Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Εν Τραπεζούντι ετος.... ΜΕΡΟΣ 1ο

Νάτην η Τραπεζούντα -πρωτεύουσα ιστορι­κή των Κομνηνών- γεμάτη εκκλησίες, κά­στρα βυζαντινά, τζαμιά κι ορθοδοξία, που από τη μια μεριά της σκαρφαλώνει στον λόφο του «Ποζ Τεπέ» κι απ’ την άλλη δροσολογιέται ανέμελα στην θάλασσα του Ευξείνου, που πότε χαϊδεύει τις αμ­μουδιές της καταγάλανη, και πότε ανασηκώνεται θυ­μωμένη, σε κύματα θεόρατα, που σπάζουν και βροντολογούν στα βράχια του γιαλού της.
Σπίτια μικρά, μεγάλα, που οι αυλές τους -πλακό­στρωτες αλλού κι αλλού με καρφωμένα βοτσαλάκια- λαμποκοπάνε από πάστρα κι οι κήποι τους ολούθε εί­ναι πνιγμένοι στο λουλούδι, στις συκιές ή τις ροδιές ή τις μανόλιες.
Τραπεζούντα
Να το μεϊτάνι με τα μεγάλα καφενεία, όπου σεβάσμι­οι Τούρκοι τραβούν μακάριοι τους ναργιλέδες, κι οι δρόμοι με τα μαγαζιά, τα σεκερτζίδικα με τα πολύχρω­μα ζαχαρωτά, τα χαλβατζίδικα με τους πελώριους άσπρους χαλβάδες, τις λεμονάδες, τα σερμπέτια και πέρα τα κεμπαπτζίδικα με τα ντονέρ κεμπάπια, όπου ο κεμπαπτζής ξεσπά μερακλωμένος σε κραυγές:
- Βάι, βάι, βάι!...
Μπαρμπέρικα με τις κρεμαστές αυλαίες από χάντρες, φίσκα τα μπακάλικα και τα μανάβικα απ’ του πουλιού το γάλα, βουτυράτα, τυριά, φρούτα σωροί και ζαρζαβατικά της πλούσιας γης, ψαράδικα με τα λαχταριστά μπαρμπούνια και τα καλκάνια του Ευξείνου, γεμάτοι οι δρόμοι από τα φέσια -Τούρκοι και Ρω­μιοί- κι από τις φωνακλάδικες κραυγές των γυρολόγων:
-Λιμοναντά τουρ μπουζ γκιπίίίίί!..
«Παγωμένη είναι η λεμονάδα», αλλά και κρύο το «αϊράνι»- δροσιστικό πιο­τό από γιαούρτι:
-Αϊράν, σοούκ τουουουρ!!!...
Πεντακάθαρα είναι τα μεγάλα εστιατόρια στο μεϊτάνι -τραπέζια με κάτα­σπρα τραπεζομάντιλα έξω στον δρόμο - που έχουν τόσο γούστο στις μέρες του ραμαζανιού. Νηστικοί, τότε, σι Τούρκοι όλη τη μέρα, αμίλητοι, κατσούφηδες, τρέχουν μόλις αρχίσει να σουρουπώνει και στρώνονται νωρίς-νωρίς να πιάσουν θέση, παραγγέλνουν τα φαγιά τους, αλλά δεν τ’ αγγίζουν, περιμένουν. Όπου ξαφνικά αντιλαλά στην πόλη το κανόνι:
- Μπούούούούμ!..
Και τότε πέφτουν σαν τρελοί στα πιάτα, ολούθε, σ’ όλα τα εστιατόρια, στα μα­γέρικα, στα σπίτια και γίνεται μύλος και θρήνος στα πιλάφια, στα ιμάμ μπαϊλντί, στα παχιά κρέατα και τις σάλτσες -αμάν, αμάν! - μαχαίρια, πηρούνια, κουτάλια και σαγόνια... τι οργασμός! Όσο μακρύτερα πάει η θύμηση, τόσο πιο καθαρά βλέ­πει τις εικόνες -εκεί στον κεντρικό δρόμο προς το λιμάνι και το τελωνείο ξανοί­γει το μαγαζί του πατέρα με τα τενεδιώτικα κρασιά και την ταμπέλα από πάνω: ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΟΠΩΛΕΙΟΝ Η ΩΡΑΙΑ ΤΕΝΕΔΟΣ.
Κυρίαρχη μορφή εκεί μέσα ο πατέρας, με το καλοσυνάτο πρόσωπο, όρθιος, σοβαρός, μπροστά στον πάγκο να περιποιείται τους πελάτες, αλλά χωρίς να ξε­κολλά το μάτι απ’ τον γιο, που καθισμένος στην πόρτα φυλλομετρά το αλφα­βητάριό του και θαυμάζει τα θεάματα του δρόμου.
Πόσα και πόσα θεάματα, αλήθεια, αλλά το πιο μαγευτικό απ’ όλα είναι σίγου­ρα εκείνες οι γκαμήλες κι όταν ακούεται από μακριά το καραβάνι που ζυγώνει, τινάζεται απ’ την καρέκλα του ο μικρός και τρέχει με τ’ άλλα τα παιδιά που αφή­νουν χαρούμενες φωνές:
- Τα καμέλια! Τα καμέλια!
Ντιν, νταν, ντουν οι πελώριες κουδούνες -πέρα απ’ το Ερζερούμ μας έρχο­νται - πόσο ξεκούραστες! Ψηλές και λιγνοπόδαρες, με τις πλατιές πατούσες, τον μακρύ κυματιστό λαιμό κι ένα κεφάλι μακρουλό στην άκρη -το στόμα όλο να μασά- περνάνε με το πάσο τους σε μια ατέλειωτη σειρά, στρέφοντας την κεφάλα πότε από δω και πότε από κει, με μια μακάρια αδιαφορία.
Εκεί στην γωνιά του δρόμου είναι ο φούρνος με τα κάτασπρα ψωμιά, όπου οι «φουρουντζήδες» δουλεύουν το ζυμάρι ασταμάτητα επάνω σε πλατιές αλευρωμένες τάβλες και πλάθουν γρήγορα -μαέστροι στην δουλειά- τα πεϊνιρλία, τα τιρνακλία, τους τοπχανάδες που μπαίνουν αμέσως επάνω στα μακριά τους φτυάρια και -τακ- ρίχνονται πλάι στη φωτιά, μεθοδικά, προσεκτικά, για να βγουν σε λίγο ροδοψημένα, μοσχομυριστά.
Συγκινημένη η θύμηση παίρνει τους δρόμους και περπατά: Ρωμαίικες γειτονιές, τούρκικοι μαχαλάδες, τζαμιά και μιναρέδες που λογχίζουν τον αέρα, αλλά και εκκλησιές -πόσες εκκλησιές! - περιοχές ολόκληρες της πόλης όλο ελληνισμός, χω­ρίς κανέναν Τούρκο. Βραδιάζει. Και να που εκεί ψηλά στον μιναρέ πρόβαλε ο «μολλάς», που με το ένα χέρι στο αυτί διαλαλά στα πέρατα του κόσμου, ότι ένας είναι ο Αλλάχ και προφήτης του ο Μωάμεθ. Αλλαάάάάάάχ μπιρ Αλάάάάάάάχ!...
Αλλά η απάντηση έρχεται από πλήθος καμπαναριά που χαλούν τον κόσμο με τις γλυκόλαλες καμπάνες, απ’ όπου δοξολογιέται ο αληθινός Θεός των Χρι­στιανών και προσκαλούνται οι πιστοί στις εκκλησιές, όπου οδεύουν -ολόκλη­ρος λαός- με πίστη και κατάνυξη, Κυριακές, γιορτές, εωθινά, εσπερινούς, Χρι­στούγεννα και Πάσχα.
-Εδώ;
Θεέ μου, τι ανοιχτόκαρδα, πόση απεραντοσύνη -ο γιαλός μας! - πέρα προς την ανατολή τ’ ωραίο «Γκιουζέλ σαράι» μ’ απείραχτα τα τείχη των Κομνηνών και προς την δύση τα μεγάλα βράχια, απ’ όπου πηδάμε στο νερό τα καλοκαίρια ή και κρυφοκοιτάμε καμιά φορά τα χανουμάκια, που έρχονται, κρύβονται εκεί να κο­λυμπήσουν και δεν βγάζουν, βέβαια, μόνο τον φερετζέ τους για να δροσιστούν...
Άγιος Γρηγόριος -Τραπεζούντας
Να κι ο Aι  Γρηγόρης, η μεγαλόπρεπη μητροπολιτική μας εκκλησιά, όπου ο μητροπολίτης Χρύσανθος δεν αφήνει σχεδόν καμιά Κυριακή χωρίς να θυμηθεί στο κήρυγμά του τους θρυλικούς «μυρίους» του Ξενοφώντος που απ’ τα ψηλά βουνά της Τραπεζούντας αντίκρυσαν το γαλάζιο πέλαγος και φώναξαν:
-Θάλαττα! Θάλαττα!
Εδώ στην Τραπεζούντα κατέβηκαν, κι εδώ σε τούτον τον γιαλό λούστηκαν, ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, μάχες, δοκιμασίες -λέει ο δεσπότης- αι­ώνων ιστορία ελληνική έχει η πόλη τούτη, όλα το μαρτυρούν, αρχαίοι συγγρα­φείς, αρχαία τείχη και κάστρα, τάφοι αυτοκρατόρων, εκκλησιές και προ πάντων ο λαός ο ριζωμένος στ’ άγια τούτα χώματα, που τα ποτίζει με δάκρυ και ιδρώ­τα και συνεχίζει από γενιά σε γενιά την προαιώνια ιστορία της Ελλάδας.
Κοιτάζω τον πατέρα μου, δακρύζει:
-Γιατί, πατέρα;
Σκύβει πολύ ο πατέρας μου για να με φτάσει:
-Σώπα παιδί μου, τα καλά παιδιά δεν μιλάνε στην εκκλησιά.
Κι ενώ σκουπίζει τα μάτια του με το μαντήλι:
-Αμα θα μεγαλώσεις, θα καταλάβεις.
Πολλά είν’ αυτά που δεν καταλαβαίνω ακόμα, κι όχι μονάχα έξω, αλλά και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, όπως εκείνα τα περίεργα κάδρα με τα παράξενα πρό­σωπα που βρίσκονται κρεμασμένα γύρω τριγύρω στο σαλόνι μας -τα τόσο αγρι­ωπά- άλλος με περικεφαλαία, άλλος με πιστόλες και μαχαίρες, άλλος με μα­κριά κυματιστά μαλλιά κι όλοι τους με μάτια φλογερά, με άφθονα γένια και μου­στάκια, αν και μπορώ να διαβάζω χωρίς κόπο τα ονόματα που είναι γραμμένα από κάτω: ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, ΜΙΑΟΥΛΗΣ, ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ, ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΡΑΙΟΣ κτλ.
Στην γιορτή του πατέρα μου, που έρχονται και Τούρκοι, φίλοι και πελάτες του, για να του πουν «χρόνια πολλά», κοιτάζουν και κείνοι με μεγάλη απορία όλα αυτά τα κάδρα και ρωτούν:
-Κυρ Γιάννη, γιάχο, τι είναι όλοι τούτοι;
-Συγγενείς μου είναι, Χασάν εφέντη.
-Μεγάλο συγγενολόι έχεις, κυρ Γιάννη.
-Ναι, όλους τους συγγενείς μου τους έχω εδώ. Μακρινούς και κοντινούς.
-Ασκ ολσούν, κυρ Γιάννη, καλός άνθρωπος είσαι για ν’ αγαπάς έτσι όλο σου το σόι!
Σε μένα, όμως, ο πατέρας μου κάποτε έδωσε άλλη εξήγηση:
-Αυτοί, παιδί μου, είναι εκείνοι που δώσαν στην Ελλάδα μας την λευτεριά.
-Και τι θα πει, πατέρα, λευτεριά;
Αναστέναξε εκείνος:
-Άμα θα μεγαλώσεις θα τα μάθεις.
Όταν βρίσκεσαι σε μια ηλικία που σκύβει πολύ ο πατέρας σου για να σε φτάσει, δεν μπορείς, βέβαια, να νοιώσεις την σημασία της λέξης «λευτεριά». Τα χρόνια εκείνα, άλλωστε, παίζαμε με τα «τουρκοπούλια» κι όταν μας δέρνανε, τα δέρναμε, χωρίς κανένα φόβο. Αργότερα ήταν αλλιώς. Τότε, όμως, όλα ήσαν όμορφα, κι ο κόσμος γύρω μας ένας σωστός παράδεισος. 
Θα πρέπει να ήμουν πάρα πολύ μικρός τον καιρό που ο κόσμος ήτανε παρά­δεισος, αφού όταν ξεκινούσαμε για την έξοχη το καλοκαίρι, ερχόντουσαν τ’ άλο­γα στην πόρτα μας κι ένα απ’ αυτά το φόρτωναν με δυο πελώρια καλάθια και μέσα στα καλάθια στρώναν κουβέρτες, σεντόνια, μαξιλάρια και βάζανε στο ένα τη μια αδελφή μου και στ’ άλλο εμένα.
Κι ύστερα ξεκινούσαν τ’ άλογα -τζου, τζου, οι αγωγιάτες- μπροστά η μητέρα, πίσω η γιαγιά, κι εγώ στο αναπαυτικό καλάθι μου, πότε κοιμόμουν τρισευτυχισμένος και πότε ξυπνούσα κι έβλεπα τα τόσα όμορφα και θαυμαστά  του μαγικού εκείνου ταξιδιού, βουνά, φαράγγια, δέντρα, ποτάμια και γεφύρια -τζου, τζου- κι αλλού ολόκληρους ουρανούς από θεόρατα πλατάνια, βελανιδιές, νερά ολόδροσα που ξεπηδούσαν απ’ την γη και μυρουδιές ζαλιστικές που έφερνε ο αέρας απ’ τα χωράφια, τα καπνά, τις φουντουκιές, απ’ τα λουλουδισμένα δέντρα.
Στα πλευρά του βουνού σκαμμένο το μονοπάτι -κάτω γκρεμός και βούιζε το ποτάμι- κατέβαινε, όμως, άφοβα η γιαγιά και μάζευε εκείνα τα χρυσοκίτρινα λουλουδάκια που μύριζαν τόσο όμορφα και τα βάζαμε ξερά πλάι στα εικονίσματα όλο τον χρόνο.
-Της Παναγιάς τα δάκρυα.
Και γιατί, γιαγιά, τα λένε της Παναγιάς τα δάκρυα; Γιατί, παιδάκι μου... «όνταν εσταύρωσαν τον Χριστόν οι Εβραίοι, η Παναΐα έκλαιεν κι όπου έσταζαν τα δάκρυά της φυτρώνανε λουλούδια, να αυτά».
- Επέρασεν η Παναΐα από εδώ;
-Επέρασεν!
Σην Σουμελά
Αυτό τόλεγε με μεγάλη σιγουριά η γιαγιά -καμιά αμφιβολία δεν υπήρχε-πώς ήταν δυνατόν, άλλωστε, να μην είχε περάσει η Παναγιά από εκεί, αφού μέναν ακόμη τα δάκρυα της ανθισμένα, κι αφού πέρα εκεί, στις άγριες βουνοκορφές, υπήρχε και το μοναστήρι της -της Παναγίας Σουμελά- και το άγιο εικόνισμά της, που τόσα θαύματα είχε κάνει;
Βρισκόταν τάχα κανένας χριστιανός που να μην ήξερε την ιστορία εκείνου του μοναστηριού; Αν ήταν δυνατόν! Όλοι το ξέραν ότι εδώ κι αιώνες, καθώς περνούσε μια φορά με τον στρατό του από κει ένας άγριος σουλτάνος, είδε το μοναστήρι κρεμασμένο εκεί ψηλά, στην αγκαλιά του Θεού, απόρησε και ρώτησε:
-Αλλάχ, Αλλάχ, τ’ είναι εκείνο εκεί;
-Μοναστήρι χριστιανικό, ω, πολυχρονεμένε μας, του είπαν. Θύμωσε ο σουλτάνος και διέταξε:
-Να το κάψετε αμέσως!
Τρέχουν οι άνθρωποί του να το κάψουνε, αλλά την ίδια στιγμή πέφτει ξερός ο σουλτάνος, χτυπιέται και βγάζει αφρούς από το στόμα.
-Έλεος,Έλεος, αμάν!., φωνάζει, σταματάτε, μη το πειράζετε το μοναστήρι. Δεν κάψαν το μοναστήρι οι άνθρωποί του και ο σουλτάνος αμέσως έγινε καλά κι έδωσε καινούργια διαταγή να το χρυσώσουνε όλο, κι αυτό και την εικόνα της Παναγιάς. Και από τότε, όλοι οι σουλτάνοι μαθαίνοντας τα θαύματα της Παναγιάς, όλο και του δίναν τιμές και δικαιώματα κι έτσι η Παναγία η Σουμελά έζησε απείραχτη μέσα στους αιώνες. Αυτά κι αλλά πολλά, τέτοια πολύ χοντρά παραμύθια, έλεγε η γιαγιά. Αλλά και πάρα πολλές αλήθειες.
Καμάρι ήταν του ελληνισμού η Παναγία η Σουμελά κι εκεί στην Κρώμνη -το φημισμένο για την εξυπνάδα και την παλικαριά του ορεινό χωριό - όνειρο τώχε ο «Κρωμέτες»:
Κρωμέτες σκύλ’ υιός είμαι
κανέναν κι φοούμαι,
 σην Σουμελάν την Παναγιάν
θα πάω  στεφανούμαι!..
Αλλά είχε και το ποτάμι της η Παναγιά, που δεν κουραζόντουσαν να τραγου­δάνε οι κεμεντσετξήδες:
Ση Παναΐας τo ποτάμ’
 ερούξεν η κλειδίτσα μ’.


Δημήτρης Ψαθάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah