Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ OΜOΣΠOΝΔΙΑΣ

Αυτοδιοίκηση τύπου Λιβάνου
Στις 10.3.1920 υποβλήθηκε στη διάσκεψη της ειρήνης στο Παρίσι νέο υπόμνημα του Χρύσανθου, υπογεγραμμένο και από τις οργανώσεις των Ποντίων. Είχε κάνει στροφή 180 μοιρών. Ζητούσε και πάλι την ανεξαρτησία του Πόντου ή, αν αυτή ήταν αδύνατη για γενικότερους λόγους, καθεστώς αυτονομίας μέσα στο οθωμανικό κράτος κατά το πρότυπο του Λιβάνου, με Ευρωπαίο κυβερνήτη, τοπική αυτοκυβέρνηση, και μικτή τοπική χωροφυλακή με Ευρωπαίους διοικητές.
Η αυτόνομη επαρχία του Λιβάνου (Cebel-i Lubnan Mutasamfligi) δημιουργήθηκε το 1861 και διατηρήθηκε μέχρι το 1918. Ο εκάστοτε κυβερνήτης της επαρχίας ήταν ένας μη Λιβανέζος χριστιανός. Ο διορισμός του γινόταν από το σουλτάνο και τελούσε υπό την έγκριση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Τον κυβερνήτη πλαισίωνε δωδεκαμελές συμβούλιο αποτελούμενο από εκπροσώπους των έξι θρησκευτικών κοινοτήτων του Λιβάνου. Η εκπροσώπηση ήταν ισότιμη (δύο μέλη από κάθε κοινότητα).
Τα βασικά επιχειρήματα για τη δημιουργία αυτοδιοικούμενης επαρχίας τύπου Λιβάνου στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους ήταν η ανάγκη της επανόδου στον Πόντο όσων Ρωμιών είχαν καταφύγει στον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία, καθώς και η προστασία των Ελληνοποντίων από την αντεκδίκηση των Τούρκων.
 Ο πυρήνας των επιχειρημάτων, ωστόσο, ήταν και πάλι η εμβρυϊκή κρατική δομή που λειτούργησε κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής της Τραπεζούντας υπό την ηγεσία του Χρύσανθου, η οποία «αναγνωρίστηκε από τις ρωσικές αρχές και τον τουρκικό πληθυσμό, καθώς και από τους τοπικούς εκπροσώπους των Συμμάχων και των Ηνωμένων Πολιτειών». Ο Χρύσανθος υπονοούσε ότι αφού η «προσωρινή ελληνική διοίκηση» της Τραπεζούντας είχε κατορθώσει να διατηρήσει το νόμο και την τάξη, το προτεινόμενο σχήμα αυτονομίας τύπου Λιβάνου θα ήταν βιώσιμο. Παρά τις προσπάθειες αυτές, όμως, ούτε καν μνεία του ονόματος του Πόντου δεν φαίνεται να έγινε στη συνδιάσκεψη. Αντίθετα, έγινε λόγος για την Αρμενία.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τα μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων

Η οπτική του ελευθερίου Βενιζέλου
Τον Απρίλιο του 1920, στη συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο, οι σύμμαχοι συμφώνησαν για την αναγνώριση του αρμενικού κράτους, χωρίς όμως να λάβουν κανένα μέτρο για την προστασία του από τους μπολσεβίκους και τους κεμαλικούς. «Οσο οι σύμμαχοι συζητούσαν για την Αρμενία στο Σαν Ρέμο», γράφει χαρακτηριστικά η Macmillan, «οι μπολσεβίκοι κυρίευαν τη γειτονική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Κομμουνιστικές εξεγέρσεις ξέσπασαν στην ίδια την Αρμενία. Οι Σύμμαχοι ζήτησαν από την Κοινωνία των Εθνών να προστατέψει το ευρύτερο αρμενικό κράτος που νόμιζαν ότι είχαν δημιουργήσει. Η Κοινωνία των Εθνών απάντησε ότι αφού το κράτος αυτό δεν υπήρχε πραγματικά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Οι Σύμμαχοι στράφηκαν μετά στις ΗΠΑ, όπου η πιθανότητα μιας αμερικανικής εντολής στην Αρμενία είχε εξασθενίσει μετά την επιστροφή του Wilson από την Ευρώπη. Ο άρρωστος πρόεδρος έφερε το αίτημα στο Κογκρέσο, που το απέρριψε με σαφή πλειοψηφία τον Μάιο».
Μετά τη συνδιάσκεψη στο Σαν Ρέμο, την 30ή Απριλίου 1920, ο Ελ. Βενιζέλος παρουσίασε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ένα προσχέδιο της συνθήκης μεταξύ της Entente και του οθωμανικού κράτους (προϊόν της συνδιάσκεψης). Το κείμενο αυτό, με πολλές τροποποιήσεις, αποτέλεσε μετά από μερικούς μήνες τη Συνθήκη των Σεβρών. Κάνοντας λόγο για την Αρμενία, ο Βενιζέλος ανέφερε ότι ο καθορισμός των συνόρων της είχε ανατεθεί στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλσον, ο οποίος ήταν υπέρ της δημιουργίας μεγάλης Αρμενίας.
«Θα ήθελα μόνον την στιγμήν αυτήν να είπω», τόνισε ο Βενιζέλος, «ότι πιστεύω ότι ο πρόεδρος Ουίλσον θα αρκεσθή εις την εξασφάλισιν η οποία δίδεται εις την Αρμενίαν προς εμπορικήν διέξοδον διά της Τραπεζούντος και ότι δεν θα θελήση να αποσπάση μέρος του βιλαετίου της Τραπεζούντος διά να εξασφαλίση και εδαφικήν διέξοδον εις την Αρμενίαν. Εγώ κατά τούτο όμως ουδαμώς διερμηνεύω τας ιδέας των Ποντίων.
 Είχον σκεφθή εν αρχή των διαπραγματεύσεων ότι θα ήτο δίκαιον ο Πόντος, ο οποίος αποτελεί μέρος του βιλαετίου της Τραπεζούντος, και θα ηδύνατο να υποβληθή υπό εντολήν μίας Μεγάλης Δυνάμεως, όπως ηλπίζετο ότι θα υποβάλλετο η Αρμενία, διαρρυθμιζομένων των τοπικών διαιρέσεων κατά τοιούτον τρόπον ώστε να υπάρχη μία ομοσπονδία των δύο αυτών κρατών.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν γνωρίζω, οι κάτοικοι οι ενδιαφερόμενοι απέκρουσαν την λύσιν αυτήν. Εγώ και σήμερον, εάν θα επρόκειτο να απαλλαχθή της τουρκικής κυριαρχίας ολόκληρον το βιλαέτιον της Τραπεζούντος, δεν θα δυσαρεστούμην εάν επρόκειτο να συνδεθή μετά της Αρμενίας, διότι είμαι βέβαιος ότι ο Ελληνισμός του μέρους αυτού είναι τόσον ισχυρός ώστε δεν έχει να φοβηθή τίποτε απολύτως εκ της συνεργασίας του μετ’ άλλου χριστιανικού κράτους».
Έτσι, ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου ο πρωθυπουργός της Ελλάδας εξήγησε όσο πιο καθαρά ήταν δυνατόν ότι η μη ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία ήταν επιλογή των «ενδιαφερομένων», αντίθετη στη δική του πολιτική. (Των «ενδιαφερομένων» και όχι της ηγεσίας των Ποντίων). Συνδυάζοντας την ομιλία αυτή με τις αναφορές του Καθενιώτη, αντιλαμβανόμαστε τι υποδήλωνε ο Βενιζέλος: Οι υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις του Χρύσανθου και των οργανώσεων της Διασποράς καθυστέρησαν τη συμφωνία με τους Αρμενίους, που αν είχε επιτευχθεί νωρίτερα ίσως να οδηγούσε στην ενσωμάτωση του Πόντου στο Αρμενικό κράτος. Ωστόσο, το Αρμενικό κράτος, με ένα στρατό μόλις 10.000 αντρών, ήταν πολύ ανίσχυρο απέναντι στην ταυτόχρονη επέλαση μπολσεβίκων και κεμαλικών Η «συνομοσπονδία» δεν ήταν πανάκεια. Ηταν απλώς αναβολή.
Τον Ιούνιο του 1920 ο Βενιζέλος θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να ζητήσει από τον Λόιντ Τζορτζ να συνηγορήσει στην ίδρυση ποντοαρμενικού κράτους. Το επιχείρημά του δεν ήταν πλέον η βοήθεια προς τους Βρετανούς στο Βατούμ (οι Βρετανοί εκκένωσαν το Βατούμ τον Ιούλιο), αλλά ότι η συνηγορία του Βρετανού πρωθυπουργού θα αποτελούσε μέσο πίεσης προς το Μουσταφά Κεμάλ, ώστε ο τελευταίος να αποδεχθεί το σχέδιο της συνθήκης ειρήνης. Η αίτηση αυτή δεν φαίνεται να είχε συνέχεια. Αντίθετα, συνέχεια είχαν τα διαβήματα των Αρμενίων, οι οποίοι πρότειναν στον Βενιζέλο κοινή επίθεση κατά του Κεμάλ στον Πόντο. Τον Αύγουστο του 1920 η Αρμενική κυβέρνηση υπέγραψε ανακωχή με τους μπολσεβίκους και αναζήτησε επειγόντως εξωτερικό δάνειο. Την προσπάθεια αυτή ανέλαβε ο Χατισιάν ως υπουργός Εξωτερικών (πρωθυπουργός είχε γίνει ο Αχαρονιάν), ο οποίος μάλιστα επισκέφθηκε στα μέσα Αυγούστου την Αθήνα, καθ’ οδόν από την Αίγυπτο προς την Κωνσταντινούπολη, και συνάντησε τον υπουργό Εξωτερικών Ν. Πολίτη (ο Βενιζέλος απουσίαζε στο εξωτερικό).
Ως υπουργός Εξωτερικών ο Αρμένιος πρώην πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Χατισιάν, ανέλαβε την προσπάθεια για την εξεύρεση εξωτερικού δανείου μετά την υπογραφή της ανακωχής ανάμεσα στην αρμενική κυβέρνηση και τους μπολσεβίκους
Στο μεταξύ, η κάθοδος των μπολσεβίκων οδήγησε μεγάλο αριθμό Ρωμιών του Καυκάσου στα λιμάνια του Βατούμ και του Νοβοροσίσκ, σε αναζήτηση πλοίων προς την Ελλάδα. περίπου 150.000 Πόντιοι του Καυκάσου μεταφέρθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη. Από αυτούς, περίπου 40.000 μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου γυρνούσσν γυμνοί και πεινασμένοι. Η Ελλάδα είχε εξαντλήσει κάθε πόρο στη Μικρασιατική Εκστρατεία και η Θεσσαλονίκη ήταν μια καμένη πόλη με δεκάδες χιλιάδες πυροπαθείς. 
Τον Μάιο του 1920 ο διοικητής της ελληνικής αποστολής στον Πόντο, αντισυνταγματάρχης Ηρακλής Πολεμαρχάκης, απέστειλε «προς πάντας τους προέδρους των εν Πόντω και Καυκάσω ελληνικών κοινοτήτων τηλεγραφικήν εγκύκλιον διά της οποίας γνωστοποιεί ότι η ελληνική κυβέρνησις απηγόρευσε προς το παρόν πάσαν μετανάστευσιν, διετάχθη δε η εις τας πατρίδας των επαναφορά πάντων των αυτοβούλως μεταναστευσάντων και η μη παροχή εις αυτούς οιασδήποτε περιθάλψεως. Η ελληνική κυβέρνησις εν καιρώ θα κανονίση τα του τρόπου της μεταναστεύσεως». 
Υπήρξαν αρκετές σκέψεις για τη μεταφορά των προσφύγων από τον Καύκασο στο μικρασιατικό Πόντο, αλλά αυτό θα ισοδυναμούσε με παράδοσή τους στον κεμαλικό στρατό. Ηδη, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1920 άρχισαν να σημειώνονται βιαιοπραγίες σε βάρος των Ρωμιών στην Κερασούντα.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος ζήτησε για πρώτη φορά από τον Λόιντ Τζορτζ να συνηγορήσει στο σχηματισμό Ποντιακού κράτους, με επιχείρημα ότι αυτό θα μπορούσε, σε συνεργασία με την Αρμενία και τη Γεωργία, να ανακόψει την επέκταση των μπολσεβίκων και τη συνεργασία τους με τους κεμαλικούς. Αμέσως μετά, ζήτησε την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, με τη δημιουργία δύο νέων ανεξάρτητων κρατών, στον Πόντο και στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά όλα αυτά ήταν απλώς πιέσεις προς τον Κεμάλ, προκειμένου να αναγνωρίσει τη Συνθήκη των Σεβρών που είχε υπογραφεί στο μεταξύ (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920) και δεν επρόκειτο να εφαρμοστεί ποτέ.
Μέχρι την τελευταία μέρα που έμεινε στην εξουσία (1.11.1920) ο Βενιζέλος προσπάθησε να βοηθήσει την Αρμενία. Σύμφωνα με το άρθρο 89 της Συνθήκης των Σεβρών, τα σύνορα της Τουρκίας με την Αρμενία, σε ότι αφορούσε τα βιλαέτια Τραπεζούντας, Ερζερούμ, Βαν και Μπιτλίς, θα καθορίζονταν από τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Τον Νοέμβριο, ο Ουίλσον παραχώρησε στην Αρμενία μέρος του πρώτου και τα υπόλοιπα βιλαέτια. 
Αλλά ήταν πολύ αργά. Αντιμέτωπη με το ρωσικό και τον κεμαλικό στρατό, η αρμενική κυβέρνηση επέλεξε το μικρότερο κακό. Τον Δεκέμβριο του 1920 η Αρμενία έγινε σοβιετική δημοκρατία. Τον Μάρτιο του 1921 η ΕΣΣΔ επέστρεψε τις επαρχίες Καρς και Αρνταχάν στην Τουρκία.


ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
Οικονομολόγος, διδάκτωρ ΑΠΘ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah