Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Η πολιτική εκπροσώπηση των ρωμιών

Πράγματι, το αίτημα για την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους στον Πόντο υποστηρίχθηκε ιδιαίτερα από τους απόδημους. Ήταν κυρίως το αίτημα εκείνων που επιζητούσαν τη δημιουργία συνθηκών για την επιστροφή τους. Ο μεγάλος όγκος των υπομνημάτων προς τις «μεγάλες δυνάμεις», με αίτημα την ανεξαρτησία, προήλθε από τους απόδημους, οι οποίοι για έναν περίπου χρόνο αναγνώρισαν ως εκπρόσωπό τους το μητροπολίτη της Τραπεζούντας, Χρύσανθο. Αυτό δεν οφειλόταν μόνον στην προσωπικότητά του αλλά και στην πολιτική παράδοση που εξέφραζε.
Ο βουλευτής Τραπεζούντας,
Ματθαίος Κωφίδης.
 
Στο πλαίσιο των εξελίξεων που ακολούθησαν το κίνημα των Νεότουρκων, ένα τμήμα της ηγεσίας των Ρωμιών του Πόντου βρήκε τρόπο πολιτικής συνεργασίας μαζί τους. 
Στις εκλογές του 1908 απέκτησε φωνή στο οθωμανικό κοινοβούλιο, με την εκλογή ως βουλευτή Τραπεζούντας του Ματθαίου Κωφίδη (1855-1921), έπειτα από συνεννόηση με το κόμμα «Ενωση και πρόοδος».
 Αντίθετα, στην Αμισό (Σαμψούντα), αν και ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός ήταν πολύ μεγαλύτερος από την Τραπεζούντα, δεν επιτεύχθηκε συνεννόηση με το κόμμα αυτό και δεν εκλέχτηκε Ρωμιός βουλευτής. (Σε καμία επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν εκλέχτηκε βουλευτής χωρίς συνεννόηση με την «Ενωση και πρόοδο»). 
Διορίστηκε, ωστόσο, Ρωμιός δήμαρχος, ο καπνέμπορος Γεώργιος Παπάζογλου. Ας σημειωθεί ότι και ο Κωφίδης ήταν ανώτερος υπάλληλος της Societe de la regie cointeressee des tabacs de l’empire Ottoman, δηλαδή του μονοπωλίου των οθωμανικών καπνών, ενός οργανισμού που τελούσε υπό τον έλεγχο γαλλικών και αγγλικών τραπεζών.
Μετά τις εκλογές του 1908 οι Ρωμαίικες κοινότητες του Πόντου καταλήφθηκαν από πολιτική «υπνηλία», σύμφωνα με σχόλιο της εποχής. Χωρίς να τις ξυπνήσουν, η «Ένωση και πρόοδος», το Ελλαδικό κράτος και η τοπική εκκλησία επιχείρησαν, με συνδέσμους και συλλόγους, να δημιουργήσουν μηχανισμούς πολιτικού ελέγχου του πληθυσμού, η κάθε πλευρά για λογαριασμό της. 
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών επιθυμούσε να ελέγχει τις δραστηριότητες των Ρωμιών μέσω των προξενείων και να τις κατευθύνει άμεσα, ανάλογα με τους κατά καιρούς στόχους του. Από την πλευρά της, η Εκκλησία επιθυμούσε να διατηρήσει το ρόλο του διαμεσολαβητή και αυθεντικού εκφραστή των τοπικών συμφερόντων απέναντι τόσο στο ελληνικό όσο και στο οθωμανικό πολιτικό σύστημα. Αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ υπουργείου και Εκκλησίας φάνηκε στις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές του 1912.
Στις εκλογές εκείνες, όπως συνέβη και στις περισσότερες εκλογικές περιφέρειες, η πλειονότητα των Ρωμιών του Πόντου συνασπίστηκε με το κόμμα της «Ελευθερίας και Συνεννοήσεως», με αποτέλεσμα να μην εκπροσωπηθούν στο Κοινοβούλιο. Εκλέχτηκε μόνον ο Κωφίδης, ο οποίος παρέμεινε σταθερός υποστηρικτής της «Ενώσεως και προόδου». Ο Κωφίδης πίστευε ότι μόνον με χαμηλούς τόνους και καλές σχέσεις με τη νέα οθωμανική ηγεσία ήταν δυνατόν να προωθηθούν τα συμφέροντα των Ρωμιών. Η μετριοπάθεια του απέρρεε από τον πατριωτισμό του. Επρόκειτο να απαγχονιστεί το 1921, με την κατηγορία ότι επεδίωξε την ανεξαρτησία του Πόντου.
Κωνσταντίνος Αράπογλου
Το 1912 μητροπολίτης στην Τραπεζούντα ήταν ο Κωνσταντίνος Αράμπογλου (1859-1930), μετέπειτα πατριάρχης ως Κωνσταντίνος Στ' (1924-25). Ο Αράμπογλου ήρθε σε σύγκρουση με τον Κωφίδη. Έχει γραφτεί ότι ο Αράμπογλου καλλιεργούσε «άριστες σχέσεις» με τους «συνοίκους λαούς μουσουλμάνους και Αρμενίους» και στην περίοδο 1909-1912 υποβοήθησε «την συντελουμένην συνεννόησιν των εθνοτήτων σκοπόν έχουσαν την σύμπηξιν ομοσπονδίας των λαών της καθ’ ημάς Ανατολής, των εχόντων τον αυτόν τρόπον του αισθάνεσθαι και σκέπτεσθαι»
Αυτήν την εικόνα φιλοτέχνησε ο διάδοχός του Χρύσανθος. Στην πραγματικότητα, ο Κωνσταντίνος Αράμπογλου είχε υποστηρίξει τη νεοτουρκική αντιπολίτευση («Ελευθερία και Συνεννόηση»), όπως είχε κάνει και το ελληνικό προξενείο. Για το λόγο αυτό, στράφηκε κατά του Κωφίδη και των υποστηρικτών του, χωρίς να κατορθώσει όμως να αποτρέψει την επανεκλογή του.
Το 1913 ο Κωνσταντίνος Αράμπογλου μετατέθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Χρύσανθο Φιλιππίδη (1881-1949). Ο Χρύσανθος είχε υπηρετήσει σε ιερατικές θέσεις στην Τραπεζούντα, είχε σπουδάσει στο εξωτερικό με ενίσχυση των Τραπεζούντιων και στη συνέχεια θήτευσε στο Πατριαρχείο, όπου είχε την ευθύνη έκδοσης του έντυπου οργάνου του, της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας».
Πατριάρχης Ιωακείμ Γ'
 Συμμεριζόταν το όραμα του Ιωνος Δραγούμη για την εσωτερική μεταρρύθμιση του οθωμανικού κράτους. Αυτό το όραμα όμως προκαλούσε παρενέργειες. Μέχρι το 1912 οι Ρωμιοί βουλευτές του οθωμανικού Κοινοβουλίου είχαν διαιρεθεί σε δύο παρατάξεις. Οι μειοψηφούντες «ρεαλιστές» παρέμειναν στην «Ενωση και Πρόοδο». Οι «ρεαλιστές» ισχυρίζονταν ότι οι αντίπαλοί τους (αν δεν ασχολούνταν με ιδιοτελείς πράξεις) έβλεπαν τον κόσμο όχι όπως ήταν «αλλά όπως εκείνοι το επεθύμουν να ήτο».
 Λίγους μήνες πριν πεθάνει, ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' (1834-1912) δήλωσε ευθέως ότι «οι άνθρωποι τούτοι είναι επικίνδυνοι διά το έθνος». Ο Κωφίδης ήταν ένας από τους «ρεαλιστές», που στάθηκε αντιμέτωπος προς τους «επικίνδυνους διά το έθνος». Ο Χρύσανθος υποστήριξε τον Κωφίδη.
Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1914 η Τραπεζούντα εξέλεξε δύο «ρεαλιστές» βουλευτές, τον Κωφίδη (για τρίτη φορά) και τον Γ. Ιωαννίδη, επίσης υπάλληλο του Μονοπωλίου Καπνών, ενώ στην Αμισό εξελέγη ο καπνέμπορος Θ. Αρζόγλου, όλοι με την «Ενωση και πρόοδο».
 Η εκλογή δύο Ρωμιών βουλευτών στην Τραπεζούντα δεν απηχούσε τόσο το μέγεθος του ελληνικού στοιχείου όσο τη συνεργασία της τοπικής ελίτ με την «Ενωση και πρόοδο».

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
Οικονομολόγος, διδάκτωρ ΑΠΘ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah