Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Ημερολόγιο της Δράσης των Ελλήνων Ανταρτών της Σαντάς. Ιούλιος 1923

2. Από το Κιμισλή πήραμε οκτώ φορτία τρόφιμα διάφορα και δύο πιστόλια και μερικά άλλα πράγματα.

3. 0 Αλή Οσμάν με τρείς πήγε εις την Χάρουξαν.
Την νύκτα διακρίναμε φωτιές εις το Τακούτ και καταλάβαμε ότι είναι διαβάτες.
Πηλείδης Γεώργιος του Θεοδώρου
απο των Ζουρνατσιάντων
(1891-14/4/1972)

4. Πριν ξημερώση ανέβημεν εις το Κιμισλή, όπου αφήσαμε δύο με τα κιάλια να φυλάγουν τον δρόμον και οι άλλοι περάσαμε από το Κιμισλή άνωθεν στα Παλαικάλυβα και καθίσαμε περιμένοντες να δοθή το σύνθημα.
Προ μεσημβρίας είδαμε τους δύο να έρχωνται τρεχάτοι προς εμάς και μας είπαν ότι έρχονται πολλοί Τούρκοι ωπλισμένοι και μη και πολλά άλογα μαζί τους. Εστήσαμε καλώς την ενέδραν και περιμέναμε, ότε βλέπομεν εις το βουνό Κιμισλή εις δύο τρία σημεία να φαίνωνται ωπλισμένοι.
Εκεί είχαν τον φόβον, διότι συχνά εκεί φυλάγαμε τον δρόμον. Και επειδή δεν βρήκαν κανένα, οι ωπλισμένοι έμειναν εκεί, τους οποίους διεκρίναμε από τα ρούχα· ήσαν ζανταρμάδες έξι και οι άλλοι μαζί με τα άλογα και μερικοί ένοπλοι κατέβησαν εις το Κιμισλή και παρά τα ερειπωμένα κτίρια κατέβασαν τα φορτία των ζώων και τα άφησαν προς βοσκή. Και μερικοί ένοπλοι έμειναν με τους ζανταρμάδες απάνω στο βουνό.
Ακριβώς επί μίαν ώραν κάθισαν εκεί, βόσκοντες τα άλογά τους. Ημείς καθηλώθημεν στις θέσεις μας και ούτε μπορούσαμε να κουνηθούμε, διότι η παραμικρή κίνησις θα επρόδιδε την παρουσίαν μας. Τέλος μετά μίαν ώραν ακούσαμε να σφυρίζουν από το βουνό και αυτοί αμέσως άρχισαν να φορτώνουν τα ζώα. Εν τω μεταξύ κατέβηκαν και οι άλλοι ένοπλοι και έμειναν εκεί μόνον οι έξι ζανταρμάδες, διότι από εκεί και πέρα δεν υπωψιάζοντο την παρουσίαν μας. Μετά το φόρτωμα τρεις ωπλισμένοι ήρχοντο εμπρός εις μικράν απόστασιν από τα ζώα και όλοι οι άλλοι ακολουθούσαν και όλοι έπεσαν στην ενέδραν μηδενός εξαιρουμένου.
Μόλις η εμπροσθοφυλακή τους έφθασε εις ωρισμένον σημείον, τους φωνάξαμε να αφήσουν τα όπλα και να παραδοθούν, διότι είναι κυκλωμένοι παντού και θα σκοτωθούν αν δεν παραδοθούν. Πού όμως να γνώριζαν τας πράξεις των και τι τους περίμενε, όταν θα βλέπαμε ποίοι είναι. Χωρίς να σκεφθούν αμέσως, άρχισαν να πυροβολούν, οπότε έπεσαν απάνω στον δρόμον, όπου είχαν σχηματίσει τα νερά της βροχής ένα μικρό χανδάκι. 
Μόλις άκουσαν πυροβολισμούς από διάφορα σημεία οι άοπλοι, άφησαν τα ζώα και άρχισαν να φεύγουν, αλλά όπου έτρεχαν τους γυρίζαμε πίσω μη θέλοντες να τους σκοτώσωμε. Έτσι ζώα και άοπλοι και λίγοι με όπλα εμαζεύθησαν εις το μέσον, ενώ οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν εκατέρωθεν. 
Από το βουνό ακούσαντες οι ζανταρμάδες άρχισαν να φωνάζουν και να πυροβολούν, αλλά μόλις τους ρίξαμε, μερικοί γύρισαν πίσω στας θέσεις των και παρακολουθούσαν μακρόθεν, ενώ επί δέκα λεπτά εξακολουθούσε ο πυροβολισμός δίχως διακοπήν. Από δέκα και πλέον μέρη είχε τρυπηθή το πασλούκι εκείνου που ήτο εμπρός και όστις ήτο και αρχηγός των. Ένας από αυτούς, φοβηθείς πλέον να σταθή στο χανδάκι αυτό, σηκώνεται και τρέχει προς το πλήθος, αλλά δεν πρόλαβε και πέφτει απάνω στον δρόμον σκοτωμένος. Οι άλλοι δύο έμειναν εκεί και δεν εφαίνοντο και ήτο δύσκολον να χτυπηθούν εκεί. 
Τότε ο I. Κουρτίδης, όστις εφύλαγε λίγο κάτωθεν και ως εκ της θέσεώς του δεν έβλεπε τι γινόταν, σηκώνεται και πλησιάζει σιγά σιγά, οπότε διακρίνει τη υποδείξει του Ευκλείδη το μέρος τους· πυροβολών λοιπόν εκ των πλαγίων εσκότωσε τον ένα, ο δε άλλος επέταξε αμέσως το όπλον του και παρεδόθη. Οι άλλοι έμειναν μεταξύ των ζώων και των αόπλων. Όταν κατέβημεν κοντά στον σκοτωμένον, όστις ακόμη ψυχορραγούσε και κρατούσε το μάουζερ πιστόλι στα χέρια του είδαμε και αναγνωρίσαμεν τον Χατίπ Μεχμέτ από το Ξυφτέρ της Ούζης και όστις έκανε πολλά κακουργήματα κατά των Ελλήνων και δη των Σανταίων. Αυτός ήτο που εσκότωσε την θείαν μας Κυριακήν Κουρτίδου εις αυτό το ίδιο μέρος την 9ην Μαΐου του 1918 και μετά δύο ώρας εις το Σιργανλή τον Χρήστον Πιστοφίδην κάμνοντας και άλλα πολλά. 
Θόδωρος Κουρτίδης.
Ανηψιός του καπετάν Ευκλείδη

Οι άλλοι ιδόντες τούτο αμέσως παρεδόθησαν και φωνάζοντες ένα από αυτούς έφεραν όλα τα όπλα τους και κατόπιν ήλθαν όλοι κοντά μας. Αναγνωρίσαμε και τον αδελφόν του Χατίπ Μεχμέτ και τρεις άλλους δύο αδελφούς και έναν εξάδελφό τους εκ Καλάρκας, Τουλκάρογλου λεγομένους  και αυτοί δεν υστερούσαν του Χατίπ εις κακουργήματα και λεηλασίας· αυτοί είχαν σκοτώσει και τον Αρμένιον Απκάρ εις το Απιόν και πολλούς Έλληνας εξ Ούζης. Ο δε πρώτος σκοτωθείς ήτο εκείνος που σκότωσε τον παπάν της Ούζης και έναν άλλον γέρον.
Αφού τους πήραμε διάφορα φορτία και πράγματα, αφήσαμε τους άλλους και κρατήσαμε τους τρεις Τουλκάρογλου και τον αδελφόν του Χατίπ, τους οποίους εκτελέσαμε επί τόπου κοντά στους άλλους σκοτωμένους και παραλαβόντες τα φορτία φύγαμε προς τα χωριά, ενώ οι ζανταρμάδες παρακολούθησαν όλην την σκηνή μη τολμώντες να πλησιάσουν.
Από τον καιρόν που βγήκαμε στα ανταρτικά, αυτόν τον κυνηγούσαμε και δεν έτυχε πουθενά να τον συναντήσωμε και σήμερον τυχαίως και μη ξέροντας, ο Θεός τον έφερε μπροστά μας. Έτσι εμακαρίζαμε την στιγμήν εκείνην που έγινε η τρικυμία και δεν μπορέσαμε να φύγωμε. Όπως λέγει η παροιμία: «Κάθε εμπόδιον σε καλό».

7.  Ήλθεν ο Χαράλ. Αγγελίδης από την Χάρουξαν και είπεν ότι τη συνεργασία του Ιμάμ εκυνήγησαν να σκοτώσουν τον εισπράκτορα Αλή εφέντην, όστις είχε αρκετά λεφτά μαζί του, αλλά δεν κατωρθώθη η σύλληψίς του· πήγε εις το χωρίον Ζύφωνα ώστε εκείθεν να φύγη διά το παρχάρι του. Επήγαν όμως οι άλλοι να κόψουν τον δρόμον του μήπως και τον επιτύχουν.

9. Εγύρισαν μη ευρόντες αυτόν, διότι αμέσως έφυγε. Εις το Καρά κοτύλ πήραν κάμποσο βούτυρον, τυρί και δύο γίδια.

16. Εστείλαμε τρεις εις το Ισχάν, βράδυ, και ενώ περνούσαν από το σπίτι του Πεσίρ ογλού, άγνωστοι τους φώναζαν ποίοι είναι και αυτοί πυροβολούν αμέσως και φεύγουν πίσω, αλλά τώρα θα περνούσαν και από άλλο σπίτι και ασφαλώς θα ήκουσαν τον πυροβολισμόν. Πλησιάσαντες στο σπίτι αυτό του Ζεϊπέκ, πάλιν τους εφώναξαν να σταθούν, αλλά αυτοί πυροβολούν πάλιν και διαφεύγουν.

18. Ήλθε ο Αλής και είπε ότι προ τινων ημερών ήλθε στρατός στο χωριό και τσετέδες μαζί· επίσης ότι τα παιδιά προχθές έπεσαν στα φυλάκιά τους και ότι εσκότωσαν ένα δεκανέα εις το σπίτι του Πεσίρ ογλού.
0 Αλής σήμερα δεν είναι διόλου καλά και από την φυσιογνωμίαν του καταλάβαμε ότι κάτι σπουδαίον συμβαίνει και τον ερωτούμε διά την αιτίαν. Διά πρώτην φοράν ο άνθρωπος αυτός έχασε το ψυχικόν του θάρρος και μας είπε: «Παιδιά αυτήν την φοράν εγώ τουλάχιστον δεν γλιτώνω και ασφαλώς θα με κρεμάσουν. Θα είμαι όμως ικανοποιημένος, έστω και πεθαμένος, αν εσείς γλιτώσητε και πάτε στα σπίτια σας. Αν όμως σκοτωθήτε ή συλληφθήτε, τότες κι εμένα πήρατε στο λαιμό σας. Διότι όλοι οι Τούρκοι θα πουν ότι, αφού η κυβέρνησις και όλη η Τουρκιά τους κυνηγούσε, ο Αλής βρέθηκε έξυπνος να τους υποστήριξή και θα με βρίζουν. 
Ενώ, αν γλιτώσετε, θα βρεθή και κάποιος Τούρκος να πη “μπράβο στον Αλήν, έκανε την θέλησίν του, διότι μόνος αυτός κατώρθωσε να υπεράσπιση τους Σανταίους και εγλίτωσαν”. Αυτό μόνον, έλεγε, με αρκεί. Διότι είμαι γέρων και ούτως ή άλλως δεν θα εζούσα και πολύ». Εις παρατήρησίν μας, γιατί τόσον φοβήθηκε την κατάστασιν, μας είπε ότι και άλλοτε συνελήφθη, αλλά δικαιολογήθηκε εις τον νομάρχην, λέγων: «πώς είναι δυνατόν να έχω σχέσεις μαζί τους, αφού αυτοί εις Ζουρνατσιάντων εσκότωσαν την θυγατέρα μου με τον υιόν της; Είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν, βέη μου, να σκοτώση κανείς το παιδί σου και εσύ να τον έχης φίλον; Είναι καθαρά συκοφαντία, διότι πολλοί στο χωριό δεν με χωνεύουν. Μάλιστα, πριν σκοτώσουν την κόρην μου, ήλθαν στο σπίτι μου και ζήτησαν ψωμί και τους έδωσα, διότι δεν ήτο δυνατόν να αρνηθώ, αφού θα μου έκαιγαν το σπίτι. Άλλωστε όχι μόνον σ’ εμένα αλλά σ’ όλο το χωριό γυρνούσαν».
Ιδών ο βαλής την δικαίαν απολογίαν του, τον απέλυσε. Αλλά είπε «αυτήν την φοράν διαφέρει, διότι η χήρα γυναίκα του αδελφού μου που την έφερα μαζί και πήραμε καβουρμάδες και άλλα πράγματα ωμολόγησε στους αξιωματικούς την αλήθειαν και είναι αδύνατον να αρνηθώ. Και τώρα που με βλέπετε κοντά σας ήλθον διά κατασκοπίαν. Κατώρθωσα να καταπείσω τους αξιωματικούς να μου δώσουν τριήμερον προθεσμίαν, να έλθω να ανακαλύψω το λημέρι σας και να τους οδηγήσω να σας συλλάβουν. Το έκανα αυτό, διά να μπορώ να σας ίδω διά μια φορά ακόμη και να συνεννοηθούμε, αν θα κατορθώσωμε να γλιτώσωμε. Και πώς; Έχω την γνώμην απόψε ή αύριον να φύγετε από εδώ να πάτε μακριά κατά την Μάτσκαν και να κάνετε ένα μεγάλο επεισόδιον με φόνους. Εγώ αύριον, διότι έχω καιρόν ακόμη, θα παρουσιασθώ και θα τους πω ότι βρήκα μεν τα λημέρια τους, αλλά οι ίδιοι δεν ήσαν εκεί. Έτσι θα με δικαιολογήση το επεισόδιον που θα κάνετε, αυτούς δε θα φέρω εδώ και θα τους δείξω το λημέρι σας. Ίσως δι’ αυτού του τρόπου, τον οποίον δεν πιστεύω κατά βάθος να γλιτώσω. Το σπίτι μου το εληλάτησαν και δεν άφησαν τίποτε, τα πήραν όλα.
Ένοπλοι Σανταίοι 1905

 Τη μικρή μου κόρη έκαψαν διά πυρακτωμένου σιδήρου στο χέρι να ομολογήση, αλλά εστάθη αδύνατον καθώς και ο δεκαετής υιός μου Χασάν δεν υπέκυψε. Η δε μεγάλη κόρη μου έφυγε προς το δάσος και δεν μπόρεσαν να την συλλάβουν και δεν ξέρω πού βρίσκεται τώρα. Ένα μόνον σας τονίζω, διά να μη με βρίζετε κατόπιν. Να ξέρετε ότι παντού ευρίσκεται στρατός, και στα πιο απόκεντρα μέρη και μονοπάτια, να έχετε τον νουν σας, διά να μην πάθετε κακόν και λέτε ότι ο Αλής έγινε αιτία». Αν και τον ξέραμε καλά τον άνθρωπον, εθαυμάσαμεν την αξίαν του και τας σκέψεις του. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να ανθέξη σ’ αυτά που έπαθε ο Αλής.
Μας είπε επίσης ότι ο Χελίμ Κιουλόγλου συνέλαβε εις το Ταντουρλούκ επτά Έλληνας φυγοστράτους και φέρων αυτούς εις το Σαζλούκ, άνωθεν της Σάντας, τους ετουφέκισε· μας το είπε, διά να εκδικηθούμε.

19. Το μεσημέρι αποχαιρετίσας ο Αλής και με δάκρυα στα μάτια του έφυγε λέγων: «Και τώρα θα γίνω προδότης σας. Πάτε και ο Θεός μαζί σας». Κι εμείς αμέσως φύγαμε, διά να εκτελέσωμε την παραγγελίαν του. Ήτο ομίχλη πυκνή και ως εκ τούτου δεν υπήρχε φόβος να μας βλέπουν. Από το παρχάρι Κωφού κατέβημεν εις το Κουζού κιολιν και εκείθεν εις το Παλαικάλυβον. Επειδή όμως η ομίχλη αραίωνε, καθίσαμε μέσα σ’ ένα χαντάκι και περιμέναμε να μας σκεπάση πάλιν η ομίχλη. 
Μετά δέκα λεφτά βλέπομεν κάτω εις τον δρόμον δύο μουλάρια και τρεις στρατιώτας να πηγαίνουν διά την Σάντα. Αυτοί ιδόντες τα ίχνη μας εγύρισαν και κοίταζαν προς εμάς. Και επειδή ο Αλή Οσμάν την στιγμήν εκείνην έκανε το ναμάζι του, εστέκετο όρθιος και τον είδαν και αμέσως είδαμε ότι γύρισαν πίσω τρέχοντες. Καταλάβαμε αμέσως ότι θα έχουν και άλλους συντρόφους και πάνε να τους ειδοποιήσουν, οπότε δεν χάνομε καιρόν, τρέχομε προς το βουνό, να ανεβούμε απάνω, διά να βρούμε σωτηρίαν πίσω από το βουνό προς το ποτάμι της Γαλίανας, διότι εκεί που ήμεθα ήτο σκέτο λιβάδι και ανοιχτόν το μέρος και ακατάλληλον προς άμυναν. 
Πριν φθάσωμε στο ύψωμα και ακριβώς ολίγα μέτρα κάτω από την τοποθεσίαν που σκοτώσαμε τον Χατίπ Μεχμέτ, έφυγε εντελώς η ομίχλη και εξετέθημεν σε ανοικτόν μέρος. Καθίσαμε όλοι μέσα σε μίαν χαράδραν και περιμέναμε. Μετά από λίγα λεπτά έρχεται άλλο κομμάτι ομίχλης και δεν χάνομε καιρόν· σκορπισθήκαμε και από διάφορα σημεία τρέχαμε, διά να φθάσωμε στον δρόμον, όπου θα βρίσκαμε σωτηρίαν.
Αλλά δεν προχωρήσαμε πολύ και μία ομοβροντία ηκούσθη από τον διπλανό μας και όπισθεν λόφον. Οι σφαίρες σαν μελίσσια εβούιζαν από τα αυτιά μας και χτυπούσαν στο έδαφος μπροστά μας· ήτο πεπρωμένον λέγαμε να πέσωμε στο ίδιο μέρος με τον Χατίπ. Δεν ευρίσκετο πουθενά μέρος να κρύψης το κεφάλι σου. Επί τόσα χρόνια, για πρώτη φορά φεύγαμε κατ’ αυτόν τον τρόπον. Και σκεπτόμασταν τα λόγια του Αλή.
Ύστερα από πολύν καιρόν σκεφθήκαμε να πυροβολήσωμε κι εμείς, έστω φεύγοντες, πράγμα το οποίον μας έσωσε ασφαλώς, διότι, μόλις άκουσαν και αυτοί πυροβολισμούς, κρύφθηκαν στα προχώματα και αραίωσαν λίγο· εν τω μεταξύ οι πιο νέοι και σβέλτοι έπιασαν μερικές θέσεις και επυροβολούσαν, ότε οι στρατιώται κρύφθηκαν καλά και βρήκαμε ευκαιρίαν και σωθήκαμε όλοι δίχως να πάθη κανείς τίποτε.
 Ήτο θαύμα πως γλιτώσαμε από εκεί σώοι. Κάποια αόρατος δύναμις μας επροστάτευσε, δεν ήτο δυνατόν ύστερα από τέτοιο μπατιρτί να βγούμε δίχως να μείνη κανείς θύμα. Και φθάσαμε στις πέτρες «ο Γέρων και γραία», όπου ήμασταν εκεί ασφαλείς και ξεκινήσαμε και φθάσαμε εις το παρχάρι Σπενταμόν έναντι της μονής Σουμελά και εμείναμεν. Αλλά το σχέδιόν μας μετά του Αλή εν μέρει εματαιώθη.

20. Το πρωί περάσαμε το ποτάμι προς το μέρος της μονής και εμείναμεν όλην την ημέραν εκεί μέσα στο δάσος και μεσάνυχτα φύγαμε.

21. Πρωί εφθάσαμε εις την Καφούραν, όπου και εμείναμε και βράδυ φύγαμε.

22. Ώσπου να έλθη το πρωί φθάσαμε εις το ποτάμι Κουστουλάντων, κάτω από το Σεσλί Καγιάν και εμείναμε μέχρι το βράδυ εκεί και, μόλις νύχτωσε, ξεκινήσαμε. Κατ’ αυτάς βαδίζομε όλο νύκτα, διότι, έχοντες υπ’ όψιν τους λόγους του Αλή ότι παντού βρίσκεται στρατός, βαδίζομε με προσοχήν μεγάλην, διά να μη πέσωμεν εις ενέδραν.
«Το πεπρωμένον όμως φυγείν αδύνατον». Διότι απόψε, χωρίς να ξέρω-μεν διεφύγαμε μεγάλον κίνδυνον, από τον οποίον ίσως πολύ λίγοι να γλίτωναν, δίχως να φαντασθούμε ότι στο μέρος αυτό υπήρχε έστω και ο ελάχιστος φόβος. Αυτό το μάθαμε κατόπιν από ένα χρόνον τυχαίως εντός της φυλακής Τραπεζούντος και το οποίον θα παραθέσωμεν εδώ, διά να έχωμεν συνέχειαν των γεγονότων.
Ξεκινώντας από το ποτάμι Κουστουλάντων είχαμε σχέδιον να κατεβούμε κάτω εις τους Γεμουράδες στα περίχωρα Τραπεζούντας, διότι εκεί δεν είχαν υποψίαν καθόλου ότι μπορεί να μείνωμεν. Από ένα μονοπάτι και ανά δύο εφθάσαμε εις τον τακτικόν δρόμον που καταβαίνει από την Σάντα εις την Τραπεζούντα και αρκετά κάτωθεν από το Σεσλί καγιάν εις την τοποθεσίαν ακριβώς Ολάν σιμέν γεκουσί, όπου υπήρχε και ένα ερείπιον χανιού, που απέχει τουλάχιστον τέσσαρες και πλέον ώρας από την Σάντα.
 Εκεί σταματήσαμε δίπλα στον δρόμο και κάτω λίγο από το ερείπιον και συνεννοούμεθα διά τον τρόπον της πορείας μας προς τα κάτω. Δεν γνωρίζαμε ότι στο μέρος αυτό ακριβώς υπάρχει ενέδρα και ότι είναι όλο το μέρος περικυκλωμένον. Δίπλα μας μέσα στο ερείπιο εφύλαγε ένας τσαούσης εκ Μάτσκας και δέκα στρατιώται, οίτινες, μόλις ήλθαμε εκεί, μας αντελήφθησαν και ήσαν έτοιμοι να πυροβολήσουν, οπότε δεν θα γλίτωνε κανείς μας, διότι όλοι είχαμε συγκεντρωθή εις ένα μέρος και σχεδιάζαμε τα της πορείας. Αλλά ο τσαούσης συγκράτησε τους στρατιώτας και δεν πυροβόλησαν και μάλιστα τους φοβέρισε να μην ειπούν εις τους άλλους συντρόφους τους τίποτε, οίτινες ήσαν λίγο άνωθεν αυτών επί της κορυφογραμμής. Αυτοί όμως δεν μπορούσαν να μας ιδούν, διότι είχε πολύ πυκνό σκοτάδι και ευρίσκοντο μέχρι εκατόν πενήντα μέτρα μακριά από εμάς.
Και φύγαμε εκείθεν, δίχως να μας πειράξουν, ενώ εμείς δεν γνωρίζαμε τίποτε.

23. Εφθάσαμε εις το Τσιαγιλή εις την μέζιρεν του Αλή Οσμάν Ζαλούμογλου και το βράδυ τέσσαρες κατέβησαν εις το Μεσοχώρι, στο σπίτι του Αλή Οσμάν, πήραν μερικά τρόφιμα και ήλθαν. Τα μεσάνυχτα φύγαμε και

24. φθάσαμε εις το Τερέ πασίν και άνωθεν του χωρίου, όπου εζούσαν μερικές οικογένειες γνωστές από την Χάρουξαν, διότι το χωριό αυτό ήτο αρμένικο και έμεινε άδειο. Εκεί χτίσαμε μερικές καλύβες μέσα στο δάσος και μείναμε.
Το βράδυ τέσσαρες κατέβησαν στο χωριό, διά να φέρουν τρόφιμα και την επομένην ήλθαν φέροντες ολίγα.

26. Έξι παιδιά, μαζί και ο Αλή Οσμάν, πήγαμε εις την Τσιόσεραν διά τρόφιμα. Εφθάσαμε εκεί και πήγαμε στο σπίτι του Γιακούπ Φαλτσή ογλού, συγγενούς του συντρόφου μας Αλή Οσμάν και όστις εζούσε εδώ.

28. Γυρίσαμε πίσω στο λημέρι προς τα παιδιά. Το βράδυ κατέβη ο Ευκλείδης εις το Τερέ πασίν και έστειλε τον Σαΐτ Τσιουβελέκ ογλού προς τον Τσιολάκ Χασάν να μας στείλη τρόφιμα και καπνόν.

29. Πήραμε γράμματα από την Τραπεζούντα και από την Κων/πολιν. Μας γράφουν ότι η οικογένειά μας έφθασε εις την Θεσ/νίκην, εις το χωρίον Βολοβότ και ησυχάσαμε.

30. Ο Σαΐχ διά μιάς γυναίκας μας ειδοποιεί ότι από την Κιούσεναν ειδοποίησαν την κυβέρνησιν ότι βρισκόμεθα εις το Τερέ πασίν και πρέπει να είμεθα προσεκτικοί. Αλλά εμείς σκεφθήκαμε ότι ίσως να είναι και σκηνοθεσία αυτά, διά να απομακρυνθώμεν εκείθεν, διότι εφοβούντο πολύ. Εν πάση περιπτώσει όμως τραβηχθήκαμε μέσα στο δάσος και παρακολουθούσαμε τας κινήσεις.

31. Το πρωί φύγαμε και φθάσαμε στο βουνόν του Απιόν, όπου εμείναμε μέχρι το βράδυ. Και κατέβημεν εις το Απιόν, εις το σπίτι του Κιαούρ Αλή, κτηνοτρόφου από τα Πλάτανα, όστις εζούσε εκεί μετά την φυγήν των Αρμενίων.


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ (1916-1924)


  Κωνσταντίνος Κουρτίδης
 (Αδελφός του μετέπειτα γενικού αρχηγού των ανταρτών Ευκλείδη Κουρτίδη)









Σημείωση Σύνταξης : Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες γλωσσικές ατέλειες,γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη,    σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτιση. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah