Όταν πουλούν ή σφάζουν αγελάδα φυλάγουν ή το σχοινί ή τα κέρατα και τις τρίχες της ουράς της, για να μη παίρ οξωπίσ' το μαντρίν. Όταν το βράδυ μείνουν στη βοσκή και δεν γυρίζουν στο στάβλο, πετούν στη φωτιά πέταλο ή καρφί, για να μην τις φάει ο λύκος. Όταν δε η αγελάδα το επαναλαμβάνει, μετρούν με σπάγκο το μάκρος της από τα κέρατα ως την ουρά, και τον κρύβουν πάνω στο απανωθύρ του στάβλου.
Όταν την χτυπάς με βέργα μασούρας κατουρεί αίμα. Υπήρχαν και ειδικοί και περισσότερες ειδικές που έδεναν τον λύκο δηλ. τον εμπόδιζαν να φάει την αγελάδα πού έμεινε στη βοσκή.
Μπροστά στην πόρτα του στύλου απάγγελλαν το παρακάτω αποτρόπαιο που αντιγράφω από το Σταυριώτη:
Αγιάννες ο Χρυσόστομον είχχεν ζα και πρόατα
και αλλ’ ατόσ αρνία.
Την αυγήν εβόσσκιζεν, σην αυλήν εμόναζεν,
εκοιμέθεν είχχεν άτα, εξύπνοισεν κ’ εύρεν άτα.
Είδεν λύκον κ’ ερωτάτον: Είδες πρόατα κ’ αιίδια.
Εύρεν άτα ποταμόν πέραν σά παλαμίσκια.
Έφαεν ο λύκον πέντε κι άλλα δεκαπέντ' εφούρξεν,
ο ποταμόν εν μάρτυρας το δέντρον παραδότες.
Θέ ιμ για ποίσο μ’ έναν χάρην, παρακάλεσεν Αγιάννες:
Για δέσον τη λύκ’ το στόμαν οντάν θέλω να κοιμούμαι.
Δί άτον ο Θός τη χάρην κι ατός δι άτο εμέναν.
Απόψ’ όλια τα λυκούδια κι όλια τ’ άγρια τα θερία
με τα στόματα δεμένα ν’ απομέννε πεινασμένα
και τ’ Αερί το κλειδίν σό στόμαν άτουν.
(Λέγοντας τον τελευταίο στίχο έκλεινε την κλειδαριά, που είχε εξ αρχής ανοικτή).
Και άλλο δέσιμο τή λύκονος του X. Γαλανού:
Αεμάμς, Αεβλάης κ’ οι Δώδεκ' Αποστόλ
είχαν σιρία πρόατα και μύρια αγελάδια.
Σήν ράβδιαν επεκούμπισαν νά παίρνε έναν ύπνον,
κι όντάν εξυπνόσαν εύραν ίντερα και πίντερα
και ζού εμπιτιδώνας.
Δέβα επαρ ας σήν Κυπρίαναν
τρία τράς καραβόσσκοινα και τρία κοντοράμια,
δέσον τον πλατυπόδ τον άρκον, και τον μονοπόδ τον λύκον
ανοιχτόν αν εν το στόμαν άτ, ανοιχτόν ν’ απoμέν,
κι ασπαλιγμένον αν εν, ασπαλιγμένον ν’ απομέν
και να πιδαβαίν εφτά ραχχία και να πάει λύεται.
Οταν ήμουν 8-9 χρονών είδα κάτι σχετικό που δεν μπορώ να εξηγήσω:
Ήμουν στο παρχάρι Κωφού. Ο καιρός ήταν αίθριος, ο ήλιος έκλεινε προς τη δύση, τα γελάδια ήρθαν και βοσκούσαν στο ίσωμα, μπροστά στις καλύβες Ανάμεσα στα ζώα ήταν κι ένας λύκος, που έπαιζε με τα ζώα πηδώντας πότε εδώ, πότε εκεί· μερικά γελάδια έφευγαν, άλλα τον κυνηγούσαν, κι εμείς (τα παιδιά) κοιτάζαμε παραξενεμένοι και φοβισμένοι- ο λύκος παίζοντας, σιγά σιγά βγήκε από το κοπάδι και έφυγε.
Οταν ρώτησα τη θεία μου: Μάνα, γιατί ο λύκον έπαιζεν με τα ζά και ΄κ έτρωεν άτα;
μου απάντησε: Ρίζα 'μ η γραία η Ψιλή (τη Τσαντέκ) έδεσεν άτον.
Ήταν άραγε χορτάτος ή δειλός και ζητούσε κανένα μοσχαράκι σ’ απόμερο μέρος;
Στάθης Αθανασιάδης (Γεροστάθης)
Εκαπιδευτικός
Όταν την χτυπάς με βέργα μασούρας κατουρεί αίμα. Υπήρχαν και ειδικοί και περισσότερες ειδικές που έδεναν τον λύκο δηλ. τον εμπόδιζαν να φάει την αγελάδα πού έμεινε στη βοσκή.
Ισχανάντων (Το κρενίν τη Ευκλείδη) |
Αγιάννες ο Χρυσόστομον είχχεν ζα και πρόατα
και αλλ’ ατόσ αρνία.
Την αυγήν εβόσσκιζεν, σην αυλήν εμόναζεν,
εκοιμέθεν είχχεν άτα, εξύπνοισεν κ’ εύρεν άτα.
Είδεν λύκον κ’ ερωτάτον: Είδες πρόατα κ’ αιίδια.
Εύρεν άτα ποταμόν πέραν σά παλαμίσκια.
Έφαεν ο λύκον πέντε κι άλλα δεκαπέντ' εφούρξεν,
ο ποταμόν εν μάρτυρας το δέντρον παραδότες.
Θέ ιμ για ποίσο μ’ έναν χάρην, παρακάλεσεν Αγιάννες:
Για δέσον τη λύκ’ το στόμαν οντάν θέλω να κοιμούμαι.
Δί άτον ο Θός τη χάρην κι ατός δι άτο εμέναν.
Απόψ’ όλια τα λυκούδια κι όλια τ’ άγρια τα θερία
με τα στόματα δεμένα ν’ απομέννε πεινασμένα
και τ’ Αερί το κλειδίν σό στόμαν άτουν.
(Λέγοντας τον τελευταίο στίχο έκλεινε την κλειδαριά, που είχε εξ αρχής ανοικτή).
Και άλλο δέσιμο τή λύκονος του X. Γαλανού:
Αεμάμς, Αεβλάης κ’ οι Δώδεκ' Αποστόλ
είχαν σιρία πρόατα και μύρια αγελάδια.
Σήν ράβδιαν επεκούμπισαν νά παίρνε έναν ύπνον,
κι όντάν εξυπνόσαν εύραν ίντερα και πίντερα
και ζού εμπιτιδώνας.
Δέβα επαρ ας σήν Κυπρίαναν
τρία τράς καραβόσσκοινα και τρία κοντοράμια,
δέσον τον πλατυπόδ τον άρκον, και τον μονοπόδ τον λύκον
ανοιχτόν αν εν το στόμαν άτ, ανοιχτόν ν’ απoμέν,
κι ασπαλιγμένον αν εν, ασπαλιγμένον ν’ απομέν
και να πιδαβαίν εφτά ραχχία και να πάει λύεται.
Οταν ήμουν 8-9 χρονών είδα κάτι σχετικό που δεν μπορώ να εξηγήσω:
Ήμουν στο παρχάρι Κωφού. Ο καιρός ήταν αίθριος, ο ήλιος έκλεινε προς τη δύση, τα γελάδια ήρθαν και βοσκούσαν στο ίσωμα, μπροστά στις καλύβες Ανάμεσα στα ζώα ήταν κι ένας λύκος, που έπαιζε με τα ζώα πηδώντας πότε εδώ, πότε εκεί· μερικά γελάδια έφευγαν, άλλα τον κυνηγούσαν, κι εμείς (τα παιδιά) κοιτάζαμε παραξενεμένοι και φοβισμένοι- ο λύκος παίζοντας, σιγά σιγά βγήκε από το κοπάδι και έφυγε.
Οταν ρώτησα τη θεία μου: Μάνα, γιατί ο λύκον έπαιζεν με τα ζά και ΄κ έτρωεν άτα;
μου απάντησε: Ρίζα 'μ η γραία η Ψιλή (τη Τσαντέκ) έδεσεν άτον.
Ήταν άραγε χορτάτος ή δειλός και ζητούσε κανένα μοσχαράκι σ’ απόμερο μέρος;
Στάθης Αθανασιάδης (Γεροστάθης)
Εκαπιδευτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου