Φυσικά, δεν ήταν η πρώτη φορά, κατά την
οποίαν η Ελλάδα αντιμετώπιζε «προσφυγικόν ζήτημα». Προτού ακόμη σταθεροποιηθεί η Μεγάλη Εξέγερση του 1821 και πριν καλά-καλά
οργανωθεί έστω ένας υποτυπώδης κρατικός μηχανισμός, η μικρή τότε ελεύθερη
ελληνική γωνιά, ανάμεσα στις επείγουσες ανάγκες του Αγώνα, τις εσωτερικές ανωμαλίες και τις αγωνιώδεις
προσπάθειες να κρατηθεί η ελεύθερη γωνιά αυτή
σαν βάση της Επαναστάσεως, το νεοσχηματισμένο κράτος αντιμετώπισε, κοντά στα άλλα προβλήματα και το «προσφυγικόν».
Καταστροφή των Ψαρών (Πίνακας λαϊκού ζωγράφου) |
Η πρώτη μέριμνα για τους πρόσφυγες εκδηλώθηκε κατά το 1824,
όταν με τη καταστροφή των Ψαρών προσέφυγαν στο ελεύθερο ελληνικό έδαφος περισσότεροι από
τριακόσιοι Ψαριανοί - πού διασώθηκαν από τις τρομερές σφαγές, που ο εθνικός μας ποιητής τις έδωσε μ’ έναν άξιο και μεγαλόπρεπο
τρόπο:
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πούχαν μείνει στην έρημη γη
περπατώντας η δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πούχαν μείνει στην έρημη γη
Τους Ψαριανούς αυτούς που απόμειναν από τη μεγάλη σφαγή (καμένη γη) τους εγκατάστησε η ελληνική Διοίκηση (κυβέρνηση)
διαδοχικά στη Μονεμβασιά και ύστερα από την
απελευθέρωση της Εύβοιας, κοντά στην αρχαία Ερέτρεια (Νέα Ψαρρά).
Η άλλη μέριμνα εκδηλώθηκε για
τους πρόσφυγες της Κρήτης, που κατά την Επανάσταση του 1821, στην οποία
συμμετείχαν, συντρίφθηκαν και υπολείμματά τους
κατέφευγαν στην ελεύθερη περιοχή της Ελλάδος και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα
1831 στον Αδάμαντα της Μήλου, στον Τολό της Αργολίδας και στη Μεθώνη.
Παράλληλα, άλλες σειρές
προσφύγων από τη Χίο, τη Σμύρνη και ύστερα από την επανάσταση της Κρήτης του 1866-69, από την Κρήτη, βρήκαν στην ελεύθερη Ελλάδα
στοργή και περίθαλψη. Το μεγαλύτερο μέρος των Κρητών προσφύγων επέστρεψε στην
Κρήτη, μετά τη λήξη της επανάστασης.
Εάν, για τους ολιγάριθμους σχετικά πρόσφυγες που κατέφυγαν στην τότε Ελλάδα δεν χρειάσθηκαν παρά στοιχειώδη μέτρα περιθάλψεως, μια και η οικονομική κατάσταση της τότε Ελλάδος δεν έδινε μεγαλύτερες δυνατότητες, για τους πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα στα 1906, εξαιτίας των βουλγαρικών διωγμών, των οποίων προσφύγων ο αριθμός ήταν περίπου 33.000, το ελληνικό κράτος αναγκάσθηκε να καταβάλει συστηματική προσπάθεια αποκαταστάσεώς τους, δαπανώντας για τον σκοπό αυτόν το ποσό των 15.000.000 δρχ. της εποχής εκείνης, που συγκεντρώθηκε από τα δυο μικρά εσωτερικά δάνεια - των 10.000.000 του 1907 και των 5.000.000 του 1909 - και χρησιμοποιήθηκε για την αγορά μερικών μεγάλων κτημάτων-τσιφλικιών, όπως του Στεφάνοβικ και άλλων.
Εάν, για τους ολιγάριθμους σχετικά πρόσφυγες που κατέφυγαν στην τότε Ελλάδα δεν χρειάσθηκαν παρά στοιχειώδη μέτρα περιθάλψεως, μια και η οικονομική κατάσταση της τότε Ελλάδος δεν έδινε μεγαλύτερες δυνατότητες, για τους πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα στα 1906, εξαιτίας των βουλγαρικών διωγμών, των οποίων προσφύγων ο αριθμός ήταν περίπου 33.000, το ελληνικό κράτος αναγκάσθηκε να καταβάλει συστηματική προσπάθεια αποκαταστάσεώς τους, δαπανώντας για τον σκοπό αυτόν το ποσό των 15.000.000 δρχ. της εποχής εκείνης, που συγκεντρώθηκε από τα δυο μικρά εσωτερικά δάνεια - των 10.000.000 του 1907 και των 5.000.000 του 1909 - και χρησιμοποιήθηκε για την αγορά μερικών μεγάλων κτημάτων-τσιφλικιών, όπως του Στεφάνοβικ και άλλων.
Αλλά, το κακό δεν σταμάτησε
εκεί, δυστυχώς. Οι συνεχείς ατυχίες και αντίξοες καταστάσεις συνόδευαν την
Ελλάδα. Οι πόλεμοι που επακολούθησαν, οι απηνείς διωγμοί, που κατά καιρούς
αντιμετώπιζαν οι υπόδουλοι Έλληνες,
προκαλούμενες από διεθνείς σκευωρίες και συνωμοσίες, εξανάγκαζαν τους Έλληνες να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταφεύγουν,
αγωνιώντας, στην ελεύθερη πατρίδα.
Έτσι, από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου (1914) άρχισε να δημιουργείται ένα ρεύμα φυγής προς την Ελλάδα, το οποίο έγινε ορμητικό, εξαιτίας των τουρκικών διωγμών, των βουλγαρικών διώξεων και της Οκτωβριανής Επαναστάσεως του 1917. Το σύνολο εκείνων που ήλθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες, πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή, ανήλθε, κατά τα στοιχεία της Απογραφής του 1928, σε 152.000 άτομα.
Ορφανά του 1922 |
Έτσι, από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου (1914) άρχισε να δημιουργείται ένα ρεύμα φυγής προς την Ελλάδα, το οποίο έγινε ορμητικό, εξαιτίας των τουρκικών διωγμών, των βουλγαρικών διώξεων και της Οκτωβριανής Επαναστάσεως του 1917. Το σύνολο εκείνων που ήλθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες, πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή, ανήλθε, κατά τα στοιχεία της Απογραφής του 1928, σε 152.000 άτομα.
Κατά τον I. Αγγέλη όμως ο
αριθμός αυτός ανέρχεται σε 500.000, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται ασφαλώς και
εκείνοι που ήλθαν από τη Βουλγαρία και από άλλα μέρη στις αρχές του αιώνα μας.
Για να αντιμετωπισθούν οι
ανάγκες περιθάλψεως, στεγάσεως και αποκαταστάσεως των προσφύγων αυτών, το
ελληνικό κράτος, μας πληροφορεί ο Αγγέλης, δαπάνησε το ποσό των 310.000.000
δρχ. της εποχής εκείνης. Για την αγροτική αποκατάσταση, κυρίως εκείνων που
ήλθαν από τη Βουλγαρία, το κράτος ενίσχυσε την προσπάθεια αγοράς μεγάλων
κτημάτων-τσιφλικιών (όπως προείπαμε) εκτάσεως
1.058.700 στρεμμάτων, στα οποία εγκαταστάθηκαν 2.600 οικογένειες από την
Ανατολική Ρωμυλία και 4.500 οικογένειες ντόπιων ακτημόνων (κολλήγων), με τη σύσταση, στα 1908 του «Θεσσαλικού
Ταμείου».
Όμως αυτές οι δραματικές μετακινήσεις και περιπέτειες των ελληνικών πληθυσμών, δεν είναι δυνατό να συγκριθούν και σε όγκο και σε τραγικότητα με την εφιαλτική πλημμυρίδα, που άρχισε ορμητική και αφάνταστος το τέταρτο τρίμηνο του 1922, για να καταφύγει στις ακτές της Ελλάδος και να αρχίζει να κοπάζει μόλις κατά το 1928, χωρίς όμως να σταματήσει, έστω και με χαμηλό ρυθμό, ιδίως από τη Σοβιετική Ένωση.
Γιώργος Ν. Λαμψίδης
Όμως αυτές οι δραματικές μετακινήσεις και περιπέτειες των ελληνικών πληθυσμών, δεν είναι δυνατό να συγκριθούν και σε όγκο και σε τραγικότητα με την εφιαλτική πλημμυρίδα, που άρχισε ορμητική και αφάνταστος το τέταρτο τρίμηνο του 1922, για να καταφύγει στις ακτές της Ελλάδος και να αρχίζει να κοπάζει μόλις κατά το 1928, χωρίς όμως να σταματήσει, έστω και με χαμηλό ρυθμό, ιδίως από τη Σοβιετική Ένωση.
Γιώργος Ν. Λαμψίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου