε τα κατάμαυρα από έλατα δάση, οι πελώριες και πανύψηλες νυκτερινές σκιές των ψηλών βουνών και ο τρομερός ρόχθος πολλών ρυακιών που θύμιζαν λιγάκι Άλπεις.
Έτσι αντικρίσαμε με δέος την άγρια μεγαλοπρέπεια της φύσης, κι όταν φτάσαμε μεσάνυχτα στη Σαντά δεχτήκαμε τα συγχαρητήρια των φίλων και συγγενών για τη σωτηρία μας.
Μιλτιάδης Κ. Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
Απόσπασμα της μελέτης αυτής δημοσιεύτηκε στα "Ποντικά Χρονικά" των Σερρών με τον τίτλο : "Πατριωτισμός των γυναικών της Σαντάς"
Τραπεζούντα |
Οι γυναίκες αυτές ήσαντα κορίτσια του Χριστόφορου Σωτηρόπουλου η Κυριακή και η Ουρανία, η θεία τους Συμέλα Σωτηροπούλου, η Κυριακή Στουλαρά κ.α. Τις γυναίκες αυτές τις έκανα κατ' ανάγκη συντροφιά, γιατί οι περισσότερες ήσαν συγγενείς μου.
Ένα απόγευμα ξεκινήσαμε απ' το Βόνος και μέσα σε 2 ώρες ανεβήκαμε στην Αρμένικη Σιάνα (Κίσιονα). Εκεί ζητήσαμε φιλοξενία και μας υποδέχτηκε με καλοσύνη κάποιος Αρμένιος ο Πογόζ εφέντης, ο οποίος γιόρταζε κείνη τη βραδιά το γάμο του γιου του. Τότε μας δόθηκε αφορμή να δούμε από κοντά μερικά έθιμα των Αρμενίων.
Είδαμε μεγάλη κίνηση στο σπίτι του Πογόζ, γειτόνοι έμπαιναν και έβγαιναν, καζάνια πολλά με φαγητά βράζανε στη φωτιά του τζακιού, διαταγές πάνω σε διαταγές δίνονταν από τον Πογόζ, μα στο μεταξύ πριν ικανοποιηθεί η περιέργεια μας, μας είπε ο Πογόζ με τόνο λίγο επιτακτικό πως είναι καιρός να πλαγιάσουμε σε μια καμαρούλα που μας ετοίμασε.
Εμείς καταλάβαμε πως δεν θέλουν οι Αρμένιοι να παρακολουθήσουμε μέχρι το τέλος τα έθιμα τους, αποσυρθήκαμε στην καμαρούλα, φάγαμε από αυτά που μας πρόσφεραν και κοιμηθήκαμε πάνω σε ψάθες.
Οροπέδιο Dilaver Yayla |
Είχαμε να περάσουμε το Σεσλήκαγια, το Τσαλάπογλου, το Σιργανλή και το Τσαρτακλή. Στο Σιργανλή πέσανε οι πρώτες νυφάδες χιονιού χοντρές και παγερές. Εκεί μας άρπαξε το σκοτάδι, κι εμείς έπρεπε απαραιτήτως να περάσουμε πάνω από τις χιονοστιβάδες του Τσαρτακλή με το φως της μέρας για να μην κατρακυλήσουμε στον γκρεμό.
Στο Τσαρτακλή φτάσαμε σκοτάδι πίσσα. Το χιόνι έπεφτε πυκνό. Η καταχνιά βρήκε τον καιρό της κι αυτή και μαύρισε τον κόσμο. Τη μύτη μας δε βλέπαμε. Φτάσαμε στη χιονοστιβάδα του Τσαρτακλή, στον γκρεμό, στο θάνατο. Οι γυναίκες άρχισαν να εκδηλώνουν την απελπισία τους. Σταματήσαμε όλοι μας στην άκρη της χιονοστιβάδας για 5 λεπτά της ώρας και δεν μπορούσαμε να βρούμε καμιά λύση. Στο τέλος φώναξα: "Εγώ θα παραμερίσω την χιονοστιβάδα και θ' ανοίξω νέο δρόμο, όποια θέλει ας με ακολουθήσει". Οι γυναίκες δεν είχαν αντίρρηση, μα ο φόβος μήπως χαθούν μέσα στα άγρια βουνά τις πάγωνε, τις μαρμάρωνε κυριολεκτικά.
Όταν άρχισα να παίρνω τον απότομο και χιονισμένο ανήφορο του Τσαρτακλή διέκρινα μέσα στο σκοτάδι τις γυναίκες από πίσω μου. Έδωσα χέρι στην Κυριακή Σωτηροπούλου, εκείνη στην αδελφή της Ουρανία, εκείνη στις άλλες κ.ο.κ. Μετά 20 λεπτά πέτυχα να μεταφέρω το γυναικείο καραβάνι μου σ' ένα λιμάνι σωτηρίας, στην αντίπερα πλευρά του βουνού που ήταν γυρισμένη κατά την Σαντά και είχε λιγότερη φουρτούνα.
Δρόμος για τη Σαντά |
Έτσι αντικρίσαμε με δέος την άγρια μεγαλοπρέπεια της φύσης, κι όταν φτάσαμε μεσάνυχτα στη Σαντά δεχτήκαμε τα συγχαρητήρια των φίλων και συγγενών για τη σωτηρία μας.
Μιλτιάδης Κ. Νυμφόπουλος
Εκπαιδευτικός
Ιστοριογράφος της Σαντάς
Απόσπασμα της μελέτης αυτής δημοσιεύτηκε στα "Ποντικά Χρονικά" των Σερρών με τον τίτλο : "Πατριωτισμός των γυναικών της Σαντάς"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου