Καθώς , η γεωργία είναι η σταθερότερη παραγωγική ενασχόληση στην οικονομία ενός έθνους, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων συγκέντρωσε τις μεγαλύτερες προσπάθειές της στο να εγκαταστήσει σε αγροτική γη όσους περισσότερους πρόσφυγες μπορούσε κι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Χιλιάδες απ’ τους νεοφερμένους επιδίδονταν στη γεωργία με τη μια ή την άλλη μορφή στη Μικρά Ασία. Οι εκτάσεις που ήταν διαθέσιμες για την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα περιλάμβαναν τέτοια ποικιλία εδαφών σε τέτοια ποικιλία κλιμάτων ώστε ήταν δυνατό να επιδοθούν στην ίδια ποικιλία καλλιεργειών.
Έτσι οι καπνοκαλλιεργητές από τη Μικρά Ασία μπορούσαν να καλλιεργήσουν καπνό στη Θράκη και σε μερικά μέρη της Πελοποννήσου. Η μεταξοκαλλιέργεια μπορεί να διεξαχθεί στη Μακεδονία το ίδιο καλά όπως στη Μικρά Ασία. Τα οπωρικά μπορούν να καλλιεργηθούν εύκολα στα άφθονα χαμηλά υψίπεδα της ορεινής Ελλάδας. Το αμπέλι, η συκιά και η ελιά ευδοκιμούν σ’ ολόκληρη τη νότια Ελλάδα. Τα δημητριακά βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη εκτός από τις όχι σπάνιες χρονιές που υπάρχει ξηρασία ή που αργεί να βρέξει.
Μια ματιά στο χάρτη της Ελλάδας μαζί με μερικούς αριθμούς για συγκρίσεις διαγράφει καθαρά τις αγροτικές δυνατότητες και τους περιορισμούς της χώρας. Η Ελλάδα υπό την παρούσα μορφή της περιλαμβάνει μια πληθώρα ασήμαντων νησιών στο Αιγαίο, τα περισσότερα από τα οποία είναι πολύ μικρά για να έχουν οποιαδήποτε σπουδαιότητα από την άποψη γεωργικής παραγωγής. Μερικά από τα μεγαλύτερα νησιά όπως η Κρήτη, η Μυτιλήνη και η Εύβοια έχουν αρκετά ευρείες γεωργικές εκτάσεις. Στην κυρίως Ελλάδα η παραλιακή λωρίδα της Πελοποννήσου είναι εύφορη. Αλλά οι μεγαλύτερες αγροτικές δυνατότητες βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της χώρας στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και προπαντός στη Μακεδονία. Πρέπει πάντως να έχει κανείς κατά νου ότι η Ελλάδα είναι το ορεινό άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου και ότι, όπως υπολογίζεται, μόνο το 20 τοις εκατό του εδάφους της είναι καλλιεργήσιμο.
Στην καλύτερη περίπτωση η Ελλάδα είναι μια πολύ μικρή χώρα. Η ολική έκτασή της είναι μόνο 49.000 τετραγωνικά μίλια (συμπεριλαμβανομένων των νησιών). Έτσι είναι περίπου το ίδιο μεγάλη με την πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ως εκ τούτου το 20 τοις εκατό της αρόσιμης γης σημαίνει ότι μόνο 10.000 τετραγωνικά μίλια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για γεωργικούς σκοπούς. Ο σημερινός πληθυσμός της Ελλάδας είναι περίπου εξήμισι εκατομμύρια, πράγμα που σημαίνει ότι περίπου επτακόσιες χιλιάδες αγρότες και οι οικογένειές τους (δηλαδή περίπου τρεισήμισι εκατομμύρια άτομα) πρέπει να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν από αυτή τη μικρή έκταση.
Μερικοί από αυτούς τους αγρότες επιδίδονται στην κτηνοτροφία και κατά συνέπεια ζουν έξω από την αρόσιμη περιοχή, σε βοσκότοπους. Αφήνοντάς τους εκτός υπολογισμών, οι παραπάνω συσχετισμοί μετατρέπονται και τελικά βγαίνει το συμπέρασμα ότι κατά μέσο όρο υπάρχουν στην Ελλάδα μόνο γύρω στα δώδεκα με δεκαπέντε στρέμματα αρόσιμης γης για τη διαβίωση κάθε πενταμελούς οικογένειας. Δεκαπέντε στρέμματα είναι υπεραρκετά για μια μέση οικογένεια που επιδίδεται σε μορφές γεωργίας όπως η μελισσοκομία ή η μεταξοκαλλιέργεια. Ωστόσο για τους καλλιεργητές δημητριακών αποτελεί το ελάχιστο δυνατό όριο ούτως ώστε, μια κακή σοδειά είναι γι’ αυτούς μια πρώτης τάξεως καταστροφή.
Τα όσα αναφέρθηκαν δίνουν κάποια ιδέα των φυσικών δεδομένων που σχετίζονται με την υπόθεση της ένταξης των αγροτών προσφύγων στην εθνική οικονομία της Ελλάδας. Μαζί με τις οικογένειες τους οι τελευταίοι ανέρχονταν σε επτακόσιες χιλιάδες άτομα. Είναι φανερό ότι υπήρχαν τεράστιες φυσικές δυσχέρειες στην εγκατάσταση ενός τόσο μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε αγροτικές εκτάσεις μιας τόσο μικρής χώρας που ήταν ήδη πυκνοκατοικημένη. Το σχετικό εγχείρημα θα ήταν αδύνατο αν δεν είχε ζητηθεί από τους Βουλγάρους και τους Τούρκους της Μακεδονίας να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η αποχώρησή τους (ιδιαίτερα αυτή των πιο πολυαρίθμων Τούρκων) άφησε ελεύθερες προς χρήση, εκ μέρους των Ελλήνων προσφύγων, μεγάλες εκτάσεις γης, μερικές από τις οποίες καλλιεργούνταν από πολύ καιρό. Παρ’ όλ’ αυτά, μύριες περιπλοκές κατέστησαν δύσκολη τη χρησιμοποίηση ακόμα κι αυτών των εδαφών. Για παράδειγμα:
Πολλοί από τους αποχωρούντες Τούρκους ήταν «εν απουσία» ιδιοκτήτες μεγάλων εδαφικών εκτάσεων οι οποίες επί αιώνες καλλιεργούνταν από Έλληνες ενοικιαστές σύμφωνα με ένα σύστημα φεουδαρχικής ιδιοκτησίας κατά το οποίο οι ενοικιαστές ήταν μόνιμα προσδεδεμένοι με το έδαφος και εργάζονταν με ποσοστά επί της παραγωγής. Όταν ένας τέτοιος, εν απουσία, ιδιοκτήτης εγκατέλειπε τη χώρα, τα κτήματά του ήταν από τεχνική άποψη ελεύθερα για χρήση εκ μέρους Ελλήνων προσφύγων: Στην πράξη όμως στα κτήματα αυτά βρίσκονταν πολυάριθμες ελληνικές οικογένειες που κατοικούσαν σ’ αυτά επί αιώνες και τα θεωρούσαν ουσιαστικά ως ατομική ιδιοκτησία τους. Κάθε απόπειρα να εκδιωχθούν τέτοιες οικογένειες γηγενών Ελλήνων προς όφελος των προσφύγων θα ήταν προφανώς τόσο ανεφάρμοστη όσο και άνιση.
Ευτυχώς για τους πρόσφυγες, οι Τούρκοι κτηματίες, ήταν εξαιρετικά ανίκανοι. Σπάνια κάποιος απ’ αυτούς είχε το απαιτούμενο επιχειρηματικό πνεύμα για ν’ αναπτύξει περισσότερο από ένα τμήμα των κτημάτων του. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν το ότι υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις παρθένας γης οι οποίες, παρ’ ότι θα απαιτούσαν σκληρή δουλειά για να οργανωθούν και ν’ αποδώσουν την πρώτη τους σοδειά, ήταν εν πάση περιπτώσει διαθέσιμες στους νέους εποίκους. Ωστόσο, όταν οι τελευταίοι έφτασαν σημειώθηκαν περιπλοκές σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις. Οι γηγενείς Έλληνες χρησιμοποιούσαν ένα μεγάλο μέρος αυτών των εδαφών ως κοινούς βοσκότοπους για τα οικιακά ζώα τους. Όταν τους ζητήθηκε να περιορίσουν τα ζώα τους στα όρια των μικρών κομματιών γης που καλλιεργούσαν προσωπικά ήταν φυσικό να νιώσουν ότι τους στερούσαν ένα κεκτημένο προ πολλού δικαίωμα.
Μερικοί από τους πιο αμόρφωτους έδειξαν διάθεση ν’ αντισταθούν στην εφαρμογή του σχετικού μέτρου. Χρειάστηκε να βάλουν τα δυνατά τους οι πιο ευφυείς ηγέτες τόσο των προσφύγων όσο και των ιθαγενών για να διευθετηθούν οι αναρίθμητες διαμάχες που προέκυψαν σχετικά με παρόμοιες λεπτομέρειες της διανομής της γης.
Φυσικά, το ανθρώπινο στοιχείο έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο στο πρόβλημα των αγροτών προσφύγων. Η ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Όπως οι πρόγονοί του, ο σημερινός Έλληνας είναι έντονα ατομικιστής. Οποιαδήποτε παρέμβαση στην προσωπική του ανεξαρτησία και την ελευθερία του να ρυθμίζει τη ζωή του όπως τη θέλει συναντάει μεγάλη αντίδραση εκ μέρους του. Ο κάθε Έλληνας έχει τις δικές του ιδέες για τα πάντα και δεν διστάζει να τις εκφράσει ή να πράξει ανάλογα μ’ αυτές.
Θα ήταν πολύ δύσκολο να τον ελέγξει κανείς αν αυτό το διαλυτικό (εναλλακτικά διασπαστικό) χαρακτηριστικό δεν αντισταθμιζόταν από το εξίσου έντονο κοινωνικό ένστικτό του. Είναι το πιο αγελαίο από τα ανθρώπινα πλάσματα και του είναι αδύνατο να ζήσει σε ένα μέρος όπου δεν θα μπορεί να συγκεντρωθεί το βράδυ με τους φίλους του. Οι καθημερινές συναθροίσεις στο τοπικό καφενείο είναι τόσο προσφιλείς όσο και εβδομαδιαίες συναθροίσεις των παλιών πουριτανών και, εν πολλοίς, για τους ίδιους λόγους.
Εκεί μαθαίνονται τα καθημερινά νέα, γίνεται το ντόπιο κουτσομπολιό, διεξάγονται οι έντονες πολιτικές συζητήσεις και τακτοποιούνται οι πολιτικές διαφορές. Η ζωή σε μοναχικά αγροκτήματα, όπως αυτά της Αμερικής, είναι αδιανόητη για τον Έλληνα και θα του ήταν αφόρητη.
Ο όρος «αγροτική κοινότητα» δεν σημαίνει στην Ελλάδα όπως στην Αμερική μια κοινότητα αποτελούμενη από απομακρυσμένα μεταξύ τους αγροκτήματα. Σημαίνει πρώτα απ’ όλα ένα χωριό όπου όλες οι οικογένειες αυτής της κοινότητας ζουν πλάι-πλάι. Τα αγροκτήματα βρίσκονται γύρω απ’ αυτό το χωριό. Τα αγροκτήματα αυτά σημαδεύονται με όρια και αποτελούν ιδιωτική ιδιοκτησία διαφόρων οικογενειών. Όταν είναι η εποχή του οργώματος η οικογένεια πηγαίνει ολόκληρη στο κτήμα το πρωί και γυρνάει στο σπίτι της, στο χωριό, όταν τελειώσει η δουλειά της ημέρας. Στις παλιές και ομαλά οργανωμένες περιοχές η απόσταση ανάμεσα στην κατοικία και το κτήμα της οικογενείας δεν είναι παρά λίγης ώρας δρόμος.
Αυτή η σαν του μελισσιού συνήθεια των ελληνικών οικογενειών συνέβαλε, όπως ήταν φυσικό, στη διαιώνιση των γεωργικών χωριών της Μικράς Ασίας όπου οι ίδιες οικογένειες ζούσαν και γνώριζαν η μια την άλλη από γενιά σε γενιά. Φυσικά, με το χρόνο πολλές απ’ αυτές τις οικογένειες μετατρέπονται σε μια ουσιαστικά οικογένεια μέσω των συνεχών μεταξύ τους γάμων. Εκτός απ’ αυτούς τους πανάρχαιους δεσμούς συμβίωσης και συγγένειας αίματος, υπήρχε επίσης ο ισχυρός δεσμός της θρησκείας μέσω της συνεχούς λατρείας στην τοπική εκκλησία. Όλες αυτές οι επιρροές συνέβαλλαν για ν’ απεργαστούν, σε κάθε χωριό σχεδόν, ακατάλυτους συναισθηματικούς δεσμούς που συνέδεαν τους κατοίκους μεταξύ τους.
Αυτοί οι ανθρώπινοι παράγοντες είχαν, όπως ήταν φυσικό, ισχυρή επίδραση στο πρόβλημα της αποκατάστασης των αγροτών προσφύγων στην Ελλάδα. Οι χωρικοί από ένα δεδομένο χωριό της Μικράς Ασίας προσπαθούσαν ενστικτωδώς να εγκατασταθούν ολοι στο ίδιο χωριό στην Ελλάδα. Αυτό το ένστικτο απλοποιούσε πολλές φορές τα πράγματα για τους πρόσφυγες. Μια τέτοια ανασυγκροτημένη ομάδα αγροτών, που εγκατασταινόταν για παράδειγμα στη Μακεδονία, φρόντιζε αυτομάτως για τα μέλη της σαν ένας πολιτικός και κοινωνικός οργανισμός. Η δημοκρατική τοπική αυτοδιοίκηση επινοήθηκε από τους Έλληνες πριν από πολλούς αιώνες ως μια φυσική έκφραση του φυλετικού τους χαρακτήρα και οι σημερινοί Έλληνες δεν έχουν αλλάξει από αυτή την άποψη.
Ένα ακόμα μεγαλύτερο πλεονέκτημα προήλθε απ ’ αυτό το ένστικτο της κοινότητας κατά τις πρώτες επείγουσες ημέρες της προσφυγιάς. Το πρώτο πράγμα που είχαν επειγόντως ανάγκη οι πρόσφυγες ήταν μια στέγη πάνω από τα κεφάλια τους. Αν παρουσιαζόταν ανάγκη να δοθεί σε κάθε οικογένεια μεμονωμένη κατοικία σε ξεχωριστό αγρόκτημα, το πρόβλημα της ανέγερσης παρόμοιων, κατοικιών θα ήταν σχεδόν ανεπίλυτο. Καθώς όμως οι Έλληνες αγρότες επιμένουν να ζουν σε χωριά, το πρόβλημα που προέκυψε αφορούσε την κατασκευή σε οποιοδήποτε σημείο ενός αριθμού κατοικιών από 10 ως 500 στον ίδιο χώρο. Προφανώς αυτό ήταν πολύ πιο εύκολο να γίνει καθώς τα οικοδομικά υλικά και μηχανήματα θα συγκεντρώνονταν σ’ ένα σημείο και η δουλειά θα προχωρούσε σε κάθε κοινότητα ως ενιαίο έργο. Με το αμερικανικό σύστημα θα ήταν αδύνατο για τους Έλληνες να κάνουν αυτό που έκαναν, δηλαδή να προμηθεύσουν άνετα καταλύματα σε περίπου πενήντα χιλιάδες αγροτικές οικογένειες σε νέες αγροτικές κατοικίες.
Καθώς έχει υπολογιστεί ότι υπάρχουν περίπου εκατόν πενήντα χιλιάδες οικογένειες αγροτών προσφύγων, τα νέα κτίσματα. καλύπτουν τις ανάγκες μόνο του ενός τρίτου από αυτές. Τα άλλα δυο τρίτα βρήκαν κατάλυμα στις κατοικίες που εκκένωσαν οι μουσουλμάνοι και οι Βούλγαροι, που αποχώρησαν και σε προσωρινές κατασκευές. Τα περισσότερα πρώην τουρκικά σπίτια ήταν παλιά και ερειπωμένα. Γι’ αυτό το λόγο, αν όχι για οποιοδήποτε άλλο, υπήρξε ανάγκη να συνεχιστεί η ανέγερση του νέου τύπου χωριών και αυτό το έργο συνεχίζεται ακατάπαυστα υπό την επίβλεψη της Επιτροπής.
Και ο πιο αμέριμνος ταξιδιώτης στην Ελλάδα που διασχίζει τη Μακεδονία και τη Θράκη μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει αυτά τα νέα χωριά, από πολύ μακριά, από το ανοιχτό κόκκινο χρώμα των κεραμιδιών στις στέγες τους. Σχεδόν όλα τα τουρκικά σπίτια ήταν φτιαγμένα από ξύλο και οι στέγες των παλιότερων ελληνικών σπιτιών που ήταν φτιαγμένες με κεραμίδια έχουν ξεθωριάσει με το χρόνο κι έχουν αποκτήσει ένα καφετί χρώμα.
Henry Morgenthau
Αμερικανός δικηγόρος και διπλωμάτης
Πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων
Προσφυγικός οικισμός Νέας Καισάρειας στην Ήπειρο (Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.) |
Μια ματιά στο χάρτη της Ελλάδας μαζί με μερικούς αριθμούς για συγκρίσεις διαγράφει καθαρά τις αγροτικές δυνατότητες και τους περιορισμούς της χώρας. Η Ελλάδα υπό την παρούσα μορφή της περιλαμβάνει μια πληθώρα ασήμαντων νησιών στο Αιγαίο, τα περισσότερα από τα οποία είναι πολύ μικρά για να έχουν οποιαδήποτε σπουδαιότητα από την άποψη γεωργικής παραγωγής. Μερικά από τα μεγαλύτερα νησιά όπως η Κρήτη, η Μυτιλήνη και η Εύβοια έχουν αρκετά ευρείες γεωργικές εκτάσεις. Στην κυρίως Ελλάδα η παραλιακή λωρίδα της Πελοποννήσου είναι εύφορη. Αλλά οι μεγαλύτερες αγροτικές δυνατότητες βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της χώρας στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και προπαντός στη Μακεδονία. Πρέπει πάντως να έχει κανείς κατά νου ότι η Ελλάδα είναι το ορεινό άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου και ότι, όπως υπολογίζεται, μόνο το 20 τοις εκατό του εδάφους της είναι καλλιεργήσιμο.
Στην καλύτερη περίπτωση η Ελλάδα είναι μια πολύ μικρή χώρα. Η ολική έκτασή της είναι μόνο 49.000 τετραγωνικά μίλια (συμπεριλαμβανομένων των νησιών). Έτσι είναι περίπου το ίδιο μεγάλη με την πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ως εκ τούτου το 20 τοις εκατό της αρόσιμης γης σημαίνει ότι μόνο 10.000 τετραγωνικά μίλια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για γεωργικούς σκοπούς. Ο σημερινός πληθυσμός της Ελλάδας είναι περίπου εξήμισι εκατομμύρια, πράγμα που σημαίνει ότι περίπου επτακόσιες χιλιάδες αγρότες και οι οικογένειές τους (δηλαδή περίπου τρεισήμισι εκατομμύρια άτομα) πρέπει να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν από αυτή τη μικρή έκταση.
Μερικοί από αυτούς τους αγρότες επιδίδονται στην κτηνοτροφία και κατά συνέπεια ζουν έξω από την αρόσιμη περιοχή, σε βοσκότοπους. Αφήνοντάς τους εκτός υπολογισμών, οι παραπάνω συσχετισμοί μετατρέπονται και τελικά βγαίνει το συμπέρασμα ότι κατά μέσο όρο υπάρχουν στην Ελλάδα μόνο γύρω στα δώδεκα με δεκαπέντε στρέμματα αρόσιμης γης για τη διαβίωση κάθε πενταμελούς οικογένειας. Δεκαπέντε στρέμματα είναι υπεραρκετά για μια μέση οικογένεια που επιδίδεται σε μορφές γεωργίας όπως η μελισσοκομία ή η μεταξοκαλλιέργεια. Ωστόσο για τους καλλιεργητές δημητριακών αποτελεί το ελάχιστο δυνατό όριο ούτως ώστε, μια κακή σοδειά είναι γι’ αυτούς μια πρώτης τάξεως καταστροφή.
Τα όσα αναφέρθηκαν δίνουν κάποια ιδέα των φυσικών δεδομένων που σχετίζονται με την υπόθεση της ένταξης των αγροτών προσφύγων στην εθνική οικονομία της Ελλάδας. Μαζί με τις οικογένειες τους οι τελευταίοι ανέρχονταν σε επτακόσιες χιλιάδες άτομα. Είναι φανερό ότι υπήρχαν τεράστιες φυσικές δυσχέρειες στην εγκατάσταση ενός τόσο μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε αγροτικές εκτάσεις μιας τόσο μικρής χώρας που ήταν ήδη πυκνοκατοικημένη. Το σχετικό εγχείρημα θα ήταν αδύνατο αν δεν είχε ζητηθεί από τους Βουλγάρους και τους Τούρκους της Μακεδονίας να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η αποχώρησή τους (ιδιαίτερα αυτή των πιο πολυαρίθμων Τούρκων) άφησε ελεύθερες προς χρήση, εκ μέρους των Ελλήνων προσφύγων, μεγάλες εκτάσεις γης, μερικές από τις οποίες καλλιεργούνταν από πολύ καιρό. Παρ’ όλ’ αυτά, μύριες περιπλοκές κατέστησαν δύσκολη τη χρησιμοποίηση ακόμα κι αυτών των εδαφών. Για παράδειγμα:
Αίθουσα διδασκαλίας προσφυγόπαιδων στη Θεσσαλονίκη (Αρχείο Τ. Μαυρίδη) |
Ευτυχώς για τους πρόσφυγες, οι Τούρκοι κτηματίες, ήταν εξαιρετικά ανίκανοι. Σπάνια κάποιος απ’ αυτούς είχε το απαιτούμενο επιχειρηματικό πνεύμα για ν’ αναπτύξει περισσότερο από ένα τμήμα των κτημάτων του. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν το ότι υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις παρθένας γης οι οποίες, παρ’ ότι θα απαιτούσαν σκληρή δουλειά για να οργανωθούν και ν’ αποδώσουν την πρώτη τους σοδειά, ήταν εν πάση περιπτώσει διαθέσιμες στους νέους εποίκους. Ωστόσο, όταν οι τελευταίοι έφτασαν σημειώθηκαν περιπλοκές σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις. Οι γηγενείς Έλληνες χρησιμοποιούσαν ένα μεγάλο μέρος αυτών των εδαφών ως κοινούς βοσκότοπους για τα οικιακά ζώα τους. Όταν τους ζητήθηκε να περιορίσουν τα ζώα τους στα όρια των μικρών κομματιών γης που καλλιεργούσαν προσωπικά ήταν φυσικό να νιώσουν ότι τους στερούσαν ένα κεκτημένο προ πολλού δικαίωμα.
Μερικοί από τους πιο αμόρφωτους έδειξαν διάθεση ν’ αντισταθούν στην εφαρμογή του σχετικού μέτρου. Χρειάστηκε να βάλουν τα δυνατά τους οι πιο ευφυείς ηγέτες τόσο των προσφύγων όσο και των ιθαγενών για να διευθετηθούν οι αναρίθμητες διαμάχες που προέκυψαν σχετικά με παρόμοιες λεπτομέρειες της διανομής της γης.
Φυσικά, το ανθρώπινο στοιχείο έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο στο πρόβλημα των αγροτών προσφύγων. Η ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Όπως οι πρόγονοί του, ο σημερινός Έλληνας είναι έντονα ατομικιστής. Οποιαδήποτε παρέμβαση στην προσωπική του ανεξαρτησία και την ελευθερία του να ρυθμίζει τη ζωή του όπως τη θέλει συναντάει μεγάλη αντίδραση εκ μέρους του. Ο κάθε Έλληνας έχει τις δικές του ιδέες για τα πάντα και δεν διστάζει να τις εκφράσει ή να πράξει ανάλογα μ’ αυτές.
Θα ήταν πολύ δύσκολο να τον ελέγξει κανείς αν αυτό το διαλυτικό (εναλλακτικά διασπαστικό) χαρακτηριστικό δεν αντισταθμιζόταν από το εξίσου έντονο κοινωνικό ένστικτό του. Είναι το πιο αγελαίο από τα ανθρώπινα πλάσματα και του είναι αδύνατο να ζήσει σε ένα μέρος όπου δεν θα μπορεί να συγκεντρωθεί το βράδυ με τους φίλους του. Οι καθημερινές συναθροίσεις στο τοπικό καφενείο είναι τόσο προσφιλείς όσο και εβδομαδιαίες συναθροίσεις των παλιών πουριτανών και, εν πολλοίς, για τους ίδιους λόγους.
Εκεί μαθαίνονται τα καθημερινά νέα, γίνεται το ντόπιο κουτσομπολιό, διεξάγονται οι έντονες πολιτικές συζητήσεις και τακτοποιούνται οι πολιτικές διαφορές. Η ζωή σε μοναχικά αγροκτήματα, όπως αυτά της Αμερικής, είναι αδιανόητη για τον Έλληνα και θα του ήταν αφόρητη.
Ο όρος «αγροτική κοινότητα» δεν σημαίνει στην Ελλάδα όπως στην Αμερική μια κοινότητα αποτελούμενη από απομακρυσμένα μεταξύ τους αγροκτήματα. Σημαίνει πρώτα απ’ όλα ένα χωριό όπου όλες οι οικογένειες αυτής της κοινότητας ζουν πλάι-πλάι. Τα αγροκτήματα βρίσκονται γύρω απ’ αυτό το χωριό. Τα αγροκτήματα αυτά σημαδεύονται με όρια και αποτελούν ιδιωτική ιδιοκτησία διαφόρων οικογενειών. Όταν είναι η εποχή του οργώματος η οικογένεια πηγαίνει ολόκληρη στο κτήμα το πρωί και γυρνάει στο σπίτι της, στο χωριό, όταν τελειώσει η δουλειά της ημέρας. Στις παλιές και ομαλά οργανωμένες περιοχές η απόσταση ανάμεσα στην κατοικία και το κτήμα της οικογενείας δεν είναι παρά λίγης ώρας δρόμος.
Αυτή η σαν του μελισσιού συνήθεια των ελληνικών οικογενειών συνέβαλε, όπως ήταν φυσικό, στη διαιώνιση των γεωργικών χωριών της Μικράς Ασίας όπου οι ίδιες οικογένειες ζούσαν και γνώριζαν η μια την άλλη από γενιά σε γενιά. Φυσικά, με το χρόνο πολλές απ’ αυτές τις οικογένειες μετατρέπονται σε μια ουσιαστικά οικογένεια μέσω των συνεχών μεταξύ τους γάμων. Εκτός απ’ αυτούς τους πανάρχαιους δεσμούς συμβίωσης και συγγένειας αίματος, υπήρχε επίσης ο ισχυρός δεσμός της θρησκείας μέσω της συνεχούς λατρείας στην τοπική εκκλησία. Όλες αυτές οι επιρροές συνέβαλλαν για ν’ απεργαστούν, σε κάθε χωριό σχεδόν, ακατάλυτους συναισθηματικούς δεσμούς που συνέδεαν τους κατοίκους μεταξύ τους.
Από τη ζωή σε προσφυγικό καταυλισμό στη Θεσσαλονίκη (Αρχείο Τ. Μαυρίδη) |
Ένα ακόμα μεγαλύτερο πλεονέκτημα προήλθε απ ’ αυτό το ένστικτο της κοινότητας κατά τις πρώτες επείγουσες ημέρες της προσφυγιάς. Το πρώτο πράγμα που είχαν επειγόντως ανάγκη οι πρόσφυγες ήταν μια στέγη πάνω από τα κεφάλια τους. Αν παρουσιαζόταν ανάγκη να δοθεί σε κάθε οικογένεια μεμονωμένη κατοικία σε ξεχωριστό αγρόκτημα, το πρόβλημα της ανέγερσης παρόμοιων, κατοικιών θα ήταν σχεδόν ανεπίλυτο. Καθώς όμως οι Έλληνες αγρότες επιμένουν να ζουν σε χωριά, το πρόβλημα που προέκυψε αφορούσε την κατασκευή σε οποιοδήποτε σημείο ενός αριθμού κατοικιών από 10 ως 500 στον ίδιο χώρο. Προφανώς αυτό ήταν πολύ πιο εύκολο να γίνει καθώς τα οικοδομικά υλικά και μηχανήματα θα συγκεντρώνονταν σ’ ένα σημείο και η δουλειά θα προχωρούσε σε κάθε κοινότητα ως ενιαίο έργο. Με το αμερικανικό σύστημα θα ήταν αδύνατο για τους Έλληνες να κάνουν αυτό που έκαναν, δηλαδή να προμηθεύσουν άνετα καταλύματα σε περίπου πενήντα χιλιάδες αγροτικές οικογένειες σε νέες αγροτικές κατοικίες.
Καθώς έχει υπολογιστεί ότι υπάρχουν περίπου εκατόν πενήντα χιλιάδες οικογένειες αγροτών προσφύγων, τα νέα κτίσματα. καλύπτουν τις ανάγκες μόνο του ενός τρίτου από αυτές. Τα άλλα δυο τρίτα βρήκαν κατάλυμα στις κατοικίες που εκκένωσαν οι μουσουλμάνοι και οι Βούλγαροι, που αποχώρησαν και σε προσωρινές κατασκευές. Τα περισσότερα πρώην τουρκικά σπίτια ήταν παλιά και ερειπωμένα. Γι’ αυτό το λόγο, αν όχι για οποιοδήποτε άλλο, υπήρξε ανάγκη να συνεχιστεί η ανέγερση του νέου τύπου χωριών και αυτό το έργο συνεχίζεται ακατάπαυστα υπό την επίβλεψη της Επιτροπής.
Και ο πιο αμέριμνος ταξιδιώτης στην Ελλάδα που διασχίζει τη Μακεδονία και τη Θράκη μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει αυτά τα νέα χωριά, από πολύ μακριά, από το ανοιχτό κόκκινο χρώμα των κεραμιδιών στις στέγες τους. Σχεδόν όλα τα τουρκικά σπίτια ήταν φτιαγμένα από ξύλο και οι στέγες των παλιότερων ελληνικών σπιτιών που ήταν φτιαγμένες με κεραμίδια έχουν ξεθωριάσει με το χρόνο κι έχουν αποκτήσει ένα καφετί χρώμα.
Henry Morgenthau
Αμερικανός δικηγόρος και διπλωμάτης
Πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου