Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

O χαρακτήρας και τα αίτια των μετακινήσεων πληθυσμών στον Πόντο.

Ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιστορική διαδρομή των Ελλήνων του Πόντου από την παγίωση της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι, σχεδόν, την Ανταλλαγή (1923) είναι η μεγάλη τους κινητικότητα τόσο μέσα στα όρια του Πόντου της λοιπής Μικράς Ασίας, όσο και στην Κριμαία, τον βόρειο Καύκασο και την Υπερκαυκασία.

 Οι λόγοι των μετακινήσεων, διαφορετικοί σε κάθε περίοδο, προκλήθηκαν αρχικά από τα αδιέξοδα που δημιούργησε η οθωμανική διοίκηση με την αδυναμία της να περιορίσει (μέχρι το β' μισό του 19ου αιώνα) τη δύναμη των ντερεμπέηδων, τοπικών σατραπίσκων οι οποίοι νέμονταν την παράλια εύφορη ζώνη του Πόντου. 
 Η προϊούσα παρακμή της αυτοκρατορίας και η αδυναμία της να ελέγξει την κατάσταση μέσω των Τούρκων διοικητών, που όριζε η ίδια, οδήγησε ουσιαστικά στην κατάλυση κάθε έννομης τάξης στην περιοχή: οι ντερεμπέηδες, που κατείχαν τις σημαντικότερες γαίες κατά μήκος της παράλιας ζώνης του Πόντου, αλλά και τις εύφορες κοιλάδες των ποταμών, χρησιμοποιούσαν τις ένοπλες ομάδες που είχαν υπό τη δικαιοδοσία τους, για να επιβάλουν τη θέλησή τους στους κατοίκους της επικράτειας τους, αλλά και να διευρύνουν την περιοχή της δικαιοδοσίας τους σε βάρος των άλλων ντερεμπέηδων.
 Στο καθεστώς της ανασφάλειας, των καταπιέσεων και της εγκληματικής, σε βάρος των χριστιανών, συμπεριφοράς των ντερεμπέηδων αποδίδονται οι αθρόοι εξισλαμισμοί των κατοίκων του Πόντου κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και η καταφυγή σε ασφαλέστερες απομονωμένες ορεινές περιοχές της ενδοχώρας, στην περιοχή της Χαλδίας, κυρίως. Σε λίγα μόνο λιμάνια του δυτικού Πόντου, όπως λ.χ. τα ναυτιλιακά κέντρα Σινώπη, Οινόη, Κερασούντα, υπήρξε περιορισμένης έκτασης οικονομική παρουσία των Ελλήνων. Η ορεινή ποντιακή ενδοχώρα με τα γνωστά από την αρχαιότητα πλούσια μεταλλευτικά της κοιτάσματα πρόσφερε ασφάλεια και δυνατότητα για επιβίωση, χάρη στην προστασία που παρείχε η Πύλη στα μεταλλεία για την απρόσκοπτη εξόρυξη μετάλλων και την προώθησή τους στην Κωνσταντινούπολη. Το γεγονός αυτό συνέτεινε στην περαιτέρω ενίσχυση των ελληνικών οικισμών κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, με την προσέλκυση νέου ανθρώπινου δυναμικού.
Τα νέα ωστόσο αδιέξοδα που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, από τη συσσώρευση υπεράριθμου «εργατικού δυναμικού» στην περιοχή της Χαλδίας οδήγησαν σε νέα εξοικεσία πολλές οικογένειες μεταλλωρύχων. Οι μετακινήσεις αυτές που άρχισαν σταδιακά από τα τέλη του 18ου - αρχές 19ου αιώνα οφείλονταν στην εξάντληση των μεταλλοφόρων φλεβών στην περιοχή της Χαλδίας και στην αποψίλωση των δασών της περιοχής, τα οποία παρείχαν την απαραίτητη καύσιμη ύλη για την τήξη των μετάλλων.
 Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν νέοι οικισμοί μεταλλωρύχων, όχι μόνο μέσα στα όρια του ιστορικού Πόντου, αλλά και σε περιοχές της αυτοκρατορίας εκτός των ορίων του Πόντου, όπως λ.χ. Ακ Νταγ Μαντέν και Δενέκ Μαντέν, στον Νομό της Άγκυρας, τα Μπερεκετλί και Μπουγά Μαντέν, στον Νομό Ικονίου, τα Χαζνέ και Χαλβά Μαντέν, στον Νομό Μπαϊπούρτ, τα Κεμπάν και Αργανά Μαντέν, στον Νομό Ντιγιαρμπεκίρ, τα Αργάνη, Καπάν Φυσούν του Νομού Αμίδης, κ.ά.
 Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στη συνείδηση των Ελλήνων του Πόντου των μεταλλωρύχων κυρίως, οι οικισμοί αυτοί καταγράφονταν ως κομμάτι του Πόντου. Η εντύπωση αυτή εδραζόταν, προφανώς, στην πρωτοφανή ρύθμιση που είχαν επιτύχει οι μητροπολίτες Χαλδίας, να κατοχυρώσουν, δηλαδή, τις δικαιοδοσίες τους oxι μόνο στην περιοχή του κλίματος Χαλδίας, αλλά και επί του ποιμνίου τους, έστω και αν αυτό είχε εγκαταλείψει την περιοχή.
Οι επαγγελματικές διέξοδοι που δημιουργήθηκαν στον παράλιο Πόντο κατά το 19ο αιώνα με το άνοιγμα του Ευξείνου στην ευρωπαϊκή ναυσιπλοΐα (1809 και κυρίως 1829 κ. ε.), την εμπορευματοποίηση της οθωμανικής οικονομίας και τον εξοβελισμό των ντερεμπέηδων συνέτειναν επίσης, κατά ένα μεγάλο μέρος, στην εγκατάλειψη των ορεινών οικισμών της ενδοχώρας, τη δημογραφική ενίσχυση των παράλιων οικισμών του Πόντου και τη συνακόλουθη αστικοποίηση σημαντικού τμήματος του ελληνικού του πληθυσμού.
 Ως προς την εμπορική τους κίνηση, τα λιμάνια της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας έρχονταν έπειτα από εκείνα της Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης και Βηρυτού και στην ίδια σειρά με τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και της Χάιφα (Jaffa). Παρ' όλο που οι πληροφορίες μας είναι αποσπασματικές, στις αρχές του 20ού αι., η εμπορική κίνηση στην Τραπεζούντα, στην οποία είχαν σημαντικό μερίδιο οι Έλληνες, αντιστοιχούσε προς τα 3/4 της κίνησης του λιμανιού της Βηρυτού, ενώ της Σαμψούντας, όπου επίσης ήταν αυξημένος ο ρόλος των Ελλήνων, προς το 1/2.
Ωστόσο, παρά τις αλλαγές αυτές, το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων του Πόντου εξακολουθούσε, μέχρι την Ανταλλαγή, να κατοικεί σε εκατοντάδες αγροτικούς οικισμούς που αναπτύσσονταν τόσο σε οριζόντιους άξονες (στον παράλιο Πόντο, από τη Ριζούντα ανατολικά μέχρι τη Σινώπη δυτικά, στην ενδοχώρα, από το Ερζερούμ ανατολικά μέχρι την Αμάσεια δυτικά) όσο και σε κάθετους (Αργυρούπολης - Τραπεζούντας, Σεμπίν Καραχισάρ - Κερασούντας, Νεοκαισάρειας - Οινόης, Αμάσειας - Αμισού), ακολουθώντας, ουσιαστικά, τους δρόμους επικοινωνίας που ενώνουν μέσω των κοιλάδων, τον παράλιο με τον ορεινό Πόντο της ενδοχώρας. 
Στην αναζήτηση πολιτικών, αλλά κυρίως οικονομικών διεξόδων, μπορούν να αποδοθούν και οι ομαδικές μετακινήσεις των Ελλήνων του Πόντου έξω από τα όρια της οθωμανικής αυτοκρατορίας από τον 18ο αιώνα, στον γειτονικό τους Καύκασο.
Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό τοποθετείται και η προσέλκυση από τον βασιλιά της Γεωργίας Ηρακλή Β' (1744-1798) έμπειρων Ελλήνων μεταλλωρύχων από τη γειτονική οθωμανική επικράτεια και ιδιαίτερα από τις περιοχές του Κιουμουσχανέ (Αργυρούπολη) και του Ερζερούμ (Θεοδοσιούπολη), προκειμένου να επαναδραστηριοποιήσει τα παλιά χρυσωρυχεία και ασημωρυχεία της επικράτειάς του στην περιοχή της Αχτάλας.
Δεν μας διαφεύγουν, φυσικά, οι επαφές και σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στους Έλληνες του Πόντου και τους γεωργιανικούς λαούς στο διάβα των αιώνων: οι δύο λαοί, γείτονες στο σημείο συναρμογής της Ευρώπης με την Ασία, έζησαν επί αιώνες στους κόλπους ή και τις παρυφές πολυεθνικών και πολυπολιτισμικών αυτοκρατοριών (ρωμαϊκής, βυζαντινής, περσικής, οθωμανικής). 
Οι Έλληνες του Πόντου, ακριτικοί φρουροί της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κονταροχτυπήθηκαν με τους Γεωργιανούς γείτονες τους, οι οποίοι προσπαθούσαν να διευρύνουν ή να ασφαλίσουν τα όρια των δικών τους μικρών βασιλείων. Οι σχέσεις αυτές που επισφραγίζονταν, συνήθως, και με αυτοκρατορικά συνοικέσια, μετά τη δημιουργία κυρίως της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, άλλαξαν μορφή μετά τη σταδιακή, από τις αρχές του 19ου αιώνα, κάθοδο των Ρώσων στον Καύκασο.
Η διαδικασία αυτή, που άρχισε με την προσάρτηση της Γεωργίας στην τσαρική επικράτεια, ολοκληρώθηκε (έπειτα από αλλεπάλληλους ρωσοτουρκικούς και ρωσοπερσικούς πολέμους) το 1878 με την προσάρτηση στη ρωσική αυτοκρατορία και των οθωμανικών περιοχών Βατουμ, Καρς, Αρνταχάν (Συνθήκη Βερολίνου).
 Η διαρκής ένταση στις σχέσεις των Ρώσων κυριάρχων της Υπερκαυκασίας με τους τοπικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, οι αλλεπάλληλοι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι του 19ου αιώνα, οι συνεχείς μετακινήσεις των αντίπαλων στρατευμάτων κατά τη διάρκεια του πολέμου συμπαρέσυραν και άμαχους πληθυσμούς, είτε της μιας είτε της άλλης πλευράς, προκαλώντας νέες εξόδους Κούρδων, Κιρκασίων, Αμπχαζίων και Λαζών από τον Καύκασο προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και νέες μετακινήσεις χριστιανικών πληθυσμών, κυρίως Αρμενίων, από την οθωμανική επικράτεια προς τη ρωσική. 
Ένα μεγάλο, πάντως, μέρος των Ελλήνων της ποντιακής υπαίθρου αποφάσισε να εγκαταλείψει τα πάτριά του εδάφη για ν' απαλλαγεί από τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της εγκατάστασης στην περιοχή εκατοντάδων χιλιάδων μουσουλμάνων προσφύγων από τον Καύκασο.
Η απόφαση των επίδοξων μεταναστών διευκολυνόταν και από τα κίνητρα που είχαν θεσπίσει οι Ρώσοι για την προσέλκυση εποίκων στις νεοκατακτημένες περιοχές του Βορείου Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας (19ος αι.).
Η δυνατότητα παράλληλα επαγγελματικής απασχόλησης που πρόσφερε (από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 - αρχές 20ού αι.) η κατασκευή μεγάλου σιδηροδρομικού δικτύου στις περιοχές αυτές, που απέβλεπε στη σύνδεσή τους με την Ευρωπαϊκή Ρωσία δυτικά και την Κασπία ανατολικά, αύξησε ακόμη περισσότερο τον αριθμό των Ελλήνων μεταναστών.
Λίγο πριν από την έκρηξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου ο αριθμός των Ελλήνων του Καυκάσου, ποντιακής κυρίως καταγωγής, ανερχόταν στους 180.123 κατανεμημένους στα Κυβερνεία: Τιφλίδας (50.306), Καρς (48.994), Κουμπάν (28.300), Κουταΐδας (27.564), Μαύρης Θάλασσας (6.682), Σταυρούπολης (2.801), Εριβάν (2.210), Μπακού (1.500), Τερέκ (950), Ελισαβετούπολης (661), Νταγκεστάν (155).
 Ο συνολικός πληθυσμός των διοικήσεων που αναφέρθηκαν ήταν 11.460.000. Η διασπορά, δηλαδή, των Ελλήνων του Πόντου στον Καύκασο αντιπροσώπευε το 50% σχεδόν του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου, αν λάβουμε υπόψη μας τα αποτελέσματα της απογραφής του μικρασιατικού ελληνικού πληθυσμού, που είχε διενεργηθεί το 1910-1911, με εντολή του Ελευθερίου Βενιζέλου από τις κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές και τους Έλληνες ιθύνοντες. 
Διατηρώντας τις αμφιβολίες μας για την ακρίβεια των δεδομένων, σημειώνουμε την ύπαρξη 400.586 Ελλήνων κατοίκων στον Πόντο, κατανεμημένων στις έξι μητροπόλεις, των οποίων τα όρια δικαιοδοσίας συνέπιπταν με τα όρια του ιστορικού Πόντου: το πολυπληθέστερο ελληνικό στοιχείο κατοικούσε στο κλίμα των μητροπόλεων Αμασείας (123.398) και Νεοκαισαρείας (102.563), που υπάγονταν στο βιλαέτι της Σεβαστείας. Ακολουθούσαν οι μητροπόλεις Χαλδίας (60.669) και Τραπεζούντας (60.564), που υπάγονταν στο βιλαέτι της Τραπεζούντας,  Κολωνείας (36.530) και η νεώτερη από όλες μητρόπολη Ροδοπόλεως (16.862), που υπάγονταν αντίστοιχα στο βιλαέτι Σεβαστείας και Τραπεζούντας.
 Ο αισθητά μειωμένος αριθμός των Ελλήνων του βιλαετιού της Τραπεζούντας μαρτυρεί τη δραματική αποψίλωση που υπέστησαν οι ελληνικοί οικισμοί του Ανατολικού Πόντου (βιλαέτι Τραπεζούντας) μετά την παρακμή των μεταλλείων και τις συχνές και πολυάνθρωπες μετοικεσίες προς τη Ρωσία.
 Σε ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου στον Πόντο οδήγησε η τελευταία εξοικεσία 85.500 Ελλήνων κατοίκων του, οι οποίοι ακολούθησαν τα ρωσικά στρατεύματα με τον τερματισμό της εφήμερης κατοχής τμήματος του Ανατολικού Πόντου, η οποία είχε εξασφαλίσει σχετική ηρεμία στην περιοχή από τον Απρίλιο του 1916 μέχρι τον Νοέμβριο του 1917. 
Οι ραγδαίες, ωστόσο, εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό της Ρωσίας μετά την Επανάσταση του Φεβρουάριου 1917 αρχικά επηρέασαν άμεσα και τις εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο. Η επανάσταση λειτούργησε καταλυτικά για τη συνοχή των ρωσικών στρατευμάτων. Στην κατεχόμενη λ.χ. Τραπεζούντα, οι Ρώσοι στρατιώτες καθαίρεσαν τους αξιωματικούς τους και δημιούργησαν σοβιέτ (συμβούλιο) στρατιωτών και εργατών, ενώ διάχυτη υπήρξε ανάμεσά τους η αντιπολεμική διάθεση.
 Το γεγονός αυτό άφησε ελεύθερο το έδαφος δράσης στους τσέτες (άτακτα σώματα κυρίως Κούρδων και Λαζών), οι οποίοι άρχισαν να βιαιοπραγούν εις βάρος ελληνικών χωριών της περιοχής. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την έκρηξη, λίγους μήνες αργότερα της Οκτωβριανής Επανάστασης και τη διαταγή για ανάκληση των ρωσικών στρατευμάτων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. 

Η αποχώρηση των Ρώσων, που πραγματοποιήθηκε τελικά μεταξύ Νοεμβρίου 1917 - Ιανουαρίου 1918 συμπαρέσυρε και τους Έλληνες εκείνους που αντιμετώπιζαν με δέος την επιστροφή των Τούρκων στην περιοχή (Φεβρουάριος 1918).
Οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονταν από τις εκκλησιαστικές επαρχίες Χαλδίας (στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η Κερασούντα) και Θεοδοσιουπόλεως (46.882), της Τραπεζούντας (26.500) και της Ροδοπόλεως (4.862). Πολλοί λιγότεροι ήταν εκείνοι που προέρχονταν από τον Δυτικό Πόντο: από τη μητρόπολη Αμασείας - Αμισού 2.400, Νεοκαισαρείας 3.750 και Κολωνείας 1.406. 
Η τουρκική κυβέρνηση χαρακτηρίζοντας ως συνεργάτες του εχθρού όσους αναχώρησαν προχώρησε σε δημεύσεις των περιουσιών τους.

Άρτεμις Ξανθοπούλου -Κυριακού
Καθηγήτρια Νεοελληνικής Ιστορίας ΑΠΘ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah