Το μοιραίο και εξαιρετικά οδυνηρό για τον Ελληνισμό 1922
έκλεισε, κατά τον πιο δραματικό τρόπο, μια
περίοδο της πολυκύμαντης ελληνικής Ιστορίας και ταυτόχρονα άνοιξε μια άλλη, εντελώς διαφορετική.
Η εθνική αυτή συμφορά δεν επέφερε μόνο μια ριζική - κατά κάποιο τρόπο - ανατοποθέτηση πολιτικής,
καθεστώτων, αξιών και προσώπων, αλλά, επιπλέον
έβαλε το ορόσημο μιας αξιομνημόνευτης περιόδου,
την απαρχή της οικονομικής απογειώσεως της χώρας από τη σχεδόν νωθρή πορεία
της, με τα παραπαίοντα βήματά της, προς την κατεύθυνση μιας εξελισσόμενης αναπτύξεως.
Το ευπαθές πια οικονομικό υπόβαθρο της αποδυναμωμένης
εντελώς Οικονομίας της χώρας - όπως είδαμε - συγκλονίστηκε από τον τρομερό
σεισμό της ανήκουστης συμφοράς. Στον ελλαδικό πληθυσμό των πέντε εκατομμυρίων
της εποχής εκείνης - σύμφωνα με την Απογραφή του 1920 - προστέθηκαν περίπου
ενάμιση εκατομμύριο πεινασμένα, ρακένδυτα και με εμφανή τρόμο άτομα, που
κατόρθωσαν να αποβιβασθούν στις ακτές της ελευθερίας, ζητώντας στέγη και τροφή.
Πρόσφυγες μικρασιατικής καταστροφής |
Αν σ' αυτή τη φοβερή εικόνα προσθέσει κανείς την πολιτική
αναστάτωση, τη Επανάσταση του στρατού, τα εξημμένα μίση, την εκμηδένιση σχεδόν
της στρατιωτικής δύναμης της χώρας, τις καθημερινές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες
των απολυθέντων στρατιωτών, που ανέρχονταν περίπου σε 150.000, για να
τακτοποιηθούν και να επανεύρουν την εργασία και την εξασφάλιση ζωής, τις
απαιτήσεις των συγγενών των φονευθέντων, αιχμαλωτισθέντων και αγνοημένων, την
έλλειψη στέγης και εργασίας και γενικά, την σχεδόν αποδιοργάνωση του κρατικού
μηχανισμού, θα μπορέσει να αντιληφθεί το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό
χάος, στο οποίο βρέθηκε η χώρα μας κατά το τέλος του 1922 και τις αρχές του 1923.
«Ουδέποτε η Ελλάς - θα γράψει ο Γ. Κοφινάς - από της
ανεξαρτησίας της, είχεν ευρεθή εις την από πάσης απόψεως κρίσιμον θέσιν εις ην
περιήλθε μετά την Μικρασιατικήν καταστροφήν του 1922. Ιδιαίτερα το οικονομικόν πρόβλημα ηγείρετο απειλητικώς και ματαίως η Επανάστασις του 1922 ανεζήτει
υπουργόν των Οικονομικών. Από του Αυγούστου 1922 μέχρι της 16 Δεκεμβρίου του
1922, είχον διαδοχικώς αλλάξει επτά υπουργοί των Οικονομικών (Ε. Λαδόπουλος,
Αθ. Ευταξίας, Γ. Εμπειρiκoς, Αλ. Διομήδης, Σωτ. Κροκιδάς, Αντ. Πρέκας, Γ.
Σίδερις). Προϋπολογισμός της χρήσεως 1922-1923 δεν είχε συνταχθή, βραδέως ψηφισθέντος κατ' Ιούλιον 1923 υπό της Γ' Συνελεύσεως. Μέτρα αυξήσεως της φορολογίας του καπνού, της τιμής των ειδών των μονοπωλίων και της μεταλλικής δραχμής, του τελωνειακού τέλους και τίνα άλλα ήσαν εντελώς ανεπαρκή προς αντιμετώπισιν της τραγικής εκ της εθνικής συμφοράς προκυψάσης καταστάσεως. Τα ταμεία ήσαν κενά, ενώ επιτακτικοί προέβαλον αι ανάγκαι της ανασυγκροτήσεως και του εφοδιασμού του στρατού και του στόλου, της μεταφοράς και περιθάλψεως των συρρεόντων προσφύγων και του κληροδοτηθέντος όγκου απαιτητών υποχρεώσεων. Το κατ' Οκτώβριον 1922, υπό του επί βραχύ διατελέσαντος υπουργού των Οικονομικών Αλ Διομήδη, γενόμενον δάνειον 600 εκατομμυρίων, δι' αντιστοίχου εκδόσεως τραπεζογραμματίων της Εθνικής Τραπέζης ταχέως εξηντλήθη ενώ κατ ακολουθίαν της εκδόσεως ταύτης το επί Λονδίνου συνάλλαγμα, κατά Νοέμβριον 1922 είχεν αποτόμως ανέλθη μέχρι δρχ. 410...».
Αλλά, πέρα από τις επείγουσες ανάγκες του κράτους την εποχή
αυτή, πρωταρχική θέση είχε η αποκατάσταση των προσφύγων αγροτικά και σε
συνέχεια στα μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα.
Μέσα σ' αυτές τις απερίγραπτες δυσκολίες και τις πιεστικές
ανάγκες, το «προσφυγικόν πρόβλημα», όπως καθιερώθηκε να λέγεται, ήταν το άμεσο
πρόβλημα για το κράτος. Αυτή η πολιτική, που προσπαθούσε να καλύψει τις
αιματωμένες πληγές ενός δυστυχισμένου πληθυσμού, προκάλεσε βαθμιαία δυσφορία σ
ένα μέρος του ελλαδικού λαού, που υποδαυλίζονταν από τον αντιπολιτευόμενο την
Επανάσταση Πλαστήρα και τον Βενιζέλο Τύπο, στοιχεία που αντιτίθονταν στις
πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις και αλλαγές, τις οποίες προσπαθούσαν να
αποτρέψουν με κάθε μέσο. Η μερίδα αυτή του λαού - υποκινούμενη - πίστευε ότι
εξαιτίας των προσφύγων η χώρα είναι πλέον μια «αιμάσσουοα πληγή» και η
οικονομική και δημοσιονομική της ύπαρξη διακυβεύεται από τους «επίλυδες» για
τους οποίους διατίθενται... τα πάντα.
Προσφυγόπουλο |
Ευτυχώς, η άποψη αυτή αποδείχθηκε από τα πράγματα και από
την αντικειμενική εξέταση της εξελίξεως που πραγματοποιήθηκε, ότι ήταν εντελώς
αβάσιμη. Στηριζόταν στις πρώτες εντυπώσεις και στις πολιτικές προκαταλήψεις,
τις οποίες εκμεταλλεύονταν ο αντιβενιζελισμός και ο Τύπος του.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι τα προβλήματα τα οποία έπρεπε με
επείγοντα μέτρα να επιλύσει η Επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα, με μια διαλυμένη
Οικονομία και με μια χώρα, που δεν είχε καμιά υποδομή υποδοχής τόσου μεγάλου
αριθμού προσφύγων - υλικά μέσα, ειδικές κρατικές υπηρεσίες, στεγαστικά κέντρα
και στεγαστικό υλικό κλπ κλπ - δημιουργούσαν, στον με λίγη ψυχραιμία παρατηρητή,
αληθινή απόγνωση και φυσικά, καμιά φορά και μίσος για τους «τουρκομερίτες».
Παρά τη δυσκολία στην αντιμετώπιση του ζοφερού αυτού
προβλήματος, το ελληνικό κράτος δεν έχασε την ορθή του κατεύθυνση. Κάτω από
μεμψιμοιρίες και με απρόθυμο σχεδόν τον κρατικό μηχανισμό, στο μεγάλο του
μέρος, κατόρθωσε, με σύντονα μέτρα, όσα του επέτρεπαν οι συνθήκες της εποχής,
και με υλικά μέσα, που με μεγάλη δυσκολία τα διέθετε, προσπάθησε αμέσως να
απαλύνει τη δυστυχία των προσφύγων, που συνεχώς αποβιβάζονταν στα λιμάνια της
χώρας. Και όπως ήταν επόμενο, η στέγαση και η συντήρηση των θλιβερών
υπολειμμάτων του άλλοτε ακμαίου Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και ύστερα της
Ανατολικής Θράκης, που στοιβάζονταν σε εκκλησίες, σχολεία, θέατρα που
επιτάχθηκαν, σε πρόχειρα παραπήγματα, σε σκηνές, σε αχυρώνες, σε στάβλους,
ήταν το προέχον τη στιγμή εκείνη και πολύ σωστά διείδε την οξύτητα του προβλήματος το κλονισμένο για
μια στιγμή ελληνικό κράτος.
Θα έβγαινε από τα πλαίσια του έργου αυτού, αν επιμέναμε για
πολύ στην περιγραφή της εφιαλτικής εκείνης εποχής για το Έθνος μας,
αναγράφοντας λεπτομερώς τις άθλιες συνθήκες στεγάσεως, επισιτισμού και
εποικισμού και τις δυσκολίες που συνάντησε το κράτος και τη δυστυχία, που πλανιόταν
στους τόπους της προσφυγικής στεγάσεως και ζωής Πάντως, σήμερα, όταν πλέον τα
γεγονότα και οι διαφορές, εξαιτίας του χρόνου που διέρρευσε, έπαψαν πια να έχουν
την οξύτητα της τότε εποχής, πρέπει να υπογραμμίσουμε με θαυμασμό την αξιόλογη
ενεργητικότητα αυτού του μικρού λαού, και της σχεδόν κατερειπωμένης χώρας μας
και το ειλικρινές και αδιάλειπτο ενδιαφέρον του κράτους, που σχεδόν δεν είχε
τίποτα στα χέρια του, ξεκινώντας από το μηδέν.
Δεν μπορεί να βεβαιώσει αυτός που χαράζει τις γραμμές
αυτές, αν άλλος λαός, ή άλλο κράτος, κάτω από παρόμοιες φοβερές συνθήκες, τις
οποίες έζησε η Ελλάδα την εποχή εκείνη, θα τολμούσε να αντιμετωπίσει τόσα
δύσκολα και τόσα πολύπλοκα προβλήματα, όπως ήταν η αποκατάσταση περίπου ενάμιση
εκατομμυρίου ανθρώπων, που δεν είχαν τίποτα και ζητούσαν τα πάντα για μια απλή
ζωή, χωρίς εφιάλτες.
Γιώργος Ν. Λαμψίδης
Γιώργος Ν. Λαμψίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου