Το φθινόπωρο του 1919 το ποντιακό ζήτημα είχε λάβει την εξής μορφή: Οι ποντιακές οργανώσεις υπέβαλαν υπομνήματα με τα οποία ζητούσαν από τις «μεγάλες δυνάμεις» να αναλάβουν τη διοίκηση του Πόντου. Για το σκοπό αυτόν απαιτούνταν στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες υποτίθεται ότι θα ενισχύονταν με τάγματα με Πόντιους αξιωματικούς και στρατιώτες, ώστε να διευκολυνθεί η εντολοδόχος δύναμη. Αυτά τα τάγματα ετοιμάζονταν στην Ελλάδα.
Στα τέλη Οκτωβρίου 1919 είχαν καταταγεί περίπου 2.000 εθελοντές, που σχημάτισαν ένα τάγμα πεζικού και μία πυροβολαρχία στην Αθήνα, καθώς και ένα τάγμα στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχαν επίσης άλλοι 2.000 Πόντιοι, που ήδη υπηρετούσαν στον ελληνικό στρατό, οι οποίοι θα ήταν διαθέσιμοι σε περίπτωση ανάγκης. Συνολικά, δηλαδή, ο «στρατός του Πόντου» θα μπορούσε να περιλάβει σε σύντομο χρονικό διάστημα -μαζί με τους αντάρτες- 7.000 άντρες, δύναμη διόλου ευκαταφρόνητη υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Υπήρχε, όμως, χώρα διατεθειμένη να αναλάβει «εντολή» στον Πόντο;
Η αμερικανική κυβέρνηση είχε ήδη επιδείξει απροθυμία να συζητήσει το θέμα. Ωστόσο τα μηνύματα αγωνίας για τα ενδεχόμενα λιμού και σφαγών του χριστιανικού πληθυσμού που κατέκλυσαν το Συνέδριο της Ειρήνης δημιούργησαν κλίμα ανησυχίας, την οποία οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες προσπάθησαν να διασκεδάσουν. Τον Αύγουστο του 1919 η αμερικανική κυβέρνηση έστειλε επί τόπου μία αποστολή, αποτελούμενη κυρίως από αξιωματικούς, υπό τον στρατηγό Χάρμπορντ (James Guthrie Harbord, 1866-1947). Η αποστολή έφερε την επίσημη ονομασία «αμερικανική Στρατιωτική αποστολή στην Αρμενία», ονομασία που κάλυπτε τόσο τα οθωμανικά βιλαέτια με αρμενικό πληθυσμό όσο και τη ρωσική Αρμενία.
Στα τέλη Οκτωβρίου 1919 είχαν καταταγεί περίπου 2.000 εθελοντές, που σχημάτισαν ένα τάγμα πεζικού και μία πυροβολαρχία στην Αθήνα, καθώς και ένα τάγμα στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχαν επίσης άλλοι 2.000 Πόντιοι, που ήδη υπηρετούσαν στον ελληνικό στρατό, οι οποίοι θα ήταν διαθέσιμοι σε περίπτωση ανάγκης. Συνολικά, δηλαδή, ο «στρατός του Πόντου» θα μπορούσε να περιλάβει σε σύντομο χρονικό διάστημα -μαζί με τους αντάρτες- 7.000 άντρες, δύναμη διόλου ευκαταφρόνητη υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Υπήρχε, όμως, χώρα διατεθειμένη να αναλάβει «εντολή» στον Πόντο;
James Guthrie Harbord |
Η αποστολή εξέτασε την κατάσταση στη Γεωργία, στην Αρμενία και την Τουρκία. Σκοπός της ήταν να αξιολογήσει αν οι ΗΠΑ έπρεπε να δεχτούν την εντολή (mandate) διοίκησης της περιοχής, με βάση τα αμερικανικά συμφέροντα. περίπου 50 πρόσωπα συγκέντρωναν πληροφορίες επί ένα μήνα. Ο Χάρμπορντ συνάντησε τον ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ και είχε μαζί του πολύωρη συνομιλία. Ο Κεμάλ περιποιήθηκε τους Αμερικανούς, αποδέχθηκε τη «βοήθεια» των ΗΠΑ και διαβεβαίωσε τον Χάρμπορντ ότι το κόμμα του δεν είχε πρόθεση να στραφεί κατά των μη μουσουλμάνων.
Τον Οκτώβριο του 1919, όταν η αποστολή του Χάρμπορντ είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί, ο Καθενιώτης επικοινώνησε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνο που κατάλαβε ήταν ότι ο Αμερικανός στρατηγός έκρινε ασύμφορο να αναλάβουν οι ΗΠΑ «εντολή» μόνον για τις ανατολικές επαρχίες. Οπως είπε στον Καθενιώτη, «εφρόνει ότι μόνον μία εντολή διοικήσεως εφ’ ολοκλήρου της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης της Κωνσταντινουπόλεως, θα ήτο τελεσφόρος. Τοιαύτη όμως ευρεία εντολή θα απήτει εξαιρετικάς θυσίας εκ μέρους της Αμερικής».
Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είπε ο Χάρμπορντ στον Καθενιώτη. Ομως έχει ιδιαίτερη σημασία από τη σκοπιά της αφήγησής μας να αντιληφθούμε τη διαφορά ανάμεσα στο τι κατάλαβε ο Έλληνας συνταγματάρχης (και πληροφόρησε σχετικά την κυβέρνησή του) και τι εννοούσε πράγματι ο Αμερικανός στρατηγός, ο οποίος μάλλον δεν είχε λόγο να μασάει τα λόγια του.
Όπως προκύπτει από το κείμενο της αναφοράς του, πράγματι ο Χάρμπορντ απέκλεισε την ανάληψη εντολής σε μια μεμονωμένη περιοχή, αλλά αυτό αποτελεί δευτερεύον σημείο μέσα στο όλο κείμενο. Στην εισήγησή του προς την αμερικανική κυβέρνηση έλαβε κατηγορηματική θέση για τη διατήρηση της ακεραιότητας του οθωμανικού κράτους, μέχρι του σημείου που πρότεινε την αναστολή της λειτουργίας του οθωμανικού δημοσίου χρέους και το «κούρεμα» του τελευταίου, προκειμένου να καταστεί βιώσιμη η χώρα από δημοσιονομικής απόψεως. Πρότεινε, επίσης, την αναστολή όλων των διμερών εμπορικών συμφωνιών. Η εκδοχή αυτή έθιγε άμεσα τα γαλλικά και βρετανικά συμφέροντα.
Σχετικά με τον Πόντο, ο Αμερικανός στρατηγός σημείωσε με υποτιμητική χροιά ότι είχαν αρχίσει «να συζητούνται σοβαρά η προσάρτηση της Σμύρνης με τη γύρω περιοχή και της Θράκης στην Ελλάδα, καθώς και η δημιουργία ενός εκτεταμένου Αρμενικού κράτους στην ανατολική Μικρά Ασία, αφενός, και μιας δημοκρατίας του Πόντου στη Μικρασιατική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, αφετέρου».
Και πρόσθεσε: «Ηταν φυσιολογικό, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, ο τουρκικός λαός να αισθανθεί βαθιά ενοχλημένος από τις επιχειρήσεις αυτές που κατευθύνονται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας του, καθώς και εναντίον της αξιοπρέπειας και των νόμιμων δικαιωμάτων του». Η επόμενη και τελευταία αναφορά του στον Πόντο ήταν η αποστολή (μουσουλμάνων) αντιπροσώπων από το βιλαέτι της Τραπεζούντας στη συνέλευση του Κεμάλ και η απόφασή τους να παραμείνει ενωμένη η Μικρά Ασία. Είτε η επιρροή που άσκησε επάνω του η οργάνωση του Κεμάλ δεν ήταν δυνατόν να συγκαλυφθεί είτε ο συντάκτης δεν είχε λόγο να τηρεί ούτε το πρόσχημα της αντικειμενικότητας.
Αλλά ακόμη και αν δεν ανέφερε τίποτε από όλα αυτά, η έκθεση του Χάρμπορντ είχε θέσει ως προϋπόθεση για την ανάληψη της εντολής την προηγούμενη διευθέτηση τυχόν πολιτικών διαφορών. Η Αμερική, δηλαδή, θα μπορούσε να αναλάβει την τήρηση της τάξης μόνον σε μία χώρα απαλλαγμένη από διεκδικήσεις τρίτων.
Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να αποτραπεί η εξωτερική υποστήριξη οποιουδήποτε κινήματος έθετε σε αμφισβήτηση την ακεραιότητα του οθωμανικού κράτους.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
Οικονομολόγος, διδάκτωρ ΑΠΘ
Οικονομολόγος, διδάκτωρ ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου