10. Ήλθε πάλιν ελληνικόν πλοίον διά τους πρόσφυγας.
11. Μας έγραψε η επιτροπή να ετοιμασθούμε, διότι αύριον το πρωί θα έλθουν να μας πάρουν δια το βαπόρι. Ήτο απερίγραπτος η χαρά μας και δεν εκλείσαμε μάτι όλην την νύκτα. Προς το βράδυ ήλθε και ο διευθυντής των φυλακών και μας είπε ότι ο εισαγγελεύς σας ειδοποιεί να ετοιμασθήτε, διά να φύγετε αύριον. Ήσαν μαζί μας και δέκα τέσσαρες Αμισηνοί κρατούμενοι στας φυλακάς του Ερζιγκάν ως πολιτικοί κατάδικοι διά το ζήτημα του Πόντου και οίτινες προ τεσσάρων ημερών ήλθαν εις την Τραπεζούντα και τους έφεραν μαζί μας.
Πριν ξημερώση ήμαστε επί ποδός και τα πράγματά μας έτοιμα.
12. Ήλθε ο διευθυντής της φυλακής και, ανοίξας την πόρταν, εφώναξε με την σειράν τα ονόματα των Αμισηνών και βγήκαν έξω. Οπότε πλέον θα ήρχετο η σειρά σ’ εμάς, αλλά δυστυχώς είδαμε ότι η πόρτα έκλεισε αμέσως. Εφωνάξαμε τον διευθυντήν, αλλά του κάκου· μας είπε ότι εσείς αργότερα, διότι ο βαλής το διατάζει. Κεραυνός αν έπεφτε δεν θα μας πείραζε τόσον και εμείναμε στας θέσεις μας μη γνωρίζοντες τι να κάνωμεν. Όλην την ημέραν φαγί δεν βάλαμε στο στόμα μας και περιμέναμε το μοιραίον.
13. Το πρωί βλέπομε τον εισαγγελέα να έρχεται και ανέβηκε στο γραφείο της φυλακής, οπότε κατέβηκε ο γραμματεύς και κάλεσε δύο από μας να ανεβούμε στο γραφείον, διότι μας ήθελε ο εισαγγελεύς. Ανεβήκαμε αμέσως εγώ και κάποιος Προκοπίδης εξ Αρδάσσης, διότι εγνώριζε καλά και απταίστως την τουρκικήν. Όταν φθάσαμε, ο εισαγγελεύς εκάθητο προ του γραφείου και διέταξε τον γραμματέα να μας φέρη καθίσματα και μας πρόσφερε τσιγάρο· διέταξε μάλιστα και μας παρήγγειλε και καφέ, ενώ αυτός κρατούσε το κεφάλι του μεταξύ στα χέρια του και εκάθητο σκεπτικός.
Μετά τινα λεπτά σήκωσε το κεφάλι του και μας λέγει: «Παιδιά μου, χθες σας ειδοποίησα να είσθε έτοιμοι να φύγετε. Γνωρίζω πόσον είσθε κακισμένοι τώρα και σε τι ψυχικήν κατάσταστιν βρίσκεσθε. Αλλά μην έχετε ανάγκην· ενόσω βρίσκομαι εγώ εδώ, θα σας στέλνω στας οικογενείας σας. Δεν φταίγω εγώ παιδιά αλλά “Πίρ τεγιουζίν σεπεπιντενκερί καλτινίζ”, δηλ. ένας άτιμος σας άφησε πίσω και σηκωθείς έφυγε εκ του γραφείου και μας άφησε εκεί με τον διευθυντήν της φυλακής, με τον οποίον είχαμε καλάς σχέσεις, διότι ήτο και παλαιός φίλος του πατέρα μας και με όλο το θάρρος τον ερώτησα: «Μουσταφά εφέντη, εδώ προ ολίγου ο εισαγγελεύς είπε μίαν κουβέντα ότι ένας άτιμος σας άφησε πίσω. Ποίος άραγε είναι ο άτιμος αυτός;». Εγέλασε και μας λέγει: «Πολλά τα γυρεύεις. Δεν είναι σειρά τώρα, αργότερα θα σας πω».
Ενορία Ισχανάντων - Σαντάς |
11. Μας έγραψε η επιτροπή να ετοιμασθούμε, διότι αύριον το πρωί θα έλθουν να μας πάρουν δια το βαπόρι. Ήτο απερίγραπτος η χαρά μας και δεν εκλείσαμε μάτι όλην την νύκτα. Προς το βράδυ ήλθε και ο διευθυντής των φυλακών και μας είπε ότι ο εισαγγελεύς σας ειδοποιεί να ετοιμασθήτε, διά να φύγετε αύριον. Ήσαν μαζί μας και δέκα τέσσαρες Αμισηνοί κρατούμενοι στας φυλακάς του Ερζιγκάν ως πολιτικοί κατάδικοι διά το ζήτημα του Πόντου και οίτινες προ τεσσάρων ημερών ήλθαν εις την Τραπεζούντα και τους έφεραν μαζί μας.
Πριν ξημερώση ήμαστε επί ποδός και τα πράγματά μας έτοιμα.
12. Ήλθε ο διευθυντής της φυλακής και, ανοίξας την πόρταν, εφώναξε με την σειράν τα ονόματα των Αμισηνών και βγήκαν έξω. Οπότε πλέον θα ήρχετο η σειρά σ’ εμάς, αλλά δυστυχώς είδαμε ότι η πόρτα έκλεισε αμέσως. Εφωνάξαμε τον διευθυντήν, αλλά του κάκου· μας είπε ότι εσείς αργότερα, διότι ο βαλής το διατάζει. Κεραυνός αν έπεφτε δεν θα μας πείραζε τόσον και εμείναμε στας θέσεις μας μη γνωρίζοντες τι να κάνωμεν. Όλην την ημέραν φαγί δεν βάλαμε στο στόμα μας και περιμέναμε το μοιραίον.
13. Το πρωί βλέπομε τον εισαγγελέα να έρχεται και ανέβηκε στο γραφείο της φυλακής, οπότε κατέβηκε ο γραμματεύς και κάλεσε δύο από μας να ανεβούμε στο γραφείον, διότι μας ήθελε ο εισαγγελεύς. Ανεβήκαμε αμέσως εγώ και κάποιος Προκοπίδης εξ Αρδάσσης, διότι εγνώριζε καλά και απταίστως την τουρκικήν. Όταν φθάσαμε, ο εισαγγελεύς εκάθητο προ του γραφείου και διέταξε τον γραμματέα να μας φέρη καθίσματα και μας πρόσφερε τσιγάρο· διέταξε μάλιστα και μας παρήγγειλε και καφέ, ενώ αυτός κρατούσε το κεφάλι του μεταξύ στα χέρια του και εκάθητο σκεπτικός.
Μετά τινα λεπτά σήκωσε το κεφάλι του και μας λέγει: «Παιδιά μου, χθες σας ειδοποίησα να είσθε έτοιμοι να φύγετε. Γνωρίζω πόσον είσθε κακισμένοι τώρα και σε τι ψυχικήν κατάσταστιν βρίσκεσθε. Αλλά μην έχετε ανάγκην· ενόσω βρίσκομαι εγώ εδώ, θα σας στέλνω στας οικογενείας σας. Δεν φταίγω εγώ παιδιά αλλά “Πίρ τεγιουζίν σεπεπιντενκερί καλτινίζ”, δηλ. ένας άτιμος σας άφησε πίσω και σηκωθείς έφυγε εκ του γραφείου και μας άφησε εκεί με τον διευθυντήν της φυλακής, με τον οποίον είχαμε καλάς σχέσεις, διότι ήτο και παλαιός φίλος του πατέρα μας και με όλο το θάρρος τον ερώτησα: «Μουσταφά εφέντη, εδώ προ ολίγου ο εισαγγελεύς είπε μίαν κουβέντα ότι ένας άτιμος σας άφησε πίσω. Ποίος άραγε είναι ο άτιμος αυτός;». Εγέλασε και μας λέγει: «Πολλά τα γυρεύεις. Δεν είναι σειρά τώρα, αργότερα θα σας πω».
Σηκωθέντες κατεβήκαμε στην φυλακήν και είπαμε στους συντρόφους μας ό,τι έγινε στο γραφείον και σκεπτόμαστε τι να εσήμαινον όλα αυτά· και πώς ήλθε ο εισαγγελεύς και μας φώναξε εκεί. Μας ήτο ανεξήγητον και περιμέναμε την κατάλληλον στιγμήν να μάθωμεν από τον Μουσταφά εφέντην, με τον οποίον συχνά βγαίναμε στο προαύλιον της φυλακής και πίναμε καφέ. Μετά τινάς ημέρας η επιτροπή ήλθε στον βαλήν και εζήτησε τον λόγον, διά τον οποίον μας καθυστέρησε. Αυτός εύρε πρόφασιν ότι μετά την συνθήκην της Λωζάνης, οπότε μας εδόθη αμνηστία, ως πολιτικοί κατάδικοι εκάναμε δήθεν μίαν ληστείαν, διά την οποίαν δεν έγιναν ακόμη ανακρίσεις. «Προφάσεις εν αμαρτίαις», πράγμα διά το οποίον ούτε μας έγινε ποτέ καμία ερώτησις.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ (1916-1924)
(Αδελφός του Ευκλείδη Κουρτίδη)
Σημείωση Σύνταξης : Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες γλωσσικές ατέλειες,γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη, σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτιση. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου