Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Οι Έλληνες και η Ελλάδα

Στο πέρασμα από το 19ο στον 20ό αιώνα το μικρό ελληνικό βασίλειο έκλεινε σχεδόν επτά δεκαετίες ανεξάρτητης ζωής. Η τρομερή Επανάσταση του 1821 και ο μακρόχρονος αγώνας της Ανεξαρτησίας δεν είχαν επιλύσει το ζήτημα της πολιτικής συγκρότησης του Ελληνισμού. Υπήρχε πλέον μια «εθνική κοιτίδα», αλλά πέρα από αυτήν εξακολουθούσαν να ζουν Έλληνες ή «εν δυνάμει» Έλληνες. 

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε μία από τις τελευταίες αρχαϊκές αυτοκρατορίες. «Lalely Mosque». Εξωτερική άποψη του τζαμιού που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη σε φωτογραφία των αρχών του περασμένου αιώνα.

Όλοι όσοι καταγράφονταν στις απογραφές και τις στατιστικές ως Ελληνορθόδοξοι στο θρήσκευμα ανήκαν σε αυτούς τους «εν δυνάμει», όπως επίσης και αρκετοί άλλοι, οι οποίοι, όταν η κοινή Αυτοκρατορία θα τεμαχιζόταν σε μικρά έθνη, θα διάλεγαν την «ελληνική λύση» ως προτιμότερη των υπόλοιπων προσφερομένων. Το ελληνικό έθνος, λοιπόν, έτσι όπως λειτουργούσε στη μικρή Αθήνα ή όπως πλούτιζε στη μεγάλη Κωνσταντινούπολη, αναζητούσε, με αγωνία σχεδόν, την ταυτότητα, το μέγεθος και την ακτινοβολία που θεωρούσε πως του ανήκουν.
Στην πρώτη αυτή περίοδο της Ιστορίας του το ελληνικό βασίλειο κάλυπτε αποκλειστικά και μόνο την αρχαία κοιτίδα του Ελληνισμού - και αυτή μάλιστα με πολλές απουσίες. Τα στενά σύνορά του περιορίζονταν στις βόρειες παρυφές της Θεσσαλίας, στα περίχωρα της Άρτας, περιέκλειαν τις Κυκλάδες, τις Σποράδες και τα νησιά του Ιονίου. Μέσα σε αυτά, ενώ πλησίαζαν η γενική ανατροπή της βαλκανικής τάξης και ο επακόλουθος Α’ παγκόσμιος πόλεμος, βρίσκονταν κάτι περισσότερο από δύο εκατομμύρια Έλληνες.
 Έξω όμως από αυτά, στον ευρύτερο χώρο της Εγγύς Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου βρίσκονταν περισσότεροι από πέντε εκατομμύρια άνθρωποι που, σε μεγάλο ποσοστό, μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν τις ίδιες συνήθειες και που, πλέον, πολλοί από αυτούς θεωρούσαν τον εαυτό τους Έλληνα, ερχόμενοι σε αντίθεση με το περιβάλλον μέσα στο οποίο έως τότε ζούσαν. Η εποχή των εθνικών κρατών είχε προχωρήσει πολύ και οι εθνικισμοί παρήγαγαν πλέον αλυτρωτισμούς: την επιθυμία και το εκπορευόμενο από αυτήν πολιτικό σχέδιο για ενσωμάτωση όσο το δυνατό περισσότερων ομοεθνών ή εν δυνάμει ομοεθνών στην ίδια και την αυτή εθνική κοιτίδα.
Το κόστος αυτής της σφοδρής επιθυμίας θα το πλήρωναν κυρίως οι πολυεθνικές αρχαϊκές αυτοκρατορίες στην Κεντρική Ευρώπη ή στις ανατολικές παρυφές της. Στην περίπτωση των Ελλήνων η αυτοκρατορία που βασικά τους ενδιέφερε ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία των άλλοτε κραταιών σουλτάνων. Ο Ελληνισμός, με όλα τα στοιχεία που μπορεί να περιλάβει αυτή η λέξη, είχε πολλούς αιώνες ζήσει μέσα στο οθωμανικό πλαίσιο διαμορφώνοντας την είσοδό του στη σύγχρονη Ιστορία μέσα από αυτό. Μέσα από επαναστατική απόσχιση από την εξουσία των σουλτάνων προέκυψε εξάλλου η πρώτη εθνική κοιτίδα - το ελληνικό κράτος του 1830. Έκτοτε η όλη υπόθεση της εθνικής οικοδόμησης θεωρήθηκε ημιτελής και ουδείς πίστευε ότι οι λογαριασμοί μεταξύ των δύο πολιτικών - κρατικών - οντοτήτων είχαν κλείσει. Για να γυρίσουμε, λοιπόν, στην εποχή όπου αρχίζει και τελειώνει η ιστορία μας, στην αυγή του 20ού αιώνα, οι εν δυνάμει Έλληνες που το ελληνικό κράτος και η «Μεγάλη Ιδέα» διεκδικούσαν βρίσκονταν, στο μεγάλο όγκο τους, σε πολλές περιοχές του οθωμανικού κόσμου. 
Σε καθεμία από αυτές ο Ελληνισμός είχε τη δική του Ιστορία. Για την ευκολία τής εδώ εξιστόρησης ας χωρίσουμε αυτές τις ζώνες ισχυρής ελληνικής παρουσίας σε τέσσερις και ας τις παρακολουθήσουμε στα επιμέρους χαρακτηριστικά τους. Ο πλέον κοντινός στα ελληνικά σύνορα Ελληνισμός ήταν ο βαλκανικός. Στην Ήπειρο, σε περιοχές της Μακεδονίας, στη Θράκη, στα οθωμανικά ακόμα νησιά του Αιγαίου κατοικούσαν συμπαγείς πληθυσμοί Ελλήνων, οι οποίοι, μάλιστα, πολύ γρήγορα απέκτησαν ελληνική εθνική συνείδηση και αντίστοιχους πολιτικούς προσανατολισμούς.
Ένα δεύτερο ισχυρό σημείο ελληνικής ή ελληνορθόδοξης παρουσίας ήταν η ίδια η πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Στον παράδοξο οθωμανικό 19ο αιώνα, η πρωτεύουσα των σουλτάνων ήταν ίσως το πλέον πολυεθνικό σημείο ολόκληρου του οθωμανικού κόσμου. Το 1912, σύμφωνα με τις οθωμανικές απογραφές, η πόλη είχε 260.000 Έλληνες απέναντι σε 450.000 Τούρκους και σε 140.000 εκπροσώπους των υπόλοιπων εθνών, γλωσσών και θρησκειών (το πατριαρχείο, μάλιστα, στις δικές του εκτιμήσεις θεωρούσε την πόλη περισσότερο πολυεθνική με 310.000 Τούρκους, 235.000 Έλληνες και 340.000 από τους άλλους).
 Μερικά από τα περίχωρα της πρωτεύουσας ήταν, μάλιστα, περισσότερο ελληνικά: στην Καλλίπολη καταμετρήθηκαν 90.000 Έλληνες έναντι 32.000 Τούρκων, ενώ στην γειτονική Τσατάλτζα 55.000 Έλληνες έναντι 16.000 Τούρκων. αυτά για την ευρωπαϊκή πλευρά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Εκτός όμως από την ευρωπαϊκή πλευρά, η Μικρά Ασία ήταν η άλλη μεγάλη γεωγραφική ενότητα της αυτοκρατορίας στην οποία ζούσαν σημαντικοί ελληνικοί πληθυσμοί.
 Στη ζώνη αυτή κατοικούσαν το 1912 (υπολογισμοί του τότε πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως) περίπου 9.700.000 άτομα από τα οποία τα 7.050.000 ήταν Τούρκοι, τα 1.780.000 Έλληνες (ελληνορθόδοξοι θα ήταν η πλέον ακριβής έκφραση καθώς, ας μην το λησμονούμε, εκείνη την εποχή καταγράφονταν κυρίως θρησκευτικές επιλογές και πρακτικές), οι 610.000 Αρμένιοι και οι υπόλοιποι ανήκαν σε άλλες λιγότερο σημαντικές -ως προς τους αριθμούς- εθνότητες.
 Η γενική αυτή κατανομή όμως δεν ανταποκρινόταν στις επιμέρους περιοχές της μεγάλης Μικρασιατικής γεωγραφικής ενότητας. Οσον αφορά στους Έλληνες (ελληνορθόδοξους) διακρίνονται με σαφήνεια δύο ζώνες όπου η συγκέντρωση των πληθυσμών τους έχει ιδιαίτερο βάρος. Η πρώτη περιελάμβανε τις ακτές του Αιγαίου, της Προποντίδας και της θάλασσας του Μαρμαρά, στη δυτική πλευρά της Μικράς Ασίας, και διοικητικά περιελάμβανε τις περιφέρειες του Αϊδινίου (Σμύρνης) με 623.000 Έλληνες, της Προύσας με 278.000, της Νικομήδειας (Izmit) με 73.000 και την ασιατική ακτή της Κωνσταντινούπολης με 74.000. 

Πρόσφυγες μπροστά στο στρατώνα που είχαν χτίσει οι Οθωμανοί το 1850 στον Αλμυρό της Μαγνησίας.

Συνολικά δηλαδή οι εκεί Έλληνες υπολογίζονταν από το πατριαρχείο σε περίπου 1.047.000 και αποτελούσαν κάτι περισσότερο από σημαντικό μέρος του πληθυσμού απέναντι σε 2.375.000 Τούρκους, 200.000 Αρμένιους και μερικές δεκάδες χιλιάδες λοιπών εθνοτήτων.
Η δεύτερη ζώνη συγκέντρωσης ελληνικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία -που θα μας απασχολήσει πιο διεξοδικά στη συνέχεια- βρισκόταν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στο βορειο-ανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας.
 Στην περιφέρεια της Τραπεζούντας καταγράφονταν από την ίδια πηγή 354.000 Έλληνες σε συνολικό πληθυσμό 1.362.000 κατοίκων (οι 958.000 Τούρκοι). Αυτός ήταν ο σημαντικός όγκος του Ελληνισμού του Πόντου.
Στις δύο αυτές ζώνες συγκεντρώνονταν, λοιπόν, οι 1.401.000 από τους 1.783.000 ελληνορθόδοξους που κατέγραψε το πατριαρχείο και αποτελούσαν το 27,5% του συνολικού πληθυσμού των αντίστοιχων περιοχών. Στις υπόλοιπες περιοχές της Μικράς Ασίας, όπου επίσης υπήρχαν μικρότεροι θύλακες ελληνορθοδόξων καταγράφονταν 382.000 ελληνορθόδοξοι σε συνολικό πληθυσμό 4.602.000, αποτελούσαν δηλαδή μόλις το 8,3% του πληθυσμού. Η σύγκριση των δύο ποσοστών συνηγορεί για τη συγκέντρωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας στις δύο ζώνες που προαναφέραμε: στις δυτικές - βορειοδυτικές ακτές της μικρασιατικής χερσονήσου και τον Πόντο.
Οι δύο μεγάλες ενότητες ελληνορθόδοξης παρουσίας στην οθωμανική Μικρά Ασία δεν φαίνεται να έχουν παράλληλη ιστορία ως προς το σχηματισμό και την άνθησή τους. Η δημιουργία τους, μέσα στον οθωμανικό κόσμο, ανάγεται σε διαφορετικές εποχές και οφείλεται σε διαφορετικούς λόγους. Στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας η παρουσία συμπαγών ελληνορθόδοξων πληθυσμών εμφανίζεται το 19ο κυρίως αιώνα με αναντίστοιχες, σε μέγεθος και ποιότητα, ρίζες στους προηγούμενους. Όπως συμβαίνει σε κάθε εποχή μετάβασης και αλλαγών, οι μετακινήσεις πληθυσμών, η μετανάστευση, βρίσκονταν στην αφετηρία των δημογραφικών εξελίξεων. Η ανάπτυξη των εμπορευματικών δραστηριοτήτων και η προοδευτική είσοδος της γεωγραφικής αυτής ζώνης στον καπιταλιστικό κόσμο έφεραν προς τα εκεί μετανάστες από κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας ή και από το απέναντι μικρό ελληνικό κράτος.
 Η ελληνική παρουσία άρχισε να γίνεται συμπαγής και διακριτή στο δεύτερο κυρίως μισό του 19ου αιώνα, οπότε και διαμορφώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά ελληνικές πόλεις (Κυδωνιές) ή πολυεθνικές περιφερειακές πρωτεύουσες με σημαντική ελληνική παρουσία όπως η Σμύρνη.
Στην περιοχή του Πόντου, αντίθετα, η παρουσία ελληνορθοδόξων ανάγεται σε προγενέστερες εποχές. Η δημιουργία και η ανάπτυξη σημαντικών ελληνορθόδοξων θυλάκων ήρθαν σχεδόν παράλληλα με την ολοκλήρωση του κύκλου των εξισλαμισμών που πρακτικά περιόρισε στο ελάχιστο τη χριστιανική παρουσία στο μικρασιατικό χώρο. Παραγωγικοί, οικονομικοί λόγοι συνέβαλαν ώστε σε αυτήν την περιοχή να ευνοείται η παρουσία σημαντικών αριθμών χριστιανών. Στη βάση αυτών των προδιαγραφών βρίσκοταν η ανακάλυψη πλούσιων κοιτασμάτων ασημιού στην πρώτη οθωμανική περίοδο και οι οικονομικές λειτουργίες που χτίστηκαν γύρω από αυτήν. Θα επανέλθουμε πιο αναλυτικά στον τρόπο που χτίστηκαν οι ισχυρές ελληνορθόδοξες κοινότητες του Πόντου. Ας αρκεστούμε σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι η συσπείρωση - συγκέντρωση χριστιανικών πληθυσμών, που παρουσιάστηκε ως φαινόμενο του 19ου αιώνα στη δυτική παράλια Μικρά Ασία, στον Πόντο ανάγεται στο 16ο-17ο αιώνα.
 Και προϊδεάζοντας, να σημειώσουμε επίσης ότι, ενώ στην πρώτη περίπτωση έχουμε απορρόφηση των χριστιανικών πληθυσμών και σταθερή τους εγκατάσταση -για λίγες έστω δεκαετίες- στην περιοχή στο πλαίσιο των νέων καπιταλιστικών λειτουργιών, στην περίπτωση του Πόντου, η κινητικότητα των πληθυσμών, συνδεδεμένη με το προκαπιταλιστικό πλαίσιο λειτουργίας στην εποχή της, είναι συνεχής. Ο Πόντος, εκτός από κέντρο συσπείρωσης για τον ελληνορθόδοξο κόσμο, ήταν ταυτόχρονα και βάση για την επέκτασή του: ήταν δηλαδή και τόπος υποδοχής μεταναστών αλλά και αφετηρία άλλων εποικισμών μέσα και γύρω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Με λίγα λόγια, οι ελληνορθόδοξοι του Πόντου είχαν διαφορετικό «χρονισμό» από αντίστοιχα κέντρα παρουσίας ομόδοξων στη Μικρά Ασία. Ως εκ τούτου, είχαν και διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιδιαίτερη τοπική Ιστορία. 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah