Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Εποποιίες στα βουνά, τους κάμπους και τα χωριά του Πόντου. Μέρος 1ο

1. Το “Ζάλογγο” και η “Αραπίτσα” της Πάφρας του Πόντου το έτος 1680 στο  “Κάστρο της κοπέλας” (Γκυζ Καλεσί). Πρώτη εκδήλωση αυτοθυσίας και ο­λοκαυτώματος Ελληνίδων γυναικών στην ιστορία.
Σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης οι εκδηλώσεις του ελληνισμού είναι σχε­δόν οι ίδιες. Είτε στον Πόντο (Κάστρο της κοπέλας) είτε στο Σούλι (Ζάλογγο) είτε στη Μακεδονία (Αραπίτσα) είτε στην Κρήτη με το Αρκάδι του Γιαμπουδάκη, ο ελληνισμός προτιμά το ολοκαύτωμα από την ατίμωση.
Τριάντα Ελληνοπούλες από την Πάφρα, κλείστηκαν στο κάστρο αυτό, που εί­ναι χτισμένο το 650 π.Χ. σε ένα πελώριο βράχο ύψους 150 μέτρων κοντά στις ε­κβολές του ποταμού 'Αλυ (σημερινό Κιζίλ Ιρμάκ). Το 1680 ίσχυε το καθεστώς των Τερεπέγηδων και στα χρόνια αυτά έγιναν οι πιο βάρβαρες προσπάθειες εξισλαμισμού και μεταγλωτισμού των χριστιανικών και ειδικά των ελληνικών πληθυ­σμών.
Την εποχή αυτή, στο κάστρο αυτό οι 30 νέες πατριώτισσες ανέβηκαν στην κορυφή του κάστρου και χορεύοντας έπεσαν η μία μετά την άλλη στο γκρεμό και θρυμματίστηκαν, παρά να πέσουν στα χέρια των ανθρώπων του Αλήμπεη που είχε την ιδιότητα του Τερέπεγη. Η πράξη αυτή των νέων κοριτσιών της Πάφρας προηγείται από αυτή των γυναικών του Ζαλόγγου κατά 150 περίπου χρόνια και αποτελεί την πιο τραγική μορφή αντίστασης των θυγατέρων του ποντιακού ελληνισμού.

Ηρωική διάσπαση του κλοιού μονάδων του τουρκικού στρατού, από το στρατηγό Αντών πασά, τον Ιούλιο του 1915.

α. Η μάχη του Τσιφλίκ Τεπεσί. Τον Ιούνιο του 1915 στο χωριό Τσιφλίκ Τεπεσί στην περιοχή της Πάφρας 600 περίπου Τούρκοι κυκλώνουν τον οπλαρχηγό Αντών πασά που είχε 300 παλικάρια. Μετά από σκληρή μάχη 8 ωρών και απώλειες των Τούρκων σε 150 νεκρούς, ο Τούρκος επιτελικός συνταγματάρχης Φερίκ Μπέγ διατάσσει οπισθοχώρηση.

Βασίλ Αγάς (Βασίλειος Ανθόπουλος)
β. Η μάχη τον Εγγίς Ιρμάκ. Αύγουστος 1916: Μάχη μεταξύ των Ελλήνων με οπλαρχηγούς τους Βασίλειο Ανθόπουλο (Βασίλ Ουστά) και Αντώνη Χατζηελευθερίου (Αντών πασά) και του τουρκικού στρατού. Ο Βασίλ Ουστάς παίρνει από τους Ρώσους όπλα στην Τραπεζούντα και τα μεταφέρει στα λημέρια του κοντά τον ποταμό Εγγίς. Εκεί κυκλώνεται από τον τουρκικό στρατό, όμως προλαβαίνει να ειδοποιήσει το μεγάλο στρατηγό Αντών πασά που φτάνει έγκαιρα με τα ψυχωμένα παλικάρια του. Μετά από άγρια σύγκρουση 5 ωρών οι Τούρκοι λυγίζουν και τρέπονται σε άτακτη φυγή αφήνοντας στο πεδίο της μάχης δύο νεκρούς και 150 τραυματίες.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ακόμη μια φορά, πως και οι Έλληνες αντάρτες δε δείχνουν οίκτο για τους Τούρκους τραυματίες και αιχμαλώτους ακολουθώντας αναγκαστικά το παράδειγμα των Τούρκων.

γ. Μάχη του Ταφλάνκοϊ. Προχωρεί καβάλα στο άλογό του ο Αντών πασάς με τα παλικάρια του σε μια αποστολή παραλαβής όπλων και πυρομαχικών. Δίπλα του καβαλάρισσα κι αυτή η σύζυγός του Πελαγία, ηρωική μορφή καπετάνισσας και άριστης σκοπεύτριας. Πιο πίσω ο γραμματικός του Αντών πασά. Ένας νέος με γαλάζια διαπεραστικά μάτια, με σοφία και σύνεση, ένας νέος μάγος 25 χρονών απόφοιτος του αμερικανικού Κολεγίου της Μερζιφούντας, του αστικού γυμνασίου της Σαμψούντας και του φροντιστηρίου της Τραπεζούντας. Ήταν ο Ηλίας Πάνου του Γρηγορίου από το χωριό Απτουραχμανλή του Ακ Νταγ Ματέν. Ήταν ο Τερτσέτης του Κολοκοτρώνη, πράγμα σπάνιο για τους αγωνιστές τόσο στη νότιο Ελλάδα όσο και στον Πόντο.
Φτάνουν οι Έλληνες στο ποταμάκι Εγγίς Ιρμάκ, να και το ρωσικό πολεμικό πλοίο με τα όπλα. Όμως μαζί φτάνει και το τουρκικό ασκέρι. Πολλοί οι Τούρκοι όμως πολλοί και οι αντάρτες. Η μάχη κρατά μέρες, ώσπου το καράβι ξεφορτώνεται από το ποτάμι με το πολύτιμο φορτίο του. Λύσσαξαν οι Τούρκοι στην προσπάθειά τους να νικήσουν τους αντάρτες με αλλεπάλληλες επιθέσεις. Η μάχη κρατά 12 ολόκληρες μέρες, ενώ οι ενισχύσεις των Τούρκων κρατούνται μακριά από άλλες ανταρτικές μονάδες. Φρύαζε ο Τούρκος διοικητής Ασλάμπεης για την αδυναμία του στρατού του. Ο απολογισμός της μάχης είναι 120 νεκροί στρατιώτες Τούρκοι, αλλά και 14 νεκροί αντάρτες Έλληνες. 

δ. Μάχη μεταξύ τον Αντών πασά και τον Τούρκου Γιουσούφ μπέη το Δεκέμβριο τον 1916 στο Γιουρούκ Κοκτσέ της Πάφρας.
Οι Τούρκοι με ένα τάγμα στρατού και ο Αντών πασάς με 200 παλικάρια και συνοδό την αμαζόνα γυναίκα του Πελαγία. Η μάχη γίνεται μέσα στο χωριό και διεξάγεται στήθος με στήθος. Μεγάλες οι απώλειες και από τις δυο πλευρές αλλά και μεταξύ των αμάχων. Ήταν η πιο θανατηφόρα για τους αντάρτες μάχη.

ε. Μάχη του Μαϊσλού Τερεσί τον Μαρτίου τον 1922. Η μάχη γίνεται στην περιοχή Μαϊσλού Τερεσί. Είναι η πιο μεγάλη και φονική μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων αν κρίνει κανείς από τις απώλειες των δύο πλευρών. Το Μαϊσλού την εποχή αυτή είναι ένα χωριό με 450 περίπου κατοίκους. Αναφέρεται ότι εποικίστηκε από τους Μιλήσιους και τους Αθηναίους το 800 και 430 π.Χ.
Μια ολόκληρη τουρκική μεραρχία με διοικητή τον Τζεμάλ Ακ Κογιούνογλου και με δύο ίλες ιππικού και πυροβολικού κύκλωσαν το χωριό Μαϊσλού, όπου ήταν στρατοπαιδευμένοι. 4.000 ένοπλοι αντάρτες, μαζί με τα γυναικόπαιδα. Οι σάλπιγγες του τουρκικού στρατού άρχισαν από τα χαράματα να σημαίνουν το σύνθημα της επέλασης, ιλερί, ιλερί (εμπρός, εμπρός). Η μάχη σε πολλά σημεία έγινε σώμα με σώμα, ενώ οι αντάρτες με τον τοπικό οπλαρχηγό τους Ακ Σάββα επιχειρούν έξοδο πολεμώντας. Ο απολογισμός ήταν βαρύς για τους Έλληνες, αλλά άλλο τόσο και για τους Τούρκους 800 νεκροί Έλληνες, 400 τραυματίες και 700 συλληφθέντες. Από τους Τούρκους 1000 νεκροί και άγνωστος αριθμός τραυματιών.

στ. Μάχη της ματωμένης σπηλιάς τον Οτκαγιά. 16 Απριλίου μέχρι 21 Απριλίου 1917. Η μάχη της ματωμένης σπηλιάς. Η Παναγία η Μααρα του Οκ Καγιά του Νεπιέν.
Τον Απρίλιο του 1917 ο στρατηγός διοικητής της Σαμψούντας Ρεφέτ πασάς δίνει αυστηρή διαταγή για την εξόντωση όλων των Παφραίων που κατέφυγαν στα βουνά, έχοντας πληροφορίες ότι πολλοί κάτοικοι της Πάφρας κατέφυγαν στο βουνό Νεπιέν.
Στέλνει λοιπόν ο περήφανος στρατηγός, 400 στρατιώτες, 360 χωροφύλακες και πλήθος ατάκτων ανταρτών (τσετέδων) από Τατάρους, Κούρδους, Τουρκολαζούς, Γύφτους και Αρβανίτες για να συλλάβουν και να εξοντώσουν όσους κατέφυγαν εκεί.

ζ. Μάχη τον Καβάκ. Ιούνιος 1919. Η μάχη του Καβάκ μεταξύ των Ελλήνων ανταρτών με ηγέτη τον Παφραίο οπλαρχηγό Κυριάκο Παπαδόπουλο (Κισά Μπατζάκ).
Ο οπλαρχηγός Παπαδόπουλος στήνει ενέδρα προ της κωμόπολης Καβάκ και εξοντώνει 38 χωροφύλακες Τούρκους, ειδοποιώντας συνάμα τον Τούρκο έπαρχο να πάψουν να απειλούν τους Έλληνες, γιατί θα έχουν συνέπειες. Το όλο ανωτέρω εγχείρημα του Κισα Μπατσάκ μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς είχε και το εξής περίεργο που περιγράφεται πιο κάτω.
Πάφρα

Συνάντηση του Μουσταφά Κεμάλ με τον οπλαρχηγό Πιτς Βασίλ αγά 
(Τσαουσίδη Βασίλειο) και ανταλλαγή απειλών.

Το πρωί της ίδιας μέρας και ενώ ο Μουσταφά Κεμάλ ευρίσκετο στη Χάβζα συναντά στο δρόμο της πόλης τον άλλο περίφημο οπλαρχηγό Πιτς Βασίλ - Βασίλ αγά - Τσαουσίδη Βασίλειο, ο οποίος περιφέρετο μέσα στην πόλη της Χάβζας ελεύθερα λόγω της ανακωχής, ζωσμένος μόνο το σπαθί του και το πηλίκιο Ρώσου αξιωματικού, που του είχαν δωρίσει το 1916 οι Ρώσοι στην Τραπεζούντα ως ένδειξη ανδρείας και γενναιότητας. Βλέποντάς τον ο Κεμάλ τον πλησιάζει και έχοντας γύρω του 20-30 αξιωματικούς τον χαστουκίζει και του ζητά να μην κυκλοφορεί πλέον με τη στολή αυτή. 
Ο Πιτς Βασίλ φύσει οξύς και απότομος για πρώτη φορά δεν αντιδρά λέγοντας μόνο στον Κεμάλ τις εξής λέξεις: “Άκου ρε τουρκόπαιδο δε γνωρίζω το ποιος είσαι, αλλά γι’ αυτό που έκανες θα μετανιώσεις πολύ πικρά και δε θα προλαβαίνεις να κουβαλάς μέχρι το πρωί τα πτώματα των Τούρκων που θα φονευθούν”.
 Το Καβάκ υπαγόταν διοικητικά στη Χάβζα όπου κυριαρχούσε η μορφή του Τούρκου προύχοντα Μπαϊράμ εφέντη, πολύ εμπίστου της τουρκικής κυβέρνησης και σ’ αυτόν είχε πάει ο Κεμάλ για να συνεννοηθεί μαζί του για το σκοπό της επίσκεψής του. Το πρωί της επομένης φθάνει η πληροφορία στον Μπαϊράμ εφέντη και τον προτρέπει να στείλε στο Καβάκ 10 κάρα για να παραλάβουν τα πτώματα των Τούρκων χωροφυλάκων. Απόρησε ο Μπαϊράμ εφέντης γι’ αυτήν την ενέργεια των Ελλήνων αφού είχαν ανακωχή, αλλά έμαθε ασφαλώς και για το επεισόδιο που είχε γίνει το πρωί της προηγούμενης μέρας μεταξύ του Μουσταφά Κεμάλ και του Βασίλ αγά και λέγεται πως συνέστησε στον Κεμάλ να εγκαταλείψει αμέσως την Χάβζα, γιατί αυτόν τον οποίο χαστούκισε, είχε ως αποτέλεσμα να παραδόσει 38 νεκρούς χωροφύλακες και θα είχε και συνέχεια, γιατί επρόκειτο για ένα από τους πιο φημισμένους οπλαρχηγούς του δυτικού Πόντου, κάτι βέβαια που δεν το γνώριζε ο Μουσταφά Κεμάλ.


Αύγουστος του 1919. Γιγαντομαχία στο Τσασούρ και η ολοκληρωτική καταστροφή της τουρκικής κωμόπολης. Η κωμόπολη Τσασούρ χτίστηκε στα χρόνια 1660-1700 και κατοικούνταν από αποίκους Τούρκους με πληθυσμό 3.500 κατοίκων. Από το διοικητή της Πάφρας Μεχμέτ Αλή βέη γίνεται έδρα συντάγματος με  2.000 στρατιώτες, 700 χωροφυλακές, 300 άτακτους τσέτες, καθώς και με ενόπλους κατοίκους της κωμόπολης με σύνολο 4.000 ανδρών.

4. Γιγαντομαχία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και η ολοκληρωτική καταστροφή της κωμόπολης Τσασούρ.
Σε μια σύσκεψη που έγινε υπό την αρχηγία του Επισκόπου Πάφρας Ζήλωνα Ευθύμιο Αγριτέλλη, ο οποίος θα λέγαμε ότι την περίοδο 1917-1921 αλλά και μέχρι του θανάτου του ήταν όχι μόνο ο πνευματικός ηγέτης, αλλά και ο άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης όλων των οπλαρχηγών, ανταρτών και του λοιπού κόσμου των Παφραίων, κλήθηκαν και πήραν μέρος όλοι οι τότε γνωστοί οπλαρχηγοί, όπου αποφασίστηκε η καταστροφή της τούρκικης αυτής κωμόπολης και η διάλυση του εδρεύοντος σ’ αυτή τούρκικου συντάγματος, διότι:
α) Οι κάτοικοι της κωμόπολης αυτής με επικεφαλής τον περίφημο Κελ Μπαϊρ κατέσφαξαν την 21 Απριλίου 1917 στο Οτ Καγιά της ματωμένης σπηλιά, του Παχατσάχ παναγιασί, τους τραυματίες Έλληνες αντάρτες και βίασαν κτηνωδώς τις γυναίκες των Παφραλήδων, που είχαν καταφύγει στη σπηλιά.
β) Όταν τις συλληφθείσες γυναίκες τις έφεραν στο χωριό τους, επετέθηκαν εναντίον τους και τις βίασαν βάναυσα, με αποτέλεσμα μέχρι το πρωί να έχουν πεθάνει από τις κακουχίες και τους βιασμούς των κατοίκων του χωριού αυτού, περισσότερες από 100 νεαρές γυναίκες.
γ) Αποτελούσε ισχυρή νησίδα του τούρκικου στρατού, για τις εναντίον των ανταρτών εξορμήσεις τους στα γύρω βουνά όπου δρούσαν οι αντάρτες.
δ) Αποτελούσε κέντρο ανεφοδιασμού των τουρκικών δυνάμεων. Αποφασίστηκε λοιπόν η επιχείρηση να γίνει ανήμερα της Παναγίας 15 Αυγούστου 1919 και τούτο για τους εξής λόγους:

αα. Την ημέρα αυτή γιόρταζε η Παναγιά του Οτ Καγιά, η ματωμένη σπηλιά και γινόταν πριν πανηγύρι και μαζεύονταν χιλιάδες Παφρηνοί και γιόρταζαν τη γιορτή της Παναγίας τους. Όλοι μετέφεραν μαζί τους και τον οπλισμό τους και με τα ζώα τους μετέφεραν τα πυρομαχικά και άλλα είδη ανάγκης για τη μάχη που θα ακολουθούσε.

ββ. Γνώριζαν οι Τούρκοι ότι οι Παφρηνοί την ημέρα της Παναγίας που γιόρταζε, δεν κάνουν καμιά δουλειά και δε θυσιάζουν ούτε μια κότα, γιατί τη θεωρούν την πιο ιερή μέρα τους.

γγ. Η περιοχή όπου γινόταν η συγκέντρωση ήταν κοντά στην κωμόπολη και εκεί κάτω από τα πλατάνια όπου κάθε χρόνο γιόρταζαν οι Παφρηνοί τη γιορτή τους, φάνηκε ότι ο συγκεντρωμένος αυτός όγκος ήταν εκεί μόνο για να γιορτάσει.
Για να μη δώσουν δε υποψίες στους Τούρκους οι Έλληνες αντάρτες είχαν φέρει μαζί τους και τα γυναικόπαιδα. Στις 14 Αυγούστου 1919 μαζεύονται μόνο οι άνδρες ένοπλοι και μη, γιατί υπήρχαν και πάρα πολλοί άοπλοι άνδρες που ήταν σε κάθε στιγμή εφεδρεία για την επάνδρωση, των ένοπλων μονάδων.
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν 12.000 αντάρτες έτοιμοι για το μεγάλο εγχείρημα με επικεφαλής το Δεσπότη τους Ευθύμιο Αγριτέλη, το τέκνο των Παρακοίλων της Μυτιλήνης, που έμελλε να συνδέσει τη ζωή του με τους αγνούς και τίμιους αυτούς Έλληνες πατριώτες και με τους οπλαρχηγούς τους .1
Ευθύμιος Αγριτέλης
Οι οπλαρχηγοί που είχαν μαζί τους και άλλες δεκάδες μικρότερους καπεταναίους που κουβαλούσαν μαζί τους 12.000 αντάρτες, κάθισαν το βράδυ της μεγάλης επίθεσης και κατάστρωσαν τα σχέδια της επίθεσης. Με προτροπή του Δεσπότη τους Ευθύμιο Αγριτέλη και για τον συντονισμό των ενεργειών τους όρισαν ένα γενικό αρχηγό που θα είχε το γενικό πρόσταγμα και τη γενική αρχηγός ορίσθηκε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, ο επωνομαζόμενος Κισά Μπατσάκ ο Κοντοπόδης.
Άρχισε η κατάστρωση του σχεδίου επίθεσης και η κατανομή, των αρμοδιοτήτων και των αντικειμένων δράσης. Καθορίστηκε ποιος και ποιοι θα αναλάμβαναν τους σκοπούς στρατιώτες έξω από το στρατώνα και ποιοι τους σκοπούς χωροφύλακες, ποιοι θα επιτίθεντο κατά των ενόπλων στρατιωτών, χωροφυλάκων και ατάκτων τσετών και ποιοι θα πυρπολούσαν τα σπίτια, ποιοι θα αναλάμβαναν να προστατεύουν τα γυναικόπαιδα και ποιοι θα συνελάμβαναν τους αιχμαλώτους. Με λίγα λόγια έγινε η κατανομή του πεδίου δράσης και καθορίστηκαν οι αρμοδιότητες ακόμη και του τελευταίου αντάρτη. 
Αφού τελείωσε οριστικά η σύσκεψη των καπεταναίων, κάλεσαν τον οργανοπαίκτη Ζουρνατζή - Μπαρμπαγιάννη Σαρόγλου από το χωριό Μιρίσοο του Ασάρ της Πάφρας που ήταν καλός οργανοπαίκτης και του είπαν να παίξει το μοιρολόι των Παφραίων στην αρχή και στη συνέχεια το χορό Τεκ Γκαϊτε - μόνο σκοπό - που είναι και αντάρτικος χορός των Παφραίων. Μπήκαν όλοι στο χορό το βράδυ της παραμονής της γιορτής της Παναγίας όπως ακριβώς συνήθιζαν να κάνουν τα παλιά καλά χρόνια και άρχισαν να χορεύουν ίσως για τελευταία φορά όλοι μαζί, γιατί κανείς τους δεν ήξερε για το τι θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα τους την επομένη μέρα, τη μέρα της μεγάλης επίθεσης και αναμέτρησης. 
Τον τεράστιο αυτό χορό των οπλαρχηγών και ανταρτών τον έσερνε ο πρώτος Δεσπότης της Πάφρας Ζήλων Ευθύμιος Αγριτέλης και ακολουθούσαν οι οπλαρχηγοί κατά σειρά. Οι Τούρκοι βέβαια μέσα στην κωμόπολη Τσασούρ ανυποψίαστοι από ενδεχόμενη επίθεση ανταρτών κατά της κωμόπολης, η οποία είχε άλλωστε και 4.000 ενόπλους φρουρούς, κοιμούνταν ήσυχοι.
Όμως στις 3 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα της παραμονής της 15 Αυγούστου του 1919, άρχιζε η μεγάλη επιχείρηση, το μεγάλο εγχείρημα. Πρώτα ξεκινούν οι ειδικοί που θα συλλάβουν τους σκοπούς και θα τους εξουδετερώσουν. Ακολουθούν οι εμψυχωμένοι καπεταναίοι με τους άνδρες τους όπως είχε ορισθεί και οπότε αυτούς τους ακολουθούν οι πυρπολητές των σπιτιών των Τούρκων οι λεγόμενοι “ατεσλήδες” και έρχεται η 5η πρωινή ώρα, όταν με τη χαραυγή αρχίζει η μεγάλη επίθεση. Όπως ήταν φυσικό οι φλόγες από τα καμμένα σπίτια φτάνουν ως τον ουρανό, ενώ οι κάτοικοι που κοιμούνταν και οι ένοπλοι Τούρκοι στρατιώτες πανικοβάλλονται. Τα σπίτια καίγονται ομαδικά και πύρινες φλόγες φωτίζουν τη γύρω περιοχή. Τα γυναικόπαιδα των Τούρκων με αλλαλαγμούς τρέχουν προς τους στρατώνες για προστασία και σωτηρία.
Η μάχη κράτησε 5 ώρες και οι καπνοί των φλεγομένων σπιτιών ανέβαιναν ψηλά στα ουράνια και διακρίνονταν από χιλιόμετρα μακριά, καθώς οι λοιποί αντάρτες που βρίσκονταν μακριά από τον τόπο του εγχειρήματος είχαν ως αποστολή την προστασία των επιτιθεμένων από τυχόν αφίξεις τουρκικών ενισχύσεων από την πόλη της Πάφρας και της Σαμψούντας. Οι εφεδρείες αυτές των Ελλήνων γνώριζαν τα σχέδια ετοιμασίας του μεγάλου εγχειρήματος και βλέποντας τους ουρανομήκεις καπνούς, γιόρταζαν και αυτοί με τον τρόπο τους την επιτυχία των ανταρτών και κλαίγανε συγχρόνως από χαρά και συγκίνηση, γιατί οι Παφραλήδες είχαν εκδικηθεί τους αδικοχαμένους συμπατριώτες τους του Οτ Καγιά της Ματωμένης Σπηλιάς.
Ο απολογισμός της φοβερής αυτής μάχης, την οποία οι Τούρκοι εκείνου του φοβερού μακελειού, που επέζησαν δεν ξέχασαν ποτέ τους και μάλιστα απορούν πως έγινε ένα τέτοιο κακό στην πόλη τους και βέβαια αναφέρουν χωρίς δισταγμό το μέγεθος της καταστροφής και τις απώλειές των που ήσαν:
Από πλευράς Τούρκων: 1.000 στρατιώτες και χωροφύλακες νεκροί, 500 κάτοικοι της κωμόπολης νεκροί, 800 στρατιώτες και χωροφύλακες μαζί με τσέτες και κατοίκους τραυματίες, 400 γυναικόπαιδα νεκροί και τραυματίες, 400 και πλέον σπίτια τελείως κατεστραμμένα, καθώς και οι στρατώνες.
Από πλευράς δε των επιτιθεμένων Ελλήνων ανταρτών, οι απώλειες ήσαν: Νεκροί αντάρτες 200, τραυματίες 300 και αγνοούμενοι 60. Η κωμόπολη αυτή της Τσασούρ, δεν κατοικήθηκε μέχρι το 1923. Έτσι εκδικήθηκαν οι αντάρτες της Πάφρας, το ολοκαύτωμα της Σπηλιάς του Οτ Καγιά.

Αχιλλέας Στ. Ανθεμίδης
Διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Gottingen

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah