Οι πρόγονοι των Ελλήνων του χωριού Οπρέτι προέρχονται από
τα ορυχεία του Αχταλά και Αλαβερδί. Αυτοί, ως γνωστοί μεταλλωρύχοι από την πόλη
Γκιουμισχανέ (Αργυρούπολη), ήρθαν στο Γεωργιανό Βασίλειο με προσωπική πρόσκληση
του βασιλιά Ηρακλή Β'.
Η μεγαλύτερη ομάδα των μεταλλωρύχων ήρθε στη Γεωργία το 1763. Ο βασιλιάς της Γεωργίας Ηρακλής έδωσε στους Έλληνες μάστορες πολλά προνόμια. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι ντόπιοι Αρμένιοι κατάφεραν να πείσουν τον βασιλιά να αγοράσει φθηνά τα χωνευτήρια χαλκού των Ελλήνων. Από τότε άρχισε να χειροτερεύει η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων μαστόρων μεταλλωρύχων.
Οι
Έλληνες μάστορες έγιναν σκλάβοι των αυτοκρατορικών και τοπικών αρχών. Τα
αφεντικά έπαιρναν στη δουλειά τους Αρμενίους, τους Τάταρους του Μπορτσαλό και
τους Πέρσες από το Ιράν. Οι Έλληνες αναγκαστικά εγκατέλειψαν τα ορυχεία και
εγκαταστάθηκαν στα άγρια βουνά της περιοχής Μπορτσαλό.
Η υπόθεση ξεκίνησε το 1839 και τελείωσε το 1841, οπότε και εγκαινίασαν την εκκλησία αφιερώνοντας την στο Μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο. Από την έκθεση του πρωθιερέα Βασίλη Ανδριάνοβ, πρώτου υπεύθυνου των ελληνικών εκκλησιών της περιοχής Τσάλκας, προς τις τοπικές αρχές γνωρίζουμε ότι στις 31 Μαΐου του 1841 ιερέας στο χωριό Οπρέτι διορίστηκε ο Χαρίτων Σπυριδόνοφ.
Οι επισκέπτες του χωριού Οπρέτι σκέφτονταν την κατασκευή νέας ελληνικής εκκλησίας και υποστήριζαν τις πρωτοβουλίες των νεαρών, που ήθελαν να πάρουν εκκλησιαστική μόρφωση. Ο πρώτος Έλληνας, που πέρασε στην ιερατική σχολή της Τιφλίδας, ήταν ο Αναστάσιος Τερζίογλου, κάτοικος του Οπρέτι. Η οικογένεια αυτού καταγότανε από το χωριό Αβλιάνι της περιοχής της Τραπεζούντας.
Επειδή ήταν γιός ιερέα, ο Αναστάσιος στα χρόνια των σπουδών στην ιερατική σχολή πήρε το επώνυμο Παπαδόπουλος. Μετά τον Χαρίτωνα Σπυριδόνοβ ιερέας της εκκλησίας του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Οπρέτι διορίστηκε ο Α. Παπαδόπουλος. Ήταν πολύ πρόθυμος και μορφωμένος άνθρωπος. Μετά τις λειτουργίες στην εκκλησία ο Αναστάσιος άλλαζε τα ρούχα του και μαζί με τους συγχωριανούς του έλυνε τα προβλήματα τους.
Η μεγαλύτερη ομάδα των μεταλλωρύχων ήρθε στη Γεωργία το 1763. Ο βασιλιάς της Γεωργίας Ηρακλής έδωσε στους Έλληνες μάστορες πολλά προνόμια. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι ντόπιοι Αρμένιοι κατάφεραν να πείσουν τον βασιλιά να αγοράσει φθηνά τα χωνευτήρια χαλκού των Ελλήνων. Από τότε άρχισε να χειροτερεύει η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων μαστόρων μεταλλωρύχων.
Οπρέτι |
Για πρώτη φορά το 1816 εμφανίστηκαν εδώ οι Έλληνες. Όμως το
1823 επίσημα γράφτηκαν 20 οικογένειες. Από το 1816 ως το 1829 κράτησε η πορεία
του σχηματισμού του χωριού τους. Μετά από πολλές αναφορές το 1829 οι τοπικές
αρχές αναγνώρισαν το Οπρέτι σαν ένα νέο οικισμό. Το Οπρέτι αναγνωρίστηκε
νομικώς και οι κάτοικοί του γράφτηκαν σαν κρατικοί αγρότες.
Η δύσκολη οικονομική κατάσταση των κατοίκων του χωριού
Οπρέτι δεν τους επέτρεπε να χτίσουν εκκλησία για τις θρησκευτικές ανάγκες
τους. Στο λόφο, κοντά στο χωριό, οι κάτοικοι βρήκαν τα ερείπια μιας παλιάς
γεωργιανής εκκλησίας και αποφάσισαν να την αναστηλώσουν.Η υπόθεση ξεκίνησε το 1839 και τελείωσε το 1841, οπότε και εγκαινίασαν την εκκλησία αφιερώνοντας την στο Μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο. Από την έκθεση του πρωθιερέα Βασίλη Ανδριάνοβ, πρώτου υπεύθυνου των ελληνικών εκκλησιών της περιοχής Τσάλκας, προς τις τοπικές αρχές γνωρίζουμε ότι στις 31 Μαΐου του 1841 ιερέας στο χωριό Οπρέτι διορίστηκε ο Χαρίτων Σπυριδόνοφ.
Άγιος Γεώργιος |
Επειδή ήταν γιός ιερέα, ο Αναστάσιος στα χρόνια των σπουδών στην ιερατική σχολή πήρε το επώνυμο Παπαδόπουλος. Μετά τον Χαρίτωνα Σπυριδόνοβ ιερέας της εκκλησίας του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Οπρέτι διορίστηκε ο Α. Παπαδόπουλος. Ήταν πολύ πρόθυμος και μορφωμένος άνθρωπος. Μετά τις λειτουργίες στην εκκλησία ο Αναστάσιος άλλαζε τα ρούχα του και μαζί με τους συγχωριανούς του έλυνε τα προβλήματα τους.
Ο πληθυσμός του χωριού Οπρέτι αυξανόταν, επειδή έρχονταν οι
μετανάστες από το Αχταλά, Αλαβέρδι και από την περιοχή της Τραπεζούντας. Τα
ντοκουμέντα των αρχείων μας πληροφορούν για την καταγωγή των κατοίκων του χωριού
Οπρέτι.
Σε ένα έγγραφο αναφέρεται: «Το 1854 ιερέας της ελληνικής εκκλησίας του Οπρέτι διορίστηκε ο Νικόλαος Παπαδόπουλος προερχόμενος από την περιοχή της Τραπεζούντας. Ο Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1822 στο χωριό Αβλιανί της περιοχής Τραπεζούντας. Ο παππούς του Δημήτριος και ο πατέρας του Λάζαρος ήταν ιερείς σε διάφορα ελληνικά χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας.
Σε ένα έγγραφο αναφέρεται: «Το 1854 ιερέας της ελληνικής εκκλησίας του Οπρέτι διορίστηκε ο Νικόλαος Παπαδόπουλος προερχόμενος από την περιοχή της Τραπεζούντας. Ο Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1822 στο χωριό Αβλιανί της περιοχής Τραπεζούντας. Ο παππούς του Δημήτριος και ο πατέρας του Λάζαρος ήταν ιερείς σε διάφορα ελληνικά χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας.
Οι Έλληνες του Οπρέτι στην κάτω περιοχή του χωριού έχτισαν
νέα εκκλησία και ξέρουμε ότι το 1854 εκεί διορίστηκε ιερέας ο Νικόλαος Παπαδόπουλος.
Την εκκλησία αυτή την αφιέρωσαν στην Παναγία Μαρία. Ανάμεσα στους κατοίκους του Οπρέτι ήταν πολλοί μορφωμένοι,
αλλά εδώ θα αναφέρουμε τη δραστηριότητα του Σολομώντα Παπαδόπουλου. Αυτός
γεννήθηκε στις 5 Μαΐου του 1860 στο χωριό Αβλιάνα της περιοχής της
Τραπεζούντας, από τη φτωχή οικογένεια του ιερέα Σπυρίδωνα. Όμως έμελλε να
παίξει σημαντικό διαφωτιστικό ρόλο στη ζωή του ελληνικού πληθυσμού του
Καυκάσου. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κυριαρχούσαν η βαρβαρότητα και η
αυθαιρεσία των φεουδαρχών, που κατέστρεφαν τα χριστιανικά χωριά. Οι Έλληνες
πωλούνταν σαν σκλάβοι ή κρύβονταν στα βουνά, σε δάση και σε σπηλιές. Μερικοί
αναγκαστικά εξισλαμίζονταν. Οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν πάντα βαρβαρικές
μεθόδους.
Στην ελληνική οικογένεια επικρατούσαν οι πατριαρχικές συνθήκες, όπως τώρα στα καλύτερα ελληνικά χωριά: ο σεβασμός προς τους μεγάλους, η χριστιανική ευσέβεια, η αρχαία απλότητα, οι στενές σχέσεις των μελών της οικογένειας. Τα ελληνικά σχολεία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δε βρίσκονταν σε καλή μοίρα, γιατί δεν τα έβλεπαν με καλό μάτι οι Οθωμανοί. Τα μαθήματα γίνονταν σε ένα αγροτικό σπίτι χωρίς φως. Οι δάσκαλοι ήταν σχολαστικοί, μορφωμένοι και τα παιδιά εκπαιδεύονταν με τη βέργα. Αυτή η περίοδος στην ιστορία του ελληνικού σχολείου στην Ανατολή είναι γνωστή με το όνομα «Καϊνά σχολεία».
Στην ελληνική οικογένεια επικρατούσαν οι πατριαρχικές συνθήκες, όπως τώρα στα καλύτερα ελληνικά χωριά: ο σεβασμός προς τους μεγάλους, η χριστιανική ευσέβεια, η αρχαία απλότητα, οι στενές σχέσεις των μελών της οικογένειας. Τα ελληνικά σχολεία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δε βρίσκονταν σε καλή μοίρα, γιατί δεν τα έβλεπαν με καλό μάτι οι Οθωμανοί. Τα μαθήματα γίνονταν σε ένα αγροτικό σπίτι χωρίς φως. Οι δάσκαλοι ήταν σχολαστικοί, μορφωμένοι και τα παιδιά εκπαιδεύονταν με τη βέργα. Αυτή η περίοδος στην ιστορία του ελληνικού σχολείου στην Ανατολή είναι γνωστή με το όνομα «Καϊνά σχολεία».
Η εκκλησία της Παναγίας χτίστηκε με έξοδα του ντόπιου
κατοίκου Νικολάου Χασίροβ. Μέσα στην εκκλησία έβαλαν τρείς κολόνες, στις οποίες
στερέωναν τις εικόνες της Παναγίας με το Χριστό, του Αγίου Λαζάρου και του
Εσταυρωμένου Χριστού. Τις εικόνες αυτές, που ήταν πάνω σε ύφασμα, έφεραν οι
Έλληνες από την Τραπεζούντα και τις φύλαγαν σ’ αυτήν την εκκλησία ως το 1948,
οπότε μαζί με άλλες εικόνες χάθηκαν για πάντα.
Το 1867 στο χωριό Οπρέτι μετανάστευσε η οικογένεια του
Τερζάογλου από την περιοχή της Τραπεζούντας. Αυτή ήταν οι συγγενείς του ιερέα
Νικολάου Παπαδόπουλου. Στον κατάλογο των οικογενειών αυτή η οικογένεια
γράφτηκε ως Παπαδοπούλου Σπυρίδωνα. Μετά την μετανάστευση ο Σπυρίδωνας
διορίστηκε ιερέας στην τοπική εκκλησία και ο γιός του Σολομώνας στάλθηκε σε
ρωσικό σχολείο, στην περιοχή Μπέλι Κλιούτς (Άγκ Μπουλάχ), όπου έμαθε τα ρωσικά.
Μετά από ένα χρόνο ο πατέρας του τον πήρε πίσω και τον δίδασκε στο σπίτι. Ο
εννιάχρονος Σολομώνας πέρασε στη σχολή των ευελπίδων στο Μπέλι Κλιούτς. Το
1874 γράφτηκε στη δεύτερη τάξη της ιερατικής σχολής της Τιφλίδας, την οποία
τελείωσε το 1877.
Οπρέτι |
Μετά τη σχολή ο Σολομώνας διορίστηκε ιερέας στο χωριό του
και σκεφτόταν συνεχώς την κοσμική μόρφωση. Κάποτε κρυφά πήρε από τον πατέρα του
10 ρούβλια και πήγε στην πόλη Γκόρι, έδωσε εξετάσεις και έγινε φοιτητής. Όμως η
φτώχεια τον ανάγκασε να επιστρέφει πίσω στο σπίτι του. Μετά πέρασε στο
σεμινάριο των Μπέλι Κλιούτς.
Διευθυντής του σεμιναρίου ήταν ο Έλληνας Διβάρης.
Από τις 13 Νοεμβρίου του 1880 ο Σολομώνας δουλεύει στο σχολείο του Μπέλι Κλιούτς
για 7 χρόνια. Αυτά τα χρόνια ήρθε σε στενή επαφή με τους φοιτητές του
δασκαλικού σεμιναρίου της Τιφλίδας. Ακούστηκε ότι ήθελαν να τον στείλουν για
σπουδές στην Τραπεζούντα, αλλά για άγνωστους λόγους αυτό δεν έγινε.
Την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1884 ο Σολομώνας μετατέθηκε στο Αχαλκαλάκι σαν επιτηρητής του σχολείου, όπου έμεινε ως το 1888. Αυτό το έτος μετακόμισε στο Μαγγλίσι και άρχισε να διδάσκει στο δίχρονο σχολείο. Στις 15 Αυγούστου του 1893 μετατέθηκε στο σχολείο του Μπέλι Κλιούτς. Από τότε άρχισε να μαζεύει τους μαθητές από την περιοχή της Τσάλκας για το σχολείο του Μαγκλίσι. (Το 30 τοις εκατό των μαθητών, περίπου 25 άτομα, ήταν Έλληνες). Επί 13 χρόνια διεύθυνε το σχολείο. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα το σχολείο αυτό τελείωσαν 113 σπουδαστές και απ’ αυτούς: 50 Ρώσοι, 51 Έλληνες, 2 Αρμένιοι, 6 Γερμανοί, 1 Εβραίος, 1 Τάταρος, 1 Λεζγκίνος.
Την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1884 ο Σολομώνας μετατέθηκε στο Αχαλκαλάκι σαν επιτηρητής του σχολείου, όπου έμεινε ως το 1888. Αυτό το έτος μετακόμισε στο Μαγγλίσι και άρχισε να διδάσκει στο δίχρονο σχολείο. Στις 15 Αυγούστου του 1893 μετατέθηκε στο σχολείο του Μπέλι Κλιούτς. Από τότε άρχισε να μαζεύει τους μαθητές από την περιοχή της Τσάλκας για το σχολείο του Μαγκλίσι. (Το 30 τοις εκατό των μαθητών, περίπου 25 άτομα, ήταν Έλληνες). Επί 13 χρόνια διεύθυνε το σχολείο. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα το σχολείο αυτό τελείωσαν 113 σπουδαστές και απ’ αυτούς: 50 Ρώσοι, 51 Έλληνες, 2 Αρμένιοι, 6 Γερμανοί, 1 Εβραίος, 1 Τάταρος, 1 Λεζγκίνος.
Όσον αφορά τον πατέρα του Σολομώνα, αυτός, όπως και
εκατοντάδες κάτοικοι της περιοχής Τσάλκας, στα 1880 ετοιμάστηκε να μεταναστεύσει
στην περιοχή του Κάρς. Δεν έφυγε όμως. Στις 28 Αυγούστου του 1887 μαζί με την
οικογένειά του γύρισε πίσω στο χωριό του και συνέχιζε να υπηρετεί την
εκκλησία. Ο Σολομώνας προπαγάνδιζε στη νεολαία της περιοχής Τσάλκας, ώστε οι
νέοι να κατανοήσουν τη σοβαρότητα των σπουδών σε σχολεία και σεμινάρια της
Γεωργίας και της Τπερκαυκασίας. Με την υποστήριξή του ένας κάτοικος του Οπρέτι,
ο Ιωακείμ Κιλιμκάροβ, το 1902 τελείωσε το δασκαλικό σεμινάριο της
Τπερκαυκασίας. Το ίδιο έτος γράφτηκε στο γυμνάσιο της Τιφλίδας.
Σωκράτης Αγγελίδης
Διδάκτορας της Ιστορίας-Ανατολικολόγος
Σωκράτης Αγγελίδης
Διδάκτορας της Ιστορίας-Ανατολικολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου