Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Από την Τσιμερά του Πόντου στην Ελλάδα. ΜΕΡΟΣ 1ο

Karl Jung
Ο Karl Jung, μαθητής τον Freud και ιδρυτής της Αναλυτικής Ψυχολο­γίας; στην «Ψυχολογία του Ασυνείδητου» εισάγει την έννοια του ομαδι­κού ασυνείδητου.
Πέρα από το ατομικό ασυνείδητο, που σχηματίζεται και οργανώνεται κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο άνθρωπος κληρονομεί και το ομαδικό ασυνείδητο: «Προγονικές καταστάσεις με παγκόσμια ισχύ, που αποτελούν τμήμα των μυστηρίων της γενικής ιστορίας του πνεύματος και δεν ανήκουν στις προσωπικές αναμνήσεις» συνθέτουν το ασυνείδητο αυτό. Οι προγονικές αυτές παραστάσεις, οι αρχέτυποι σύμφωνα με την ορολο­γία του Jung, έχουν την έδρα τους στα μύχια του ασυνείδητου και εκτεί­νονται από τις πιο πρωτόγονες δοξασίες ως τις υψηλότερες ηθικές, πνευ­ματικές ή άλλες αξίες.
Ο συντάκτης αυτών των γραμμών αναζητώντας επί μακρόν απαντή­σεις στα ερωτήματα που αναφέρονται στον αλησμόνητο Πόντο, στο «πώς γίνεται και λατρεύουμε αυτό που δεν είδαμε, πώς γίνεται και νοσταλ­γούμε αυτό που δεν ζήσαμε», εισάγει την παρεμφερή με το ομαδικό ασυ­νείδητο έννοια τον προσφυγικού ασυνείδητου, βρίσκοντας λυτρωτικές απαντήσεις, τουλάχιστον για τα ανωτέρω ερωτήματα.
Το προσφυγικό ασυνείδητο κληροδοτήθηκε στις μετά τη Γενοκτονία και τον Ξεριζωμό γενιές κατά μυστηριακό και μυσταγωγικό τρόπο. Κατά τον ίδιο τρόπο, ενσυνείδητα όμως, οι γενιές αυτές έγιναν κοινωνοί των «αχράντων μυστηρίων» της αλησμόνητης και λατρευτής Πατρίδας των προγόνων. Με διαδικασίες πολύχρονες και ψυχικές διεργασίες πολυσύνθετες συντελέστηκε η μεταλαμπάδευση της συλλογικής μνήμης, η μετάβα­ση από το ασυνείδητο στο συνειδητό. Καταλυτικό και καθοριστικό ρόλο για τη γεωγράφηση και τον ορισμό της «Πατρίδας» διαδραμάτισαν τα άφθαρτα υλικά που ο καθένας διαφύλαξε από παιδί βαθιά μες στην ψυχή του. Πολύτιμα πετράδια που συγκρότησαν το μωσαϊκό της εθνικής μας μνήμης και συνείδησης. Από πού να αρχίσει κανείς;
-Από τη θλίψη και τη μελαγχολία στο βλέμμα του παππού και της γιαγιάς; Από τους αναστεναγμούς που έβγαζαν από τα τρίσβαθα της ψυχής τους όταν ακροθιγώς αναφέρονταν στην «Πατρίδα»; Από το χρώμα των ρούχων τους που πάντα ήταν μαύρο;
-Από τα δάκρυα στα μάτια του ορφανού, από μάνα, πατέρα, καθώς παραμονές Χριστουγέννων τραγουδούσε από καρδίας το «έρθαν τα Χριστούγεννα κι όλια τα γιορτάς μανίτσα μ’»;
-Από το άκουσμα των μακρόσυρτων λυπητερών καϊτέδων και της ποντιακής διαλέκτου;
-Από το σφίξιμο των χεριών στους παλικαρίσιους κυκλικούς ποντιακούς χορούς, ιεροτελεστία όρκου κι ομνύσματος, μεταλαμπάδευσης και προστασίας της συλλογικής μνήμης;
-Από τη ρατσιστική, πολλές φορές, συμπεριφορά των συνελλήνων και τις προσαγορεύσεις τους (αούτοι, μοατσίρ' (!) τουρκόσποροι), που επέτεινε το αίσθημα της «διαφορετικότητας»;
-Από την ευλαβική παρακολούθηση των ελάχιστων ποντιακών θεατρικών παραστάσεων και των ραδιοφωνικών εκπομπών του Στάθη Ευσταθιάδη στον «Ενόπλων»;
-Από τη συμμετοχή σε χορευτικά συγκροτήματα και νεολαιίστικους ποντιακούς συλλόγους;

Χειρόγραφος χάρτης της Τσιμεράς, έργο του Β. Βασιλειάδη.

Κι εκεί, γύρω στην εφηβεία, είναι που η ψυχή διψάει όλο και πιο πολύ, θέλει να μάθει τα πάντα για την Πατρίδα. Μια μυστική δύναμη σε σπρώχνει να μελετήσεις την Ποντιακή Εστία, το Αρχείον Πόντου, τις εκδόσεις των αδελφών Κυριακίδη. Τότε αρχίζει η μύηση, η μαγεία. Το παίρνεις απόφαση, θα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη σου. Ο ίμερος ακατανίκητος. Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες δεν τους φοβάσαι, τους αγνοείς, δεν υπάρχουν για σένα. Το φθάσιμον «Εκεί» είναι ο προορισμός σου, αλλά δε βιάζεις το ταξίδι σου καθόλου.
 Περπατάς στους δρόμους της Τραπεζούντας νιώθοντας ξεκάθαρα πως τα βήματα σου πατούν σε στέρεο έδαφος, σε γνώριμο τόπο, σε ίχνη που εσύ άφησες στο παρελθόν. Περιπλανιέσαι στους δρόμους της, δε νοιάζεσαι να βάλεις σημάδια μη και χαθείς. Όλα εδώ είναι γνωστά, οικεία, γνώριμα. Όχι γιατί τα διάβασες εκατοντάδες φορές στα βιβλία, όχι. Είναι γιατί έτσι αισθάνεσαι. «Χάνεσαι» μόνο στις αναμνήσεις του παρελθόντος ή του μέλλοντος, αδιάφορο. Αφήνεσαι ολοκληρωτικά στο όνειρο. Μυσταγωγία και μέθεξη και κοινωνία με το αναβάπτισμα στα νερά της Μαύρης Θάλασσας.
Όμως στη θύμησή σου κάθε τόσο ξεπροβάλλει, θλιμμένη κι αδικαίωτη, η ιερή οπτασία των ξεριζωμένων προγόνων. Κι ας μετέφερες στο κοιμητήρι τους και εναπόθεσες ευλαβικά χώμα από το γενέθλιο τόπο, για να απαλύνεις τον αβάσταχτο πόνο της αιώνιας προσφυγιάς τους.
Όσους γεννήθηκαν εδώ τους ξεγελάσαν τ' άστρα
 της θάλασσας η μυρωδιά, των βράχων οι γκρεμοί
 κι οι αδικαίωτοι πόθοι τους στα ερειπωμένα κάστρα
 αλαφροΐσκιωτα παιδιά γεννούν κάθε πρωί.
Το πήγαιν’ έλα στους «Αγίους Τόπους» της ύπαρξής σου αδιάκοπο. Ψηλαφείς κάθε σπιθαμή της πατρώας γης, γεύεσαι αχόρταγα τις γεύσεις της, οσμίζεσαι τις ευωδιές της, και το χώμα της, ανακατεμένο με τα δάκρυά σου, γίνεται λάσπη να την αλειφτείς σα γιατρικό και βάλσαμο στον πόνο της αιώνιας προσφυγιάς σου.
Εκατοντάδες και οι τόμοι των βιβλίων για την Πατρίδα που διαβάζεις. Οι γνώσεις σου για το θέμα αυτό πολλές. Δίνεις ικανοποιητικές απαντήσεις σε βασανιστικά ερωτήματα. Εκείνο που σου φαίνεται δυσνόητο είναι το γιατί οι παππούδες και οι γιαγιάδες, σχεδόν όλοι οι παππούδες και οι γιαγιάδες, ενώ καθημερινά είχαν στη σκέψη και στα χείλη τη λέξη «Πατρίδα» -τόσο πολύ που στη σκέψη των εγγονών τους φάνταζε σαν κάτι μυθικό, υπερκόσμιο μα και ανεξήγητο, αφού στο σχολείο μάθαιναν για πατρίδα τους ό,τι περιλάμβανε ο ελλαδικός χώρος την εποχή εκείνη-κρατούσαν το στόμα τους ερμητικά κλειστό για τα γεγονότα του Ξεριζωμού.
Ακατάληπτη η επιλεκτική αυτή λειτουργία της μνήμης τους, που ανέσυρε μόνον ευχάριστες καταστάσεις και γεγονότα, που έβαζε στα χείλη τους, σαν όμορφο τραγούδι, μια λέξη διαρκώς «Πατρίδα»!
Πού να καταλάβεις ότι η Ιστορία γράφεται οριζόντια. Πως παραθέτει έναν αριθμό 353.000, μια λέξη από δίπλα, νεκροί, και πάει ξεμπέρδεψε. Πού να φανταστείς, από την ασφάλεια που σου παρέχει η χρονική απόσταση, τι πόνο, τι θλίψη, τι δυστυχία προκάλεσε ξεχωριστά ο κάθε ένας από αυτούς τους θανάτους!!!
Τότε είναι που αρχίζεις να καταλαβαίνεις την κραυγαλέα τους σιωπή. Πώς να μιλήσουν και τι να πουν;
Για τις μυριάδες των ηρώων και μαρτύρων που από σπαθί και από φωτιά και από αρρώστια και από εξαθλίωση και από αγχόνη και από σταύρωση και από ανασκολοπισμό και από ατίμωση και από ακρωτηριασμό, στα παράλια και στα μεσόγεια, στα βουνά και στις σπηλιές και στις τρύπες της γης και στη θάλασσα του αλησμόνητου Πόντου βρήκαν τραγικό τέλος, νεκροί χωρίς τάφο;
Η γι αυτούς που άφησαν την τελευταία τους πνοή στις καραντίνες του Αγίου Στεφάνου και της Σελιμιέ, στα λοιμοκαθαρτήρια του Αη-Στράτη και της Μακρονήσου, στα αντίσκηνα του Καράπουρουν (2).
Γι' αυτούς που πέθαναν πάνω στα πλοία και ρίχτηκαν στη θάλασσα, τροφή στα ψάρια; Ή γι’ αυτούς που πέθαναν τα πρώτα δύσκολα χρόνια της εγκατάστασης στην Ελλάδα;
Γι’ αυτούς που σκόρπισαν στους πέντε ανέμους του Καυκάσου παίρνοντας το δρόμο προς τη Ρωσία ή γι’ αυτούς που είναι χαμένοι σαν τους πεθαμένους;
Για τη μητέρα, τον πατέρα, τα αθώα παιδιά, τα αδέλφια, τους συγγενείς, τους συγχωριανούς, τον άντρα ή τη γυναίκα, που έτον δίψυχος (3) κι οι Τούρκ’μέ τα μαχαίρια έκοψαν την κοιλίαν ατ’ς και τη μωρί τα χέρια;
Για τη χαμένη τιμή κι αξιοπρέπεια; Για την απολεσθείσα Πατρίδα; Γι’ αυτά που είδαν τα μάτια τους, που άκουσαν τα αυτιά τους; Γι’αυτά που έπαθαν;
Αμέτρητα τα σημάδια στο σώμα και την ψυχή. Αφάνταστος ο σωματικός πόνος, άφατος ο πόνος της ψυχής τους.
Θεέ μου, τόση φρίκη και τόσο πόνο πώς τα άντεξαν! Πώς δεν τρελάθηκαν, δε σάλεψε ο νους τους; Ανθρώπινο μυαλό δεν χωράει το τι πάθανε!
Κι όμως, δε λύγισαν. Σκούπισαν βιαστικά με την ανάστροφη του χεριού τους τα δάκρυα που κυλούσαν στα σκαμμένα από τον πόνο πρόσωπά τους, ανασήκωσαν τα μανίκια και ρίχτηκαν με πάθος στη δουλειά. Πού πολυτέλειες για ψυχικές ασθένειες και νοσήματα. Δεν υπήρχε καιρός για άλλα δάκρυα, δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Τα παιδιά που σώθηκαν έπρεπε να ζήσουν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης, κατά κύριο λόγο, ήταν αυτό που τους έκανε να αντέξουν τον πρώτο καιρό. Αδάμαστη κι ακατάβλητη η ψυχή τους δεν το βάζει κάτω. Δεν παραδέχεται καμία ήττα. Γιατί η ήττα δεν αποτελεί εξωτερικό γεγονός. Αποτελεί, κατ’ εξοχήν, εσωτερικό ψυχικό γεγονός. Και δεν υπάρχει όταν δεν γίνεται αποδεκτή από την ψυχή.
Ο περίφημος λυράρης της Τσιμεράς ,
ο Αλέξης ο Τσίναλης
Κι έγινε η απόγνωσή τους ελπίδα κι απαντοχή, ο πόνος και το δάκρυ τους παρηγοριά και προσμονή, η πίκρα τους δύναμη και κουράγιο, το μοιρολόι τους μακρόσυρτο λυπητερό τραγούδι. Τα ξεριζωμένα βλαστάρια του Ποντιακού Ελληνισμού ρίζωσαν βαθιά στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα και βλάστησαν θαλερά στα χώματά της.
Όμως τα τραγικά γεγονότα που βίωσαν, εκτυλίχθηκαν πάρα πολύ γρήγορα. Η ταχύτητα εναλλαγής των ήταν τόσο μεγάλη, που δεν έδωσε τη δυνατότητα στην ξεριζωμένη γενιά να ολοκληρώσει αυτό που ονομάζεται διεργασία πένθους. Παρόλα αυτά κατόρθωσε να αποδεχτεί την πραγματικότητα της απώλειας -απωθώντας την στο χώρο του ασυνείδητου- και να αποσπαστεί από τον οδυνηρό κλονισμό που υπέστη. Ανακαλώντας το σε πολλές περιπτώσεις, βίωνε το παρελθόν της, ενσωματώνοντάς το αρμονικά στο παρόν. Γιατί η ομάδα που κυριαρχείται από την ανάμνηση, χωρίς να μπορεί να την τιθασεύσει, καταδικάζεται στην αδιέξοδη θλίψη, αν όχι στην τρέλα, και χρειάζεται αρωγή. Αν δεν κατορθώσει να αποσπαστεί από τη βασανιστική μνημόνευση του παρελθόντος, που όσο οδυνηρότερο είναι τόσο δυσκολότερα ξεχνιέται ή όσοι στους κόλπους της ομάδας την παροτρύνουν να ζήσει έτσι, είναι το λιγότερο άξιοι συμπάθειας. Λυτή τη φορά, το παρελθόν χρησιμεύει ώστε να απωθηθεί το παρόν, απώθηση που δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη από την προηγούμενη. Βέβαια όλοι έχουν το δικαίωμα να ανακτήσουν το παρελθόν τους, αλλά δεν συντρέχει κανένας λόγος να στηθεί καμιά λατρεία της μνήμης για τη μνήμη. Η ιεροποίηση της μνήμης είναι ένας άλλος τρόπος για να καταστεί στείρα.
Οι απόγονοι των ξεριζωμένων Ελλήνων του Πόντου ζούμε στο παρόν με κατεύθυνση το μέλλον, όποιο κι αν είναι αυτό, όποιο κι αν δημιουργήσουμε. Το παρελθόν δεν μπορούμε να το αναδημιουργήσουμε, αλλά μπορούμε και οφείλουμε να το θυμόμαστε. Όμως η μνήμη αυτή του παρελθόντος είναι που δίνει νόημα, συνοχή και περιεχόμενο στη ζωή, στην ύπαρξή μας. Γιατί η μνήμη δεν είναι μόνο ο χρονικογράφος των περασμένων βιωμάτων μας, αλλά και ο προσωπικός μας χρόνος όπου αγκυροβολούν οι εμπειρίες μας.
Εκεί αγκυροβόλησε και ο βαθύς και μεγάλος πόνος της ύπαρξής μας, κι ας πέρασαν ογδόντα τόσα χρόνια από τη στιγμή εκείνη που η Ιστορία επιφύλαξε τραγική και άδικη μοίρα για τους προγόνους μας. Μας κληροδότησαν τον βαθύ και μεγάλο τους πόνο, χωρίς να το ξέρουν, χωρίς να το θέλουν. Δεν ήθελαν να υποφέρουμε όπως αυτοί. Έφτασε μια και μόνη τους θλιμμένη ματιά, ένα φευγαλέο τους δάκρυ, ένας μακρόσυρτος αναστεναγμός, ένα «κρυμμένο αχ», για να κενώσουν και να ενσταλάξουν βαθιά μες στην ψυχή μας τον πόνο της προσφυγιάς. Έτσι έπρεπε να γίνει, για να μπορέσουν να αντέξουν οι ώμοι τους, να μη τσοκεύ'νε, από το δυσβάσταχτο βάρος.
Για όλα αυτά, αλλά και για πολλά άλλα, ανείπωτα και άφατα, καταθέτουμε ευλαβικά, ως κοιμητήρι στη θύμηση των αθώων νεκρών μας, και τον δικό μας έρανο στην προσπάθεια έρευνας, καταγραφής και διάσωσης της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού.
Πάμπολλα είναι τα βιβλία και τα κείμενα σχετικά με την ιστορία και τον πολιτισμό των Ελλήνων του Πόντου, που είδαν το φως της δημοσιότητας, τόσο στον Πόντο αλλά και στον ελλαδικό χώρο, κυρίως μετά την Έξοδο και μέχρι τις μέρες μας. Δεκάδες από αυτά αναφέρονται σε μικρότερες περιοχές, ακόμα και σε ιδιαίτερες πατρίδες, σε χωριά του Πόντου.
Στην πλειάδα αυτών των συγγραμμάτων ελάχιστες σελίδες, μετρημένες στα δάχτυλα των χεριών, είναι αφιερωμένες στα χωριά της Μούζενας, παρ’ ότι στην περιοχή της Χαλδίας -όπου ανήκει και η Μούζενα- γεννήθηκαν και «έδρασαν» ως δάσκαλοι οι πολυγραφότατοι Γεώργιος Θ Κανδηλάπτης και Παντελής Ηλ. Μελανοφρύδης.

Η Μούζενα η Μούζενα τ’ αναθεματισμένον
από Θεού κατάραν έχ’ νά εν’πάντα κλαμένον.



Εισαγωγή από το βιβλιο: "ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΣΙΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ"
εκδοσεις: Αδελφών Κυριακίδη 2007

Στάθης Ταξίδης











Ο Στάθης Ταξίδης γεννήθηκε το 1959 στους Πύργους Πτολεμαΐδας από γονείς που έλκουν την καταγωγή τους από τον Πόντο.
Σπούδασε Τεχνολογία Τροφίμων στα Τ.Ε.Ι., Παιδαγωγικές Επιστήμες, Δημόσιες Σχέσεις και Δημοσιογραφία, ενώ μετεκπαιδεύτηκε επί διετία και στο Διδασκαλείο του Α.Π.Θ.
Ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στον ποντιακό χώρο ως πρόεδρος της Ένωσης Ποντιακής Νεολαίας Ελλάδας, ως Ειδικός Γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων, ως μέλος του Δ.Σ. της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης και ως μέλος των σωματείων Παναγία Σουμελά και Φάρος Ποντίων. Ήταν επίσης επί μία πενταετία αρχισυντάκτης της εφημερίδας το «ΒΗΜΑ» που εξέδιδε κατά μήνα η Ε.Λ. Θεσσαλονίκης.
Διετέλεσε Σύμβουλος του υπουργού Μακεδονίας-Θράκης και του υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Μαγκριώτη για θέματα Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ελλήνων. Επισκέφτηκε πολλές φορές τον αλησμόνητο Πόντο και τις χώρες της πρ. Ε.Σ.Σ.Δ. για τη συλλογή αρχειακού υλικού. Προσκαλεσμένος από ποντιακούς συλλόγους πραγματοποίησε διαλέξεις και εκθέσεις της φωτογραφικής του συλλογής για τον Πόντο σε χώρες της Ευρώπης και στην Αυστραλία, ενώ συμμετείχε και στο θεατρικό τμήμα του Φάρου Ποντίων.
Συνέγραψε το λεύκωμα «ΠΟΝΤΟΣ, πατρίς πεφιλημένη» και επιμελήθηκε την έκδοση foglio 24 παλαιών καρτ-ποστάλ από τον Πόντο.
Τιμήθηκε από το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, από το σύλλογο νεο-προσφύγων «ο Εύξεινος Πόντος» και από την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ».


Λεξιλόγιο
1. μοατσίρ' =πρόσφυγας
2.Καραπουρουν=Καλαμαριά
3.δίψυχος=με δυο ψυχές, έγκυος



             
    




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah