Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ. Α' Πιστοφάντων (Τουρκ. PİŞTOFLİ )

Ονομαζόταν Θοδωράντων και Σιμωνάντων από τα ονόματα των γιων του πρώτου οικιστή. Αργότερα πήρε το όνομα Πιστοφάντων από την πολυπληθέστερη οικογένεια των Πιστοφίδων.
Πιστοφάντων
Από τους Σανταίους ονομαζόταν Ανθεν χωρίον, γιατί ήταν η πιο απομακρυσμένη ενορία. Ήταν η μεγαλύτερη ενορία της Σαντάς με 1.300 ψυχές. Βρισκόταν πάντοτε σε αντίθεση με την ενορία Ισχανάντων και οι μεν Ισχανάντ κατηγορούσαν τους Πιστοφάντας σαν οπισθοδρομικούς και τα στρογγυλίτσας (μπαρμπούνια φασόλια) τα ονομάζουν κουγκουλίτσας και τη ζάχαρη σιακιάρ· οι δε Πισστοφάντ κατηγορούσαν τους  Iσχανάντας ως ελαφρούς.

Εκκλησίες
Είχε μια εκκλησία του Άγιου Χριστόφορου. Υπήρχε η πρόληψη ότι ο Άγιος Χριστόφορος "έτον ας σην Σκυλοκεφαλίαν" και σε μια εικόνα ήταν ζωγραφισμένος με το κεφάλι σκύλου.

Παρεκκλήσια
1.Άγιος Παντελεήμονας.
2.Αέρτς στην ανατολική άκρη.
3. Η κοίμηση της θεοτόκου
4.Αε Σωτήρα
5.Αε θοδωρον ή Αε Πνευμάτς
6.Άγιοι Πάντες
Τη Τσιαχμάχ' το πεγάδ'

Ύδρευση
Το πεγάδ (βρύση) τη Κοσμανάβας
Τ' εκκλησίας
Τη Τσιαχμάχ'
Τη Σαμψών
Τη Παλιόζ
Τη Γαλιδού

 1. Από Πιστοφάντων Προς Τάσσκιοπρι

Άε Παντελεήμονας που γιόρταζε στις 27 Ιούλη
Λεφτοκαρούς. Λεπτοκαρεώνας από άγριες  λεπτοκαρυές.
Μεσοκέφαλον. Δρόμος ελικοειδής.
Δέκουφον. Καταβόθρα αριστερά του δρόμου.
Μιντζινάς. Χορτολίβαδο και Γιαζλούχ (ανοιξιάτικο και φθινοπωρινό παρχάρι) και ρυάκι. Εποίκεν άτο αμον τη Μιντζινά τ’ αφκά-κεσ . Λεγόταν για πράγμα που έπαθε μεγάλη ζημιά, γιατί το κάτω μέρος του Μιντζινά δεν έβγαζε χόρτο για θέρισμα ή βοσκή.
Δεισιακούς χορτολίβαδο. Τ' όνομά του δείχνει ότι η ομίχλη (δείσα) έφευγε από εκεί αργότερα από τα γύρω μέρη.
Σιαξιάβερα. Βοσκότοπος όπου στα παλιά τα χρόνια έσπερναν σιτη­ρά, από τα οποία έπαιρναν στο ένα ογδόντα (Τουρκ. σεξέν - βερέν).
Αεθόδωρον ή Άε Πνευμάτς. Παρεκκλήσι κοντά στο οποίο υπήρχαν μερικά μνήματα, με σκελετούς μακρύτερους και χονδρότερους από τους σκελετούς των σημερινών.
Σπελεπόρτια (στόμα σπηλιάς)  ή  Τη Κιαμιάρας τα λαγκάδια. Κοιλάδα με βράχους σαν οικήματα με στύλους και θόλους.
Τη Στεφάν τ’ ορμίν. Ρυάκι.
Τη Γουρζουλά τα αίματα. Πέτρες που κατά την παράδοση κοκκί­νισαν από το αίμα του Γουρζουλά (που έφερε αποδεκατισμό των κατοί­κων της Σαντάς), τον οποίο ο Άγγελος στο μέρος αυτό τον πρόφθασε που έφευγε και τον έσφαξε.
Τουζλά. (τουρκ. αλατότοπος). Πλάκες εδώ κι εκεί πάνω στις οποίες τοποθετούσαν αλάτι για τα γίδια ή πρόβατα.
 Τσιμαχού νερόν. Κεφαλόβρυση με πολλά τσιμάχα γύρω (μεγαλόφυλλα χόρτα δηλητηριώδη).     
Αχμαραγμένον νερόν. Κεφαλόβρυση που έτρεχε κατά διαλείμμα­τα, γι’ αυτό και τ’ όνομά της ξαφνισμένη.    
Τσσιχούρ. Χορτολίβαδο και Παρχάρι κάτω από το Κιατίκ.
Σιδερένεν γεφύφ’ ή τη Πουνέρ. Είχε σίδερα, λεγόταν  τη Πουνέρ από τον κτίστη του.
 Μάϊσσας καπάν. Βράχος δεξιά από το Σιδερένεν το γεφύρ, με κού­φωμα, που 
χρησιμοποιούσε καλύβα ο Χαπιάρτς.
Πογάζ (τουρκ. στενωπός). Στενή διάβαση.
Γαζάν - κιολί (τουρκ. λίμνη σαν καζάνι). Λίμνη που σχημάτιζε το ποτάμι.
Ιρμάκ- γιαϊλασί (τουρκ. παρχάρι ποταμού). Παρχάρι αριστερά του ποταμού.
Λιθαρένεν γεφύρ. Γέφυρα πέτρινη από την οποία πήρε το όνομά του ο σταθμός Τάσ- κιοπρι(πέτρινη γέφυρα).
Γεφυροπόδ. Παρχάρι δεξιά από τη γέφυρα.
Τασ-κιοπρί. Σταθμός χωροφυλακής με μαγαζάκια και χάνια που τα εκμεταλλεύονταν    οι   Κυρτογλάντ.
'Αεν-Παύλον. Παρεκλήσι κοινό της Σαντάς προς το μέρος του Καρά-καπάν.

2.     Προς Σκορδέν
Γεφύρ. Γέφυρα. 
Φυτωναρούς. Φυτώρια λαχανίδας και μάπας.
Σιμιχτέρας (δηλ. τόπος ολισθηρός). Τοποθεσία κατηφορική, όπου εύκολα μπορούσε κανείς να γλιστρήσει.
Λιθάρ τη Νικοΐα. Πέτρα που προσπάθησε να σπάσει ο Νικόϊας και σκοτώθηκε.
Ορμίν Καμένονος ή τη Κωμί. Ρυάκι.
Σταμόπον ή Κώμ. Μία καλύβα παρχαριού.
Τρυπεμέντζα. Πέτρα με κουφάλα. Εδώ ο δρόμος χωρίζεται στα δύο.

α. Προς Νότο
 Αφκά Τσιχούρ. Βοσκότοπος απέναντι στο Τσιχούρ χαμηλότερα.

β. Προς  Ανατολή
Σκορδέν. Το μεγαλύτερο παρχάρι της Σαντάς που παρά τα πολλά χοτζέτια (τίτλοι ιδιοκτησίας) το κατέλαβαν οι Τούρκοι αφού φανερώ­θηκαν οι Κλωστοί. Ο Γ. Ζερζελίδης το ετυμολογεί: μέρος που φυτρώ­νουν αγριόσκορδα.
Αεζεράτς και κατά τους Τούρκους Ζιαρέτ - τεπέ (δηλ. κορυφή για εκκλησία προσευχής). Το ψηλότερο βουνό της Σαντάς πάνω από το Σκορδέν με υψος 2.650 μέτρων. Στην κορυφή του ήσαν πέτρες μαζεμένες. Οι Σανταίοι και οι Τούρκοι τις θεωρούσαν ως ερείπια παρεκλησιού. Επειδή α­πό κει φαίνεται η θάλασσα, δεν αποκλείεται οι Μύριοι ερχόμενοι από την περιφέρεια της Πάϊπερτης, από κεί να είδαν τη θάλασσα και οι πέτρες αυτές να είναι από εκείνες που μετέφεραν οι Μύριοι και έχτισαν σαν μνημείο.
Πιστοφάντων

3. Προς Σουμελά ή Γαζουχλού

Διστράτ. Τοποθεσία όπου ο δρόμος οδηγεί προς Τσιακαλάντων.
Τασχανάδας (τουρκ. λατομεία). Αριστερά του δρόμου λατομεία.
Τη Βατίκ το κουτάλ. Κεφαλόβρυση της οποίας την κουτάλα έκανε ο Βατίξ.
Tσιουρούφια. Υπολείμματα από την εκκαμίνευση σιδηρούχων λί­θων.
Η Νυφίτσα. Πέτρα δεξιά του δρόμου, που την παρομοίασαν με νύ­φούλα.
Μικρόν Κατσκάρ. Βράχος από πυριτόλιθο.
Ηλιακός. Βοσκότοπος προσήλιος.
Τρανόν Κατσκάρ. Ύψωμα μεγάλο από πυριτόλιθο, όπου οι κεραυ­νοί έκαναν τρύπες βάθους 20 μέτρων καί πλέον. Εδώ ο δρόμος χωρίζε­ται σε δύο: Προς Τσιτσιακλή και Γαζουχλού.

α. Προς Γαζουχλού
Γιουμρού - τασίν (τουρκ. σχισμένη πέτρα). Παρχάρι Κοσλαράντων.
Γαζουχλού κατά τους Σανταίους και Καζουκλού κατά τους ξέ­νους. Πήρε το όνομά του από το εξής γεγονός: Στην ενορία Τερζάν­των κάποιος δειλός περηφανευόταν σε νυχτέρι, ότι δεν πιστεύει σε Μά­γισσες κ.λ.π. και μπορούν να τον στείλουν οπουδήποτε. Συμφώνησαν να πάει στο δυτικό άκρο της Σαντάς  και για να φανεί ως που έφθασε, να καρφώσει έναν γαζούχ - πάσσαλο. Έφτασε λοιπόν στο μέρος αυτό, αλλά από    απροσεξία ή  βιασύνη ή εξ αιτίας της  νύχτας, μαζί με τον πάσσαλο κάρφωσε και την άκρη του πανωφοριού του. Όταν όμως θέλησε να φύγει, δεν το κατόρθωσε  κι’ επειδή ήταν νύχτα και πολύ δειλός, έμεινε νεκρός επί τόπου.

β. Προς Τσιτσιακλή
Σταύρωμαν. Βοσκότοπος, Γιαζλούχ με τη μόνη λίμνη της Σαντάς τη Σταυρωματί το λιμνίν. Δεν ήταν μεγάλη· για να δείξουν μάλιστα ότι ήταν πολύ βαθιά, έλεγαν ότι έριξαν μέσα πετεινό, που βγήκε από τους μύλους του χωριού. Το όνομά του ίσως το πήρε από τη διασταύρωση δρόμων.
Άε- Σωτήρα. Παρεκκλήσι.
Βερτ. Βοσκότοπος. Άγνωστη η ετυμολογία.
Κιατίκ. Βοσκότοπος ψηλότερα από τη Βέρτ.
Τσιτσιακλή ή Τη Γιώρ το γιρτ. Παρχάρι κάτω από το Κα­ρά - καπάν.
Ονομαζόταν Τσιτσιακλή   (τουρκ. ανθώνας) για τα πολ­λά λουλούδια και Τη Γιώρ το γίρτ (λιβάδι), γιατί εκεί συνήθιζε να παρχαρεύ (να έχει τα ζώα του το καλοκαίρι) ο Γιώρτς τη Πιστόφ. 
Καρά - καπάν. (τουρκ. Μαύρος βράχος). Βραχώδες βουνό, χαμηλό­τερο από τον Αεζεράτ.

Είσοδος χωριού Πιστοφάντων (Δεξιά διακρίνεται το σχολείο)

4. Προς Α- Γιάννεν
Ομαλοκόλια. Ο κόλος (η κάτω άκρη) του χωριού αρκετά ομαλός.
Αναπαυτέρ. Ξερότοιχος όπου κάθονταν και αναπαύονταν οι φορτω­μένοι.
Άγιοι ΙΙάντες. Παρεκλήσι κοντά στο Αναπαυτέρ, που έχτισε ο Παντ. Λαμπριανίδης.
Αγραπια. Άγριες απιδιές κάτω από το χωριό, όπου οι μύλοι τη Καπανά και τη Μαρούφ.
Τερμονέας (κρεμοί). Απόκρημνη τοποθεσία πάνω από τους μύλους.
Σιρσιόταινα. Κεφαλόβρυση πέρα από το ποτάμι και μέσα στο δά­σος. Τ’ όνομα του από τα νερά του παραμυθιού που θεράπευε κάθε αρρώστια.
Γεφύρ. Πέτρινη θολωτή γέφυρα πάνω στο Γιάμπολη και κοντά σα Κερχανάδας. 
 Κερχανάδας(τουρκ. κεραμοποιία). Κεραμοποιία τη Πηλιά και τη Χιόνονος.
Τη Σαντάς τα λιβάδια. Χορτολίβαδο Τσιακαλάντων αντίκρυ από τα Κερχανάδας.
Αΐα Κερεκή. Παρεκκλήσι Ζουρνατζάντων κοντά στα ερείπια του τζιαμιού, που έχτισαν οι 
κλωστοί, αλλά με διαφόρους προφάσεις ανέβαλαν τη στέγασή του και έτσι ερημώθηκε.
Kιρριατσχανά (τουρκ. ασβεσταριά). Εδώ έγινε και το ασβέστι για την Κεντρική Σχολή, 
που εξαιτίας των πολέμων που ακολούθησαν δεν κτίστηκε. 
Χαμαιλέτε τη Κούρτσονος. Νερόμυλος Κοσλαράντων αριστερά. 
 Γεφύρ. Ξυλίνη γέφυρα για τη συγκοινωνία Ζουρνατζάντων με τα 4 χωριά.
Χαμαιλέτε τη Σιαπλάχ. Νερόμυλος του Κοσμά Σαπλαχίδη που κτίστηκε  τελευταία.
 Χαμαιλέτε τη Γιαμάκ. Νερόμυλος του Χριστόδουλου Γιαμάκ. 
Τ’ αφκά το γεφύρ τ’ Αγιαννί. Πέτρινη θολωτή γέφυρα για να πε­ράσουν οι Πιστοφάν
και Ζουρνατζάντ στο δρόμο προς Τραπεζούντα.

   Α-Γεάννες. Κοινό παρεκκλήσι που γιόρταζε στις 29 Αυγούστου και που μαζευόταν πολύς κόσμος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah