Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Ο Χασάν Τσαούσης και το Τσενίκι. ΜΕΡΟΣ 2ο

Όσες φορές τύχαινε να συναντώ τον καπετάνιο, άλλον δεν έλεγε πως πρέπει να στείλει αποστολή στους Ρώσους, Εγγλέζους, στους προύχοντες, να κάνει γνωστή την κατάσταση, γιατί σαν πιο κατάλληλο πρόσωπο θεωρούσε εμένα.
To σκεπτόμουν και εγώ. Λυπόμουν τους νεοφερμένσυς, που ήθελαν λεφτά, άλλοι ήθελαν εσώρουχα. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω μια εξυπηρέτηση και άρχισα να ετοιμάζομαι.
Μου έκαναν ένα γράμμα ο παπάς και κάμποσοι άλλοι γραμματιζούμενοι. Γράφαν για την κατάσταση, για την απελευθέρωση και για κάτι λεφτά που έκανε να λάβουν. Ήταν μέσα στην Αμισό καπνοβιομηχανικές εταιρείες και ήταν κάποιος στο λημέρι, που είχε εκκρεμείς λογαριασμούς και ζητούσε τα λεφτά του, που τα είχε απόλυτη ανάγκη. Μου δώσαν ακόμη και συστάσεις για τα σπίτια τους και μερικοί μου είπαν κάτι μυστικά σημάδια του σπιτιού τους, για να μπορέσουν οι δικοί τους να μ’ εμπιστευθούν.
Ο καπετάνιος με πήρε παράμερα και με παρακάλεσε να δώσω το γράμμα στην αμερικάνικη πρεσβεία.
Αμισός (Σαμψούντα)

Ύστερα από όλα αυτά σκέφθηκε πως η δουλειά μου ήταν δύσκολη και βαριά και ήθελε να βρει τρόπο, να με διευκολύνει, γι’ αυτού μου είπε να πάρω μαζί μου και έναν αντάρτη. Κι αν πάρουμε λεφτά από την αμερικάνικη πρεσβεία, τι αφέλεια!, ν’ αγοράσουμε μ’ αυτά ρύζι, ζάχαρη, αλεύρι, κινίνο και λίγο καφέ και πρόσθεσε και στο τέλος: «Μην ξεχάσεις, Δήμο, και λίγο καφέ!».
Φάγαμε, ο σύντροφός μου και εγώ καλά, όσο γίνονταν στο λημέρι, ψωμί, κρομύδια, καβουρμά. Και μια βραδιά, χωρίς αστροφεγγιά, ήταν και βροχερός καιρός, σκοτάδι πίσσα, τη μύτη σου δεν έβλεπες, ξεκινήσαμε. Περπατήσαμε κάμποσο τη μέρα και αφού φτάσαμε στο τελευταίο βουνό περιμέναμε να βραδιάσει, τα πάντα να κοιμούνται, να είναι άκρα ησυχία. Μόνο τα βατράχια, που ήταν στον κάμπο, σε κάτι νερά ελώδη, εκεί μέσα μόνο ακούγονταν. Όλη τη μέρα άλλο δεν έκανα, ελόγχεβα με τη ματιά μου τα πάντα, τα μονοπάτια. Εκοίταγα προς το Τσεντόγλου, το γεφύρι, αν υπήρχε κίνησις στρατιωτών. Κοίταγα τους κήπους που καλλιεργούσαν λαχανικά, τι κάνουν; Κοίταγα μέσα τις κινήσεις. Έβγαζα το συμπέρασμα ποιο μονοπάτι έπρεπε να πάρω, ποια κατεύθυνση. Άρχισα να συλλογιέμαι, σε ποιο σπίτι θα φτάσω πρώτα.
Μέσα στην Αμισό είχα και συγγενείς και φίλους, εκεί με ήξεραν όλοι, ήξεραν την δράση μου και την γενναιότητά μου. Σκεπτόμουν ακόμη τις λεπτομέρειες, την κατάσταση κάθε οικογένειας. Θα φοβούνταν να με βάλουν μέσα στο σπίτι τους; Έψαχνα ύστερα το πιστόλι μου, κοίταγα καλά τη λειτουργία του. Μια φορά πήγα να προδοθώ και δεν το ξεχνούσα, έβγαλα το γερμανικό «παραπέλοφ» και δεν έβαζε μπροστά, η σφαίρα σφήνωσε και ο Θεός το ήθελε και δεν επεσήμαναν τη θέση μου, θα είχα ξωφλήσει από τότε.
Η ώρα ήταν δεκάμισι, μια ώρα έμενε να διασχίσω τον κάμπο. Έφτασε ενδεκάμισι, ώσπου να φτάσω στον προορισμό μου πήγε δώδεκα.
Το είχα έτσι υπολογίσει, ώστε αν μου συνέβαινε αποτυχία, π.χ. να με κυνηγήσουν οι Τούρκοι, νάχω καιρό να φύγω, νύχτα πάλι, στο λημέρι μου.
Κάναμε το σταυρό μας και κατεβήκαμε την πλαγιά. Μόλις φτάσαμε στο μέρος Μερτ Ιρμάκ, δεν πήγαμε από το γεφύρι, γιατί ήξερα ότι ήταν κίνδυνος.
Μόλις μπήκαμε στο ποτάμι, ο φίλος μου δεν είχε πρόσωπο στο νερό, δεν ήταν για ποτάμια και θάλασσες, ήταν για κάμπο. Δεν το έβαλε αυτό ο νους μου, να πηγαίναμε από το Τσεντόγλου, την γέφυρα, και να πούμε ότι βρέξει ας κατεβάσει. Τι να κάνεις με τέτοιο σύντροφο; Από ’δω, από ’κει τον τράβηξα και περάσαμε το ποτάμι. Το νερό του μύλου όμως, που ήταν δυο μέτρα βαθύ, πώς να το περνούσε; Που είχε τόση ορμή και έπρεπε να το περάσουμε γρήγορα, γιατί δεν ήταν μέρος κατάλληλο για να κάνουμε μπρος και πίσω. Η ώρα περνούσε και η αγωνία μας φούντωνε.
Πήγαμε λίγο προς τα πάνω, πήγαμε λίγο προς τα κάτω, να δούμε μήπως ήταν κανένα πρόχειρο γεφύρι, γιατί ήταν κήποι και ο κόσμος πηγαινοερχόταν.
Όσο και να προσέχαμε, όσο και να μη θέλαμε ούτε τόσο δα να ακουστούμε, λίγο οι πατημασιές μας, λίγο ο ψίθυρος της κουβέντας μας, ακουστήκαμε και ως φαίνεται, οι κηπουροί άρχισαν να ρίχνουν τουφεκιές. Ρίξαν πεντέξι τουφεκιές για φοβέρα. Τότε άρχισαν όλοι, απ’ όπου κρατούσαν πόστα να ρίχνουν, όχι γιατί μας είδαν, ρίχναν στα κουτουρού. Από τον κρότο της τουφεκιάς και από την φωτιά που βγάζαν τα όπλα τους, καταλαβαίναμε πού ήταν οι θέσεις τους.
Ο σύντροφός μου ήταν βάρος, εμπόδιο στην αποστολή μου. Και ο ίδιος το καταλάβαινε και με παρακαλούσε να γυρίσει πίσω στο λημέρι. Έχασε την ψυχραιμία του, κατάλαβα τη θέση του και του είπα: φύγε!
Σε λίγο γύρισα πίσω, κοίταξα τον σύντροφό μου, ήταν μπρούμυτα και κατέβαινε το Μερτ Ιρμάκ. Τον κάλυπτα να φύγει, να περάσει το ποτάμι και μετά να φύγει για το λημέρι του.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και ακούστηκαν να χτυπούν τα λαλάτσια της ακροποταμιάς. Ο σύντροφός μου, καθώς βιαζόταν για να φύγει, δεν νοιάστηκε για τον κρότο που θάκαναν τα πόδια του. Τα πυρά αμέσως στράφηκαν προς αυτόν τον κρότο. Βοηθούσε πολύ και η βαθιά νύχτα και δεν τον βλέπαν, τον χάσανε.
Εκεί δε, σε ένα από τα περιβόλια ήταν μια παράγκα διώροφη. Ο νοικοκύρης της άναψε το φως και κοίταζε ολόγυρα στον κήπο και έριχνε πότε-πότε και καμιά τουφεκιά.
Τι να κάνω; Προς τα κάτω σκοπιά, προς τα πάνω σκοπιά. Και να ήθελα να φύγω ο δρόμος μου ήταν κλειστός προς τον μπαχτσέ αυτουνού που έριχνε.
Αποφασίζω στα γρήγορα, βγάζω τα πράματά μου από την άλλη μεριά και μένω μόνο με ένα σώβρακο και σιγά σιγά μπαίνω μέσα στο νερό. Προσέχω, με το πέσιμο του κορμιού μου να μην κάνω τον παραμικρό κρότο. Κολυμπούσα από κάτω, μόνο το κεφάλι μου είχα όξω.
Το ρέμα με τράβηξε δέκα ως δεκαπέντε βήματα παρακάτω. Δεν κολυμπούσα με τις δυνάμεις μου, φοβόμουνα μην κάνω κρότο. Πάω, ντύνομαι, δένω γερά τα άρματά μου να μη με εμποδίζουν. Κοιτάζω μπροστά μου, φραγμένος ο κήπος. Όταν ξαναπέρασα, είχα περάσει από την απάνω τη μεριά και ήταν άφραχτος ο κήπος. Τώρα ήμουν παρακάτω.
Από το Τσεντόγλου το γεφύρι ως το Βασιλικό το δρόμο ήταν μια ώρα βοσκότοπος, αλλά έτυχε και έπεσα σ’ ένα μέρος που ήταν συρματοπλεγμένο.
Αμισός (Σαμψούντα)

Έπρεπε με κάθε τρόπο να φύγω από κείνη τη φάκα. Να κάνω κάτω ήταν σκοπιά, να σηκώσω τα σύρματα κίνδυνος. 'Ηξερα πως με κανένα τρόπο δεν ήταν σωστό να σηκώσω τα σύρματα. Πρώτα πρώτα χρειάζονταν χρόνος. Δεύτερο, μπορούσες να αγκυλωθείς ή και να σκιστείς και τρίτο αν τύχαινε να βρω αντίσταση μπροστά μου, νάχω μέρος να φύγω. Τι να κάνω; Έβγαλα το μαχαίρι μου και έψαξα κι όπως ήταν η κολόνα τη χτυπώ και άνοιξε, σαν χαρτάκι, και έτσι έκανα δίοδο.
Ο κηπουρός ήταν εντελώς απρονόητος και πυροβολούσε με αναμμένη λάμπα. Ήταν και τόσοι οι πυροβολισμοί που δεν μπορούσε να διακρίνει τη θέση μου και αν ακόμη έριχνα.Οι άλλοι ρίχναν από «κόλπο», για να λεν την άλλη μέρα: «να, πολεμούμε τους αντάρτες!...».
Αφού είχα λάβει την απόφαση να δώσω το γράμμα στην Αμερικάνικη Πρεσβεία -δεν ξέραμε από πολιτική, νόμιζα πως με αυτό το διάβημα θα σώζονταν η κατάσταση και είχα αποφασίσει τα πάντα- πλησίασα στο πλάι του παραθύρου, αντίκρυ μου, όπως ήταν το δωμάτιο, φαίνονταν μέσα. Έπρεπε να πετύχω τον περιβολάρη, γιατί αν δεν τον πετύχαινα θάμουνα χαμένος. Ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή! Πιάνω το μάνλιγχερ -το μάνλιγχερ κάνει πολύ καλή χρήση άμα είσαι σκοπευτής- σημαδεύω μέσα στο δωμάτιο και ρίχνω μιά του-φεκιά. Δεν ακούστηκε άλλος πυροβολισμός. Αυτό ήταν απόδειξη ότι ο κηπουρός σκοτώθηκε!
Ούτε σκέφτηκα, ούτε λογάριασα τίποτε, αμέσως τράβηξα το δρόμο μου, για την Αμισό.
Πριν να μπω καλά καλά στην πολιτεία, άρχισε να με τρώει άλλη λαχτάρα, άλλη αγωνία. Να πάω από κει, δεν κάνει. Να πάω από δω, δεν κάνει.
Είχα ένα φίλο, τον Μένο, είχαμε μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά. Ήξερα καλά το σπίτι τους, το πατάρι, όλα. Ο πατέρας του είχε παντρευτεί τρεις φορές και είχε και τις τρεις φορές αποτύχει. Το σπίτι τους ήταν ερείπιο, εκεί σκεφτόμουν να πάω να κρυφτώ. Δίσταζα πάλι και έλεγα, μπας και δεν ήταν εκεί κανείς;
Πριν να συλλογιστώ το σπίτι του Μένου πήγα σε ένα άλλο σπίτι. Χτύπησα το παράθυρο, δεν άνοιξαν. Χτύπησα με προσοχή πάλι την πόρτα, πάλι δεν άνοιξαν. Πήδηξα από τον τοίχο, προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα, τίποτα.
Η ώρα είχε προχωρήσει. Τα κοκόρια άρχισαν να λαλούν, φοβήθηκα πως θα αποτύχω. Έφυγα γρήγορα και πήγα στο σπίτι του Μένου. Πήδησα τον τοίχο και βρέθηκα στην αυλή του σπιτιού. Ο τοίχος του σπιτιού είχε μια τρύπα και για να μην μπαίνουν μέσα σκύλοι και γάτες, έβαζαν μπροστά μια σκάφη παλιά.Το ήξερα το σπίτι του Μένου από τα παλιά χρόνια.
Έσυρα τη σκάφη, μπήκα μέσα από την τρύπα και την ξανάκλεισα. Προχώρησα με το πιστόλι στο χέρι και λογάριαζα, με το παραμικρό, όποιος εχθρός έβγαινε μπροστά μου θα τον άρπαζα. Προχωρούσα και αφουγκραζόμουν. Ησύχασα κάπως, δεν ακούγονταν το παραμικρό. Τα κάτω δωμάτια του σπιτιού ήταν ερείπια. Συλλογίστηκα, μήπως κοιμούνται; Μην το έχουν νοικιασμένο σε τίποτε πρόσφυγες Τούρκους; Μονάχα αυτοί μπορούσαν να καθίσουν σε τέτοια ερείπια. Με τα πολλά πείστηκα, πως δεν ήταν κανένας μέσα και τράβηξα προς την σανιδένια παλιά σκάλα. Μόλις πάτησα το πρώτο σκαλοπάτι, τσάάά!, ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος! Τι να κάνω; Μην τύχει και μένει κανείς; Άρχισα πάλι να αναρωτιέμαι. Μήπως έμενε η γριά παραμάνα του μέσα; Τίποτε άλλοι μην κάθονται;
Πατάω την άλλη σκάλα, τσιρτ!, τσαρτ!, ακούγονταν και πατούσα στην άκρη, αν πατούσα στη μέση, με το σαματά που κάναν τα σανίδια, θα χαλούσε ο κόσμος! Ευτυχώς έβλεπα παντού νέκρα.
Ανέβηκα το δεύτερο πάτωμα, δεν προχώρησα στα δωμάτια. Δίπλα ήταν μια σκάλα, την ανέβηκα και βγήκα στο ταβάνι. Το μόνο πια που μου έμενε να φοβάμαι, τουλάχιστον για κείνη την ώρα, ήταν να μη γίνει καμία κατάρρευση. Τόβαζε ο νους μου και σταματούσε το αίμα μου.
Χάμω στο ταβάνι ήταν ριγμένα κάτι στρώματα από μπαούλο. Τα πανιά τους ήταν σάπια. Μπορεί να τα είχαν φάει και τα ποντίκια ή οι γάτες ή και να κοιμούνταν εκεί και τάχαν σκορπισμένα.
Μπήκα όπως όπως μέσα και από την πολύ μου κούραση έπεσα σε λήθαργο. Τα μόνα λόγια που μπόρεσαν να προφέρουν τα ξερά χείλη μου ήταν: «Ο Θεός είναι μεγάλος!».
Την άλλη μέρα, θάταν 5, ο ήλιος καθώς έπεφτε, οι σκιές γίνονταν μακρόστενες και καρατάριζα την ώρα, από την πείρα που είχα. Ναι, τόσα χρόνια στα βουνά, χωρίς ρολόι!
Από το παράθυρο της σοφίτας κοίταζα την κίνηση στις συνοικίες. Κοίταζα τι γινόταν. Έβλεπα και περνούσαν ζανταρμάδες, φανατισμένοι, μανιασμένοι, δαιμονισμένοι. Έβλεπα απέναντι μου μια βρύση που έτρεχε καλό νερό. Αυτή ήταν η συνοικία μου, τάξερα όλα εκείνα τα κατατόπια.
Έβλεπα τις γυναίκες αμίλητες που πήγαιναν στο πηγάδι (βρύση) να πάρουν νερό με τους τενεκέδες, με τα σκευικά τους. Τι καιροί! Τι αναμνήσεις! Τα μάτια μου θάμπωσαν! Πρόσεξα ακόμη, ότι σε πολλά σπίτια ήταν ξένα πρόσωπα και έμοιαζαν νάταν Τούρκοι. Έβλεπα, έβλεπα, ώσπου ήρθε η νύχτα! Περιμένοντας και διψασμένος έκλεισα πάλι τα μάτια μου. Η πείνα και η δίψα δεν ήταν τίποτε μπροστά στον κίνδυνο που είχα, να αποτύχει η αποστολή!
Τι απόφαση να πάρω; Πώς να γίνει; Αυτό με ζάλιζε και εκείνη τη βραδιά έτσι την πέρασα. Κατά τα μεσάνυχτα ξύπνησα, αν και καλά καλά όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Έτσι πέρασα και την τρίτη βραδιά.
Σαν να ήρθε κάποιος και με κατατόπισε, για όλη την κατάσταση, κατάλαβα τι γίνονταν. Κατά τις δύο τα μεσάνυχτα κατεβαίνω και πάω από πίσω από το σπίτι της πεθεράς μου. Ανοίγω το παράθυρο και μπαίνω μέσα. Ξάπλωσα σε μια γωνιά και σαν ξύπνησαν, είναι λίγο να πω, ξαφνιάστηκαν που με είδαν έτσι. Τις λυπήθηκα, την πεθερά μου και την κουνιάδα μου, άτυχες και αυτές, μεγάλωναν και το παιδί μου!
Τις καθησύχασα, τις είπα λίγα λόγια, ότι έτσι είναι η ζωή, και ότι δεν μπορούσε νάρθουνε πιο διαφορετικά τα πράγματα. Τις παρακάλεσα να με βοηθήσουν στην αποστολή μου. Τις έδωσα οδηγίες και συμβουλές. Με μεγάλες προφυλάξεις με βοήθησαν πάρα πολύ.
Σε όσους πήγα την είδηση, ότι ζούσαν οι δικοί τους, ενώ τους είχαν για σκοτωμένους, ξαφνιάζονταν και δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους πως ήταν δυνατόν.
Από σημάδια και κατατόπια των σπιτιών τους καταλάβαιναν, ότι αυτό που μάθαιναν ήταν αληθινό.
Πολλοί απ’ αυτούς ήθελαν να με δουν και να με ρωτήσουν, να με ρωτήσουν και για κανέναν άλλο και ήθελαν να ’ρθουν στο σπίτι. Οι δικοί μου κατατρομαγμένοι τους λέγαν: «Για όνομα του Θεού! μην έρθετε όλη η συνοικία μας έχει στου τουφεκιού την μπούκα».
Κάθισα δυο τρεις μέρες και περίμενα απάντηση στο γράμμα, από τον καπνέμπορα τον Αμερικάνο, που του έστειλα το γράμμα. Μάζευα πληροφορίες για τις κινήσεις και τις διαθέσεις των Τούρκων.
Αμισός (Σαμψούντα)

Έμαθα έπειτα από μέρες, ότι της κοπέλας η αδερφή, που μου πήρε το γράμμα, είχε παντρευτεί με έναν Αμερικάνο. Η κοπέλα ήταν από την οικογένεια Εφιετσόγλου και ότι ο Αμερικανός αυτός φρόντισε και έδωσε το γράμμα στον συμπατριώτη του καπνέμπορο και ότι αυτός δεν έδωσε καμιά σημασία για τα εκατομμύρια που χρωστούσε! Ήταν εκατοντάδες οι έμποροι που χρωστούσαν, δεν ήταν αυτός μονάχα. Κάναν την σκέψη πως άμα πληρώσουν τον έναν θα αρχίσουν να ζητούν όλοι τα χρέη.
Το άλλο το γράμμα που ήταν για την Πρεσβεία, και εκεί οι Αμερικάνοι είπαν: «Εμείς ν’ ανακατευθούμε;» Και αυτοί αδιαφόρησαν για το δράμα μας. Δεν μπορούσαν να μας πονέσουν και νάρθουν στήν θέση μας. Ήταν εντελώς ιδιοτελείς!
Όλα αυτά με πίκραναν κατάβαθα, συλλογιζόμουν και τι απογοήτευση θάπαιρναν οι σύντροφοι στο λημέρι, που είχαν τόσες ελπίδες σ’ αυτή την αποστολή.
Έμαθα και τον θάνατο του αδερφού μου του Νίκου, που μου τον είχαν κρύψει. Άρχισα πια να ετοιμάζομαι για τον γυρισμό.
Μούφεραν κάτι ρουχαλάκια, κάτι λεφτά. Πολλά δεν ήθελα να πάρω, καμιά αλλαξιά, τιποτένια πράγματα... Δεν ξέρω τι πήγε και έκανε και ψώνισέ μου 2 1/2 οκάδες ζάχαρη, ρύζι, κινίνο, πάρε και τέσσερα πακέτα τσιγαρόχαρτο. Το κάθε πακέτο είχε ογδόντα τσιγαρόχαρτα και το κάθε τσιγαρόχαρτο εκατό φύλλα. Πήγε, ψώνισε και μου τάφερε. Τα κάνω ένα δίσακκο και μια φοβερή νύχτα τάβαλα στην πλάτη μου, έκανα το σταυρό μου και κατά τα μεσάνυχτα βγαίνω να φύγω από την Αμισό, να πάω στα βουνά.
Το πρώτο μου εμπόδιο ήταν μια γυναίκα που βγήκε να πάει από το σπίτι της γειτόνισσας, ως φαίνεται που νυχτέρευε, στο σπίτι της. Εκεί καθώς περπατούσα με τα τέσσερα, για να μην πέσει φως από κανένα παράθυρο, διασταυρωθήκαμε. Την ήξερα τη γειτόνισσα, της είπα: «Σε σκότωσα, τσιμουδιά!» πεντακόσια τοις εκατό χαμένος για χαμένος. «Σε έπνιξα! Σε σκότωσα!».
Η γυναίκα κατατρομαγμένη γλίστρησε, χάθηκε μέσα στην πολιτεία. Προχώρησα αρκετά. Τα βράδια φύλαγαν πασβάντηδες, δεν ήταν όπως τον καλό καιρό οπλισμένοι, μοναχά με μιά μαγκούρα και χτύπαγαν την μαγκούρα σε μια πέτρα δυο τρεις φορές, για να ακούσει ο κόσμος και να καταλάβει τι ώρα ήταν, μια ή δυο από τα μεσάνυχτα. Τώρα ήταν ανώμαλη κατάσταση, αντάρτες, τόνα, το άλλο και ήταν γερά οπλισμένοι.
Όπως πήγαινα βλέπω ένα σκύλο και χάλασε τον κόσμο γάου... γάου... γάου, ήρθε και γαύγιζε κάτω στα μπατζακλίκια μου. Σκέφτηκα, πως δεν κάνει πια να προχωρώ, πρέπει να τον καθαρίσω. Με πιστόλι, θα προδοθώ. Υποψιάστηκε ο πασβάντης, αλλά δεν έβλεπε και τίποτε το παραμικρό, για να με πάρει μυρουδιά. Αν σφυρίξει θα περικυκλωθώ. Αυτός λέω θα ζυγώσει και θα παρακολουθήσει το σκύλο του. Ο σκύλος γαβγίζει πιο κει τέσσερα πέντε βήματα (δεν με βλέπει ο φύλακας) κάτω από τα πόδια μου. Είχα την κάμα μου, σε δυο λεπτά έπεσε κάτω ο Πασβάντης! Δίνω μια μαχαιριά και στο σκυλί, έκανε λιγάκι ξέρω τι, αλλά έπεσε και εκείνο μαζί του!
Μπήκα στους κήπους, οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να καταλάβουν, μόνο την άλλη μέρα από τις πατημασιές θα φανεί, πως πέρασε από κει αντάρτης.
Ο κρότος που κάνουν τα λαχανικά, σαν τα πατάς και πιο πολύ το χειμώνα, ακούγεται σαν πιστολιά.
Άρχισαν πάλι και ρίχναν αντικρυστά, δεξιά, αριστερά, όπως κάθε βράδυ. Εγώ μέσα σ’ αυτούς τους κρότους συνέχιζα την πορεία μου και έφταξα πάλι εκεί στο ποτάμι.
Λογάριαζα στο δρόμο, στους κάμπους όξω από την πολιτεία, αν πάω από το ποτάμι μέσα θα μου βραχούν τα πράγματα, άσε ότι μπορούσε και να τα φρουρούσαν.
Αφού πέρασα το γεφυράκι, μπήκα σ’ ένα εκκλησάκι έρημο που δεν λειτουργούσε ποτέ. Ήταν περιτρυγιρισμένο από κυπαρίσσια. Δεν σούφερνε γαλήνη στην ψυχή, αντίθετα αγριευόμασταν, σαν περνούσαμε την νύχτα, ήταν σαν να το κατοικούσαν χίλιοι διάβολοι!
Αυτή τη νύχτα που πέρασα ήταν για μένα ότι προσφιλές. Το ζύγωσα και με δάκρυα στα μάτια φίλησα την ξώπορτά του. Ήταν μια πόρτα γερή, ακαλαίσθητη, φτιαγμένη με χοντρές βίδες. Γονάτισα και προσκύνησα τους τοίχους, τις πόρτες, τις πέτρες! Και έλεγα: «Θεέ μου, γιατί έλαχε σ’ εμένα να περνώ τόσες ταλαιπωρίες; Τόσα εγκλήματα;» Και δεν ήξερες και πότε θα τελειώσεις, ήξερες πως μια μέρα θα χαθείς. Ξανασηκώθηκα και συνέχισα την πορεία μου.
Τα βατράχια κατά χιλιάδες, πρα! πρα! πρα!, χαλούσαν τον κόσμο. Στο δρόμο είχε όλο λάκκους, λάκκους... Παίρναν το χώμα και κάναν κεραμοποιία και μ' αυτόν τον τρόπο σχηματίζονταν μεγάλοι λάκκοι, που τον χειμώνα γέμιζαν, και χιλιάδες βάτραχοι ζούσαν μέσα εκεί.

Δημοσθένης Κελεκίδης

Απόσπασμα από το βιβλίο του : "ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah