Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η σατιρική ποίηση είναι γνωστή στην αρχαία 'Ελλάδα αλλά και τη Ρώμη. Η παράδοσή της συνεχίζεται στο Βυζάντιο αλλά και στη Δύση κατά τον μεσαίωνα. Στα κατοπινά χρόνια, το σατιρικό πνεύμα μπαίνει σε όλα τα πλαίσια της τέχνης. Γίνεται σπουδαίο μέσο για τον έλεγχο προσώπων και καταστάσεων.
Περιέχει η σάτιρα στοιχεία κωμικά και σκωπτικά. ’Άλλοτε μαστιγώνει άμεσα και άλλοτε κάνει έμμεσο έλεγχο με πνεύμα ειρωνικό. Προκαλεί γενική θυμηδία. Γελά ακόμη και το σατιριζόμενο πρόσωπο, το οποίο δέχεται με τρόπο ευχάριστο την ευεργετική επίδραση του πολιτισμένου ελέγχου.
Χωρίς τη σάτιρα, η ζωή γίνεται τραχιά. Κυριαρχεί σ’ αυτήν μόνο η βιαιότητα από την εξύβριση. Τα ανθρώπινα πάθη εξατμίζονται με το πολιτισμένο πνεύμα της σάτιρας.
«Η σάτιρα θίγει και εξημερώνει. Η ύβρις θίγει και εξαγριώνει» (Γ. Παπανδρέου).
Το σατιρικό πνεύμα δεν απουσιάζει από την ποντιακή ποίηση. Διακωμωδεί πρόσωπα και πράγματα. Δεν παραλείπει όμως να καυτηριάσει αυτά με τρόπο διασκεδαστικό.

Η πεθερά
Ανάθεμα την πεθεράν κι ας λέγν’ άτεν καλέσαν,
 ο κόσμος όλεν έλλαξεν κι ατέ εν γουζοτέσα.
Άμον ξέντσαν κι αλλόξενον η άχαρος τερεί σε,
 ούμπαν και αν ευρίεσαι, κατ’ λέει και τυραννίει σε!
Πλύν’τς, μαειρεύ’ς, σπογγίεις, ’κι λέει εκανέθεν, πουλόπο μ’,
 εμπαίν’ κι εβγαίν’ και μουρμουρίζ’, θέλ’ να εβγάλ’ το ψόπο μ’.
 Με τον άντρα σ’ αν κολατσεύ’ς, αντρόπιστον κουΐζ’ σε,
 με τα συγκόρτσια σ’ κατ’ αν λες, εξώπορτον τσαΐζ’σε.
Άμον τζιτζέκ’ μαραίνεσαι κι ακόμαν είσαι νέισα!...
Τα τέρτια σ’ κανείνας ’κ’ ακούει, λέγνε, είσαι μικρέσα!...
                                  
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
γουζοτέσα = ανάποδη, ευέξαπτη, αδιανόητη,
αντρόπιστον = αντρόφιλη,
 καλατσεύ’ς = μιλάς (εδώ, μιλάς ιδιαίτερα),
συγκόρτσια - συνομήλικες, φιλενάδες,
εξώπορτον - κορίτσι του δρόμου, ξεμυαλισμένο (μτφ.),
τσαΐζ’ = φωνάζει, αποκαλεί,
τζιτζέκ = λουλούδ

Σημείωση: Οι στίχοι εκφράζουν τα παράπονα της νύφης απέναντι στη σκληρή και άδικη πεθερά της.
Οικογένεια σε Πασχαλινό τραπέζι
Φωτο: Λίας Ελευθεριάδου


 Καρδεφόνα
Έ, Φόνα, Φόνα, κόρ’ καρδεφόνα,
μενείς και φέρ’τς με κι απέσ’ ’κι βάλ’τς με,
σην πόρτα σ’ έρθα, παραβραδιάστα,
λαλείς και παίρ’τς με κι απέσ’ ’κι βάλ’τς με.
Απέσ’ κι αν βάλ’τς με, κάθκα ’κι λες με, 
κάθκα κι αν λες με, σκαμνίν ’κι δεις με.
Σκαμνίν κι αν δεις με, τραπέζ’ ’κι θεκ’ς με, 
τραπέζ’ κι αν θεκ’ς με, φαΐν ’κι φέρ’τς με.
Φαΐν κι αν βάλ’τς με, χουλιάρ’ ’κί φέρ’τς με.
Χουλιάρ’ κι αν φέρ’τς με, για φα ’κι λες με.
Για φα κι αν λες με, μένον ’κι λες με, 
μένον κι αν λες με, κρεβάτ’ ’κι στρών’τς με.
Κρεβάτ’ κι αν στρών’τς με, κοιμού ’κι λες με, 
κοιμού κι αν λες με, μανάχον θέκ’ς με.
Έλα, μ’ αφήν’τς με σην μαναχίαν
φίλεμαν επαρ’, φίλεμαν δος με.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Φόνα = φόνισσα,
καρδεφόνα = φόνισσα της καρδιάς,
μενείς = παραγγέλεις,
κάθκα = κάτσε, κάθησε,
θέκ’ς = βάζεις, στρώνεις,
χουλιάρ’ = κουτάλι,
μένον = μείνε,
μαναχίαν = μοναξιά.

Σημείωση: Ο λαϊκός ποιητής καυτηριάζει την συμπεριφορά της κοπέλας, που τον
καλεί στο σπίτι της και τελικά δεν ανταποκρίνεται στον ερωτά του. Τον ταλαιπωρεί και τον εμπαίζει. Τον φιλοξενεί, μα δεν τον συντροφεύει τη νύχτα στο κρεβάτι. 

 Ο στίχος είναι δεκασύλλαβος και το μέτρο ιαμβικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah